Οι διορισμοί αξιωματούχων, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο και ο ρόλος της Βουλής

Η συζήτηση αναφορικά με τον τρόπο διορισμού προσώπων από την εκτελεστική εξουσία σε διάφορα αξιώματα άνοιξε για τα καλά τις προηγούμενες ημέρες, με αφορμή τον επαναδιορισμό της Μαρίας Στυλιανού Λοττίδη στη θέση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Η πρόταση της Κυβέρνησης εγκρίθηκε τελικά από τη Βουλή, ωστόσο δεν έλειψαν οι εντάσεις και οι αντιπαραθέσεις. Μέσα από τη συζήτηση, προέκυψε η διαφορά ερμηνείας ως προς το πού τελειώνει ο ρόλος της Κυβέρνησης και πού ξεκινά αυτός της Βουλής σε αυτό το θέμα αλλά και μια ευρύτερη συζήτηση αναφορικά με το τι εστί πολιτικός διορισμός και τι όχι.

Η περίπτωση της Επιτρόπου Διοικήσεως είναι ιδιαίτερη, υπό την έννοια ότι είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις διορισμών, που η Βουλή έχει θεσμοθετημένο ρόλο, αν και υπήρχε διαφωνία για τον τρόπο που αυτός ασκείται. Και αποτελεί ερώτημα κατά πόσον ο ρόλος αυτός -όποια μορφή κι αν τελικά προσλαμβάνει- πρέπει να επεκταθεί και στους υπόλοιπους διορισμούς που γίνονται από την εκάστοτε Κυβέρνηση. Πρόκειται για ένα ζήτημα πρωτίστως πολιτικό, το οποίο όμως έχει και νομική διάσταση.

Μάλιστα επί του θέματος τοποθετήθηκε και ο γνωστός νομικός, Κοσμήτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λευκωσίας, Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, μέσα από ανάρτησή του, λέγοντας πως η συζήτηση για τους πολιτικούς διορισμούς στην Κύπρο είναι τον τελευταίο καιρό παράδοξη. «Προτείνεται η σύσταση Γνωμοδοτικού Συμβουλίου για απολιτικοποίηση διορισμών που εκ των πραγμάτων είναι πολιτικής - και όχι τεχνοκρατικής - φύσης (των Δ.Σ. ημικρατικών οργανισμών), υποβάλλονται άσκοπα υποψηφιότητες για διορισμούς που λαμβάνονται χωρίς αξιολόγησή ή σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων όπως έγινε για τον διορισμό Επιτρόπου Διοικήσεως, ενώ εκεί που προβλέπεται εξουσία της Βουλής για να συναποφασίσει τον διορισμό αυτή επέλεξε να ενεργήσει τυπικά παρά ουσιαστικά θεωρώντας πως απλώς συμπράττει αντί συναποφασίζει».

Είναι ξεκάθαρο πως τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο. Στην ουσία, ένας από τους λόγους που συζητείται η ενεργότερη εμπλοκή του νομοθετικού Σώματος σε αυτές τις διαδικασίες, είναι γιατί εκτιμάται πως έτσι μπορεί να διασφαλιστεί η διαφάνεια σε αυτές τις αποφάσεις, να αποφευχθούν φαινόμενα διαπλοκής αλλά και να εισαχθούν αυστηρότερες διαδικασίες αξιολόγησης, που εκτείνονται πολύ πιο πέρα από το κόμμα του κάθε υποψηφίου. Το κατά πόσον αυτό μπορεί να γίνει χωρίς να επηρεάζεται η διάκριση των εξουσιών είναι ένα από τα ερωτήματα που τίθενται. Όπως επίσης τίθεται και το ερώτημα εάν όντως είναι χρήσιμο σε διορισμούς με πολιτική αποστολή, να προηγείται η σύμφωνος γνώμη της αντιπολίτευσης ή να λαμβάνονται υπόψη αυστηρά τεχνοκρατικά κριτήρια.

Τα ζητήματα διαφάνειας και αξιοκρατίας, τα οποία είναι σίγουρα υπαρκτά μέσα από την πολιτική πρακτική δεκαετιών, προσπαθεί να λύσει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, μέσω της σύστασης Γνωμοδοτικού Συμβούλιου. Το έργο ανέλαβε ο πρώην δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου της ΕΕ, Γιώργος Αρέστη, ο οποίος βρίσκεται αυτή την περίοδο σε διαδικασία επεξεργασίας του νομοσχεδίου.

Όπως ανακοινώθηκε προεκλογικά, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο για τους διορισμούς Επιτρόπων και Συμβουλίων που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα ιδρυθεί με στόχο την ενίσχυση της διαφάνειας και της αξιοκρατίας στη δημόσια ζωή. Στις 20 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του κ. Χριστοδουλίδη και του κ. Αρέστη, έπειτα από την οποία ανακοινώθηκε ότι ανατέθηκε στον πρώην δικαστή και επίσημα η ετοιμασία πρότασης προς την εκτελεστική εξουσία για σύσταση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου. Όπως αναφέρθηκε, θα αποτελείται από προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους και θα έχει την ευθύνη ετοιμασίας καταλόγου για διορισμούς, τον οποίο θα υποβάλλει. Σε πρώτη φάση, σύμφωνα με την ανακοίνωση, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου θα καλύπτει τους διορισμούς των μελών των Ημικρατικών Οργανισμών.

Ενέργειες, όμως, γίνονται και από πλευράς της Βουλής, έτσι ώστε να αποσαφηνιστεί και να ενισχυθεί ο ρόλος της, κάτι που δεν διασφαλίζεται μέσα από τη διαδικασία του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου, καθώς δεν είναι αυτή η αποστολή του. Υπάρχει κατατεθειμένη, από τον Ιανουάριο του 2022, πρόταση νόμου του Κοινοβουλευτικού Εκπροσώπου του ΔΗΚΟ, Πανίκου Λεωνίδου, η οποία αποσκοπεί στην τροποποίηση του άρθρου 54 του Συντάγματος, ώστε να παραχωρείται η δυνατότητα σύμπραξης της Βουλής στη διαδικασία των διορισμών.

Το Σύνταγμα προβλέπει όπως οι διορισμοί Επιτρόπων και μελών Επιτροπών γίνονται από το Υπουργικό Συμβουλίου και η τροποποίηση προτείνει την προσθήκη «τον διορισμό Επιτρόπων και/ή μελών Επιτροπών με τη σύμπραξη της Βουλής των Αντιπροσώπων ως ο νόμος ορίζει». Σκοπός, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, είναι η δυνατότητα καλύτερου συντονισμού και ομαλής λειτουργίας του κράτους, η οποία θα διασφαλίζεται με βάση την Αρχή της Λαϊκής κυριαρχίας, της Δημοκρατικής Αρχής και της έλλειψης κατάχρησης εξουσίας». Το θέμα δεν έχει ακόμη συζητηθεί.

Δειτε Επισης

Επετειακή συνεδρία και ημερίδα Βουλής για τα 20 χρόνια ένταξης Κύπρου στην ΕΕ
Γρατσούνισε ευαίσθητες χορδές η Ολγκίν-Ο όρος «κοινωνία των πολιτών» και τι αντιπροσωπεύει
Η αποχώρηση Ξάνθου από τους Οικολόγους και ο καθυστερημένος απόηχος των Προεδρικών
Μ. Σχοινάς: Η στήριξη της ΕΕ για επανένωση είναι δεδομένη και ακλόνητη
Ο Τατάρ δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική βούληση των Τ/κ υποστηρίζει το Βολτ
Ν. Χριστοδουλίδης: Υποχρέωση ΕΕ να συμβάλει ενεργά σε οριστική διευθέτηση του Κυπριακού
Καταδίκασε κάθε είδους επιθετική ενέργεια κατά χώρων λατρείας η Σούπερμαν
Παράνομη επίσκεψη Βούλγαρου Ευρωβουλευτή στα κατεχόμενα
Κυπριακό, ΕΕ, Ουκρανία και Μεσανατολικό στο επίκεντρο συνάντησης ΥΠΕΞ Κύπρου-Σλοβακίας
Ραουνά: Οι Ευρωεκλογές ευκαιρία για να είμαστε μέρος διαμόρφωσης πολιτικών