Συνέλαβαν γιατρό για παρενόχληση, άκυρο το ένταλμα λόγω… ανύπαρκτου αδικήματος
06:59 - 30 Ιανουαρίου 2021
Ακυρώθηκε το ένταλμα σύλληψης του 58χρονου γιατρού που συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση το περασμένο καλοκαίρι, μετά από καταγγελία για άσεμνη επίθεση και σεξουαλικής παρενόχλησης γυναίκας ασθενούς του, καθώς, μεταξύ άλλων, φόρεσε χειροπέδες για… ανύπαρκτο αδίκημα.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, η γυναίκα κατήγγειλε ότι επισκεπτόταν τον γιατρό από τη Λευκωσία, με ειδίκευση στην αγγειοχειρουργική, για προβλήματα που αντιμετώπιζε και αυτός, αφού την νάρκωνε, την θώπευε στα γεννητικά της όργανα, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο για τις συγκεκριμένες εξετάσεις.
Μετά την καταγγελία, στις 13 Αυγούστου 2020, ο γιατρός συνελήφθη σχετικά με τα υπό διερεύνηση αδικήματα της περιαγωγής διαφθοράς γυναίκας με απειλές, δόλο ή χορήγηση φαρμάκων, άσεμνης επίθεσης, περιαγωγή σε κατάσταση νάρκωσης με σκοπό τη διάπραξη κακουργήματος ή πλημμελήματος, απερίσκεπτες και αμελείς πράξεις και περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, τα οποία διεπράχθησαν μεταξύ των μηνών Δεκεμβρίου 2019 με Ιούλιο 2020, στην Λευκωσία. Ακολούθως, διενεργήθηκε ένταλμα έρευνας στην οικία του, από την οποία εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν διάφορα τεκμήρια.
Ο γιατρός προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας ακύρωση τόσο του εντάλματος σύλληψης, όσο και της έρευνας στην οικία του, με την υπεράσπιση του (σ.σ Β. Μπίσσας, με Ι. Μιτίδου) να αναφέρει πως αυτά εξεδόθησαν κατά παράβαση Νόμου, έλλειψης ή υπέρβασης εξουσίας και/ή συνέπεια νομικού σφάλματο, καθ΄ ότι το Δικαστήριο ενήργησε μηχανικά κατά την έκδοση τους, γεγονός το οποίο είναι εμφανές από το ότι εξέδωσε αυτά χωρίς να αντιληφθεί ότι ένα από τα υπό διερεύνηση αδικήματα στηρίζετο επί καταργημένου Νόμου (σ.σ Ο Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(Ι)/2001, Άρθρα 7(2), 26(Ι),(α)(ε), 2, ο οποίος καταργήθηκε το 2018).
Περαιτέρω, ήταν θέση της υπεράσπισης πως τα εντάλματα εξεδόθησαν ως ένα συμπαγές και ενιαίο ένταλμα συλλήψεως ή έρευνας αντίστοιχα, αναφέροντας πως ο Δικαστής που τα εκδίδει, στο χρόνο που τα εξέδωσε, θα έπρεπε να ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια για το κάθε αδίκημα και δεν υπάρχει τρόπος αυτό να διαχωριστεί ή σε ποιο βαθμό έδρασε στο μυαλό του Δικαστή η αναγκαιότητα για έκδοση των ενταλμάτων.
Το Ανώτατο στην απόφαση του αναφέρει πως το Άρθρο 16.2 του Συντάγματος θέτει ρητή υποχρέωση δέουσας αιτιολόγησης εντάλματος έρευνας. Συνακόλουθα, ο δικαστής θα πρέπει να ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, στη βάση των στοιχείων που αναδύονται μέσα από την ενώπιόν του μαρτυρία.
Στην παρούσα περίπτωση, όπως αναφέρει, ο λοχίας της Αστυνομίας που προέβη στην ένορκη δήλωση και έκδοση των δύο ενταλμάτων, αναφέρει και στις δύο ότι προκύπτει η αναγκαιότητα από τη μαρτυρία του της έκδοσης εντάλματος σύλληψης του γιατρού, καθώς επίσης η έκδοση εντάλματος έρευνας προς εντοπισμό τεκμηρίων που θα παράσχουν μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση των υπό διερεύνηση αδικημάτων.
Η Δικαστής που εξέδωσε τα εντάλματα, ανέφερε πως ικανοποιήθηκε από την μαρτυρία και πως υπάρχουν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούν την έκδοση ενταλμάτων, με το Ανώτατο να υποδεικνύει πως «παρατηρώ συναφώς ότι η υπό του Δικαστηρίου εξέταση αμφότερων των αιτήσεων της αστυνομίας έγινε σωρευτικά για ή όλα τα αδικήματα συμπεριλαμβανομένου και του ανύπαρκτου αδικήματος. Σε σχέση με το ένταλμα ερεύνης παρατηρώ περαιτέρω ότι τα αντικείμενα για τα οποία εξεδόθη το ένταλμα δεν συναρτώνται σε ένα συγκεκριμένο αδίκημα από τα υπό διερεύνηση αλλά προς όλα».
Καταλήγοντας, το Ανώτατο στην απόφαση του ανέφερε πως «όπως και αν ενήργησε η πρωτόδικη Δικαστής αμφότερα τα εντάλματα πάσχουν, καθότι τα γεγονότα επί των οποίων στηρίχθηκε για την έκδοση αμφοτέρων των ενταλμάτων, εξ αντικειμένου δεν στοιχειοθετούν το ένα εκ των πέντε αδικημάτων για τα οποία αυτή ικανοποιήθηκε ότι υπάρχει εύλογη υπόνοια διάπραξης τους και ότι υπήρχε αναγκαιότητα έκδοσης του, σε σχέση με το Ένταλμα Σύλληψης και αντίστοιχα για το ένταλμα ερεύνης, ότι υπήρχαν εύλογες υπόνοιες που δικαιολογούσαν την έκδοση του και ότι λογικά υπήρξε ανάγκη έκδοσης του με βάση το περιεχόμενο του όρκου. Περαιτέρω είναι αναμφισβήτητο ότι ο Αιτητής (σ.σ γιατρός) συνελήφθη και για ανύπαρκτο αδίκημα και η οικία του ερευνήθηκε ως αποτέλεσμα ανύπαρκτου αδικήματος. Τα δύο εντάλματα κατά το χρόνο εκτέλεσης τους δεν μπορούσαν και δεν διαχωρίστηκαν για ποια αδικήματα συνελήφθη ο Αιτητής ή έγινε η έρευνα στην οικία του αντίστοιχα αλλά εκτελέστηκαν αναφορικά προς όλα τα αδικήματα».
Ως εκ τούτου, το Ανώτατο έκρινε πως τα εντάλματα έπασχαν και τα γεγονότα της υπόθεσης εκθεμελιώνουν την έκδοση τους, συνεπώς εξέδωσε ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρώνεται το ένταλμα σύλληψης για γιατρού.