Ο 45χρονος από τη Λευκωσία που εγκατέλειψε τη ζωή στην πόλη και ζει στο δάσος
16:44 - 13 Φεβρουαρίου 2021
«Νομίζω ότι είναι καλός ο καιρός σήμερα, δεν βρέχει προς το παρόν, έλα» μου είπε και ξεκίνησα για να τον επισκεφτώ. Προσπάθησα να εντοπίσω το σπίτι του, μέσα από το GPS αλλά μου είπε να μην κάνω τον κόπο. «Μόλις φτάσεις στον Λυθροδόντα, πάρε με τηλέφωνο να σου εξηγήσω πως θα φτάσεις». Εκεί όπου οι χάρτες και η τεχνολογία δεν μπορούν να σε οδηγήσουν, εκεί βρήκε την δική του γωνιά ο 45χρονος Μάριος Ηλία.
Το τοπίο γύρω μου άλλαζε συνεχώς. Από την κεντρική εκκλησία του χωριού, σε μια κατηφόρα και από εκεί σε χωματόδρομο που από την βροχή της προηγούμενης ημέρας, ήταν γεμάτος λάσπες. Οι λάσπες συνέχισαν, μόνο που τώρα γύρω υπήρχαν και δέντρα. Βρισκόμουν στο δάσος...
Φτάνοντας σε αυτόν τον μικρό παράδεισο, είδα δύο μεγάλα σκυλιά στην εξώπορτα. Με πλησίασαν ήρεμα, οι φύλακες τόσο των αλόγων όσο και του Μάριου.
Άρχισε να βρέχει... Μπορούσες να ακούσεις μέσα από τον άνεμο την βροχή να φτάνει και να την μυρίσεις, πριν προλάβουν οι στάλες της να αγγίξουν το χώμα. Ο απρόβλεπτος καιρός μας οδήγησε γρήγορα μέσα στο μικρό ξύλινο σπιτάκι.
Προχώρησε να ανάψει την σόμπα υγραερίου που είχε στον χώρο. «Είχα ξυλόσομπες, τζάκια, καμία σόμπα δεν είναι σαν τούτη του γκαζιού. Μπορεί να φάω νερά, μπορεί να πάρω το άλογο έξω, να έρθω πίσω τζιαι να είμαι βρεμένος φούσκα λούμα, κάτσε να ανάψεις σόμπες με ξύλα και τζάκια. Μόνο με τούτη ξέρω ότι δεν θα κρυώσω».
Το σπίτι ήταν διακοσμημένο με μεγάλες αφίσες, φωτογραφίες από άλογα και κιθάρες κρεμασμένες στον τοίχο. «Εδώ ούτε τηλεόραση δεν έχω, ούτε ξέρω τι γίνεται, το μόνο που έχω είναι ένα internet. Μπορεί με το internet να τα έχεις όλα, όμως επιλέγω τι είναι αυτό που βλέπω».
Αποφάσισε να αφήσει πίσω την πόλη και τα βάρη του μπετόν και να χαράξει μια δική του, αλλιώτικη πορεία. Στα 45 του ζει με μόνη συντροφιά τα άλογα και τα σκυλιά του.
Το σπιτάκι στο οποίο μένει σήμερα ο Μάριος, ήταν το μόνο που υπήρχε, όταν αποφάσισε να αγοράσει τον χώρο για να δημιουργήσει ράντζο με άλογα, λίγο μετά το διαζύγιό του. Χρειάστηκε να το επισκευάσει και να δουλέψει πολύ, για να φτιάξει τους στάβλους.
Δεν μπορούσε να ζει σε ένα καλούπι, έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει από την αρχή, μετά από 16 χρόνια που διατηρούσε καταστήματα στην Λευκωσία.
«Ήμουν και πλανόδιος πωλητής, έκανα κοσμήματα στον δρόμο. Το όνειρο μου πάντα, ήταν να ζήσω έτσι. Εν μπορούσα την πόλη. Όταν είχα το μαγαζί, έβγαινα έξω, τζιαι κοίταζα ψηλά για να μπορώ να δω τον ουρανό.
Ήθελα το αληθινό, οι ρόλοι εκουράσαν με. Δεν μπορούσα να βλέπω ρόλους στον κόσμο τούτο, εβασάνιζε με χρόνια. Δεν μου άρεσκε ο τρόπος που προχωρούσε ο κόσμος. Εγώ ήθελα πάντα να ζω με τους δικούς μου κανόνες, στην φύση που σου δίνει άλλη ενέργεια».
Ο Μάριος, έφτιαξε αυτό τον χώρο, ο οποίος αρχικά ξεκίνησε ως shelter αλόγων. Είχε κοντά του άλογα, τα οποία είχαν προβλήματα, είτε σωματικά είτε ψυχικά και σιγά σιγά άρχισε ο κόσμος να τον επισκέπτεται. «Έβλεπαν τα άλογα, τους πηγαίναμε βόλτα και τώρα προσπαθώ να δημιουργήσω τον “Όμιλο φίλων ελεύθερης ιππασίας Λυθροδόντα” ».
Η μέρα σε αυτή την μικρή γωνιά του δάσους, περνάει πολύ γρήγορα. Η φροντίδα των αλόγων και του κτήματος, απορροφούν τις περισσότερες από τις ώρες του Μάριου. «Ταΐζω τα άλογα, τα καθαρίζω, κάποια μπορεί να θέλουν τα φάρμακα τους, άλλα να δουλευτούν και να κάνουν την εκπαίδευσή τους. Όταν τελειώσω με αυτά, σειρά έχει η φάρμα... Περνάει η ώρα χωρίς να το καταλάβεις».
«Μέσα στην καραντίνα πούλησα ένα άλογο για να ανταπεξέλθω»
Υπάρχουν πολλές δυσκολίες τις οποίες πρέπει να αντιμετωπίσει καθημερινά, όμως επιλέγει να ζει εκεί, διότι πιστεύει ότι μόνο όταν είσαι κάπου που σου αρέσει, μπορείς να δημιουργήσεις.
«Έχω και την κόρη μου, που μένει Λευκωσία. Πάω να την πάρω, να την φέρω εδώ που της αρέσει και να την πάρω ξανά πίσω. Αν έμενα στο Γέρι, θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Αν μου πεις όμως να επιστρέψω δεν θα το κάμω». Γύρισα στο ψυγείο και είδα φωτογραφίες από την μικρή του κόρη επάνω στα άλογα και σκέφτηκα πόση χαρά μπορεί να έχει αυτό το παιδί, όταν φτάνει σε αυτό τον μαγευτικό χώρο.
«Όταν η επιλογή σου είναι να ζήσεις σε ένα τέτοιο τόπο, τότε βρίσκεις τον τρόπο και τα αντιμετωπίζεις όλα. Πρόσφατα ήμουν δύο μέρες χωρίς ρεύμα, επειδή ένα σύστημα με φωτοβολταϊκά που έχω χάλασε. Ούτε νερό έχω, παίρνω από μια διάτρηση».
Το εισόδημα, είναι ένα από τα κύρια προβλήματα του Μάριου στη νέα του ζωή. Ιδιαίτερα φέτος, που η πανδημία έχει φέρει σε οικονομική δυσχέρεια πολλούς συμπολίτες μας. Όπως ανέφερε, επηρεάστηκε πολύ οικονομικά, αφού δεν δουλεύει πλέον όπως πριν.
«Στο πρώτο lockdown, για να καταφέρω να επιβιώσω, έπρεπε να πουλήσω ένα από τα πιο καλά άλογά μου. Δεν μπορούσα να κάμω αλλιώς. Αν συνεχίσει και αυτό το lockdown τόσο πολύ, θα έχω πρόβλημα».
Παρόλο που επηρεάστηκε οικονομικά από την πανδημία, ο τρόπος ζωής του δεν άλλαξε σε τίποτα. Καταλαβαίνει τι πραγματικά συμβαίνει, όταν επισκέπτεται την Λευκωσία για να πάρει την κορούλα του. «Μόνο όταν πάω να πάρω το μωρό μου βλέπω την κατάσταση που επικρατεί, όμως κατά τα άλλα εγώ δεν κατάλαβα τίποτα. Το μόνο που άλλαξε, ήταν οι ταβέρνες στο χωρίο που έκλεισαν. Όταν πάω για να πάρω κάτι, πρέπει να βάλω μάσκα, όμως όσο είμαι εδώ έξω στην φύση με τα άλογα μου, δεν υπάρχει λόγος να το κάνω».
Η συζήτηση έφτασε στα μηνύματα που στέλνει ο κόσμος για φυσική άσκηση και το πόσα μέρη επισκέφτηκαν φέτος για πρώτη φορά αφού οι καφετέριες είχαν κλείσει.
«Ο κόσμος άρχισε να πνίγεται και προσπαθεί να βρει τρόπους να ξεφύγει, να βγει έξω έστω και για μια βόλτα στην φύσηί. Δεν έχεις να αντιμετωπίσεις μόνο τον κορωνοϊό, αλλά και την καθημερινότητα, τα παιδιά και τα χρέη σου».
«Πρέπει να μάθεις να ζεις την κάθε στιγμή, όλοι το προσπαθούμε και εγώ μαζί. Δεν σημαίνει ότι επειδή ζω εδώ, το πέτυχα και είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Υπάρχουν μέρες που ξυπνώ και δεν είμαι καλά, έχω και εγώ τα μαύρα μου και τα άσπρα μου. Το δουλεύω όμως μέσα μου. Δεν είμαι σε καμία περίπτωση ακραίος και θα σου πω να τα παραιτήσεις όλα, να πας σε ένα χωρκό τζιαι να φυτεύκεις τομάτες. Δεν ισχύει τούτο το πράγμα, ας είμαστε ειλικρινείς. Θέλεις τζιαι τα πετρέλαια σου, τις βενζίνες σου, τις φθορές των μηχανημάτων σου, φαγητό για τα άλογα σου, χρειάζεται να έχεις ένα εισόδημα.
Κάποτε μου λένε "Mα τι να κάμουμε, έτσι είναι η ζωή"... Όχι δεν είναι έτσι, εσύ επιλέγεις τι κάνεις και πώς ζεις τον χρόνο σου πάνω στην γη. Πρέπει όμως να διαμορφώσεις την ζωή σου, έτσι ώστε να μην καταντήσεις σκλάβος της. Τούτη είναι η φιλοσοφία»
Η ζωή με τα άλογα
Όλες του οι αισθήσεις, έχουν τις δικές τους μνήμες από τις πρώτες του επαφές με τα άλογα. «Αν κάτσω να θυμηθώ από μικρός, ακόμα έρκεται μου η μυρωδιά των στάβλων του ιππόδρομου που με έπερνε ο παπάς μου. Εκείνο το ποδοβολητό των αλόγων που έτρεχαν τζιαι νιώθαμε τις δονήσεις».
Αν ισχύει ότι την αγάπη σου για κάτι, την παίρνεις από αλλού, τότε ο παππούς του Μάριου ευθύνεται κυρίως για το πάθος που έχει σήμερα, αφού δουλειά του ήταν να εξημερώνει άλογα.
«Επιάναμε άλογα που έβγαιναν από τον ιππόδρομο. Δεν ξέραμε να ιππεύουμε, προσπαθούσαμε απλά να μην πέσουμε, όχι πως δεν πέφταμε. Ήθελα να μάθω καλύτερα και ξεκίνησα να διαβάζω βιβλία. Με βοήθησε και ένα παιδί που ήξερε στο Γέρι και μετά μόνος μου, έκανα τα πρώτα μου μερώματα με τα άλογα. Τα πήγαινα πολύ καλά, εξάλλου και όσα άλογα έχω εδώ εγώ τα εκπαίδευσα».
Όταν σταμάτησε τελικά η βροχή, βγήκαμε έξω για να μου δείξει τον στάβλο με τα άλογα. Όλα τους περήφανα και εξημερωμένα. Έπιασε μια βούρτσα και άρχισε να τα καθαρίζει και να τα περιποιείται. Για τον Μάριο, το άλογο δεν είναι μόνο ιππασία.
«Είναι σαν τις ανθρώπινες σχέσεις, δεν μπορείς να μην ακούς τον σύντροφό σου, θα υπάρχουν τριβές. Όταν επικοινωνείς με το άλογό σου, τότε γίνεται ένας χορός. Αν ιππεύεις και δεν έχεις επικοινωνία με το άλογο, είσαι μισός».
Πέρασε ένα σχοινί στο άλογο και το οδήγησε έξω από τον στάβλο στην μικρή αρένα δίπλα. Ήταν η ώρα που έπρεπε να το δουλέψει. Εκείνος στάθηκε στο κέντρο και το άλογο άρχισε να κάνει κύκλους στην ακτίνα γύρω του. Με κάθε σήμα του Μάριου, το άλογο άρχιζε να τρέχει ενώ τα αυτιά του ήταν στραμμένα επάνω του περιμένοντας τις επόμενες οδηγίες.
Η μουσική που δυναμώνει την ψυχή
Με τον ίδιο τρόπο που προσπάθησε να κατακτήσει τα άλογα, κατάφερε να κατακτήσει και την μουσική. Το όργανο που ήθελε πάντα να παίζει, ήταν η κιθάρα. «Κάποτε έβρισκα φωτογραφίες στο σπίτι της μάνας μου με κιθάρες τζιαι έλεε μου ότι “όπου πηγαίναμε με τον πατέρα σου ήθελε να φκάλει φωτογραφίες τους κιθαρίστες”. Τόση ήταν η αγάπη του».
Ξεκίνησε τότε με φίλους του, χωρίς ποτέ να έχει κάνει μαθήματα, να παίζει στην πλατεία του χωριού του και σε καφενέδες. Για 20 ολόκληρα χρόνια, είχε το δικό του συγκρότημα «Οι Κρόκκες», που έπαιζαν σε διάφορα μέρη. Πλέον είναι όπως είπε χαρακτηρίστικα «“One man band”… Ένα ντέφι πάνω στο πόδι, μια φυσαρμόνικα στο στόμα και μια κιθάρα. Γύριζα τα χωριά και έπαιζα τα πάντα. Έτσι με έμαθαν, μέχρι που κατέληξα στο στέκι του Μαρίνου στον Λυθροδόντα, που πλέον δεν μπορώ να παίξω αφού είναι κλειστό».
Πάντοτε ότι και να έκανε, είτε ήταν τα άλογα είτε η μουσική, προσπαθούσε να χαρίζει χαμόγελα και ψυχαγωγία στον κόσμο. «Όταν έρχεται κόσμος εδώ, δεν με ενδιαφέρει να πάρω τα χρήματά του, με ευχαριστεί να τους ακούω να μου λένε ότι πέρασαν ωραία».
Οι κοινές δικαιολογίες που συχνά ακούμε, για τον Μάριο δεν υπάρχουν. Τα πολλά χρήματα και η χλιδή δεν τον συγκινούν. Προσπαθεί να ζει το σήμερα στο έπακρο και να δίνει τροφή στην ψυχή του.
«Νομίζουμε ότι είμαστε αιώνιοι… Κάτι τέτοιο δεν ισχύει, μόνο η ψυχή μας είναι αιώνια. Έχουμε την ευκαιρία όσο ζούμε να δημιουργούμε. Αν είσαι καλός σε κάτι είναι υποχρέωσή σου να το κάνεις. Η δικαιολογία ‘’δεν έχω ώρες’’, δεν υπάρχει. Κάπου αλλού τις σπαταλάς, μείωσε από εκεί για να δώσεις στην ψυχή σου. Το άλογο και η κιθάρα είναι για μένα πράγματα που δυναμώνουν την ψυχή μου. Μπορεί να υπήρχαν στην ζωή μου, όμως πάλεψα να τα κάνω δικά μου».