Η αυξημένη ρευστότητα, οι παγίδες και τα νέα δεδομένα ενόψει Προεδρικών Εκλογών
07:11 - 02 Οκτωβρίου 2022
Το υπό διαμόρφωση πολιτικό σκηνικό, σε μια προεκλογική περίοδο που κρύβει αρκετές παγίδες και δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές κομμάτων και υποψηφίων, αναλύει στον REPORTER ο επίκουρος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Δρ. Γιάννος Κατσουρίδης, ο οποίος εξηγεί τους λόγους που οι Προεδρικές Εκλογές του 2023, έχουν πολλές ιδιαιτερότητες.
Ο Δρ. Κατσουρίδης καταθέτει την άποψη του για την περίπτωση του Νίκου Χριστοδουλίδη, ενώ ανιχνεύει τον τρόπο με τον οποίο οι υποψήφιοι προσεγγίζουν την προεκλογική περίοδο, η οποία όπως σημειώνει, κρύβει παγίδες για κόμματα και επιτελεία, αφενός διότι είναι μακρά και αφετέρου διότι οι κοινωνικές συνθήκες και η αυξημένη πολιτική ρευστότητα, δημιουργούν νέα δεδομένα.
Παράλληλα, σχολιάζει τον ρόλο των δημοσκοπήσεων, των μέσων κοινωνικών δικτύωσης αλλά και των πολλών debates στην προεκλογική, εξηγώντας γιατί, πρώτον οι δημοσκοπήσεις δεν θα πρέπει να ερμηνεύονται ως φωτογραφία της στιγμής, δεύτερο γιατί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργούν ακόμη περισσότερη τοξικότητα και τρίτον γιατί από την απόφαση για πολλά debates ελλοχεύουν κίνδυνοι και για τους ίδιους τους υποψήφιους.
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη του Δρ. Γιάννου Κατσουρίδη
Λέμε ότι η προεκλογική περίοδος που διανύουμε έχει πολλές ιδιαιτερότητες, είναι διαφορετική από τις προηγούμενες. Συμφωνείς και συμμερίζεσαι αυτή την άποψη; Κι αν ναι για ποιους λόγους είναι ιδιαίτερες;
Το πρώτο που πρέπει να παρατηρήσουμε για τις επικείμενες Προεδρικές Εκλογές, είναι τη μεγαλύτερη χρονική διάρκεια που είχαμε ποτέ στην ιστορία των εκλογών. Είναι η πρώτη φορά που ξεκινήσαμε ενώ οι εκλογές είναι το 2023, ουσιαστικά από το 2021 να συζητούμε για τις Προεδρικές.
Θεωρώ πως υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν μια συνέχεια με το παρελθόν ναι, αλλά υπάρχουν και στοιχεία που είναι διαφορετικά και προφανώς δεν εννοώ σε λεπτομέρειες, αλλά σε βασικά ζητήματα. Το βασικό που βλέπω ως συνέχεια του παρελθόντος, είναι πως έχουμε και πάλι μια τριχοτόμηση των βασικών υποψηφιοτήτων.
Πάντα είχαμε ένα πλαίσιο μιας υποψηφιότητας που στηρίζεται από την αριστερά, μια από τη δεξιά και μια από το ευρύτερο κέντρο. Αυτή τη φορά, έχουμε και πάλι τρεις βασικές υποψηφιότητες με μια διαφοροποίηση, ότι και οι τρεις υποψηφιότητες προέρχονται από τον ευρύτερο χώρο της κεντροδεξιάς, όμως δεν παύουν σχηματικά οι υποστηρικτές να είναι από τη μια η δεξιά, από την άλλη η αριστερά και στην τρίτη υποψηφιότητα να συνασπίζονται τα κόμματα που παραδοσιακά ξέραμε ως χώρο του κέντρου.
Το πρώτο σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο που καταγράφω, είναι η ακόμα περισσότερο μειωμένη ισχύς των κομματικών μηχανισμών. Σε κάθε νεότερη εκλογή, φαίνεται ότι η ισχύς των κομματικών μηχανισμών είναι ολοένα και πιο μειωμένη και αυτό το γεγονός είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα του ότι ξεκινούν από πιο χαμηλά ποσοστά σε κάθε νεότερη εκλογική αναμέτρηση.
Το δεύτερο που καταγράφω ως διαφορετικό, είναι το γεγονός ότι η κυπριακή κοινωνία δείχνει πιο έτοιμη από κάθε άλλη φορά, να δεχθεί μια διαφορετικού τύπου υποψηφιότητα, να την πω αντισυστημική, αν και δεν συμμερίζομαι ακριβώς ότι η υποψηφιότητα Χριστοδουλίδη που εκφράζει κατά κύριο λόγο αυτή την πιο αντισυστημική ψήφο, είναι τέτοια. Φαίνεται και παρουσιάζεται όμως ως τέτοια. Όμως, η κυπριακή κοινωνία δείχνει έτοιμη να υιοθετήσει μια υποψηφιότητα που δεν φαίνεται να είναι παραδοσιακή, ας το θέσουμε έτσι.
Για χάρη συζήτησης θα μπορούσαμε να παραλληλίσουμε την υποψηφιότητα Χριστοδουλίδη με την υποψηφιότητα Λιλλήκα του 2013; Εντοπίζεις κάποια κοινά στις δύο περιπτώσεις;
Θα έλεγα και ναι και όχι. Σίγουρα υπάρχει κάποιας μορφής παραλληλισμός. Για παράδειγμα, και οι δύο υποψήφιοι προέρχονται ουσιαστικά μέσα από αυτό που αποκαλούμε «το σύστημα» και τους κομματικούς μηχανισμούς, όμως και οι δύο κατάφερναν να διατηρούν μια απόσταση από αυτούς. Δηλαδή ο Γιώργος Λιλλήκας, ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος ενώ συσχετίστηκε κυρίως με το ΑΚΕΛ και μετά με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, αντίστοιχα ο Νίκος Χριστοδουλίδης με τον Δημοκρατικό Συναγερμό και με τον Νίκο Αναστασιάδη, νομίζω ότι ταυτόχρονα και οι δύο κατάφεραν να διατηρήσουν μια απόσταση. Αυτό που τους έκανε να είναι σε απόσταση είναι ότι δεν είχαν εμπλακεί σε κομματικές ιεραρχίες και διελκυστίνδες.
Εκείνο που έχει μια διαφορά ανάμεσα στους δύο, πέραν από το πρόγραμμα και τις προτάσεις που είχε και έχει ο καθένας, είναι περισσότερο το γεγονός ότι η κυπριακή κοινωνία στην περίπτωση του Γιώργου Λιλλήκα δεν ήταν έτοιμη να δεχθεί μια τέτοια υποψηφιότητα, πέραν και έξω από τους παραδοσιακούς τρόπους επιλογής και εκλογής υποψηφίων προέδρων, ενώ στην περίπτωση του Νίκου Χριστοδουλίδη φαίνεται να είναι πιο έτοιμη. Από την άλλη, ο Γιώργος Λιλλήκας ξεκίνησε από την αρχή στηριζόμενος σε κόμματα. Ο Νίκος Χριστοδουλίδης ξεκίνησε πριν έχει την οποιαδήποτε ένδειξη ότι θα στηριχθεί από κάποια κόμματα. Μπορεί ο ίδιος να περίμενε ότι θα στηριχθεί, αλλά δεν είχε ξεκινήσει ως επιλογή κάποιου κόμματος.
Οπόταν φαίνεται ότι η περίπτωση Νίκου Χριστοδουλίδη, έχει προκαλέσει η ίδια μια δυναμική στην οποία έρχονται και εγκολπώνονται κόμματα, ενώ στην περίπτωση Λιλλήκα ήταν μια δυναμική που πήγε να δημιουργηθεί και δεν ολοκληρώθηκε. Τότε, βέβαια, αν ο κ. Λιλλήκας είχε τη στήριξη του ΔΗΚΟ ίσως να εξελίσσονταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα.
Θα ήθελα να σταθώ σε κάτι που είπες, ότι βλέπεις την υποψηφιότητα Χριστοδουλίδη, ως αντισυστημική. Βλέπεις μέσα από τις προτάσεις και τις δημόσιες παρεμβάσεις του, να δικαιολογείται ο όρος αντισυστημική;
Όχι, αυτό που είπα είναι ότι φαίνεται και παρουσιάζεται ως αντισυστημική στον κόσμο και αυτό είναι απόρροια και του τρόπου που κινήθηκε ο ίδιος, δηλαδή δεν περίμενε να υιοθετηθεί από κάποιο κόμμα η υποψηφιότητα του, αλλά νομίζω ότι καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η όλη αντιμετώπιση που είχε, κυρίως από το δικό του κόμμα, τον ΔΗΣΥ. Με τον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετώπισε ο ΔΗΣΥ, μετέτρεψε την υποψηφιότητα του σε αντισυστημική. Δηλαδή ως κάποιον που έρχεται από έξω και δεν πήγε να περάσει την υποψηφιότητα του μέσα από τους κομματικούς μηχανισμούς.
Ο λόγος που το θέτω έτσι, είναι επειδή βρισκόμαστε ενώπιον μιας λίγο μια παράξενης κατάστασης. Δεν θεωρώ ότι είναι αντισυστημική υποψηφιότητα με τα χαρακτηριστικά που στη βιβλιογραφία αποδίδουμε σε αντισυστημικούς υποψήφιους, σε κάποιον δηλαδή που ξεκινά έξω από κόμματα, έξω από παραδοσιακούς μηχανισμούς, που κατηγορεί τα κόμματα και την πολιτική ελίτ, κτλ. Δεν είναι τέτοια η περίπτωση Χριστοδουλίδη, αλλά παρουσιάζεται ως τέτοια, κυρίως διότι αρνήθηκε να περάσει μέσα από κομματικούς μηχανισμούς την υποψηφιότητα του, διότι δεν αποτέλεσε μέρος της κομματικής ιεραρχίας στο παρελθόν και διότι τον αντιμετώπισε με τον συγκεκριμένο τρόπο ο ΔΗΣΥ. Λαμβάνοντας ακόμα υπόψη ότι οι ψηφοφόροι στην Κύπρο θεωρούν βασικό κομμάτι του συστήματος τα πολιτικά κόμματα, ένα σύστημα που αποδοκιμάζουν, αυτό έρχεται να δέσει με το ότι μερίδα τους θεωρεί τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα ως αντισυστημική.
Από πλευράς προτάσεων, όχι μόνο ο Νίκος ο Χριστοδουλίδης, αλλά σχεδόν κανένας από τους υποψηφίους, δεν κινήθηκε πέραν και έξω από προτάσεις που δεν θεωρούνται συστημικές. Κινούνται σε μεγάλο βαθμό στα «παραδεκτά» και αποδεκτά πλαίσια του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, ενός συστήματος που λειτουργεί στα πλαίσια της ΕΕ.
Οι υποψήφιοι φαίνεται να επιλέγουν στις δημόσιες παρεμβάσεις τους ή στις προεκλογικές τους ομιλίες να λένε όσα θέλει να ακούσει ο κόσμος αντί να προβαίνουν σε πιο τολμηρές εξαγγελίες, πιο ριζοσπαστικές εξαγγελίες. Συμφωνείς με αυτό το συμπέρασμα;
Θα συμφωνήσω σε σημαντικό βαθμό, μετριάζοντας το λίγο διότι το τι είναι τολμηρό και ριζοσπαστικό είναι διαφορετικό για τον καθένα. Όντως δεν έχουν ακουστεί τέτοιου είδους προτάσεις. Από την άλλη, θεωρώ ότι μέσα στο πλαίσιο στο οποίο κινείται η πολιτική ζωή στην Κύπρο, που σε μεγάλο βαθμό υπαγορεύεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν επιτρέπει τόσο εύκολα ριζοσπαστικές προτάσεις, ή προτάσεις και θέσεις «έξω από το πλαίσιο», από υποψήφιους που την επαύριον θα κυβερνήσουν.
Έχουμε δει και πολύ πιο αντισυστημικούς υποψηφίους όταν ξεκινούσαν τουλάχιστον την εκλογική διαδικασία σε άλλες χώρες της ΕΕ να κινούνται με αυτή τη λογική αλλά όταν κυβέρνησαν, να αντιλαμβάνονται ότι είναι δύσκολο να κινηθούν εκτός του κουτιού, όντας κράτος-μέλος της ΕΕ. Άρα θα συμφωνήσω με την παρατήρηση σας ως ένα βαθμό αφενός, αφετέρου θεωρώ ότι υπάρχει αυτό το πλαίσιο που αντικειμενικά περιορίζει σε ένα βαθμό.
Από την άλλη, εάν εννοούμε προτάσεις που αφορούν θεσμικές λειτουργίες, είτε για περισσότερη διαφάνεια, ή συμμετοχή, ή και βελτίωση επιμέρους πτυχών της καθημερινότητας του λαού, θεωρώ ότι εκεί έχουμε πολύ μεγαλύτερα περιθώρια και ευελπιστώ ότι στην πορεία θα ακουστούν τέτοιες προτάσεις. Διότι μέχρι στιγμής δεν ακούσαμε ολοκληρωμένα προγράμματα, έχουμε ακούσει αποσπασματικά τις προτάσεις από κάποιους υποψηφίους.
Σε προηγούμενη ερώτηση είπες ότι βιώνουμε μια μεγάλη σε χρονική έκταση προεκλογική περίοδο. Θεωρείς ότι αυτό κρύβει παγίδες για τους υποψήφιους; Θα πρέπει να κινηθούν διαφορετικά σε σχέση με προηγούμενες εκλογές;
Θεωρώ ότι οι προεκλογικές εκστρατείες στην Κύπρο κινούνται σε τρία επίπεδα τα οποία νομίζω δεν έχουν αλλάξει ούτε κι αυτή τη φορά. Το ένα επίπεδο είναι της κατάθεσης προγραμματικού λόγου, το οποίο είναι το ζητούμενο. Έχουμε δει κάποιες προτάσεις τουλάχιστον σε επιμέρους θεματικές αλλά όχι ολοκληρωμένα προγράμματα.
Το δεύτερο είναι η κινητοποίηση των οργανωτικών μηχανισμών κομμάτων και υποψηφίων για να φτάσουν σε περισσότερο κόσμο οι προτάσεις, τα μηνύματα και οι ίδιοι οι υποψήφιοι. Αυτό έχει ήδη ξεκινήσει. Το ότι έχουμε ξεκινήσει τόσο νωρίς, ίσως να προκαλέσει κόπωση και να μην έχουν οι υποψήφιοι και οι μηχανισμοί τους τις απαραίτητες δυνάμεις στο τέλος, στην τελική ευθεία, ειδικά εάν τα ζητήματα για το πέρασμα στον δεύτερο γύρο τίθενται με τρόπο οριακό.
Το τρίτο είναι η προσπάθεια κάθε υποψηφίου, να εκμεταλλευτεί λάθη και γκάφες άλλων υποψηφίων. Η ύπαρξη των μέσων κοινωνικών δικτύωσης επιτρέπει στην κατάσταση να ξεφεύγει. Ο βασικός κίνδυνος είναι ότι ενδεχομένως να επέλθει κόπωση, αφενός στους ίδιους τους μηχανισμούς και αφετέρου στο εκλογικό σώμα. Δηλαδή αν το εκλογικό σώμα κουραστεί από τη μακρά διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, μπορεί στο τέλος η αντίδραση να μην είναι εκείνη που θέλουμε όλοι για μεγαλύτερη συμμετοχή. Αν το εκλογικό σώμα κουραστεί και απαξιώσει τη διαδικασία, όπως συμβαίνει και με τα πολλά debates, ίσως ο κόσμος να μείνει μακριά από τις εκλογές.
Ποιος είναι ο ρόλος των ΜΜΕ στις εκλογές. Όλοι αντιλαμβανόμαστε πως σε κάθε νέα εκλογική αναμέτρηση είναι ακόμα μεγαλύτερη η εμπλοκή των social media. Πλέον χάνουν τη δυναμική που είχαν τα παραδοσιακά μέσα και το παιχνίδι γίνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανεξέλεγκτα;
Νομίζω η απάντηση είναι κάπου στη μέση. Θεωρώ ότι τα παραδοσιακά ΜΜΕ διατηρούν ένα σημαντικό ρόλο στην Κύπρο. Όχι με την έννοια ότι θα αγοράσεις την εφημερίδα και θα την διαβάσεις, αλλά οι έρευνες που γίνονται στην Κύπρο, δείχνουν ότι ο κόσμος εξακολουθεί να εμπιστεύεται σε σημαντικό βαθμό τις ιστοσελίδες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης των παραδοσιακών μέσων ή κάποια νέα μέσα που έχουν αποδείξει πως έχουν αξιοπιστία. Στην Κύπρο δεν έχει αλλάξει δραματικά το τι εμπιστευόμαστε ως πηγή πληροφόρησης. Το ίδιο ισχύει και για τη τηλεόραση. Ένα μέσο που τείνει να μειώνεται η απήχηση του έναντι των μέσων κοινωνικών δικτύωσης, αλλά εξακολουθεί να επηρεάζει. Ας μη ξεχνούμε ότι έχουμε ένα ηλικιακό χάσμα στην Κύπρο, που από τις ηλικίες των πενήντα και πάνω η κυρίαρχη και κάποτε αποκλειστική πηγή πληροφόρησης τους είναι τα παραδοσιακά μέσα.
Αυτό που έχει αλλάξει είναι ότι έχουν εισβάλει τα social media με τον τρόπο που έθεσες στην ερώτηση, ανεξέλεγκτα. Και αυτό έχει να κάνει και με την απουσία ρυθμιστικών πλαισίων, έχει να κάνει και με το γεγονός ότι οι άνθρωποι μέσα στα κοινωνικά δίκτυα, εκφράζονται όπως στους παραδοσιακούς καφενέδες που ξέραμε στα χωριά και αφετέρου υπάρχουν και αρκετά ψεύτικα accounts που κυκλοφορούν, που δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερη τοξικότητα.
Την ίδια ώρα υπάρχει και ο θόρυβος ή η δυναμική που δημιουργούν οι υποστηρικτές των υποψηφίων…
Ισχύει. Τα social media είναι κάπως παραμορφωμένος καθρέφτης της κυπριακής κοινωνίας, όμως, διότι ειδικά το twitter το οποίο φαίνεται να είναι και λίγο πιο τοξικό από το Facebook, είναι ένας χώρος που δεν είναι η πλειοψηφία του κόσμου, αλλά είναι αυξημένη η τοξικότητα. Έχω πει και ξανά για το γεγονός ότι φαίνεται να δημιουργούνται δύο παράλληλοι κόσμοι. Ένας κόσμος στον οποίο ζουν, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αναλυτές που ασχολούνται με λεπτομέρεια για όσα γίνονται και ένας δεύτερος κόσμος πιο έξω που είναι η μεγάλη πλειοψηφία, που δεν τα συμμερίζεται και δεν τα ακολουθεί με τον ίδιο τρόπο, που τα ακολουθεί η μικρή αυτή ομάδα.
Πέραν από τα γενικά σχόλια που μπορούν να γίνουν για το τι σημαίνει μια δημοσκόπηση πέντε-έξι μήνες πριν από τις εκλογές, θα ήθελα να σε ρωτήσω αν πιστεύεις ότι η διαφορά που σήμερα εμφανίζεται να έχουν οι υποψήφιοι είναι τέτοια που μέχρι τον Φεβρουάριο μπορεί να σμικρυνθεί ή να ανατραπεί;
Ξεκινώντας από το πρώτο, λένε συνέχεια οι δημοσκόποι πως είναι η φωτογραφία της στιγμής κτλ., αλλά συνήθως ο σχολιασμός γίνεται πάντα με κριτήριο εάν μας ευνοεί το αποτέλεσμα ή όχι. Εγώ όταν αναλύω μια δημοσκόπηση, προσπαθώ να ξεφεύγω από τη λογική της μεμονωμένης δημοσκόπησης και προσπαθώ να τη συνδέσω με ό,τι έχει προηγηθεί και να δω αν υπάρχουν κάποιες τάσεις που μας επιτρέπουν να διαβάσουμε καλύτερα την εκλογική εξέλιξη στην Κύπρο. Όταν το κάνουμε με αυτόν τον τρόπο και ξεφύγουμε από τη λογική ότι μια δημοσκόπηση δείχνει το α΄ κόμμα 1% πάνω ή 3% πάνω, νομίζω ότι οι βασικές τάσεις είναι εκεί για όποιον θέλεις να τις δει, έχουν αναλυθεί πολλές φορές. Το βασικό πλαίσιο είναι ότι είμαστε μια κοινωνία που αποστασιοποιείται από την πολιτική και κυρίως από τα κόμματα.
Άρα υπάρχει μια αμφισβήτηση, εξού και είναι πιο έτοιμη η κυπριακή κοινωνία να αποδεχθεί υποψηφιότητες και ανθρώπους που έχουν την εικόνα ότι είναι πιο αντισυστημικοί.
Σε σχέση με το ερώτημα για τους αριθμούς, θεωρώ ότι αν οι δημοσκοπήσεις που θα δοθούν στη δημοσιότητα αυτή την περίοδο και οι μετρήσεις που θα δούμε μέχρι τα μέσα του Οκτώβρη, αν εξακολουθούν να επιβεβαιώνουν τις τάσεις του Ιουλίου, δηλαδή τη μεγάλη διαφορά του πρώτου με τους άλλους δύο, θεωρώ πως μπορεί να μετριαστεί, ναι, αλλά δύσκολα να ανατραπεί με την έννοια να μην είναι στον δεύτερο γύρο αυτός που σήμερα προπορεύεται, ο Νίκος Χριστοδουλίδης.
Αλλά πρέπει να περιμένουμε να δούμε και τις νέες μετρήσεις. Αν συνεχίσουν να δείχνουν μια διαφορά αρκετά μεγάλη ακόμα και αν η μείωση που υπάρχει είναι για παράδειγμα από το 35% στο 33% και οι άλλοι υποψήφιοι που ακολουθούν ανέβηκαν ελάχιστα, π.χ., κατά 1%, τότε δεν είναι τέτοια η διαφορά που να μας επιτρέπει να προβλέψουμε ανατροπή. Μπορεί σίγουρα να υπάρξει μείωση. Βέβαια υπάρχει πάντα και ο άγνωστος Χ, να συμβεί δηλαδή κάτι δραματικό που αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να ξέρουμε και που θα ανατρέψει τα δεδομένα.
Αυτό που περιμένουμε να διαφανεί αυτή τη στιγμή είναι την επίδραση που είχε πάνω στον υποψήφιο που προπορεύεται όλο αυτό το κλίμα που δημιουργήθηκε μετά τη δημοσιοποίηση των προσωπικών μηνυμάτων που φαίνεται να αντάλλαξε με τον πρώην συνεργάτη του. Αν αυτό αποτυπωθεί σε μια σημαντική αλλαγή στις μετρήσεις, τότε μπορεί να πούμε πως αλλάζει κάτι και να περιμένουμε ακόμα να εκτιμήσουμε. Εάν αυτό που θα αποτυπωθεί είναι πως δεν έχει αλλάξει η εικόνα, θεωρώ ότι θα αρχίσει να παγιώνεται μια κατάσταση και θεωρώ πως ο ένας εκ των δύο του δεύτερου γύρου φαίνεται ότι θα είναι ο κ. Χριστοδουλίδης και οι άλλοι δύο από τους βασικούς υποψήφιους, θα δώσουν μια μάχη για το ποιος θα είναι ο δεύτερος.
Ακούγεται από αρκετούς αναλυτές η άποψη πως υπάρχει το θέμα της χαλαρής ψήφου για τον Νίκο Χριστοδουλίδη σε αντίθεση με τους άλλους δύο βασικούς υποψήφιους. Λέγεται επίσης ότι ο Νίκος Χριστοδουλίδης ξεκίνησε από το ταβάνι και με την πάροδο του χρόνου θα πέφτει, ενώ οι άλλοι θα ανεβαίνουν. Σε βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη;
Εγώ θα διαχώριζα σε δύο το συγκεκριμένο θέμα. Το πρώτο είναι πως θα συμφωνήσω ως προς το ότι είναι πιο χαλαρή η ψήφος προς τον κ. Χριστοδουλίδη, διότι είναι πολυσυλλεκτική ψήφος και η πολυσυλλεκτική ψήφος είναι πιο χαλαρή αντικειμενικά από τη ψήφο την οποία δίνεται από τους ψηφοφόρους ενός παραδοσιακού πολιτικού σχηματισμού, στον υποψήφιο που στηρίζει ο σχηματισμός.
Είναι επίσης πιο χαλαρή διότι ο Νίκος Χριστοδουλίδης δεν είχε την οργανωτική στήριξη των κομμάτων που απέκτησε τους τελευταίους δυο-τρεις μήνες. Θα συμφωνήσω λοιπόν ότι είναι πιο χαλαρή εξ αντικειμένου και για ακόμα ένα λόγο. Ο κ. Χριστοδουλίδης παρουσιάζεται να αντλεί περισσότερο από τους άλλους δύο βασικούς υποψήφιους από στρώματα που δεν είμαστε εντελώς βέβαιοι ότι θα πάνε να ψηφίσουν την μέρα των εκλογών. Από την άλλη όμως μπορεί θα πρέπει κάποιος να παραδεχθεί, ότι μπόρεσε να κινητοποιήσει αυτά τα στρώματα και προσώρας τα έφερε στην εκλογική διαδικασία.
Η άλλη πτυχή του ερωτήματος, για το ότι ξεκίνησε από το ταβάνι και θα πέφτει στην πορεία μπορεί να ισχύσει αλλά και πάλι υπάρχει μια διπλή ανάγνωση, διότι από την άλλη μπορεί να ισχύσει η δυναμική της πρωτιάς και να λειτουργήσει φέρνοντας κοντά ακόμα περισσότερο κόσμο. Είναι μια τάση που υπάρχει στο εκλογικό σώμα της Κύπρου, η τάση των ανθρώπων να πηγαίνουν με τον νικητή. Τότε ενδεχομένως να αντλήσει κόσμο από τους αναποφάσιστους που αντί να πάνε στις παραδοσιακές τους επιλογές, θα πάνε με τον νικητή.
Σε ένα άρθρο σου πρόσφατα καταπιάνεσαι με τον όρο κομματική αποταύτιση και κάνεις λόγο για αυξημένη ρευστότητα. Θα ήθελα να μας εξηγήσεις τι σημαίνει κομματική αποταύτιση και γιατί οδηγηθήκαμε σε αυτή;
Ο όρος περιγράφει πολύ απλά την απόσταση που αρχίζει να δημιουργείται από ψηφοφόρους που παραδοσιακά ταυτίζονταν με κάποιο πολιτικό κόμμα ή κάποιον πολιτικό χώρο και που πλέον δεν το κάνουν. Η Κύπρος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που παραδοσιακά είχαμε πολύ δυνατές ταυτίσεις των ανθρώπων με συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους και κόμματα. Παραδοσιακή ψήφος στην αριστερά σήμαινε ψήφο στο ΑΚΕΛ, παραδοσιακή ψήφος στη δεξιά στον ΔΗΣΥ και στο ψήφος στο κέντρο σε κάποιο από τους σχηματισμούς του. Αυτές οι ταυτίσεις δημιουργήθηκαν μέσα από τα χρόνια. Δεν ήταν κάτι που ήρθε από τη μια στιγμή στην άλλη, και έλαβε χώρα σε μια εποχή που οι ιδεολογίες μετρούσαν πολύ περισσότερο, σε μια εποχή που είχαμε γεγονότα που πολιτικοποίησαν την κυπριακή κοινωνία με ένα τρόπο που έδεσε τους ανθρώπους με τα κόμματα. Αναφέρομαι στη δεκαετία του 1940 με τις έντονες κοινωνικές συγκρούσεις, τη δεκαετία του 1950 με το θέμα της ΕΟΚΑ, τη δεκαετία του 1960 μέχρι το πραξικόπημα με τη διαίρεση Μακαριακών-Γριβικών και μετά το πραξικόπημα και την εισβολή.
Από τότε ακολουθείται μια πιο συναινετική πολιτική, που εδραιώθηκε ακόμη περισσότερο με την ένταξη μας στην Ε.Ε. Εκείνο που έμεινε ως αποτέλεσμα είναι πως λίγο πολύ οι κύριες πολιτικές δυνάμεις γίνονται και φαίνονται πιο ομοιογενοποιημένες , δεν υπάρχουν οι μεγάλες διαφορές του παρελθόντος. Το γεγονός ότι κυβέρνησαν κόμματα από όλες τις ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις και δεν έμεινε κάποιο ριζοσπαστικό αποτύπωμα στο τι έχουν κάνει, ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την κατάσταση των πραγμάτων, του να θεωρούνται τα κόμματα λίγο πολύ ότι δεν έχουν διαφορές. Και αυτό δημιουργεί συνθήκες μεγαλύτερης αποταύτισης με τα κόμματα, ο κόσμος να σκέφτεται πιο ατομικά, να κρίνει περισσότερο στη βάση των αποσπασματικών θεματικών που αναφύονται, να παίρνει θέση που δεν συμβαδίζει με τον χώρο που παραδοσιακά προερχόταν, κτλ. Όλα αυτά προκαλούν και την αυξημένη ρευστότητα.
Εξετάζοντας λίγο πιο εστιασμένα την κατάσταση στα κόμματα, νομίζω θα συμφωνείς ότι ο ΔΗΣΥ βιώνει μια κρίση βλέποντας ένα σημαντικό ποσοστό των ψηφοφόρων του να γυρίζει την πλάτη στον πρόεδρο του. Την ίδια ώρα ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ δεν κατάφεραν ενώ είχαν όλο τον χρόνο να συμφωνήσουν σε ένα ισχυρό μέτωπο για να συμμαχήσουν για να φέρουν την αλλαγή που οι ίδιοι εξήγγελλαν. Από την άλλη η ΕΔΕΚ βυθισμένη στην εσωστρέφεια, ΔΗΠΑ και Οικολόγοι αμφιταλαντεύονται. Τα κόμματα βρίσκονται σε κρίση;
Αναμφίβολα, εδώ και χρόνια. Υπάρχει μια κρίση που ξεκινά από την κοινωνία και μια κρίση που ξεκινά από τα ίδια τα κόμματα. Η κρίση από την κοινωνία είναι όλα εκείνα που περιγράψαμε πριν.
Τα κόμματα, ο τρόπος που αντέδρασαν όλα αυτά τα χρόνια στην εξέλιξη των κοινωνικών φαινομένων και όχι μόνο στην Κύπρο για να είμαστε δίκαιοι, αδυνατώντας να επανεύρουν τον κυρίαρχο ρόλο που είχαν και να δώσουν απαντήσεις στις νέες τάσεις που αναπτύσσονταν στις κοινωνίες, τα οδήγησε να κλειστούν ακόμα περισσότερο μέσα στον δικό τους κόσμο. Το γεγονός ότι τα πολιτικά συστήματα είναι κτισμένα γύρω από τα κόμματα, ακόμα τα ευνοεί ώστε να χειρίζονται προνομιακά τους μηχανισμούς ελέγχου και εξουσίας, όμως το κάνουν με ολοένα μικρότερη κοινωνική στήριξη. Και όλο αυτό, αποτυπώνεται σε αυτό που περιέγραψες ως κρίση των κομμάτων.
Είναι ένα φαινόμενο που στο εξωτερικό, στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ, αναλύεται και συζητείται από τη δεκαετία του 1960. Είναι ένας όρος ο οποίος στην περιοχή μας, στη νότια Ευρώπη, ήρθε πιο αργοπορημένα, γύρω στη δεκαετία του 1990 και μετά. Είναι ένα υπαρκτό ζήτημα. Η κρίση των κομμάτων βιώνεται και στο κοινωνικό πεδίο με την αυξημένη αποχή ως δείκτη, με τους μειωμένους αριθμούς κομματικών μελών, με την αδυναμία να κινητοποιήσουν κόσμο όπως έκαναν στο παρελθόν και αυτό οδηγεί τα κόμματα να γίνονται πιο εσωστρεφή. Η εσωστρέφεια είναι μια παράμετρος που ευνοεί εσωκομματικές τριβές και κρίσεις.
Οπόταν, βλέπουμε σε όλα τα κόμματα αδυναμία να εκφράζουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, τα εκλογικά τους ακροατήρια διότι έγιναν και τα εκλογικά ακροατήρια πολύ πιο σύνθετα.
Αυτό που είπες για την Κύπρο ισχύει. Όταν στον ΔΗΣΥ ο βασικός υποψήφιος και πρόεδρος του κόμματος παίρνει περίπου τον ίδιο αριθμό ψήφων με έναν ανθυποψήφιο που λειτουργεί έξω από το κομματικό πλαίσιο, έστω κι αν προέρχεται από το κόμμα, είναι ένδειξη κρίσης. Όπως ένδειξη κρίσης είναι και το γεγονός που έχεις επισημάνει, με τα κόμματα που είναι στην αντιπολίτευση τα οποία είχαν πέντε χρόνια μπροστά τους για να βρουν κοινό έδαφος και δεν τα κατάφεραν. Κι αυτό είναι αδυναμία που εντάσσεται, όχι μόνο στη συμφωνία επί των προγραμματικών θέσεων, αλλά ακόμα και να ξεπεράσουν τα ζητήματα των προσωπικοτήτων, των ατόμων.
Θεωρείς ότι είναι αδυναμία των οργανισμών, των ίδιων των κομμάτων ή είναι αδυναμία των προσώπων που εκπροσωπούν και ηγούνται των κομμάτων;
Θεωρώ ότι είναι και τα δύο, αν και με τον τρόπο που πάντα το προσεγγίζω, εγώ τουλάχιστον, θεωρώ ότι πιο δομικές εξηγήσεις, έχουν μεγαλύτερο βάρος. Είναι όμως και η αδυναμία των προσώπων. Τουλάχιστον για να τροχοδρομήσουν κάποιες καταστάσεις που θα αλλάξουν πράγματα. Όταν όλα συγκλίνουν σε αποτυχίες δεν μπορεί η απάντηση να είναι ότι πάντα φταίει το περιβάλλον και οι εξελίξεις και να εξαιρείται ο υποκειμενικός, ο ανθρώπινος παράγοντας.
Όταν για παράδειγμα έχεις την αντιπολίτευση να συμφωνεί τουλάχιστον στη βασική ανάγκη για να φύγει η κυβέρνηση και να μην τα βρίσκεις κατά κύριο λόγο στο πρόσωπο, -και είναι και αυτό μια παραδοξότητα, διότι η συζήτηση ξεκίνησε από το πρόσωπο και όχι τις προγραμματικές θέσεις- τότε σίγουρα υπάρχει ευθύνη και στα άτομα.
Σε ότι αφορά τα debate, ήδη έγινε ένα μεταξύ των τριών βασικών υποψηφίων ενώ ακολούθησαν άλλα πέντε μεταξύ των όλων των υποψηφίων πλην του Νίκου Χριστοδουλίδη. Θα ήθελα ένα γενικό σχόλιο για το πως βλέπεις το θέμα των debate και αν κατάφερες να διαγνώσεις τον τρόπο με τον οποίο τα προσεγγίζουν οι υποψήφιοι;
Το πρώτο είναι ότι κατά τη γνώμη μου ξεκίνησαν πολύ πρόωρα και με τρόπο που στην πορεία θα οδηγήσει τον κόσμο στο να μην τα παρακολουθεί. Αυτό έπρεπε να προσεχθεί και από τους υποψήφιους και από τα ΜΜΕ για να προφυλαχθεί ο θεσμός της συζήτησης ως τέτοιας και να γίνει με τρόπο πιο παραγωγικό και αποδοτικό, όχι κατά ανάγκη ως μάχες μεταξύ των υποψηφίων.
Σε σχέση με τα debates που έγιναν, νιώθω ότι οι μικροί υποψήφιοι είναι σε πιο καλή θέση να πηγαίνουν εκεί και να καταθέτουν περισσότερες και πιο τολμηρές προτάσεις. Κάτι που εγώ το θεωρώ πολύ χρήσιμο. Οι τρεις βασικοί υποψήφιοι αυτό που εγώ βλέπω, είναι πως ακολουθούν μια παρόμοια σχετικά στρατηγική. Επιχειρούν να προφυλάξουν τον εαυτό τους από κάποιο λάθος που θα τους στοιχίσει και κατά δεύτερο, κοιτάζουν πώς θα χτυπήσουν τον ανθυποψήφιο που έχουν απέναντι τους ή ακόμα και εκείνον από τον οποίον νιώθουν ότι απειλούνται, ακόμα και αν δεν είναι παρόν στη συζήτηση. Θα πρόσθετα επίσης ότι ο καθένας προσπαθεί να διορθώσει κάποια πράγματα στην εικόνα του που θεωρούνται ως μειονεκτήματά τους.