«Δεν περιγράφονται οι εικόνες στο νεκροτομείο που πήγαμε για αναγνώριση…»
06:57 - 14 Αυγούστου 2021
«Πήγαμε στο νοσοκομείο για αναγνώριση. Προτιμώ να μην θυμούμαι αυτές τις εικόνες. Δεν μπορούν οι λέξεις να περιγράψουν τις εικόνες που ζήσαμε εκεί, στο νοσοκομείο στο Γουδί. Ήταν τραγική η κατάσταση»… Η φωνή του κ. Λοΐζου αρχίζει να τρέμει, το μυαλό του γεμίζει με τις θλιβερές εικόνες, εκείνης της ημέρας... Της ημέρα που χτύπησε το σπίτι του η τραγωδία…
Έχουν περάσει δεκαέξι χρόνια από εκείνη την ημέρα, που συντάραξε την Κύπρο και έντυσε δεκάδες οικογένειες στα μαύρα. Δεκαέξι χρόνια από την ημέρα που κόπηκε άδοξα το νήμα της ζωής, για 121 άτομα, που επιβιβάστηκαν σε ένα αεροπλάνο, το οποίο δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Δεκαέξι χρόνια και οι πληγές είναι ακόμη ανοιχτές. Τα γιατί όσων έμειναν παραμένουν αναπάντητα…
Ένας από αυτούς είναι και ο κύριος Λοΐζος Προκοπίου, που το γιο και τη νύφη του, Χριστόδουλο Προκοπίου και Ευγενία Προκοπίου Κέντα, 34 και 30 ετών. Μιλά για την τραγωδία και λυγίζει… Αισθάνεται τον ίδιο πόνο, όπως τότε, αλλά και την ίδια αδικία, για τον τρόπο που έληξε αυτή η ιστορία… «Την πλήρωσαν όσοι ταξίδεψαν με αυτό το αεροπλάνο και οι συγγενείς τους».
Η μέρα που έντυσε στα μαύρα την οικογένειά τους
14 Αυγούστου 2005… Η μέρα ξεκίνησε όπως όλες οι άλλες… Τίποτα δεν προμήνυε ότι αυτή η μέρα θα γραφόταν στην ιστορία με κατάμαυρα γράμματα…
Είχε πάρει ο ίδιος το γιο και την νύφη του αεροδρόμιο, το πρωί εκείνης της μέρας. Το ζευγάρι, που είχε παντρευτεί έντεκα μήνες πριν την ημέρα εκείνη, ετοιμαζόταν για ένα ταξίδι αναψυχής.
«Πήγα το πρωί και τους πήρα στο αεροδρόμιο. Δεν ήξερα ακριβώς με ποια πτήση θα ήταν, τουλάχιστον μέχρι εκείνη την ώρα. Προσγειωνόταν ένα αεροπλάνο της HELIOS και μου είπε ο γιος μου “με τούτους θα ταξιδέψουμε”. Ήταν γύρω στις 6:30 το πρωί όταν πήγαμε και η πτήση ήταν περίπου τρεις ώρες μετά. Δεν θυμάμαι τις ώρες ακριβώς. Τους άφησα στο αεροδρόμιο και επέστρεψα πίσω στο σπίτι μου.
Εδώ στη γειτονιά στους Αγίου Τριμιθιάς, είχαμε ένα μνημόσυνο και κατά το μεσημέρι, είχα πάει για καφέ. Κάποια παιδιά έβλεπαν τηλεόραση και ήρθαν και μας είπαν “ένα αεροπλάνο κατάπεσε”. Χωρίς να ξέρουμε, αρχίσαμε να ανησυχούμε. Πήγαμε στην τηλεόραση και είδα ότι ήταν το αεροπλάνο της HELIOS. Δεν είπα τίποτα και πήγα στο σπίτι. Η γυναίκα μου ήρθε λίγο αργότερα και της είπα αυτό και αυτό, ότι το δικό μας αεροπλάνο ήταν της εταιρείας και ότι δεν ξέραμε αν είχε δεύτερη πτήση η εταιρεία. Κάναμε διάφορα τηλεφωνήματα, σε κάποιους χωριανούς που δούλευαν στο αεροδρόμιο. Ίσως να ήξεραν, αλλά δεν μας έλεγαν τίποτα.
Οι ώρες που περιμέναμε να μας πουν λεπτομέρειες, ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Εγώ πήγα στο αεροδρόμιο, επειδή εκεί θα μας έλεγαν ποια ήταν ακριβώς η πτήση και ποιοι ήταν μέσα. Όλοι ήξεραν, οι υπεύθυνοι της εταιρείας ήταν χαμένοι, κανένας δεν φαινόταν στο αεροδρόμιο και ο κόσμος άρχισε να βγαίνει εκτός εαυτού. Υπήρχε κόσμος που θύμωσε και φώναζε. Ήταν πολύ δύσκολες οι καταστάσεις και είχαν περάσει, από την ώρα που το είδαμε στην τηλεόραση, 5-6 ώρες. Έγινε απόγευμα για να μας πουν τι γίνεται, ποιοι ήταν. Ήρθε ένας υπεύθυνος της εταιρείας και μας φώναζε στο γραφείο και μας έδειχνε τα ονόματα της λίστας. Δεν έκανε ανακοίνωση, επειδή υπήρχαν άτομα που δεν το ήξεραν».
Η φωνή του αρχίζει να τρέμει. Οι θύμισες είναι πολλές και η πληγή του αρχίζει και πάλι να αιμορραγεί… Όπως εξήγησε, αυτό ήταν μόνο η αρχή…
Η αναγνώριση και τα χαμένα προσωπικά αντικείμενα
Η δεύτερη πράξη του δράματος παίχτηκε στην Αθήνα και συγκεκριμένα στο Γουδί… Στο νοσοκομείο, όπου οι συγγενείς κλήθηκαν για αναγνώριση.
«Μας ειδοποίησαν ότι πρέπει να πάμε για αναγνώριση και να πάμε δύο άτομα. Πήγα με τον κουνιάδο μου. Μας πήραν να αναγνωρίσουμε. Είναι γεγονός ότι προτιμώ να μην θυμούμαι αυτές τις εικόνες. Οι δικοί μας ήταν τυχεροί μέσα σε όλη αυτή την ατυχία, επειδή ήταν από τους μερικούς που ήταν αναγνωρίσιμοι, δεν έπαθαν τίποτα. Είχαν ένα χτύπημα που φαινόταν, αλλά δεν κάηκαν ούτε τα ρούχα τους, ούτε τίποτα και τους αναγνωρίσαμε εύκολα. Εκεί ξεκινούν τα υπόλοιπα… Έπρεπε να πάρουν αίμα, σε όλο τον κόσμο που ήμασταν εκεί, για DNA. Εμάς δεν χρειάστηκε, επειδή τους αναγνωρίσαμε, αλλά δεν μπορούν οι λέξεις να περιγράψουν τις εικόνες που ζήσαμε εκεί, στο νοσοκομείο στο Γουδί. Ήταν τραγική η κατάσταση…
Όταν πήγαμε στο νοσοκομείο για την αναγνώριση, ο γιος μου είχε τη βέρα του, η νύφη μου είχε και τη βέρα και το δαχτυλίδι του γάμου. Τους είπαμε εκεί να μας δώσουν τα πράγματά τους, αφού τους αναγνωρίσαμε. Η Αστυνομία είπε “όχι, αυτά τα πράγματα θα πάνε στην Αστυνομία και θα σας τα δώσουμε μετά”. Όταν έστειλαν αρκετά πράγματα εδώ, μας ειδοποίησαν να πάμε στην Αστυνομία να πάρει ο καθένας τα δικά του πράγματα, τα οποία άπλωσαν σε ένα δωμάτιο και τους έβαλαν αριθμούς. Τη βέρα του γιου μου την βρήκαμε, της νύφης μου, μαζί με το δαχτυλίδι, χάθηκαν. Έχω την εντύπωση ότι έπρεπε να χαθεί το δακτυλίδι μόνο. Εκείνος που τα έπιασε, όμως, δεν μπορούσε να πάρει το δαχτυλίδι και να αφήσει τη βέρα. Τηλεφωνήσαμε στην Αστυνομία, τους κάναμε παράπονο, μας είπαν ότι θα τα στείλουν, αλλά τίποτε δεν έγινε.
Τα άλλα προσωπικά αντικείμενα τους ήταν η κάμερα του γιου μου, αλλά ήρθε μόνο η θήκη. Η κάμερα έλειπε από μέσα. Ήταν οι handbag, που δεν έπαθαν τίποτε και έλειπαν από μέσα τα πράγματα. Δεν είχε τίποτε μέσα. Χάθηκαν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποιος τα έκλεψε. Ήταν μόνο ένα αδειανό πορτοφόλι και σε μία πτυχή είχε ένα χαρτονόμισμα, νομίζω ήταν δεκάλιρο, που μάλλον δεν φάνηκε».
«Ήταν πάρα πολύ δύσκολο…»
«Ο γιος μου και η νύφη μου ενοικίαζαν ένα διαμέρισμα. Πήγα εγώ, από την πλευρά του γιου μου και από την πλευρά της νύφης μου, πήγε ο αδελφός της, ο οποίος μένει στην Αμερική και ήρθε για τον σκοπό αυτό. Πήγαμε και απλά καθόμουν και τους έβλεπα που έπαιρναν τα πράγματα. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο….
Μπορεί να προτιμούσα, εκείνη η δουλειά να γινόταν μετά από μήνες, όχι μετά από μία εβδομάδα, δέκα μέρες από το ατύχημα. Αλλά επειδή ήταν στην Κύπρο ο αδελφός της νύφης μου, δεν τους είπα ούτε να μην τα σηκώσουν, ούτε τίποτα. Πήγα εκεί με ένα βαν που είχα και σηκώναμε πράγματα. Περάσαμε πολύ δύσκολα, προσπαθούμε να το ξεπεράσουμε, αλλά όταν έρχονται εκείνες οι μέρες είναι δύσκολα τα πράγματα».
Η πρώτη φορά στο Γραμματικό
«Στο πρώτο μνημόσυνο που πήγαμε στο Γραμματικό, πήγε πάρα πολύς κόσμος. Κάθε οικογένεια μπορεί να ήταν τέσσερα και πέντε άτομα, ήμασταν πάρα πολλοί. Πήγαμε στη θέση που έπεσε το αεροπλάνο. Δεν μπορώ να πω τι γινόταν εκεί. Ο κόσμος φώναζε, έκλαιγε, διαμαρτυρόταν. Μέσα στα βουνά, που έκανε αντίλαλο και η φωνή. Οι άνθρωποι στο Γραμματικό είχαν ξεκινήσει να χτίζουν ένα ξωκκλήσι και εκεί κάναμε τα μνημόσυνα. Ήταν τραγικές οι καταστάσεις…
Αυτό γίνεται και τώρα, όποτε πάμε, αλλά σε μικρότερο μέγεθος, επειδή αρκετοί από τους γονείς μεγάλωσαν, δεν μπορούν να ταξιδέψουν, αρκετοί πέθαναν. Πιο λίγος κόσμος πηγαίνουμε, αλλά πάντα είναι το ίδιο πράγμα. Λες και έγινε χτες. Έχει δεκαέξι χρόνια, αλλά δεν ξεχνιούνται. Ζούμε κάθε χρόνο με αυτές τις εικόνες».
Το Δικαστήριο και οι ανύπαρκτες ποινές
Το τρίτο μέρος της τραγωδίας έμελλε να προκαλέσει τον θυμό και την απογοήτευση των συγγενών. Έψαχναν για χρόνια τη δικαίωση, όμως δεν την βρήκαν ποτέ… Όσοι ευθύνονται γι’ αυτή την τεράστια τραγωδία, κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν και να μην πληρώσουν, όπως τους άξιζε…
«Τελικά, έφταιξαν οι επιβάτες που πήγαν να ταξιδέψουν με το αεροπλάνο. Κανένας δεν πλήρωσε, παρά τα πορίσματα. Τα πορίσματα που έβγαλαν ο Τσολάκης και ο Καλλής ήταν καλά. Ο Γενικός Εισαγγελέας τότε, δεν μας έδινε τα πορίσματα, πριν την Δίκη, για να δούμε τι γράφουν. Ο Τσολάκης έγραφε τα γεγονότα, ο Καλλής όμως κατονόμαζε ανθρώπους που είχαν ευθύνη και δεν μας έδιναν το πόρισμα. Πήγαμε στο γραφείο του Εισαγγελέα και ούτε κουβέντα να μας το δώσει, μέχρι να τελειώσει η δίκη. Όταν τελείωσε η δίκη και αθωώθηκαν όλοι, μας έδωσε και τα πορίσματα. Ήταν ένα δώρο άδωρο.
Έγινε δικαστήριο και στην Ελλάδα. Στην πρώτη μέρα της δίκης, μας κάλεσαν όλους και πήγαμε, αλλά αναβλήθηκε. Εκεί μπορώ να πω ότι έγινε πολύ καλύτερη δουλειά, όσον αφορά στο Δικαστήριο, αλλά όχι όπως θα περιμέναμε. Στην Ελλάδα, οι κατηγορούμενοι ήταν σχεδόν οι ίδιοι που ήταν και στην Κύπρο, αλλά υπήρχαν και κάποια άτομα που κατηγορήθηκαν μόνο εδώ. Κατηγορήθηκαν για πλημμέλημα, όχι για εγκληματική ενέργεια.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο τους κατηγόρησε και η ποινή που τους έβαλε ήταν για τον καθένα 122 χρόνια φυλακή, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν πάνω από δέκα χρόνια. Πέσαμε στα δέκα χρόνια και η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν μη εξαγοράσιμη η ποινή. Έπρεπε να κάνουν δέκα χρόνια. Έκαναν έφεση. Εγώ, όποτε είχε δίκη πήγαινα. Στο Εφετείο, η δικαστής, κατά τη διάρκεια της δίκης ήταν αρκετά αυστηρή, όμως στο τέλος ανέτρεψε την απόφαση του πρωτόδικου, που ήταν μη εξαγοράσιμη και την έκανε εξαγοράσιμη ποινή. Έτσι, πλήρωσαν γύρω στις 70,000 ευρώ και την εξαγόρασαν.
Ερχόμαστε στο Δικαστήριο στην Κύπρο. Τους αθώωσε, κατά πλειοψηφία και στη συνέχεια έκανε έφεση ο Εισαγγελέας, που περίμενε να τελειώσει η δίκη στην Ελλάδα και μετά να την καταθέσει. Τελειώνει η δίκη στην Ελλάδα, εξαγοράζουν την ποινή τους και έρχονται εδώ και τους λένε ότι πήγαν Δικαστήριο εκεί, δεν μπορούμε να δικάσουμε δύο φορές και αποσύρεται η έφεση. Οι κατηγορούμενοι που ήταν μόνο στην Κύπρο, δεν πλήρωσαν στο τέλος. Στην Κύπρο αθωώθηκαν όλοι.
Αυτό είναι που σε πληγώνει από την Πολιτεία, από αυτούς που ήθελες μία υποστήριξη. Αν είχαμε και εμείς μερικά εκατομμύρια και πηγαίναμε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, μπορούσαμε να ανατρέψουμε την κατάσταση. Όλος αυτός ο φτωχός κόσμος, όμως, δεν μπορούσε να μαζέψει τα λεφτά. Έτσι, δεν πλήρωσε κανένας, μόνο αυτοί που ταξίδεψαν και οι δικοί τους».
Οι κούφιες υποσχέσεις των Κυβερνήσεων και το κούρεμα των καταθέσεων
«Οι Κυβερνήσεις, από την πρώτη μέχρι την τελευταία, το μόνο πράγμα που έκαναν είναι να στείλουν ένα στεφάνι στο μνημόσυνο στο Γραμματικό. Κατάφεραν να κουρέψουν και τα λεφτά των ανήλικων μωρών, που έπαιρναν αποζημιώσεις από την ασφάλεια. Όσα ήταν στην Λαϊκή, τους τα πήραν όλα, όσα ήταν στην τράπεζα Κύπρου, τους πήραν τα μισά. Μετά από διαβήματα, κατάφεραν να τους επιστρέψουν ένα ποσό, δεν ξέρω πόσα. Όλος ο κόσμος, μέχρι στιγμής, έχει την εντύπωση ότι όταν πάμε στο μνημόσυνο, μας κόβουν τα εισιτήρια. Δεν μας τα πληρώνουν. Πάμε μόνοι μας. Πληρώνουμε εισιτήρια και ξενοδοχεία και ακόμη υπάρχει κόσμος που με ρωτά αν μας πληρώνουν τα εισιτήρια. Από την Πολιτεία θέλαμε μία δίκαιη δίκη για να καταδικαστούν οι υπεύθυνοι».
Κάθε χρόνο, οι συγγενείς των 121 θυμάτων του μοιραίου αεροσκάφους μεταβαίνουν στο σημείο της συντριβής, για να τελέσουν το μνημόσυνό τους. Η πανδημία του κορωνοϊού, ωστόσο, δεν τους επέτρεψε να το πραγματοποιήσουν ούτε πέρσι, αλλά ούτε και φέτος.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «Tο αεροσκάφος δείχνει ότι... Δείχνει ότι πάει... Δείχνει ότι πάει στο έδαφος»
- «Έπιανα τζαι εν απαντούσε… Είπα τους μόνο νεκρός εν θα μου απαντήσει ο γιος μου»
- «Πάντα θα διερωτόμαστε τι ακριβώς συνέβη πάνω στο αεροπλάνο»
- Η εξομολόγηση Θεόπεμπτου, που θα ήταν στην Ήλιος και η συνάντηση με τους φοιτητές που «χάθηκαν»
- Ο Ακριβός Τσολάκης μιλά για την τραυματική εμπειρία της Ήλιος, το πόρισμα και το παράπονό του
- Το μεγαλείο της κόρης του συγκυβερνήτη της Helios: Δεν κατηγορώ κανένα