Νόμος Vs Οικονομικό όφελος σημειώσατε διπλό-Στην ακίδα Οδυσσέα ΥΠΕΣ και ΥΠΟΙΚ
06:34 - 23 Αυγούστου 2022
Σωρεία ερωτημάτων για αποφάσεις ή ακόμα και ολιγωρία που οδήγησαν στο ρεζίλεμα της Κύπρου διεθνώς, στην κατσάδα από τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και στην απώλεια σημαντικών εσόδων για το κράτος, καταγράφονται στην έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες. Στο στόχαστρο του Γενικού Ελεγκτή βρίσκεται αναμφίβολα το Υπουργείο Εσωτερικών και ο εκάστοτε πολιτικός του προϊστάμενος από την πρώτη διακυβέρνηση Αναστασιάδη μέχρι σήμερα. Τα πυρά του όμως στρέφονται και στο Υπουργείο Οικονομικών για μια σειρά από λόγους.
Εξάλλου, μεταξύ άλλων στην έκθεση του ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης, επαναλαμβάνει το συμπέρασμα για το σύνολο του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι εν γνώσει του, παρανόμως ενέκρινε πολιτογραφήσεις αιτητών, οι οποίοι δεν πληρούσαν τα καθορισμένα οικονομικά κριτήρια, με το αιτιολογικό ότι δήθεν οι αιτήσεις πληρούσαν το πνεύμα των κριτηρίων και ότι αυτό θα εξυπηρετούσε το γενικότερο οικονομικό όφελος.
Το εν λόγω συμπέρασμα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ξεκάθαρα μπορεί να ερμηνευθεί από τον καθένα με ιδεολογικό φακό, αναλόγως με την ιδεολογία και την κοσμοθεωρία του. Κάποιος μπορεί να πει -και ήδη λέγεται από συγκεκριμένους πολιτικούς κύκλους-, πως η Κυβέρνηση ορθά έπραττε, αφού το ΚΕΠ ακόμα και με τον λανθασμένο τρόπο που λειτούργησε, έδωσε πνοή στη χειμαζόμενη κυπριακή οικονομία. Από την άλλη, κάποιοι θεωρούν πως όποια κι αν ήταν τα οικονομικά οφέλη του ΚΕΠ, με τον ελλιπή τρόπο που αυτό εφαρμόστηκε, είναι ανεπίτρεπτο να ευνοούνται ξένοι, πολλοί εκ των οποίων περιβάλλονται από γκρίζα σημεία σε σχέση με το παρελθόν τους, να ευνοούνται για να πλουτίζουν μερικοί λογιστές, δικηγόροι και εργολάβοι, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πέραν του ιδεολογικού επιπέδου που ο κάθε πολίτης κρίνει μια πολιτική πράξη, διότι περί τέτοιας πρόκειται, σύμφωνα και με τα στοιχεία της έκθεσης του Γενικού Ελεγκτή, να χαλαρώνουν και να εφαρμόζονται αλά καρτ τα κριτήρια, αναλόγως της περίπτωσης, με στόχο το γενικότερο οικονομικό όφελος, υπάρχει και η ουσιαστική πτυχή, και οι εξόφθαλμες περιπτώσεις που καταγράφονται στην Ειδική Έκθεση, για τις οποίες κάποιοι κάποτε θα πρέπει να λογοδοτήσουν.
Στην έκθεση της η Ελεγκτική Υπηρεσία διερεύνησε τους φακέλους των πολιτογραφήσεων σε δύο επίπεδα. Το πρώτο ήταν οι ελλιπείς ελέγχει για το παρελθόν των αιτούντων διαβατηρίου, που σε πολλές περιπτώσεις ήταν Πολιτικά Εκτεθειμένα Πρόσωπα, πρώην εγκληματίες, καταζητούμενοι κτλ, αλλά και την πτυχή της αξιολόγησης των αιτήσεων από το Υπουργείο Οικονομικών.
Ο εκάστοτε υπουργός Οικονομικών, ήταν ο υπεύθυνος να ενημερώσει το Υπουργικό Συμβούλιο για την κάθε περίπτωση κι αν αυτή τηρούσε τα οικονομικά κριτήρια που ήταν σε ισχύ. Η Ειδική Έκθεση καταγράφει μια σειρά περιπτώσεων που στο Υπουργικό Συμβούλιο δεν τέθηκαν όλα τα στοιχεία που αφορούσαν στις αποκλίσεις από τα κριτήρια, ενώ αυτές για τις οποίες το Υπουργικό ενημερώθηκε, έστω και σε γενικές γραμμές και παραταύτα αποφάσισε την έγκριση των αιτήσεων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ ΕΔΩ
Η τακτική που ακολουθείτο
Σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ο υπουργός Εσωτερικών ενημερωνόταν με σημείωμα από τους αρμόδιους λειτουργούς του Υπουργείου του. Την ίδια ώρα ενημερωνόταν από το Υπουργείο Οικονομικών για την ικανοποίηση ή μη των επενδυτικών κριτηρίων. «Στα σημειώματα αυτά υπήρχαν, πάρα πολλές φορές, πολύ σημαντικά θέματα που, είτε πρόδηλα θα έπρεπε να οδηγήσουν στην άνευ ετέρου απόρριψη των αιτήσεων, είτε θα έπρεπε να προβληματίσουν το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη λήψη απόφασης, ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής του εξουσίας να αποφασίσει κατά πόσο πληρούνταν τα εν ισχύι κριτήρια και προϋποθέσεις και να εγκρίνει την πολιτογράφηση. Αυτά τα σημειώματα δεν επισυνάπτονταν στην Πρόταση προς το Υπουργικού Συμβουλίου», αναφέρει η έκθεση.
Όπως σημειώνεται, ορισμένες φορές περιλαμβανόταν μία, έστω γενική, αναφορά στην Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Σε αυτό το πλαίσιο καταγράφονται πιο κάτω περιπτώσεις, στις οποίες το Υπουργικό ήταν ενήμερο ότι η αίτηση δεν πληρούσε τα καθορισμένα κριτήρια και συνεπώς η Απόφαση για έγκριση της αίτησης ήταν παράνομη.
Η θέση του ΥΠΕΣ
Η Ελεγκτική Υπηρεσία ζήτησε τις θέσεις του Υπουργείου Εσωτερικών, με τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου με δύο επιστολές να απαντά και να εκφράζει την άποψη ότι παρόλο που δεν υπήρχε πλήρης ικανοποίηση των κριτηρίων, εντούτοις στη βάση των στοιχείων των φακέλων, το Υπουργικό ως το αρμόδιο όργανο, εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της χορήγησης πολιτογράφησης.
Αναφερόμενος σε συγκεκριμένη περίπτωση, ο ΓΔ του ΥΠΕΣ επισημαίνει ότι στην Πρόταση αναφέρονταν οι απόψεις του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις οποίες εισηγείτο προώθηση των αιτήσεων στο ΥΣ για πολιτογράφηση των αιτητών, λαμβάνοντας υπόψη γενικότερα οικονομικά οφέλη για την Κυπριακή οικονομία, με τρόπο που εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών εξέφρασε την ίδια ώρα, αμφιβολίες κατά πόσο η παραχώρηση της Κυπριακής υπηκοότητας, στο πλαίσιο του ΚΕΠ, συνιστά διοικητική πράξη και όχι πράξη κυβερνήσεως («act of government»).
Εξέφρασε επίσης την άποψη ότι, με βάση καλά θεμελιωμένες αρχές του διοικητικού δικαίου, όταν το ίδιο το όργανο (στην περίπτωση αυτή, το Υπουργικό Συμβούλιο) καθορίσει τα κριτήρια, το ίδιο το όργανο μπορεί και να αποκλίνει και ότι, εφόσον η εξουσία χορήγησης υπηκοότητας ήταν στο Υπουργικό, αυτό είχε τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει για τη χορήγηση ή μη. Παρέπεμψε δε στο άρθρο 44(4) του Νόμου Ν. 158(I)/1999, στο οποίο προβλέπεται ότι, δεν απαγορεύεται σε διοικητικό όργανο να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία σε μια υπόθεση, με βάση γενική πολιτική ή κριτήρια που έχει προκαθορίσει το ίδιο για παρόμοιες υποθέσεις, εφόσον η πολιτική ή τα κριτήρια που έχει χαράξει συνάδουν με τον Νόμο και να εξετάζει ιδιαίτερα κάθε υπόθεση που παρουσιάζεται ενώπιον του και πιο συγκεκριμένα να εξετάζει αν τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης δικαιολογούν απόκλιση από τη γενική πολιτική ή τα κριτήρια που χάραξε.
Ως ενισχυτικό στοιχείο της νομιμότητας των Αποφάσεων του Υπουργικού, ο Γενικός Διευθυντής επικαλέστηκε επίσης το γεγονός ότι αντίγραφο της Πρότασης διαβιβαζόταν στη Βουλή των Αντιπροσώπων, χωρίς αυτή να στείλει οποιοδήποτε σχόλιο ή να ζητήσει οποιαδήποτε διευκρίνιση.
Η απάντηση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας
Στα σχόλια του Υπουργείου Εσωτερικών, στο πλαίσιο της Ειδικής Έκθεσης, απαντά η Ελεγκτική Υπηρεσία η οποία επισημαίνει ότι η θέση του Υπουργείου Εσωτερικών παραγνωρίζει το γεγονός ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν είχε καν ενώπιον του οποιαδήποτε ενημέρωση επί των γεγονότων της υπόθεσης και διαφόρων προβληματικών πτυχών των αιτήσεων, αφού το σημείωμα του αρμόδιου Λειτουργού και/ή η επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών δεν επισυνάπτονταν στην Πρόταση. Ακόμη και στις περιπτώσεις που στην Πρόταση γινόταν μία αναφορά, αυτή ήταν κατά κανόνα ελλιπής και περιοριζόταν σε μία γενική περιγραφή του θέματος.
Το Υπουργικό δεν καθόρισε απλώς μία γενική πολιτική ή κριτήρια από τα οποία θα μπορούσε να αποκλίνει όποτε αυτό ήθελε. Όπως αναφέρεται πιο πάνω, το ΥΣ, στη βάση της εξουσιοδότησης του που έδινε στο ΥΣ εξουσία να πολιτογραφεί «υπό όρους ως ήθελε κατά περίπτωση καθορίσει», αυτοβούλως αποφάσισε να καθορίσει κριτήρια τα οποία δημοσίευε κάθε φορά στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Ο Γενικός Ελεγκτής προσθέτει ότι, «οι παρανομίες του ΥΣ συνεχίστηκαν και μετά την 31.1.2020, όταν το νομικό πλαίσιο άλλαξε και πλέον η εξουσία του δεν ήταν η πολιτογράφηση «υπό όρους ως ήθελε κατά περίπτωση καθορίσει», αλλά (μέχρι την έκδοση Κανονισμών που τελικά έγινε στις 18.8.2020), να τηρήσει τους τελευταίους όρους τους οποίους είχε καθορίσει σε Απόφασή του πριν την 31.1.2020, χωρίς διαφοροποίηση ή παρέκκλιση».
Και συνεχίζει λέγοντας πως, «οι παρανομίες του ΥΣ συνεχίστηκαν ακόμη και μετά τις 18.8.2020, όταν δημοσιεύτηκαν οι Κανονισμοί ΚΔΠ 379/2020 και του αφαιρέθηκε εντελώς η εξουσία για καθορισμό των κριτηρίων. Ακόμη κι αν γινόταν δεκτό ότι μέχρι τις 31.1.2020 τα δημοσιευμένα κριτήρια ήταν απλώς μία άτυπη αυτοδέσμευση του ΥΣ, από την οποία είχε δικαίωμα να αποκλίνει (θέση που με βάση τα πιο πάνω η Ελεγκτική Υπηρεσία απορρίπτει), ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, βάσει της αρχής της νομιμότητας, τα κριτήρια θα έπρεπε να τηρούνται και η απόκλιση από αυτά να είναι μόνο για ειδικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν και καθοριστούν κατά τη θέσπιση των κριτηρίων.
Η Ελεγκτική Υπηρεσία θεωρεί, για παράδειγμα, ότι δεν μπορεί να τίθεται και να δημοσιεύεται οικονομικό κριτήριο για κατοχή μόνιμης κατοικίας αξίας τουλάχιστον €500.000 και το Υπουργικό να αποφασίζει να πολιτογραφήσει κάποιον που δεν έχει καθόλου κατοικία ή αυτή είναι πολύ μικρότερης αξίας, επειδή δήθεν αυτό εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Άλλωστε είναι καλά γνωστό ότι το δημόσιο συμφέρον δεν αποτελεί κριτήριο πέραν και υπεράνω του θετού δικαίου, αλλά εκφράζεται από αυτό, με τρόπο και κατά τους τύπους που αντιστοιχούν στην ιεραρχία του θετού δικαίου. Επίσης, το δημόσιο συμφέρον, του οποίου γίνεται επίκληση, πρέπει να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του αρμόδιου διοικητικού οργάνου.
Τέλος, η Ελεγκτική Υπηρεσία σημειώνει πως επίκληση από το ΥΠΕΣ του γεγονότος ότι ενημερωνόταν η Βουλή των Αντιπροσώπων και άρα, επειδή δεν αντιδρούσε, απαλλάσσεται τον ευθυνών της η εκτελεστική εξουσία, θεωρεί ότι δεν χρήζει καν σχολιασμού, πρώτο γιατί στην πράξη η Βουλή των Αντιπροσώπων κατά κανόνα κρατείτο στο σκοτάδι, δεύτερο γιατί όταν γινόταν κάποια αναφορά σε προβλήματα αυτή ήταν γενική και αόριστη, και τρίτο οι αποφάσεις του Υπουργικού δεν μετατρέπονται από παράνομες σε νόμιμες αν έστω υποτεθεί ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων αμελούσε να εξετάσει τα αντίγραφα των Προτάσεων που λάμβανε και να ζητήσει διευκρινίσεις.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Διαβατήρια σε καταζητούμενους, €γκληματίες και ύποπτο τρομοκράτη-Οι 65 υποθέσεις
Δείτε τις περιπτώσεις όπως καταγράφονται στην έκθεση:
(i) Ο αιτητής επένδυσε σε μετοχές αξίας περίπου €285.676 και σε καταθέσεις €3.100.000, ενώ είχε αγοράσει ακίνητη ιδιοκτησία το 2006 αξίας €2.172.451. Με βάση την Απόφαση, ημερ. 19.3.2014, ο αιτητής θα έπρεπε να προβεί σε επενδύσεις €5 εκ. κατά τα τρία έτη που προηγούνται της αίτησης, η οποία είχε υποβληθεί στις 13.3.2015. Στην πρόταση προς το ΥΣ αναφέρεται ότι ο Υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι δεν ικανοποιούνται πλήρως τα κριτήρια αλλά εισηγείται όπως, δεδομένου του γενικότερου οικονομικού οφέλους, τεθεί ενώπιον του ΥΣ για λήψη απόφασης. Στην Πρόταση στο ΥΣ περιλαμβάνεται η γενική αναφορά του Υπουργείου Οικονομικών ότι η αίτηση δεν ικανοποιεί πλήρως τα κριτήρια (ημερ. Απόφασης ΥΣ 24.6.2015).
(ii) Ο αιτητής αγόρασε οικοδομήσιμη γη αξίας €1.065.000, εμπορικό ακίνητο αξίας €460.000 (σύνολο €1.525.000) και μόνιμη ιδιόκτητη κατοικία αξίας €317.391 στην οποία διενήργησε ανακαινίσεις ύψους €185.000 (σύνολο €502.391). Καθώς επένδυση αξίας €1.065.000 αφορά σε γη, η κατοικία δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί ως επένδυση (η συνολική επένδυση θα έπρεπε να ανέρχεται σε €2 εκ. πλέον κατοικία €500.000). Επίσης δεν προχώρησε με πλήρη αποπληρωμή των επενδύσεων του (ημερ. Απόφασης ΥΣ 25.11.2016).
(iii) Τρεις αιτητές, πέραν της αγοράς κατοικιών αξίας €500.000 έκαστος, επένδυσαν από €2 εκ. σε εταιρεία για την αγορά υπό ανέγερση ακινήτου αξίας €7.971.000. Οι τρεις επενδυτές κατέβαλαν από κοινού μόνο το ποσό των €1.800.000 για την αγορά της οικοδομήσιμης γης, εντός της οποίας θα ανέγειραν τρία κτήρια, ενώ το υπόλοιπο ποσό προτίθεντο να το καταβάλουν σταδιακά. Ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε προώθηση των αιτήσεων στο ΥΣ, επειδή συμφώνησε το Υπουργείο Οικονομικών με την προϋπόθεση υποβολής πιστοποιητικών προόδου και παράδοσης των διαμερισμάτων στην εταιρεία και βεβαίωση ότι έχουν ίδιο ποσοστό συμμετοχής στην εταιρεία. Δεν ζητήθηκε η πληρωμή του υπόλοιπου ποσού των €4,2 εκ. (ημερ. Απόφασης ΥΣ 19.12.2017).
(iv) Αιτήτρια επένδυσε €2.020.545 σε σύσταση Κυπριακής εταιρείας, στην οποία απέκτησε το 35%, καταβάλλοντας όμως μόνο ποσό €1.659.000 για την επένδυση. Επιπρόσθετα είχε αγοράσει ιδιόκτητη κατοικία αξίας €552.744, η οποία εξοφλήθηκε. Στην Πρόταση στο ΥΣ αναφέρεται μόνο ότι η αιτήτρια θα πρέπει να υποβάλει πιστοποιητικό προόδου, βεβαίωση παράδοσης και πιστοποιητικό μετόχων (ημερ. Απόφασης ΥΣ 31.1.2019).
(v) Εγκρίθηκε αιτήτρια, η οποία είχε συνάψει συμφωνία για αγορά υπό ανέγερση μόνιμης κατοικίας αξίας €3.660.000, για την οποία κατέβαλε μόνο ποσό €2.541.840. Το Υπουργείο Οικονομικών δεν ζήτησε βεβαίωση αποπληρωμής, ούτε και το ΥΣ, το οποίο όμως δεν είχε ενημερωθεί σχετικά. Η αιτήτρια είχε αιτηθεί καταβολή μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ 5% για την κατοικία των €3.660.000. Στην Πρόταση στο ΥΣ αναφέρεται μόνο ότι η αιτήτρια θα πρέπει να υποβάλει πιστοποιητικό προόδου και βεβαίωση παράδοσης (ημερ. Απόφασης ΥΣ 29.7.2019).
(vi) Αιτητής, ο οποίος υπέβαλε αίτηση το 2018, αγόρασε ακίνητο αξίας €3.043.478 το 2012, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2013 αλλά κατά τα έτη 2014-2015 έγιναν περαιτέρω οικοδομικές εργασίες ύψους €967.945, δηλαδή η επένδυση δεν έγινε εξ ολοκλήρου κατά τα τρία έτη που προηγούνται της αίτησης. Ο Υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι τα στοιχεία δεν ικανοποιούν πλήρως τα κριτήρια αλλά δεδομένου ότι το ακίνητο αποπερατώθηκε πρόσφατα και ότι η εταιρεία του αιτητή, μέσω της οποίας καταβλήθηκε το αντίτιμο της επένδυσης, παραλάμβανε χρήματα μέχρι το 2016, εισηγείται την υποβολή Πρότασης στο ΥΣ, με την οποία θα συμφωνήσει. Επιπλέον, προσκομίστηκε συμφωνία καταπιστεύματος, σύμφωνα με την οποία άτομο που έχει πολιτογραφηθεί έχει συμφέρον 50% στο οικιστικό ακίνητο αλλά δεν επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα ιδιοκτησίας. Το ακίνητο αγοράστηκε από τον αιτητή, τον οποίο διόρισε ως εμπιστευματοδόχο της. Δεν φαίνεται να είναι μέλη της ιδίας οικογένειας και συνεπώς να μπορούν να αγοράσουν συλλογικά κατοικία. Στην Πρόταση στο ΥΣ αναφέρεται ότι ο αιτητής κατέβαλε το μεγαλύτερο μέρος του αντιτίμου της επένδυσης κατά την περίοδο 2012-2013 και ότι το Υπουργείο Οικονομικών εισηγήθηκε την υποβολή Πρότασης, επειδή για την αποπληρωμή του ακινήτου παραλάμβανε χρήματα από το εξωτερικό μέχρι και το 2016 (ημερ. Απόφασης ΥΣ 12.7.2018).
(vii) Ο αιτητής, ο οποίος υπέβαλε αίτηση το 2018, επένδυσε συνολικά πέραν των €2 εκ. στην αγορά μίας μόνιμης κατοικίας, την οποία χρησιμοποιούσε από το 1999 αρχικά με μίσθωση και στη συνέχεια με αγορά της το 2016. Τα ποσά για μίσθωση, ανέγερση και ανακαίνιση της κατοικίας καταβάλλονταν σταδιακά από το 1999 μέχρι το 2015. Το 2016, έτος αγοράς, καταβλήθηκε μόνο το ποσό των €750.000, συνεπώς η επένδυση δεν έγινε κατά τα τρία έτη που προηγούνται της αίτησης. Το Υπουργείο Οικονομικών θεώρησε ότι πληρούσε το οικονομικό κριτήριο Α1. Δεν υπήρξε σχετική ενημέρωση του ΥΣ (ημερ. Απόφασης ΥΣ 14.5.2018).
(viii) Ο αιτητής σύναψε συμφωνία για αγορά οικοδομήσιμης γης ύψους €4,7 εκ., από την οποία είχε αποπληρωθεί μόνο ποσό ύψους €2.141.721. Δεν υπήρξε σχετική ενημέρωση του ΥΣ (ημερ. Απόφασης ΥΣ 18.12.2018).
(ix) Μητέρα αιτήτριας, η οποία είχε πολιτογραφηθεί, είχε επενδύσει €4.610.000 σε υπό ανέγερση κατοικία και εκχώρησε δυνάμει δωρεάς το 50% στη θυγατέρα, η οποία επίσης υπέβαλε αίτημα για πολιτογράφηση. Η θυγατέρα θεωρήθηκε ότι είχε επενδύσει €2 εκ. σε μόνιμη κατοικία. Δεν υπήρξε σχετική ενημέρωση του ΥΣ (ημερ. Απόφασης ΥΣ 20.6.2018).
(x) Αιτήτρια είχε υπογράψει μακροχρόνια σύμβαση μίσθωσης για απόκτηση οικιστικού ακινήτου αξίας περίπου €3,5 εκ., εκ των οποίων κατέβαλε μόνο το ποσό της τάξης των €2,5εκ. Στην Πρόταση στο ΥΣ αναφέρεται μόνο ότι η αιτήτρια θα πρέπει να υποβάλει ενημέρωση για αποπληρωμή του ακινήτου και, μετά την αποπεράτωσή του, βεβαίωση παράδοσης στην ίδια (ημερ. Απόφασης ΥΣ 29.11.2017).
(xi) Δύο διαφορετικοί αιτητές αγόρασαν από δύο υπό ανέγερση ακίνητα συνολικής αξίας €2 εκ. ο κάθε ένας, εκ των οποίων, για κάθε αιτητή μόνο €887.350 προήλθαν από ίδια κεφάλαια, ενώ το υπόλοιπο ποσό των €1.112.650 προήλθε από δάνεια που έλαβαν από την ίδια Κυπριακή εταιρεία, της οποίας μέτοχοι είναι και μέτοχοι της εταιρείας ανάπτυξης γης που τους πώλησε τα ακίνητα. Παρατηρείται δηλαδή ότι, όχι μόνο δεν ήλθαν εμβάσματα από το εξωτερικό ύψους €2 εκ. για τον κάθε επενδυτή, αλλά ότι κατέβαλαν ακριβώς το ίδιο ποσό από ίδια κεφάλαια και έλαβαν δάνεια για το υπόλοιπο ποσό από την ίδια εταιρεία, η οποία ανήκε στα άτομα που είχαν τα ακίνητα. Και στις δύο περιπτώσεις, ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι δεν ικανοποιούνταν πλήρως τα οικονομικά κριτήρια, εισηγήθηκε όμως, δεδομένου του γενικότερου οικονομικού οφέλους που προκύπτει για την Κυπριακή οικονομία, να υποβληθεί πρόταση προς το ΥΣ, με την οποία θα συμφωνήσει. Επιπρόσθετα, το όνομα του ενός αιτητή περιλαμβάνεται στα Panama Papers, όπου αναφέρεται ότι παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής για πώληση ελικοπτέρων εταιρείας, η οποία διερευνάται για δωροδοκίες. Στις Προτάσεις προς το ΥΣ υπήρχε αναφορά ότι οι επενδυτές υλοποίησαν τις επενδύσεις τους, χρησιμοποιώντας εν μέρει κεφάλαια που προήλθαν από δανειακές συμβάσεις που είχαν συνάψει με Κυπριακή εταιρεία (ημερ. Απόφασης ΥΣ 13.9.2018).
(xii) Αιτητής επένδυσε σε αγορά δύο ακινήτων αξίας €1,8 εκ. αντί €2 εκ., ενώ το 2014, δηλαδή πέραν των τριών ετών πριν από την αίτηση, αγόρασε μόνιμη κατοικία αξίας €309.524, αντί τουλάχιστον €500.000. Το ΥΣ ενημερώθηκε ότι η επένδυση των €309.524 έγινε προ της καθορισμένης τριετίας, όχι όμως ότι αυτό αφορούσε στην κατοικία (ημερ. Απόφασης ΥΣ 22.5.2019).
(xiii) Με βάση το κριτήριο της Απόφασης του ΥΣ, ημερ. 24.5.2013, «Πρόσωπα των οποίων οι καταθέσεις στην Τράπεζα Κύπρου ή στη Λαϊκή Τράπεζα έχουν απομειωθεί λόγω των μέτρων που εφαρμόστηκαν στις δύο τράπεζες μετά τις 15.3.2013, μπορούσαν να πολιτογραφηθούν εάν ο αιτητής είχε υποστεί απομείωση καταθέσεων σε μία ή και στις δύο αναφερόμενες τράπεζες η οποία ανερχόταν συνολικά σε τουλάχιστον €3 εκ. Σε περίπτωση που είχε υποστεί συνολική απομείωση καταθέσεων κάτω των €3 εκ., τότε μπορούσε να αιτηθεί με επιπρόσθετη Άμεση Επένδυση ή Μικτές Επενδύσεις και/ή Δωρεές στα Κρατικά Ταμεία για το υπόλοιπο ποσό του εν λόγω κριτηρίου.»
Με την πιο πάνω αναφορά στην Απόφαση του ΥΣ δεν ήταν ξεκάθαρο εάν η συνολική επένδυση θα έπρεπε να ανερχόταν σε €3 εκ. ή σε €5 εκ. Σημειώνουμε, ωστόσο, ότι, στις «Συχνές Ερωτήσεις» που ετοιμάστηκαν μετά την απόφαση του ΥΣ ημερ. 19.3.2014, αναφερόταν ξεκάθαρα ότι σε περίπτωση που το ποσό απομείωσης ήταν χαμηλότερο των €3 εκ. στόχος ήταν η συμπλήρωση του ποσού των €5 εκ. με επιπρόσθετες επενδύσεις μέσω άλλων κριτηρίων (Α1-Α5).
(xv) Επενδύτρια, η οποία υπέβαλε αίτηση τον Ιούλιο του 2014 υπέστη μετατροπή καταθέσεων σε μετοχές της Τράπεζας Κύπρου ύψους €2,53 εκ. και αγόρασε κατοικία αξίας €500.000 και συνεπώς δεν πληρούσε τα οικονομικά κριτήρια. Σημειώνουμε ότι ο αδελφός της είχε υποστεί απομείωση καταθέσεων της Τράπεζας Κύπρου ύψους €8,9 εκ. Στην Πρόταση στο ΥΣ γίνεται αναφορά ότι οι επενδυτές δεν εμπίπτουν πλήρως στις διατάξεις της σχετικής Απόφασης του ΥΣ (ημερ. Απόφασης ΥΣ 10.9.2014).
(xvi) Αιτητής, ο οποίος υπέβαλε αίτηση στις 26.3.2015, αγόρασε ακίνητη ιδιοκτησία το 2011 αξίας €3,8 εκ. και το 2014 αξίας €770.970, ενώ επένδυσε επίσης σε Κυπριακή εταιρεία κεφάλαιο ύψους €932.310, δηλαδή δεν έγινε επένδυση ύψους €5 εκ. εντός τριών ετών από την αίτηση. Ο Υπουργός Οικονομικών εισηγήθηκε όπως, δεδομένου του οικονομικού οφέλους στην Κυπριακή οικονομία, τεθεί ενώπιων του ΥΣ για λήψη απόφασης (ημερ. Απόφασης ΥΣ 29.7.2015).
(xvii) Εγκρίθηκε αιτητής, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης Κυπριακής εταιρείας, η οποία έδρευε αλλά δεν δραστηριοποιείτο επιχειρηματικά στην Κύπρο, καθώς και κάτοχος μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας αξίας €1.175.000. Ο Υπουργός Οικονομικών ανέφερε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τα οικονομικά κριτήρια, αλλά εισηγήθηκε έγκριση, δεδομένου του γενικότερου οικονομικού οφέλους για την Κυπριακή οικονομία από τις διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητές του με έδρα την Κύπρο (ημερ. Απόφασης ΥΣ 8.1.2016).
(xviii) Αιτήτρια προέβηκε σε καταθέσεις τακτής τριετούς προθεσμίας συνολικού ύψους €3.660.000 και σε αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας αξίας €1.350.000. Όμως το κεφάλαιο της κατάθεσης προήλθε από δανειακή σύμβαση μεταξύ Κυπριακής τράπεζας και της αιτήτριας και συνεπώς δεν υπήρξε εισαγωγή νέων κεφαλαίων από το εξωτερικό. Επίσης, δεν πληρούσε τον όρο για αγορά μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας αγοραίας αξίας τουλάχιστον €500.000. Στην Πρόταση στο ΥΣ έγινε αναφορά μόνο στη μη ικανοποίηση του όρου για κατοχή μόνιμης κατοικίας (ημερ. Απόφασης ΥΣ 23.5.2014).
(xix) Αιτήτρια, η οποία υπέβαλε αίτηση στις 22.11.2017, επένδυσε στην αγορά μόνιμης ιδιόκτητης κατοικίας. Η αιτήτρια υπέβαλε στο Υπουργείο Εσωτερικών αντίγραφο συμβολαίου, ημερ. 20.11.2017, για την αγορά κατοικίας αξίας €1.500.000, μέσω εταιρείας ΑΑ της οποίας ήταν τελική δικαιούχος (μέσω καταπιστεύματος) από τις 28.9.2017. Επιπρόσθετα, υπέβαλε αντίγραφο συμφωνίας, ημερ. 22.11.2017, μεταξύ της αιτήτριας και εταιρείας ΒΒ εγγεγραμμένης στις Βρετανικές Παρθένες Νήσους, για την αγορά της ίδιας εταιρείας ΑΑ προς €2εκ. Παρόλο που σύμφωνα με το καταπίστευμα η αιτήτρια ήταν ιδιοκτήτρια της εταιρείας από τις 28.9.2017, φαίνεται ότι αγόρασε τελικά το ακίνητο δύο μέρες μετά με κέρδος €500.000.
Μετά από διερεύνηση των πιο πάνω, το Υπουργείο Οικονομικών ενημέρωσε το ΥΠΕΣ ότι πληροφορήθηκε, μέσω του δικηγόρου της πως η αιτήτρια, παρόλο που εμφανιζόταν ως ιδιοκτήτρια της εταιρείας ΑΑ από τις 28.9.2017, εντούτοις η εταιρεία ΑΑ παρέμεινε στην ιδιοκτησία της εταιρείας ΒΒ μέχρι τις 22.11.2017, οπόταν υπογράφηκε η συμφωνία με την αιτήτρια. Ανέφερε επίσης ότι η εταιρεία ΒΒ είχε πληρώσει φορολογία στο κέρδος από την πώληση των μετοχών της εταιρείας ΑΑ (€500.000). Σημειώνουμε ότι στο αρχείο του εφόρου εταιρειών η αιτήτρια παρουσιάζεται ως μέτοχος της εταιρείας ΑΑ από τις 28.9.2017 (ημερ. Απόφασης ΥΣ 13.9.2018).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Χάθηκαν €204 εκατ., έδιναν μειωμένο ΦΠΑ σε εύπορους επενδυτές»