Ένα ημερολόγιο δολοφονιών μιας δεκαετίας με... τρύπιες αστυνομικές σελίδες
Ντίνα Κλεάνθους 07:31 - 23 Οκτωβρίου 2022
Θεωρείται δεδομένο πως το βάρος της απόδειξης ενός εγκλήματος εναπόκειται καθαρά στην Αστυνομία, η οποία έχει την ευθύνη να συλλέξει νόμιμα στοιχεία και να οδηγήσει ένα ύποπτο ενώπιον της Δικαιοσύνης, η οποία έχει και τον τελευταίο λόγο, με βάση το μαρτυρικό υλικό που κατατίθεται ενώπιον της. Ωστόσο, δεδομένο θα πρέπει να θεωρείται πως με βάση το Σύνταγμα, όλοι είναι αθώοι μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου, κάτι που ισχύει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις, χωρίς να αντιμετωπίζεται αλα καρτ η νομοθεσία, όποιος και αν είναι ο κατηγορούμενος, από όποια τάξη και να προέρχεται.
Καλώς η κακώς, εδώ και δεκαετίες, καλλιεργήθηκε η άποψη πως όταν γίνεται αναφορά στη λέξη έγκλημα, αυτό συνεπάγεται με τον παραδοσιακό υπόκοσμο, τα πρόσωπα της νύχτας και σε όσους ασχολούνται με παράνομες δραστηριότητες, όπως δολοφονίες, ναρκωτικά, κλοπές, κτλ. Ωστόσο, το έγκλημα έχει διάφορες μορφές και έχει εκσυγχρονιστεί, ενώ όπως αποδείχθηκε περίτρανα τα τελευταία χρόνια, μπορεί να προέρχεται είτε από τα άτομα της νύχτας, είτε της μέρας, είτε από αυτούς που φορούν μαύρα, είτε από αυτούς που φοράνε κουστούμι. Εξάλλου, πουθενά στον ποινικό κώδικα δεν διαχωρίζεται το έγκλημα με βάση την ιδιότητα του καθενός, με βάση τις ώρες εργασίας του, με βάση τα ρούχα του κτλ, αντιθέτως είναι ξεκάθαρο πως οποιαδήποτε παράνομη ενέργεια, που διαπράττεται από οποιονδήποτε, και συνεπώς πρόκειται για έγκλημα, θα πρέπει να τυγχάνει της ίδιας αντιμετώπισης. Αν όμως σε κάποιες «ευνόητες» περιπτώσεις γίνεται τότε το αντίθετο, είναι καθαρά λόγω των ανθρώπων που αποτελούν γρανάζι στο σύστημα της απονομής Δικαιοσύνης.
Ωστόσο, αν θέλουμε να εστιάσουμε στον παραδοσιακό υπόκοσμο, θα πρέπει να λεχθεί πως τα τελευταία χρόνια, απέδειξε πως έχει το πάνω χέρι, βάζοντας δύσκολα σταυρόλεξα στην Αστυνομία, η οποία σε πολλές περιπτώσεις ουδέποτε κατάφερε να λύσει. Και αυτό διότι, οι πλείστες δολοφονίες με φόντο το ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ προσώπων της νύχτας, παραμένουν ανεξιχνίαστες. Κάποιος μπορεί να το ερμηνεύσει ως αδυναμία από πλευράς Αστυνομίας, η οποία αντί να επιχειρεί να βελτιωθεί, ψάχνοντάς τρόπους για την πρόληψη αλλά και την πάταξη του εγκλήματος, αναλώνεται σε άλλοθι, με την κοινή γνώμη ωστόσο να κρίνει εκ του αποτελέσματος. Και το αποτέλεσμα δείχνει ένα μεγάλο αριθμό σοβαρών εγκλημάτων, στα οποία ο υπόκοσμος άφησε τη σφραγίδα του, να παραμένει ανεξιχνίαστος, με τους ηθικούς αυτουργούς αλλά και τους δράστες, να παραμένουν στην λίστα των «εξαφανίσεων». Βέβαια, υπάρχουν και αυτοί που θεωρούν πως πίσω από κάποια ανεξιχνίαστα εγκλήματα, κρύβονται άλλα πολλά, τα οποία είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, ενώ από την άλλη είναι και το ζήτημα των «όπλων» που μπορεί να μην έχουν στη διάθεση τους οι κυπριακές Αρχές σε σχέση με άλλες χώρες. Εντούτοις, ακόμα και αυτό να ισχύει, θα έπρεπε ήδη να έχει εξεταστεί και να επιλυθεί - νόμιμα -, ώστε να μην προηγείται το έγκλημα έναντι της Αστυνομίας, αφού κάτι τέτοιο δεν αποτελεί τιμή προς ένα Σώμα ασφαλείας. Και όλα αυτά, δεδομένου πως υπάρχει θέληση για πάταξη του εγκλήματος, ανεξαρτήτως αν αυτό διαπράττεται από του Βροντάκηδες ή τους Φουρτουνάκηδες. Για αυτό και κάποιοι ποινικολόγοι θεωρούν πως δεν μπορεί να παταχθεί το έγκλημα, όσο το διαχωρίζεις ή είτε η πάταξη του είναι μονόπλευρη, αναλόγως με τα συμφέροντα.
Παραθέτοντας μια σειρά από λόγους, επιχειρώντας επικοινωνιακά να μετριάσει τον αρνητικό αντίχτυπο σε βάρος της, η Αστυνομία, την ίδια ώρα και ίσως χωρίς να το αντιλαμβάνεται, θα μπορούσε να πει κάποιος πως πυροβολεί τα πόδια της, αφού αφενός παραδέχεται πως ο υπόκοσμος μοιάζει υπερδύναμη μπροστά της, χωρίς μάλιστα αυτός να έχει την εξουσία του Νόμου, και αφετέρου, στέλνει το μήνυμα στους πολίτες πως είναι κατώτερη των περιπτώσεων και αδυνατεί να πατάξει το έγκλημα. Και εδώ είναι και η ουσία που ενδιαφέρει τους πολίτες, τους οποίους δεν του νοιάζει το πώς και το γιατί δεν τα κατάφεραν, και τα «ναι, αλλά...», αλλά το πώς και το γιατί μπορούν να τα καταφέρουν, στέλνοντας τους το μήνυμα πως θα πρέπει να έχουν εμπιστοσύνη στο Σώμα Ασφαλείας της χώρας τους, εξαλείφοντας την πρώτη αντίδραση του κόσμου που σχολιάζει, «και αυτό ανεξιχνίαστο».
Πέραν των δολοφονιών, για τις οποίες θα γίνει αναφορά πιο κάτω, ενδεικτικά της αδυναμίας που παρατηρείται, είναι τα στατιστικά στοιχεία της Αστυνομίας για το πρώτο εξάμηνο του 2022, που αφορούν τους εμπρησμούς και τις βομβιστικές επιθέσεις. Και γίνεται αναφορά σε αυτά τα αδικήματα, για ευνόητους λόγους. Σύμφωνα με τα στοιχεία, στη Λευκωσία καταγράφηκαν 23 εμπρησμοί/απόπειρες και εξιχνιάστηκαν τέσσερις, στη Λεμεσό καταγράφηκαν 26 και εξιχνιάστηκαν οι οκτώ, στην Αμμόχωστο ένας στους τρεις, στην Πάφο οκτώ στους 18, στη Λάρνακα τρεις στους εννιά και στην Επαρχία Μόρφου καμία από τις δύο. Σε ότι αφορά την καταστροφή περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, στη Λευκωσία καταγράφηκαν τρεις υποθέσεις, χωρίς να εξιχνιαστεί καμία, στη Λεμεσό μία στις τέσσερις, στην Αμμόχωστο δεν καταγράφηκαν υποθέσεις, στην Πάφο καταγράφηκαν δύο και δεν εξιχνιάστηκε καμία, όπως και στη Λάρνακα καταγράφηκε μια υπόθεση, η οποία δεν εξιχνιάστηκε. Το 2021, καταγράφηκαν συνολικά 172 εμπρησμοί/απόπειρες και εξιχνιάστηκαν οι 32, ενώ σημειώθηκαν 21 βομβιστικές επιθέσεις και εξιχνιάστηκαν μόλις τρεις.
Αναφορικά με τις δολοφονίες που έχουν φόντο τον υπόκοσμο, αυτές που απασχόλησαν επικοινωνιακά τα τελευταία δύο χρόνια, ήταν αυτή του 34χρονου Μάριου Γεωργίου, γνωστός ως «Μαριούθκιας», που διαπράχθηκε τον Απρίλιου του 2021, και αυτή του πεθερού του, Ανδρέα Ευαγγέλου, που διαπράχθηκε λίγους μήνες νωρίτερα. Παρά το γεγονός πως η Αστυνομία έστρεψε τα βλέμματα προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και στην υπόθεση Ευαγγέλου προχώρησε και σε συλλήψεις, με τον όρκο του ανακριτή ως προς τα στοιχεία που κατέχουν οι Αρχές δημιούργησαν υψηλές προσδοκίες για εξιχνίαση, εντούτοις καμία από τις δύο δολοφονίες δεν εξιχνιάστηκε, αφού δεν εντοπίστηκαν στοιχεία. Μάλιστα, στην περίπτωση του Ευαγγέλου, όπου η Αστυνομία μίλησε για αξιόπιστους πληροφοριοδότες που υπέδειξαν πού βρίσκεται το φονικό όπλο, με βάση τον όρκο της Αστυνομίας στο Δικαστήριο, οι έρευνες αποδείχθηκαν «άσφαιρες», αφού δεν επιβεβαιώθηκαν, ενώ η υπεράσπιση των υπόπτων προσέφυγε στο Ανώτατο το οποίο ακύρωσε και τα διατάγματα για τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, με την Εισαγγελία να παραδέχεται πως το «διάταγμα πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου ή/και προφανής υπέρβαση δικαιοδοσίας λαμβανομένου υπόψη ότι δεν καταγράφεται καμία εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής με τα υπό διερεύνηση αδικήματα ή/και με τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας».
Στα αξιοσημείωτα θα πρέπει να καταγραφεί το γεγονός πως ο «Μαριούθκιας» ήταν υπό προστασία μάρτυρας και είχαν ληφθεί μέτρα ασφαλείας γύρω του, με τον υπόκοσμο από την μία να στέλνει το μήνυμα πως αυτό δεν αποτέλεσε εμπόδιο για την εκτέλεση του συμβολαίου θανάτου, ενώ από την άλλη η Αστυνομία έστειλε το μήνυμα πως δεν κατάφερε να προστατεύσει μάρτυρα της. Κάτι που μπορεί να ερμηνευτεί από τον κάθε ένα διαφορετικά, ωστόσο θα ήταν δίκαιο να αναφερθεί πως θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως οι Αρχές δεν μπορούν να βρίσκονται 24 ώρες το 24ωρο και οπουδήποτε μαζί με ένα μάρτυρα. Η Αστυνομία, στην προσπάθεια της να σκιαγραφήσει το προφίλ του πιθανού ηθικού αυτουργού, κατά την εκτίμηση της, πυροβολούσε τα πόδια της. Και αυτό γιατί, ενώ το πρόγραμμα στην ουσία προστατεύει πρόσωπα για να μιλήσουν, η Αστυνομία έστελνε ακριβώς το αντίθετο μήνυμα. Η επανάληψη της σύνδεσης εγκληματικών ενεργειών με το πρόγραμμα είχε ως αποτέλεσμα οι ίδιες οι Αρχές να θέσουν υπό αμφισβήτηση την προστασία που παρέχουν στους μάρτυρες
Πέραν όμως των δύο εγκλημάτων για τα οποία έγινε μεγάλος λόγος, γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, θα δει κανείς μια σειρά από στυγερές δολοφονίες, οι οποίες παρέμειναν στα ράφια της Αστυνομίας ως ανεξιχνίαστες, αφού ούτε σε αυτές τις περιπτώσεις κατάφερε να στήσει το παζλ. To 2021, καταγράφηκε και τρίτη δολοφονία στην οποία άφησε την σφραγίδα του ο υπόκοσμος. Αυτή του Λεόντιου Πογιατζή, που διαπράχθηκε στις 15 Ιουλίου 2021 στην Πάφο, την οποίαν ανέλαβαν επαγγελματίες εκτελεστές που γνώριζαν τις κινήσεις του στόχου, τον οποίον οδήγησαν σε απόμερο μέρος, τον δολοφόνησαν και στην συνέχεια έκαψαν τον όχημα του, αφήνοντας σχεδόν μηδαμινά στοιχεία πίσω τους.
Σχετικά πιο ήρεμη χρονιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το 2020, έτος κατά το οποίο ο υπόκοσμος ξεκαθάρισε ανοιχτούς λογαριασμούς που είχε με τον Παναγιώτη Καλλιτσιώνη, ο οποίος έπεσε νεκρός από τα πυρά εκτελεστών στις 25 Ιουνίου. Αν και η δολοφονία διαπράχθηκε στην Ορμήδεια, ήρθε να προστεθεί στον γενικότερο απολογισμό της Αγίας Νάπας, αφού πρόκειται για χτύπημα που έπληξε το «στρατόπεδο» της οικογένειας Καλοψιδιώτη, αφού ο 29χρονος ήταν στενός φίλος και συνεργάτης του αδελφότεκνου του Φάνου, που δολοφονήθηκε το 2016, Γιάννη Καλοψιδιώτη. Μέσα σε οκτώ χρόνια, 2012-2020, ο υπόκοσμος στην Αγία Νάπα, έγραψε «ιστορία», αφού καταγράφηκαν οι δύο μαζικότερες δολοφονίες που διαπράχθηκαν ποτέ στην Κύπρο, μετά το 1974, το πενταπλό και το τετραπλό φονικό, ενώ στο διάστημα που μεσολάβησε δολοφονήθηκε ο Γιάννης Καλοψιδώτης και τα τρία εγκλήματα ήταν αλληλένδετα μεταξύ τους. Τόσο η δολοφονία Καλλιτσιώνη όσο και του Γιάννη Καλοψιδιώτη παραμένουν ανεξιχνίαστες, ενώ στο πενταπλό και τετραπλό υπήρχαν καταδίκες, ωστόσο παραμένουν ορφανές από ηθικούς αυτουργούς.
Γυρίζοντας ακόμη λίγο το χρόνο πίσω, στο 2018, (σ.σ το 2019 δεν διαπράχθηκε οποιαδήποτε δολοφονία με φόντο τον υπόκοσμο), στο αιματοβαμμένο βιβλίο καταγράφεται η γκανγκστερική δολοφονία του 33χρονου Γκάρυ Μπόρις Χριστοδούλου που διαπράχθηκε το βράδυ της 1ης Νοεμβρίου, στην μέση του αυτοκινητόδρομου της Αγίας Νάπας.
Μια δολοφονία που διαπράχθηκε από επαγγελματίες εκτελεστές, οι οποίοι δεν άφησαν πίσω τους στοιχεία, βάζοντας για άλλη μια φορά δύσκολα στις Αρχές, οι οποίοι δεν κατάφεραν να εξιχνιάσουν ούτε αυτή την υπόθεση. Οι δράστες, που γνώριζαν καλά τις κινήσεις του στόχου, επέβαιναν σε όχημα, είχαν ανοίξει πυρ κατά του οχήματος του, το οποίο ο Γκάρυ ακινητοποίησε στην άκρη του δρόμου και επιχείρησε να διαφύγει τρέχοντας προς την απέναντι πλευρά του αυτοκινητόδρομου. Ωστόσο, καταδιώχθηκε αφού οι εκτελεστές τον ήθελαν πάση θυσία νεκρό, κι ενώ επιχειρούσε να πηδήξει από περίφραξη, δέχθηκε τις θανατηφόρες βολές.
Περίπου δυο εβδομάδες μετά την εκτέλεση του 33χρονου, οι Αρχές φόρεσαν χειροπέδες σε τέσσερα πρόσωπα, τα οποία ωστόσο στην συνέχεια αφέθηκαν ελεύθερα αφού δεν κατάφεραν να τους δέσουν με την υπόθεση. Όπως είχε αναφερθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Χριστοδούλου ήταν γνωστό πρόσωπο της νύχτας, ενώ η Αστυνομία σύνδεσε τη δολοφονία με το τετραπλό φονικό, κάνοντας αναφορά σε απειλές που προηγήθηκαν και σε βεντέτα που υπάρχει ανάμεσα σε στρατόπεδα της Αγίας Νάπας.
Ένα χρόνο προηγουμένως, το 2017, νεκρός από άριστο ελεύθερο σκοπευτή, πέφτει ο Άντρος Ροδοθέου. Η δολοφονία διαπράχθηκε στο χωριό Γεράσα στη Λεμεσό, στην εξοχική κατοικία επιστήθιου φίλου του. Ο εκτελεστής βρισκόταν έξω από την κατοικία, στις όχθες του ποταμού που διασχίζει το χωριό, στημένος στην απέναντι πλευρά, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να πατήσει τη σκανδάλη. Γύρω στις 9 το βράδυ, ο επιχειρηματίας σηκώθηκε και πέρασε μπροστά από το παράθυρο για να κατευθυνθεί στη μικρή κουζίνα και τότε ο εκτελεστής άνοιξε πυρ, καταφέρνοντας να τον τραυματίσει θανάσιμα από μια απόσταση περίπου 30 μέτρων. Ακολούθως, ο εκτελεστής αφού μάζεψε το δίκτυ με τους κάλυκες, τράπηκε σε φυγή μέσα στο σκοτάδι. Η δολοφονία παραμένει ανεξιχνίαστη.
Το ίδιο έτος, καταγράφηκε και η δολοφονία του Κυριάκου Χατζησάββα, πρώην ιδιοκτήτη καμπαρέ και η οποία αποδόθηκε σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ο 47χρονος είχε σταθμεύσει το όχημα του στον χώρο της πολυκατοικίας που διέμενε και τότε ο δολοφόνος που τον περίμενε, πάτησε τη σκανδάλη, πετυχαίνοντας τον στο κεφάλι. Ο εκτελεστής «χτύπησε» από μακρινή απόσταση, ενώ δεν άφησε ούτε κάλυκες. Παρά τις έρευνες, η Αστυνομία δεν κατάφερε να εξιχνιάσει το έγκλημα.
Πηγαίνοντας στο ημερολόγιο ακόμη πιο πίσω, στο 2016, πέραν του τετραπλού φονικού, διαπράχθηκε και ο φόνος του 40χρονου Γιώργου Γεωργίου, άλλως «Τσικίτο», που διαπράχθηκε, επίσης από άριστο εκτελεστή, την 1η Μαρτίου, έξω από την οικία του στην Πύλα. Ο εκτελεστής είχε στήσει καρτέρι σε ύψωμα χωραφιού, απέναντι από την οικία του θύματος και όταν αυτός κατέβηκε από το όχημα του για να εισέλθει στο σπίτι του, τότε δέχθηκε το χτύπημα με στρατιωτικό τυφέκιο, από απόσταση περίπου 150 μέτρων. Ο Γεωργίου δέχθηκε δύο πυροβολισμούς. Ο πρώτος τον έπληξε από πίσω, στη δεξιά ωμοπλάτη και το βλήμα βγήκε από το δεξί χέρι πάνω στο βραχίονα. Αμέσως μετά που δέχθηκε το πρώτο κτύπημα, ο Γεωργίου γύρισε προς το μέρος του δολοφόνου κι έτσι δέχθηκε τον δεύτερο πυροβολισμό στο στήθος, πέφτοντας νεκρός στο έδαφος.
Το 2015, καταγράφει τρεις δολοφονίες με φόντο τον υπόκοσμο. Αυτή που ξεχώρισε, ήταν η δολοφονία του φρουρού του Αλέξη Μαυρομιχάλη, η οποία παραμένει ανεξιχνίαστη. Οι δολοφόνοι έδρασαν με πρωτοφανή τρόπο, αφού «χτύπησαν» με ρουκέτα την οικία του Μαυρομιχάλη, ο οποίος ήταν και ο στόχος, ενώ στη συνέχεια μια θεριστική ριπή από αυτόματο όπλο γάζωσε το σπίτι του. Αποτέλεσμα, ο 27χρονος φρουρός του Αλέξη Μαυρομιχάλη, Στέφανος Παπαδόπουλος, που βρισκόταν στο όχημα του έξω από την οικία, να τραυματιστεί θανάσιμα. Σημειώνεται πως κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Αλέξης Μαυρομιχάλης μόλις είχε εισέλθει στην οικία του μαζί με τη σύζυγο και το ανήλικο παιδί τους.
Οι άλλες δύο δολοφονίες που διαπράχθηκαν το ίδιο έτος, ήταν αυτή του Μιχάλη Αναστασίου, άλλως «Σιάλος» και του Τάσου Γεωργίου, άλλως «Τρέλας». Στην πρώτη περίπτωση, οι δολοφόνοι έκλεισαν ραντεβού θανάτου στον Σιάλο, στην αερογέφυρα κοντά στην έξοδο Ξυλοφάγου, και αφού τον εκτέλεσαν, στην συνέχεια έθεσαν φωτιά στο όχημα του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο 23χρονος φρουρός, «Τρέλας», δολοφονείται εν ψυχρώ, εξερχόμενος από πολυκατοικία στο Στρόβολο, όπου βρισκόταν από ώρες προηγουμένως στο διαμέρισμα φίλου του. Ο εκτελεστής, αφού του κάρφωσε εννέα σφαίρες, σχεδόν εξ επαφής, τράπηκε σε φυγή. Και οι δύο δολοφονίες παραμένουν ανεξιχνίαστες.
Το 2014, μεταξύ των ετών που διαπράχθηκε το τετραπλό και πενταπλό φονικό, καταγράφηκε και η δολοφονία του «ηγέτη» της οικογένειας Καλοψιδιώτη, του Γιάννη Μαυρουδή Καλοψιδιώτη, 77 ετών. Ο πληρωμένος δολοφόνος του είχε στήσει καρτέρι έξω από το ράντζο του. Μετά τα γαβγίσματα των σκύλων του, ο Γιάννης Καλοψιδιώτης εξήλθε από το κτήμα του και τότε ο εκτελεστής πάτησε τη σκανδάλη από απόσταση περίπου 25 μέτρων, με αποτέλεσμα ο 77χρονος να πέσει νεκρός, ενώ ο δράστης παραμένει ασύλληπτος.
Το 2013, καταγράφεται μια δολοφονία που παραμένει ανεξιχνίαστη. Ο 26χρονος Στέφανος Βασιλειάδης από τη Λευκωσία, δολοφονήθηκε με πανομοιότυπο τρόπο με αυτό του «Αφρού», ένα χρόνο προηγουμένως. Ο «Στεφής» είχε συναντηθεί με πρόσωπο ή πρόσωπα σε γκαράζ στους Εργάτες. Το πρωί είχε βρεθεί από υπάλληλο του γκαράζ νεκρός στο όχημα του, φέροντας τραύματα στο κεφάλι τα οποία προκλήθηκαν από κυνηγετικό όπλο. Σε ότι αφορά τη δολοφονία του 22χρονου Ανδρέα Παπαδόπουλου, «Αφρού», που δολοφονήθηκε το 2012 και επίσης παραμένει ανεξιχνίαστη, αυτή διαπράχθηκε μετά από ραντεβού θανάτου που δόθηκε σε περιοχή στους Αγίους Τριμιθιάς. Ο «Αφρός» δέχθηκε τα θανατηφόρα πυρά από κοντινή απόσταση, ενώ έφερε 13 σφαίρες από πυροβόλο όπλο.
Το ίδιο έτος, δηλαδή το 2022, με μαφιόζικο τρόπο δολοφονήθηκε ο 45χρονος Νεόφυτο Χριστοφόρου, άλλως «Κακής», ιδιοκτήτης online καζίνου στον Άγιο Αντώνιο στη Λευκωσία. Οι δράστες που παραμένουν ασύλληπτοι, επέβαιναν σε μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, «γάζωσαν» τον «Κακή» έξω από το πρακτορείο του, ενώ από τα πυρά τραυματίστηκε και ένας φίλος του που βρισκόταν μαζί του.
Οι πιο πάνω δολοφονίες, διαπράχθηκαν την τελευταία δεκαετία, 2012-2022, και είχαν την σφραγίδα του υποκόσμου. Η πορεία των εγκλημάτων όπως καταγράφεται, δείχνει ότι ο υπόκοσμος έχει καταφέρει να βάλει με κάθε τρόπο δύσκολα στην Αστυνομία.