Οι άνθρωποι της νύχτας δραστηριοποιούνται πλέον την ημέρα και η Αστυνομία αναζητά χειροκροτητές

Την πρώτη φορά, τον Οκτώβριο, η σκηνή ήταν ο παραλιακός της Λεμεσού. Θύμα ήταν ο Θανάσης Καλογερόπουλος, ο οποίος «γαζώθηκε» γύρω στις 8:30 το πρωί, μπροστά στα μάτια περαστικών, παρευρισκόμενων και εργαζομένων. Ύστερα ήταν Ιανουάριος. Η απόπειρα φόνου έγινε στη λεωφόρο Λάρνακος, απόγευμα, σε ώρα αιχμής και μέσα στο αυτοκίνητο του στόχου βρίσκονταν και τα δύο ανήλικα παιδιά του. Τον Απρίλιο οι σφαίρες έπεσαν μεσημέρι. Σε κεντρικό και πολυσύχναστο δρόμο στην περιοχή Ανθούπολης, ο οποίος χρησιμοποιείται από χιλιάδες διερχόμενους κάθε μέρα.

Οι άνθρωποι της νύχτας δραστηριοποιούνται πλέον κατά τη διάρκεια της ημέρας, χωρίς να ενδιαφέρονται αν στον δρόμο των σφαιρών τους βρίσκονται ανίδεοι περαστικοί, που ουδεμία σχέση έχουν μαζί τους και σαφώς και δεν αποτελούν στόχο τους. Δεν έγινε μία φορά. Γίνεται μία φορά κάθε τρεις μήνες πλέον. Και είναι πάρα πολύ τρομακτικό.

Ο άγραφος νόμος που εφάρμοζε με δική του πρωτοβουλία ο υπόκοσμος στο παρελθόν και επέβαλλε την μη πραγματοποίηση εγκληματικών ενεργειών στην παρουσία τρίτων και ειδικά ανηλίκων, έχει ήδη σταματήσει να εφαρμόζεται από την περίοδο του τετραπλού και του πενταπλού χτυπήματος στην Αγία Νάπα. Είναι ξεκάθαρο πως πλέον δεν υπάρχει ούτε καν περιορισμός ως προς την ώρα και το σημείο των ενεδρών και του επιπλέον κινδύνου που προκύπτει να πληγούν από τις σφαίρες άσχετοι διερχόμενοι, σε ορισμένες τοποθεσίες και σε συγκεκριμένες ώρες.

Ο κόσμος έχει ήδη αρκετές σκοτούρες πάνω στο κεφάλι του, χωρίς να πρέπει να ανησυχεί για το ενδεχόμενο να τον βρει κάποια αδέσποτη σφαίρα ενώ πηγαίνει στη δουλειά του ή πάει να πάρει τα παιδιά του από το σχολείο και τα ιδιαίτερα. Αυτή δεν είναι μια φυσιολογική ανησυχία σε ένα κράτος με νόμους και Αστυνομία και δεν θα έπρεπε ποτέ να αποτελεί θέμα συζήτησης ή προβληματισμού.

Είναι ξεκάθαρο πως η κατάσταση είναι εκτός ελέγχου. Παρά τα σχέδια της Αστυνομίας για εκστρατεία κατά του οργανωμένου εγκλήματος, η ανασφάλεια που αισθάνονται οι πολίτες αυξάνεται. Λες και δεν έφταναν οι δύο φόνοι μεγατόνων (Καλογερόπουλος και Μαυρομιχάλης) και οι παρενέργειές τους, σχεδόν επί καθημερινής βάσεως γίνονται βομβιστικές επιθέσεις και εμπρησμοί, δημιουργώντας μια εικόνα πλήρους αποσύνθεσης του συστήματος ασφάλειας της χώρας. Ακόμη και ο βουλευτής του συμπολιτευόμενου ΔΗΚΟ, Παύλος Μυλωνάς, απευθυνόμενος στην Αστυνομία κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή για άλλο ζήτημα, τους υπέδειξε ότι είναι λογικό να φοβάται ο κόσμος να καταγγείλει, καθώς είναι σχεδόν σίγουρο ότι την επόμενη ημέρα θα βρει το αυτοκίνητό του καμένο.

Το έγκλημα, οργανωμένο και μη, μεγάλο και μικρό, βρίσκει πλέον τον δρόμο του στους κύριους δρόμους και στις γειτονιές μας, και μία από τις κύριες ανησυχίες της Αστυνομίας, όπως αυτή εκφράστηκε διά στόματος του πολιτικού της προϊσταμένου το περασμένο Σάββατο, είναι ότι οι δημοσιογράφοι δεν προβάλλουν τις επιτυχίες της! Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, στην προσπάθειά του να δικαιολογήσει την κριτική που δέχεται η Αστυνομία, της οποίας προΐσταται, υποστήριξε πως «δεν βγαίνουν προς τα έξω οι επιτυχίες ή τα θετικά της Αστυνομίας, επειδή δεν πουλούν», στρέφοντας τα πυρά του κατά των δημοσιογράφων. Κληθείς να διευκρινίσει τι εννοούσε, ανέφερε: «Εννοούσα με την λέξη ‘πουλούν’ ακριβώς το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, μέσω εσάς, ενδεχόμενα να εστιάζεται, και έτσι είναι, περισσότερο στα αρνητικά παρά στα θετικά».

Κοινώς, η Αστυνομία ζει με την ψευδαίσθηση (και ενδεχομένως να έπεισε και τον Μάριο Χαρτσιώτη επί τούτου) ότι ο κόσμος δεν την εμπιστεύεται ή της ασκεί κριτική, όχι επειδή δεν μπορεί να τον χτυπήσει καμιά αδέσποτη σφαίρα την ώρα που πάει να αγοράσει γάλα και ψωμί, ούτε επειδή το αυτοκίνητο του μπορεί να καεί κατά λάθος την ώρα που κάποιος θέτει φωτιά στο αυτοκίνητο του γείτονα, αλλά επειδή δεν χειροκροτεί αρκετά συχνά μια άλλη επαγγελματική ομάδα τους δημόσιους υπαλλήλους που κάνουν τη δουλειά για την οποία πληρώνονται. Η εικόνα της Αστυνομίας, όμως, δεν επηρεάζεται αρνητικά επειδή δεν προβάλλονται οι επιτυχίες της. Επηρεάζεται αρνητικά από τις αποτυχίες της, απότοκο των οποίων είναι η συνεχής ανασφάλεια που αισθάνονται οι πολίτες, που μόλις που πρόλαβαν να ξεχάσουν τα όσα απαράδεκτα συνέβησαν σε Χλώρακα και Λεμεσό λίγους μήνες προηγουμένως. Και σε αυτόν τον τομέα είναι που πρέπει να εστιάσουν όλοι, αντί να καταναλώνουν ενέργεια για να αναζητούν φταίχτες από εδώ και από εκεί.

Οι κατευθύνσεις που επιλέγει η Αστυνομία να διοχετεύει την ενέργειά της αναπόφευκτα προβληματίζουν όσο και οι αποτυχίες της. Λίγη ώρα πριν την απόπειρα δολοφονίας, σε ένα άλλο σημείο της Λευκωσίας, ο πρόεδρος ενός εκ των συνδικαλιστικών οργανώσεων των αστυνομικών, παραχωρούσε συνέντευξη Τύπου για τις πειθαρχικές διαδικασίες που κινήθηκαν εναντίον του. Κάπως έτσι ενημερωθήκαμε ότι στην ιεράρχηση των προτεραιοτήτων της ηγεσίας της Αστυνομίας, πάνω από την εξιχνίαση των απανωτών εγκληματικών ενεργειών, την αξιολόγηση πληροφοριών και την πρόληψη, στον βαθμό που αυτή είναι δυνατή, ενδεχομένως να βρίσκονται οι δηλώσεις του Νίκου Λοϊζίδη της «Ισότητας» στα κανάλια, μιας και αυτές οι διαδικασίες φαίνεται να προχώρησαν περισσότερο από τις εξιχνιάσεις αρκετών εγκληματικών ενεργειών.

Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Η Αστυνομία έχει μια πολύ σοβαρή αποστολή για τη διατήρηση της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης και δεν μπορεί να στρέφει την προσοχή της στην εξεύρεση δικαιολογιών και εξιλαστήριων θυμάτων, αντί στην επιτέλεση του πολύ σημαντικού της έργου. Αν δεν καταφέρνει να ιεραρχήσει τις προτεραιότητές της και να κάνει σωστά τη δουλειά της, απαιτείται η Κυβέρνηση -που έχει άποψη για την ιεράρχηση των ειδήσεων- να λάβει τα ανάλογα μέτρα.

Δειτε Επισης