Η πρώτη Ιεροψάλτισσα της Κύπρου στον REPORTER-Η αγάπη για τη μουσική και η ΕΟΚΑ

Το σπίτι που μεγάλωσε πλημμυριζόταν από μουσική. Ο πατέρας της, δάσκαλος στο επάγγελμα, ήταν λάτρης και βαθιά γνώστης του κυπριακού δημοτικού τραγουδιού. Όταν την ρωτάς πού γεννήθηκε απαντά: «Είδα την Ανατολή του ήλιου στον Απόστολο Ανδρέα της Γιαλούσας και μετά κατευθύνθηκα στη Μεσαορία, στην ολοπράσινη Μηλιά της Αμμοχώστου. Πώς είναι δυνατόν να μην αγαπώ τη μουσική;».

Τα παιδικά της χρόνια ήταν δύσκολα, λόγω του πρόωρου χαμού της μητέρας της. Οι αναποδιές ωστόσο της έδειξαν το δρόμο… Έφεραν μόρφωση, γνώση, τα πρώτα χρόνια στο ραδιοφωνικό ίδρυμα της Κύπρου, τις σπουδές στο Ωδείο, τους αγώνες που έδωσε μυημένη στην ΕΟΚΑ και τη δημιουργία μιας μεγάλης οικογένειάς. Με την προσωπικότητα και τη σοφία της κατάφερε να εδραιωθεί σε έναν ανδροκρατούμενο, για την εποχή, χώρο και να γίνει η πρώτη Ιεροψάλτισσα της Κύπρου. Η κα. Λυγία Κωνσταντινίδου εξιστορεί στον REPORTER τα προσωπικά της βιώματα, την κράτησή της από τους Άγγλους, το πάθος της για τη βυζαντινή μουσική και τα βιβλία της.

Η μουσική στη ζωή της

Μπορεί η μεγαλύτερη επιρροή για να αγαπήσει τη μουσική να ήταν ο πατέρας της, ωστόσο καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε ο καθηγητής μουσικής στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, ο οποίος άκουσε το ταλέντο που ξεπρόβαλε η φωνή της από νεαρή ηλικία. Στη συνέχεια, βρέθηκε για χρόνια χωμένη ανάμεσα στους ελληνικούς μουσικούς δίσκους του ΡΙΚ και το πρόγραμμα που παρουσίαζε, ενώ ταυτόχρονα φοιτούσε στο Εθνικό Ωδείο.

«Ο πατέρας μου ήταν ένα πολυτάλαντο πνεύμα και γνώριζε βυζαντινή μουσική. Στο σπίτι έπαιζε κυπριακή δημοτική μουσική και τον αγαπημένο του συνθέτη. Τον Μέντερσον. Ήταν πολύ φυσικό να γαλουχηθώ με τους μουσικούς ήχους της Καρπασίας. Και να μην ήθελε κάποιος να ασχοληθεί, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Όταν φοιτούσα στο Παγκύπριο Γυμνάσιο την πρώτη μέρα, ο καθηγητής μου, ο Φρίξος Μικελλίδης, έπαιξε στον ακορντεόν το τραγούδι “Των προγόνων βλαστοί” και απευθυνόμενος στην αίθουσα ρώτησε εάν κάποιος μπορεί να το τραγουδήσει. Σηκώθηκα πάνω, όρθωσα ανάστημα και το τραγούδησα. “Μα εσύ έχεις ταλέντο στη μουσική παιδί μου”, μου είπε. Αυτό στάθηκε καθοριστικό για την πορεία μου, γιατί συνέχισα μαζί του να παίζω μουσικά όργανα και ήμουν μέλος της χορωδίας του σχολείου. Μάλιστα επειδή είχα καλό αυτί με έβαζε να στέκομαι μπροστά και οι μεγαλύτερες μαθήτριες θύμωναν».

Όταν αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο, έδωσε εξετάσεις για μια θέση στο Διδασκαλικό Κολλέγιο, στο οποίο έγινε δεκτή λόγω των γνώσεων της στη μουσική. Παρόλα αυτά, φάνηκε πως το ραδιόφωνο την έλκυε σαν μαγνήτης, αφού αντί για το Κολλέγιο προτίμησε να καθίσει εξετάσεις για το CPS, όπως λεγόταν επί αγγλοκρατίας, το κρατικό ραδιόφωνο. «Διορίστηκα εκεί το 1956, εργάστηκα και έδωσα όλες μου τις δυνάμεις στο αγαπημένο μου κοινό της Κύπρου. Χωρίς φανατισμό και χωρίς σοβινισμό, αλλά από αγάπη άδολη. Αγαπώ το ραδιόφωνο γιατί σε φέρνει κοντά στον ακροατή», περιγράφει.

Βέβαια, δεν μπορούσε να σταματήσει εκεί, αφού παράλληλα με τις εργατοώρες της στο ΡΙΚ, μπήκε στο Ωδείο Κύπρου, με σκοπό να παρακολουθήσει κλασικό τραγούδι. Κάπως έτσι οι δύο ιστορίες μοιραία συναντώνται. «Ο τμηματάρχης μου στο ΡΙΚ, ήταν παρών σε μια παρουσίασή μου στο Ωδείο. Με άκουσε που τραγούδησα και την επόμενη μέρα με κάλεσε στο γραφείο του για να ζητήσει να μπω στο μουσικό τμήμα. Δέχθηκα και έδωσα την ψυχή μου. Ξέρετε, το ΡΙΚ, μέχρι το 1990 και πριν δημιουργηθεί η ιδιωτική τηλεόραση, ήταν η τροφός των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δρώμενων της Κύπρου. Το ΡΙΚ μόρφωσε τους Κύπριους. Η Κύπρος μας, είναι της Δύσης, η Ανατολή και η Ανατολή, της Δύσης. Είμαστε ένα τεράστιο πολιτιστικό κέντρο για το οποίο πρέπει να είμαστε περήφανοι».

Η σύλληψη από τους Άγγλους και η μύηση στον αγώνα για απελευθέρωση

Η κα. Λυγία ήταν ολοφάνερα ένα ανήσυχο πνεύμα από πολύ νεαρή ηλικία. Ο πατέρας της δεν της έμαθε να αγαπά μόνο τη μουσική. Της έμαθε να αγαπά και την πατρίδα της. Να παλεύει για αυτή. Έτσι, όταν ο πνευματικός της, την σύστησε ως ικανή νέα, χωρίς δεύτερη σκέψη και ενώ εργαζόταν στο ΡΙΚ, μυήθηκε στην ΕΟΚΑ από τον αγωνιστή, Χριστόφορο Σεραφείμ. Μαζί με τη Λούλα Κόκκινου και την Αλίκη Στρογγυλού, αποτελέσαν την Άλκιμο Νεολαία Θηλέων. Ο αγώνας της ωστόσο χρειάστηκε θυσίες, αφού μετά από τις δύσκολες ώρες που πέρασε κατά τη σύλληψή της από του Άγγλους στρατιώτες, είδε τις φίλες τις να απομακρύνονται από κοντά της.

«Μας είπα πως τα καθήκοντά μας ήταν να χωρίσουμε τα παιδιά σε ομάδες και να τους μιλήσουμε για τον αγώνα. Όταν μου έγινε η πρόταση, μου είχαν δώσει μια μέρα να το σκεφτώ αλλά δεν χρειάστηκε…. Έμεινα σκεπτική για λίγα λεπτά. Ένιωσα την αγάπη μου προς την Κύπρο και το αίσθημα της ένωσης με την Ελλάδα. Τους είπα "όχι θα σας απαντήσω τώρα". “Αν είναι για την πατρίδα μου, αξίζει”», τους απάντησα. Η δουλειά μου ήταν, μαζί με τις άλλες κοπέλες, να κρατάμε την Κενή Διαθήκη μαζί με τον όρκο της ΕΟΚΑ και να μιλάμε παιδιά. Να τους δίνουμε 24 ώρες και να δημιουργήσουμε τις ομάδες. Αργότερα, ήμουν μέλος στήριξης της ΕΟΚΑ στην περιοχή μου», εξιστορεί. 

Αυτά που την συγκλόνισε περισσότερο ήταν οι μέρες που πέρασε στο κελί, οι ανακρίσεις, οι κραυγές των αγωνιστών και το λιγοστό φαγητό που τους έδιναν. «Την περίοδο που ήταν κυβερνήτης, ο Τζον Χάρντινγκ, ο οποίος θεωρείτο από τους χειρότερους κυβερνήτες της Κύπρου. Ήρθαν στο σπίτι μου, τους έδωσα την ταυτότητά μου και μου ζήτησαν να τους ακολουθήσω. Τους ακολούθησα. Στο αυτοκίνητο πρόσεξα πως με έπαιρναν βόλτες στη Λευκωσία, προφανώς για να μην προσδιοριστεί που ήμασταν, μέχρι που φτάσαμε σε έναν σταθμό. Εκεί έβγαλα ότι είχα πάνω μου, με έβγαλαν φωτογραφία και με οδήγησαν σε ένα κελί. Ένα κελί σκοτεινό, με ένα μικρό παραθυράκι πολύ ψηλά. Ομολογώ πως ήταν η χειρότερη εμπειρία της ζωής μου. Ήμουν περίπου 18 ετών. Είχα προσέξει στον τοίχο σκαλισμένη με το νύχι την φράση, “Εν τούτω Νίκα”. Οι ανακριτές, είχαν την τακτική να κάνουν πολύ γρήγορα τις ερωτήσεις, μέχρι που ζαλιζόμουν. Μάλιστα, τα απογεύματα μας έβαζαν να βλέπουμε τους αγωνιστές κρεμασμένους με το κεφάλι προς τα κάτω, αλλά τα πολύ βαριά βασανιστήρια δεν μας τα έδειχναν».

Θυμάται πως στο κελί τους είχαν δύο κουβάδες. Στον έναν είχε νερό για να πιούν και ο δεύτερος ήταν για να ουρούν, ενώ για φαγητό τους έφερναν σταφύλι, ελιές και ένα κομμάτι ψωμί.  

«Κάθισα εκεί για πολλές μέρες. Είχα κάνει τη σκέψη να τους ζητήσω να μου φέρουν γιατρό να με εξετάσει με αφορμή ένα πρόβλημα υγείας που αντιμετώπιζα. Πράγματι, ήρθε ένας γιατρός αλλά δεν με έφυγαν από τις φυλακές. Μετά από λίγες ημέρες, για να μην ακούω τα βογγητά  των αγωνιστών σκεφτόμουν το Τροπάριο της Κασιανής. Σκέφτηκα πως εάν ήταν εδώ ο προστάτης μου, ο Άγιος Γεώργιος, θα ερχόταν για να με απελευθερώσει. Ξαφνικά ένιωσα κάποιον να με σπρώχνει. “Άτε δεσποινίς, ελευθερώνεστε” μου είπε. Είχα νιώσει τεράστια ανακούφιση».

 

Όταν επέστρεψε πίσω στο ΡΙΚ πρόσεξε πως οι φίλες της δεν την μιλούσαν. Όταν πέρασε καιρός, τις ρώτησε γιατί την αποφεύγουν. «Μου απάντησαν πως φοβήθηκαν ότι θα έλεγα τα ονόματα των φίλων μου. Αυτό με σκότωσε και στεναχωρήθηκα. Μάλιστα, ένα άλλο παράλογο γεγονός που έγινε, ήταν πως μέχρι το 1964 στον φάκελό προσωπικού που είχα στο ΡΙΚ έγραφε πάνω “ύποπτο πρόσωπο, να μην προαχθεί”. Οι Άγγλοι έφυγαν και τμηματάρχες δεν το είχαν φύγει από τον φάκελό μου. Ήταν τραγικό».

Η πρώτη Ιεαροψάλτισσα της Κύπρου

Την εποχή εκείνη μεσουρανούσε το κλασικό τραγούδι και η Μαρία Κάλλας. Όταν η καθηγήτριά της, μια μέρα της είπε ως η φωνή της ήταν καλή για το ελαφρύ τραγούδι, ταράχτηκε. Η ίδια, ήθελε να τραγουδάει όπερα, ωστόσο ο σύζυγός της, της το απαγόρευσε. Έτσι αποφάσισε να ξεκινήσει μαθήματα στο Εθνικό Ωδείο, μέχρι που τα βήματά της την έφεραν πιο κοντά στη βυζαντινή μουσική και την ψαλτική. Ο δρόμος ήταν δύσκολος, λόγω του ανδροκρατούμενου χώρου, αφού δεν ήταν λίγες φορές που δέχθηκε πίεση και λεκτικό εκφοβισμό.

«Πρώτα, έκανα τέσσερα χρόνια το πτυχίο μου. Στη συνέχεια, αιτήθηκα δίπλωμα ψάλτισσας με τη βοήθεια του Διονύσιου Μαχαιριώτη, με τον οποίο συνεργάστηκα για τέσσερα χρόνια. Ο καθηγητής μου τότε, ο Δημητράκης Πετρίδης που έψαλλε στην Σχολή Τυφλών, μου πρότεινε να πάω να τον βοηθήσω λίγο. Από εκεί βρέθηκα να ψάλλω και τιμήθηκα από τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο τον Β. Όπως ήταν φυσικό δεν έγινα αμέσως αποδεκτή. Θυμάμαι μια φορά, ακόμη και στην Σχολή Τυφλών που ήμουν, οι ψάλτες με είχαν στριμώξει πίσω, σχεδόν με έσπρωξαν, για να μην τραγουδήσω. Δέχθηκα αρκετό εκφοβισμό. Ακόμη και λίγο πιο πρόσφατα, όταν έψαλλα σε εκκλησία στη Λευκωσία, όταν απεβίωσε ο πάτερ που με πήρε, ο νέος πάτερ ζήτησε να φύγω με την πρόφαση ότι δεν έπρεπε να τραγουδώ. Εξ αφορμής, να σας πω πως σε μια συνέντευξη μου όταν ρωτήθηκα σχετικά με το γεγονός ότι ήμουν η πρώτη γυναίκα ψάλτισσα ,απάντησα πως ο Χριστός ανέβασε τη γυναίκα. Δεν υπάρχει πουθενά γραμμένο ότι δεν πρέπει να ψάλλουν οι γυναίκες. Ο Απόστολος Παύλος, σε ένα εδάφιο του επειδή οι γυναίκες έκαναν φασαρία μέσα στην εκκλησία είπε οι γυναίκες πρέπει να σιωπούν στην εκκλησία. Πήραν αυτή την αναφορά και το έκανα δόγμα», περιγράφει η κα. Λυγία.

Με αφορμή την κα. Λυγία η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε να επιτρέπεται στις γυναίκες να ψάλλουν, δεδομένου ότι επιτρέπει ο οικείος Επίσκοπος.

Ο γάμος και τα παιδιά 

Παρόλο που είχε ένα αποτυχημένο γάμο και με τον πρώην άνδρα της είχε αποκτήσει το πρώτο της παιδί. Στη συνέχεια, τυχαία στη ζωή της ήρθε ο δημοσιογράφος, Φάνος Κωνσταντινίδης, ο οποίος της είχε ζητήσει να συνεργαστεί μαζί του στη εφημερίδα του. Όταν εκείνη έφυγε για την Αθήνα, συναντήθηκαν ξανά. Παντρεύτηκαν και απέκτησαν δύο κόρες.

Και τα τρία της παιδιά, έχουν επηρεαστεί από τη δική της αγάπη για τη μουσική αλλά και την πηγή γνώσεων που μετέφερε ο πατέρας τους. Ο γιός της έγινε, μαέστρος της Φιλαρμονικής Κύπρου και θα αφυπηρετήσει. Η μεγάλη της κόρη δημιούργησε το Κέντρο Εφαρμοσμένων Επιστημών, ενώ η μικρή της κόρη πήρε πτυχίο στη Αμερική σε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Η οικογένεια μεγάλωσε με τον ερχομό των επτά εγγονιών και το ένα δισέγγονο που απέκτησαν.

Τα βιβλία της είναι η κατάθεση ψυχή της

Μέχρι και σήμερα, φαίνεται διψασμένη για προσφορά. Για να μεταφέρει τις γνώσεις της στη μουσική αποφάσισε να εκδώσει βιβλία. Το πρώτο της βιβλίο "Ελλήνων Μούσα", ήταν μικρό και έτσι αποφάσισε να γράψει ένα μεγαλύτερο, 650 σελίδων, πάλι με τον τίτλο "Ελλήνων Μούσα". Η ολοκλήρωση του όλου συγγραφικού της έργου έρχεται με  το βιβλίο «Κύπρος, ιστορικές αναδιφήσεις». Μολονότι έχει σχέση με το «Ελλήνων Μούσα», ωστόσο κινείται σε διαφορετικούς δρόμους αφού, ασχολείται με τα ιστορικά γεγονότα της Κύπρου δίδοντας ιδιαίτερη σημασία  στη περίοδο 1960 μέχρι σήμερα.

Όπως είπε η κα. Λυγία, «το δεύτερο μεγαλύτερο βιβλίο ξεκινά από την αρχαιότητα και αναλύω την αρχαία μουσική. Η μουσική τζαζ βασίζεται στους αρχαίους τρόπους και κατάφερε να επηρέασε την παγκόσμια μουσική σκέψη. Εάν ερευνήσουμε καλά της βυζαντινή μουσική έχει το μυστικισμό και την πνευματική ενόραση της Ανατολής, όμως τον λόγο, το μέτρο, την ανθρώπινη ευαισθησία την έχει από την Ελλάδα. Η αρχαία μουσική μάλιστα, έχει επηρεάσει τη παγκόσμια δημιουργία».

Στο τέλος αναφέρθηκε στα λόγια που κράτησαν ζωντανή τη δίψα της για γνώση και την αγάπη της για μουσική. «Όταν κάποιος γνωρίζει μόνο την ευρωπαϊκή μουσική πατά μόνο στο ένα του πόδι. Όποιος γνωρίζει μόνο τη βυζαντινή μουσική πατά στο άλλο του πόδι. Όταν κάποιος γνωρίζει και τα δύο πατά και στα δύο του πόδια».

 

Δειτε Επισης

Ένας ακόμη συνεχιστής της παράδοσης… Ο κ. Γιάννης παράγει πιδκιαύλια και θυμίζει μία Κύπρο άλλης εποχής
Υπέροχοι Άνθρωποι: Μαρία Χατζηθεοχάρους, το American Dream και το Fahrenheit Bakery (video)
Υπέροχοι Άνθρωποι: Μαρία Αριστείδου, οι μπλε πεταλούδες και το Maria A. Aristidou Studio (video)
Τεράστια επιτυχία για την κυπριακή ναυτιλία...O Θωμάς Καζάκος στο πηδάλιο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Επιμελητηρίου
Υπέροχοι Άνθρωποι: Νικόλας Γεωργίου, επιμονή, πειραματισμός και το Nick’s Coffee Bike (video)
Υπέροχοι Άνθρωποι: Μάριος Καραϊσκάκης, ο χώρος της εστίασης και το project Lazaris (video)
«Ήμουν 13 χρονών.... Είπαν μας να πηαίνεται θκυό θκυό μπροστά να σας παίζουμε, έτρεξα τζαι γλύτωσα»
«Λιώνει με η εικόνα να θυμούμαι τα τρία μου μωρά να κλαίσειν τζαι να θέλουν τη μάμα τους... Θωρώ τα στον ύπνο μου»
Υπέροχοι Άνθρωποι: Η Κατερίνα Προδρόμου, από τους λίγους Ιστορικούς που ακολουθούν αυτό που επέλεξαν να σπουδάσουν (video)
«Ελάλουν του Θεόδωρου ‘γιε μου μείνε δαμέ’, εν εδέχτηκε… Είδα στην εφημερίδα ότι αγνοείται»