«Οι Τούρκοι μας έβαλαν να ανοίξουμε τους τάφους μας, έπαιζαν ρωσική ρουλέτα με το πιστόλι στον κρόταφο»

«Οι στιγμές που περάσαμε στην αιχμαλωσία ήταν οι χειρότερες στη ζωή μου. Το καλύτερο αγαθό είναι η ελευθερία και εμείς τη στερηθήκαμε με το χειρότερο τρόπο». «Μας πετροβολούσαν καθημερινά το σχολείο. Έσπαζαν πόρτες και παράθυρα, γέμιζαν βρωμιές, μας απαγόρευαν τα βιβλία, μας έβριζαν. Είναι η πραγματικότητα. Ζήσαμε τέτοιο εξευτελισμό, που δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε». «Ξεκίνησαν άγρια βασανιστήρια με ξυλοδαρμούς, μας έβαλαν να ανοίξουμε τους τάφους μας και να γονατίσουμε μέσα, έπαιζαν ρωσική ρουλέτα με το πιστόλι στον κρόταφο. Μας ασκούσαν ψυχολογική πίεση για να μιλήσουμε».

Είναι ο Στυλιανό Κούρρης, είναι η Ελένη Φωκά, είναι ο Πανίκος Παραλιμνίτης. Τρεις διαφορετικές ιστορίες με κοινό παρονομαστή. Την βάρβαρη εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο το 1974. Εκείνο το καλοκαίρι που σκόρπισε τον όλεθρο και άλλαξε για πάντα τις ζωές των κατοίκων του νησιού. Εκείνο το μαύρο καλοκαίρι, που όλοι οι Κύπριοι έζησαν φρίκες και βιαιότητες, που μέχρι και σήμερα δεν μπορούν να φύγουν από το μυαλό.

Οι τρεις τους μίλησαν σε ημερίδα, που διοργανώθηκε στο Γυμνάσιο Έγκωμης στη Λευκωσία, την περασμένη Παρασκευή, με τίτλο «η μνήμη συντηρεί την ελπίδα για επιστροφή». Μοιράστηκαν με τους μαθητές τις δικές τους εμπειρίες, σε μία προσπάθεια να μεταφέρουν τη φρίκη του πολέμου και να κρατήσουν άσβεστο το «Δεν Ξεχνώ».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Η ιστορία θα ακουμπήσει την καρδιά σας»-Μαθητές διοργάνωσαν ημερίδα για την εισβολή

«Τούρκος πάνοπλος, όταν είδε ότι είχα τον σταυρό μου, με διέταζε να τον βγάλω και να τον πατήσω»

Ήταν ένας από τους πρώτους κρατούμενους σε στρατόπεδο στην Κερύνεια, στις 20 Ιουλίου 1974. Κατάφερε να ξεφύγει στις 22 Ιουλίου, μαζί με άλλους στρατιώτες. Πέρασε από το σπίτι του για να δει τη σύζυγό του, η οποία ήταν έγκυος επτά μηνών και είχε εγκλωβιστεί στο σπίτι τους στο Μπελαπάις. Εκεί τον συνέλαβαν ξανά και τον μετέφεραν αρχικά στα κρατητήρια της Λευκωσίας και μετά στην Τουρκία, όπου πέρασε τα πάνδημα. Απελευθερώθηκε στις 27 Οκτωβρίου 1974, μαζί με τους τελευταίους αιχμαλώτους. Αυτός είναι ο Στυλιανός Κούρρης, ένας από τους πρώτους αιχμαλώτους της τουρκικής εισβολής και από τους τελευταίους που επέστρεψαν στο σπίτι τους, τον Οκτώβριο του 1974.

«Οι στιγμές που περάσαμε στην αιχμαλωσία ήταν οι χειρότερες στη ζωή μου. Το καλύτερο αγαθό είναι η ελευθερία και εμείς τη στερηθήκαμε με το χειρότερο τρόπο. Από τις πρώτες στιγμές, έτρεξα μόλις μας κάλεσε η πατρίδα, σε στρατόπεδο στην Κερύνεια. Ήμουν δόκιμος αξιωματικός, όμως ήμουν 27 ετών και έφεδρος. Ήμουν δάσκαλος, με τη γυναίκα μου δασκάλα. Ήμασταν διορισμένοι σε ένα χωριό στη Λεμεσό, όμως επιστρέψαμε στο χωριό μας, την 1η Ιουλίου.

Την πρώτη φορά συνελήφθηκα από τους Τούρκους στις 20 Ιουλίου. Ήμουν στο στρατόπεδο και έφυγα και πήγα στο σπίτι μου. Μετά πήγαμε στο δίπλα σπίτι από το δικό μας που ήταν δίπατο και είχαμε μία προστασία, τρόπον τινά. Είχα αλλάξει ρούχα να μην είμαι με τα στρατιωτικά. Εκείνη τη στιγμή μας κτύπησε το παράθυρο ένας ξένος, μας είπε ευγενικά “ανοίξετέ μου, είμαι ο Ανδρέας Λαφαζάνης, είμαι στρατιώτης, με γυρεύουν οι Τούρκοι να με σκοτώσουν”. Τον βάλαμε μέσα και του είπα να αλλάξει ρούχα, όπως έκανα κι εγώ. Ίσα που πρόλαβε.

Στο πισινό σπίτι από εμάς, είχε ένα παιδί και είδε από το παράθυρο τους Τούρκους στρατιώτες. Μας είπε να κρύψουμε το όπλο του στρατιώτη που μπήκε μέσα, επειδή οι Τούρκοι βγήκαν από τη θάλασσα και ερευνούσαν. Η πεθερά μου το τύλιξε σε μία κουβέρτα και το έκρυψε. Σε λίγο ήρθαν οι Τούρκοι και είχαν μαζί τους καμία τριανταριά αιχμαλώτους, με τα χέρια στο σβέρκο. Εγώ τους μιλούσα αγγλικά να μην πυροβολήσουν και ότι δεν έχουμε όπλα.

Μας έβαλαν όλους στο δρόμο και μας οδηγούσαν. Εμείς δεν ξέραμε πού μας έπαιρναν. Ίσως ήταν για εκτέλεση, ίσως ήταν για βασανιστήρια. Δεν ξέραμε. Ο πατέρας του παιδιού που μας ειδοποίησε, ήξερε και μιλούσε τουρκικά επειδή ήταν εργολάβος και εργοδοτούσε Τουρκοκύπριους. Όταν οι Τούρκοι πήγαν να κόψουν σταφύλι από μία κληματαριά, τους είπε να μην το κάνουν επειδή ήταν ψεκασμένα και θα πάθουν κακό. Άρχισαν την κουβέντα και όταν μας είπε λεπτομέρειες, οι Τούρκοι του είπαν να πάει σπίτι αφού τους γλίτωσε από τη δηλητηρίαση. Αυτός τους είπε ότι αν έφευγε μόνος του, θα τον έλεγαν προδότη και έπρεπε να πάμε όλοι πίσω. Τελικά, αυτό έγινε και μας άφησαν ελεύθερους όσους ήμασταν ντυμένοι με πολιτικά ρούχα. Τους υπόλοιπους τους κράτησαν και τους μετέφεραν στον Άγιο Επίκτητο. Μετά μάθαμε ότι τους πήραν κάπου και τους σκότωσαν, επειδή βρέθηκαν σε ομαδικό τάφο τα οστά ενός που ήταν μαζί μας.

Την Πέμπτη της ίδιας εβδομάδας, ήρθαν βράδυ οι Τούρκοι και εγώ ήμουν με παντελόνι χωρίς τη ζώνη, με μία φανέλα και παντόφλες και με τη βία με άρπαξαν. Ο πεθερός μου έλειπε ήταν στην πολιτική άμυνα, που βοηθούσε τους στρατιώτες που πολεμούσαν. Με άφησαν και φόρεσα ένα πουκάμισο μόνο και με πήραν στην Κερύνεια. Την ίδια ημέρα ήρθε ένας Τούρκος πάνοπλος, έβαλε το όπλο του μέσα από τα κάγκελα του κελιού και όταν είδε ότι είχα τον σταυρό μου, με διέταζε να τον βγάλω και να τον πατήσω κάτω και άφριζε. Εγώ δεν τον έβγαζα και αυτός επέμενε. Ο άντρας της αδελφής της πεθεράς μου, έβγαλε το σταυρό και μου τον έδωσε και εγώ τον έβαλα στην τσέπη. Ο Τούρκος περισσότερο άφριζε και επέμενε και εγώ είπα Κύριε Ελέησον. Τότε, καταλάβαμε το θαύμα του σταυρού, επειδή ήρθε ένας αξιωματικός, τον έπιασε από το γιακά και τον απομάκρυνε. Εκείνη την στιγμή μπορέσαμε να αναπνεύσουμε.

Από την Κερύνεια μας μετέφεραν στο Σαράγιο στη Λευκωσία. Εκεί ήταν ένα μεγάλο δωμάτιο και μας είχαν δώσει μία κουβέρτα να καθόμαστε πάνω, ελάχιστο το νερό και φαγητό και ανησυχία πολλή. Εκεί που ήμουν σκεφτικός και γονατιστός και περιμέναμε, μία μέρα, άκουσα μία φωνή μέσα μου, που μου είπε ότι θα ελευθερωθούμε του Αγίου Δημητρίου. Ανακάθισα και έβαλα το σταυρό μου. Με ρώτησαν οι άλλοι γιατί σταυροκοπιόμουν και τους είπα.

Στις 11 του Αυγούστου μας έβγαλαν έξω στην αυλή και μας είπαν ότι θα μας αφήσουν ελεύθερους, αλλά μας έκαναν ψυχολογικό πόλεμο. Ήρθαν Τούρκοι, μας έδεσαν τα χέρια και τα μάτια σφικτά και μας έβαλαν σε λεωφορεία. Στα λεωφορεία μας έπαιρναν ό,τι είχαμε πάνω μας. Εγώ είχα κουμπώσει το πουκάμισό μου καλά και έκρυψα τον σταυρό μου. Μας πήραν στην Κερύνεια και μας πέταξαν κάτω όπως πετούν τα σακιά. Γύρω μας έβαλαν συρματοπλέγματα και υπήρχε στρατός που μας σημάδευε. Όλοι φώναζαν “σου, σου” και ρώτησα τι είναι. “Νερό, δάσκαλε, νερό. Φώναξε και εσύ να μας φέρουν νερό”. Μας έφεραν λίγο νερό με κουρελούδες.

Από εκεί, μας έβαλαν σε ένα καράβι και μας πήραν στο απέναντι λιμάνι που ήταν στην Τουρκία. Μας έβαλαν σε ένα μεγάλο δωμάτιο και μας είχαν ξεδέσει τα μάτια και βλέπαμε. Τα χέρια μας ήταν καλά δεμένα. Ήρθε ένας Τούρκος και με κλώτσησε βίαια στα πόδια. Κούτσαινα για ένα διάστημα. Μετά μας έβαλαν σε μεγάλα αυτοκίνητα του στρατού και μας πήραν στις φυλακές των Αδάνων».

«Εκεί, μας φώναζαν, μας έβριζαν, μας χτυπούσαν. Υπήρχε ένας μακρύς διάδρομος με αρκετές πόρτες, όπου ήταν οι Τούρκοι στρατιώτες που μας χτυπούσαν. Καταλήξαμε στο δωμάτιο στη φυλακή. Ο ένας είχε πρόβλημα στα χέρια, ο άλλος στα πόδια, εγώ είχα στο πρόσωπο και στα δόντια. Μετά, μας έφεραν έντυπα να συμπληρώσουμε τα στοιχεία μας, ήταν στα αγγλικά και βοήθησα κι άλλους και με έβαλαν αρμόδιο να μιλώ με τους Τούρκους.

Το φαγητό ήταν ελάχιστο, το ψωμί ήταν αλμυρό, το νερό τους ήταν καλό. Ήταν άσχημες οι συνθήκες. Τα κρεβάτια ήταν το ένα πάνω στο άλλο, μέχρι και τρία στρώματα. Υπήρχαν θυρίδες και έρχονταν οι Τούρκοι και μας έκαναν ψυχολογικό πόλεμο και μας φώναζαν ότι θα φύγουμε και δεν φεύγαμε. Περάσαμε αρκετά άσχημα στα Άδανα.

Μία μέρα ήρθε η Ερυθρά Ημισέλινος και φώναζαν τους υπεύθυνους των θαλάμων να πάμε κάτω. Με ρώτησαν οι αντιπρόσωποι “νομίζεις ότι οι Τούρκοι που είναι στην Κύπρο αιχμάλωτοι περνούν καλύτερα ή χειρότερα από εσάς εδώ;”. Εγώ τους είπα την αλήθεια ότι υποφέραμε πολύ, μας χτυπούσαν και μας βασάνιζαν. Είδα τους στρατιωτικούς ότι συνοφρυώθηκαν. Όταν τελείωσε η ανάκριση, έστειλαν πίσω όλους εκτός από μένα και άλλους δύο που συμφώνησαν μαζί μου και μας πήγαν σε άλλο αστυνομικό σταθμό. Ο ανακριτής μου είπε ότι δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι, αλλά εγώ του είπα ότι ήταν η αλήθεια. Ζήτησα να πάω τουαλέτα και απέναντι είχε άλλη πόρτα. Είχα φτάσει σε απελπισία. Είπα θα δοκιμάσω να φύγω. Άνοιξα την πόρτα, δεν με είδαν και είδα ότι κάτω είχε γήπεδα. Επέστρεψα πίσω. Παντού έγραφε ότι κάθε απόπειρα διαφυγής ήταν άμεσος ντουφεκισμός. Μας πήραν πίσω και ήμουν το μαύρο πρόβατο στους κρατούμενους.

Πέρασε αρκετός καιρός και αποφάσισαν να μας πάρουν στο σταθμό του τρένου, επειδή θα έφερναν κι άλλους αιχμαλώτους. Μας φόρτωσαν στα τρένα για άγνωστο προορισμό για μας και μας έστειλαν σε άλλες φυλακές. Εκεί ήταν χειρότερα. Δεν θα ξεχάσω πως στις 16-17 Σεπτεμβρίου, που έγραψα μία επιστολή, την έδωσα σε άλλο δάσκαλο που θα απελευθερωνόταν να τη φέρει στη σύζυγό μου.

Περίμενα με λαχτάρα τη μέρα που θα ελευθερωθούμε. Τις τελευταίες ημέρες είχαν χαλαρώσει τα μέτρα. Στις 26 Οκτωβρίου μας έφεραν στην Κύπρο και ελευθερωθήκαμε».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Λιώνει με η εικόνα να θυμούμαι τα τρία μου μωρά να κλαίσειν τζαι να θέλουν τη μάμα τους... Θωρώ τα στον ύπνο μου»

Η δασκάλα που έγινε σύμβολο

Ελένη Φωκά. Το όνομά της και μόνο προκαλεί συγκίνηση. Τα όσα βίωσε προκαλούν συγκλονισμό. Κι όμως, για 23 χρόνια ήταν εκεί και κράτησε την Αγία Τριάδα ζωντανή. Υπέμενε καθημερινά βασανιστήρια από τους εισβολείς αλλά δεν λύγησε. Και μπορεί τα βασανιστήρια να μην ήταν με την μορφή του ξυλοδαρμού, όμως οι συνεχείς παρενοχλήσεις από τους Τούρκους έξω από το σπίτι της, οι ανθρώπινες ακαθαρσίες στους τοίχους του σχολείου που έπρεπε να καθαρίσει, ο ξυλοδαρμός του πατέρα της, ήταν ανυπόφορα και καθημερινά παρακαλούσε την καρδιά της να μην την προδώσει και να αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι και το χωριό της. Πράγμα που τελικά έγινε το 1997, όταν αναγκάστηκε να έρθει στις ελεύθερες περιοχές για ιατρικούς λόγους και δεν της επέτρεψαν να επιστρέψει στο χωριό της.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Έλεγα στην καρδιά μου ‘μην με προδώσεις’… Ζούσαμε πράγματα απίστευτα, δεν τα χωρούσε ο νους»

«Δεν μπορώ να αναφέρω 23 χρόνων εμπειρίες, βαριές εμπειρίες που εξευτέλιζαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, που εγώ μισούσα τον εαυτό μου, επειδή δεχόμουν αυτόν τον εξευτελισμό, που έπεφτα και κάθε μέρα σηκωνόμουν. Έδιωξαν 200,000 από τα κατεχόμενα, έχουμε χιλιάδες πεσόντες, έχουμε αγνοουμένους, έχουμε την πατρίδα μας σκλαβωμένη, έχουμε τους εγκλωβισμένους, έχουμε τον εξευτελισμό των εκκλησιών μας, των ιερών και των οσίων μας και του πολιτισμού μας.

Ένα ασήκωτο, βαρύ φορτίο κουβαλούμε στους ώμους μας. Η ζωή μας τραυματίστηκε, ακρωτηριάστηκε και μένει μισό αιώνα παράλυτη, χωρίς θεραπεία, στη φρίκη της τουρκικής σκλαβιάς. Αθεράπευτη από όλους εκείνους τους εξευτελισμούς της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που οι Τούρκοι κατακτητές υπέβαλαν στους Έλληνες της Καρπασίας. Πώς να κρυφτεί αυτή η πίκρα, με ποια λόγια να αποκρύψουμε τις φρικτές αλήθειες και τον πόνο για όσα ζήσαμε και ζούμε ακόμα; Είναι απάνθρωπη η εξαθλίωση που υποφέρουν όσοι επιβιώνουν ακόμη στην σκλαβωμένη Καρπασία, υπόδουλοι στους Τούρκους.

Όταν τον Αύγουστο του 1974, τα τουρκικά στρατεύματα προέλασαν προς την Αμμόχωστο, δεν προλάβαμε να διαφύγουμε στο νότο και φυσικά κανένας δεν ήθελε να φύγει. Μέσα στο φόβο και τον πανικό κάποιοι το έπραξαν. Μας υποδούλωσαν στα χωριά μας στην Καρπασία, οι Τούρκοι υπέγραψαν τη συμφωνία της Τρίτης Βιέννης ότι θα σεβαστούν, δήθεν, τον ελληνικό πληθυσμό της Καρπασίας και ότι θα μπορούσαμε να ασκούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, ότι θα έχουμε δικαίωμα στην παιδεία και την υγεία.

Αλλά από την πρώτη στιγμή έπραξαν το αντίθετο. Κτηνώδη καταπίεση, απάνθρωπη μεταχείριση, εξευτελισμούς υποδούλωσης, στέρησης κάθε είδους ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθημερινές απειλές κατά της ζωής μας και δολοφονίες ανυπεράσπιστων γερόντων. Έπαιρναν τα τρόφιμα που μας έστελναν και ύστερα μας έδιναν αυτά που περίσσευαν.

Κρατηθήκαμε εκεί μερικές εκατοντάδες πλάσματα, όσοι άντεχαν τη φρίκη, γονατιστά προσευχόμενοι οι μεγάλοι του κόσμου και τα Ηνωμένα Έθνη, να επέμβουν και να μας σώσουν. Πεισμώσαμε μέσα στην σκλαβιά μας, να παραμείνουμε στα χωριά μας, να υπομένουμε τα ανυπόφορα, να βιώνουμε τα μαρτύρια, για να έχουν πάτημα οι Κυβερνήσεις την απελευθέρωση της Καρπασίας. Και αυτό ζητούμε και σήμερα.

Πεισμώναμε καθημερινά, κυνηγημένοι να λειτουργούμε τα Δημοτικά μας σχολεία στην Αγία Τριάδα και το Ριζοκάρπασο, για τα εγκλωβισμένα ελληνόπουλα του χωριού μας. Μας πετροβολούσαν καθημερινά το σχολείο. Έσπαζαν πόρτες και παράθυρα, γέμιζαν βρωμιές, μας απαγόρευαν τα βιβλία, μας έβριζαν. Είναι η πραγματικότητα. Ζήσαμε τέτοιο εξευτελισμό, που δεν μπορούμε να τον ξεχάσουμε. Καθημερινά πήγαινα να καθαρίσω το πρωί, ενώ μας έκοβαν το νερό. Ήμουν αναγκασμένη να πάω στο δίπλα πηγάδι, για να απομακρύνω τις ανθρώπινες βρωμιές που πετούσαν στην αυλή ή που κρεμούσαν στο πόμολο της πόρτας ή περιέλουζαν τους τοίχους. Είχαμε πόρτες και παράθυρα σπασμένα. Μισούσα τον εαυτό μου.

Εμείς καθημερινά αντιστεκόμασταν όσο μπορούσαμε, σε όσα μεθόδευε εναντίον μας το ψευδοκράτος και οι κατακτητές. Πόνος ανείπωτος και εξευτελισμός απερίγραπτος τα προσωπικά μας βιώματα στην τουρκική σκλαβιά. Αναίτια και απρόσκοπτα ξυλοφόρτωσαν το γέρο πατέρα μου. Ο ένας λόγος ήταν επειδή ήμουν εκπαιδευτικός. Τον μετέφερα στο τουρκικό νοσοκομείο να σώσω τη ζωή του. Μαζεύτηκαν οι Τούρκοι εναντίον μου και με έβριζαν. Ακόμη και ο Τουρκοκύπριος γιατρός φοβήθηκε. Με συμβούλευσε να μην τους κοιτάξω και με την πρώτη ευκαιρία να πάρω τον πατέρα μου και να φύγω.

Με την πρώτη ευκαιρία τον πήρα και φύγαμε και ζήτησα από τον Τουρκοκύπριο γιατρό στη Γιαλούσα να έρθει να τον βλέπει, μέχρι να γίνει καλά και να μπορέσω να τον διώξω για τις ελεύθερες περιοχές. Αυτό έκανα και δεν μου επέτρεψαν να έρθω να τον επισκεφτώ. Βιώματα φρίκης ανείπωτα. Ίσως το ότι δεν με σκότωσαν εμένα οι Τούρκοι, οφείλεται στο γεγονός ότι τον αγώνα μου τον έκαναν γνωστό οι δημοσιογράφοι. Για μένα αυτά ήταν δύναμη, για να μπορέσεις να εκφράσεις τον πόνο. Συνεργούσα με τις επιστολές.

Όταν χρειάστηκε να έρθω μία φορά στις ελεύθερες περιοχές για θεραπεία μου, ο Ντεκτάς βρήκε την ευκαιρία και απαγόρευσε την επάνοδό μου στο σκλαβωμένο χωριό μου. Αυτά είναι ελάχιστα της φρίκης που λέγεται τουρκική σκλαβιά και πρέπει να αγωνιστούμε να πετύχουμε την απελευθέρωση της γης μας από την σκλαβιά».

Η εμπειρία της σπηλιάς για ένα μήνα και ο άγγελος με όνομα… Ευφροσύνη

Η ιστορία της Ευφροσύνης Προεστού είναι γνωστή. Η κυρά της Λαπήθου, με αυταπάρνηση και ηρωισμό, έκρυβε για ένα μήνα δώδεκα στρατιώτες, που προσπαθούσαν να γλιτώσουν από σίγουρο θάνατο στα χέρια των κατακτητών. Τα όσα βίωσε η ίδια, τα βασανιστήρια με τους τεχνητούς πνιγμούς, τον ξυλοδαρμό και τον εξευτελισμό δεν τα χωρά ο νους. Οι στρατιώτες που έκρυβε βίωσαν επίσης βασανιστήρια. Ένας εξ αυτών και ο Πανίκος Παραλιμνίτης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Μεταξύ του θανάτου και της ζωής ήταν η κυρά Φροσύνη… Ήταν δεύτερη μάνα που μας φρόντιζε»

«Τον Ιούλιο, μετά το πραξικόπημα, η μονάδα μου βρισκόταν στο παλιό ΓΣΠ και επισκευάζαμε τα άρματα μετά τις επιχειρήσεις στο πραξικόπημα. Στις 19 Ιουλίου, στις 10:00 το βράδυ, μας ενημέρωσαν οι αξιωματικοί μας ότι υπήρχε πληροφορία πως τουρκικά αρματαγωγά κατευθύνονταν προς τις ακτές της Κερύνειας και εποικείτο τουρκική εισβολή. Είχαμε εντολή να κινηθεί η μονάδα μας να κινηθεί στα παράλια της Κερύνειας για να σταματήσουμε εισβολή των Τούρκων. Αυτό και έγινε. Ξεκινήσαμε να πάμε, όμως τα άρματα που είχαμε δεν ήταν σε καλή κατάσταση λόγω του πραξικοπήματος και μας πρόλαβε η αεροπορία έξω από το χωριό Κοντεμένος στην Κερύνεια. Μας βομβάρδιζαν, μας προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και σκότωσαν το διοικητή μας.

Όσοι απομείναμε κατευθυνθήκαμε στα παράλια της Κερύνειας και εκεί αντικρίσαμε ένα φρικιαστικό θέαμα. Η θάλασσα ήταν γεμάτη με πολεμικά πλοία και οι στρατιώτες είχαν οχυρωθεί έξω από τα παράλια του Πέντε Μίλι. Εκεί δώσαμε σκληρές μάχες με τους Τούρκους εισβολείς. Μία από τις μεγαλύτερες μάχες ήταν αυτή της Λαπήθου-Καραβά, που έγινε στις 6 Αυγούστου. Ήταν μεταξύ της εκεχειρίας που είχε συμφωνηθεί στη Γενεύη. Μεταφερθήκαμε από το Κοντεμένο, που είχαμε αποσυρθεί για ανασυγκρότηση, στις 4 Αυγούστου στην Λάπηθο. Πήραμε πληροφορίες ότι οι Τούρκοι προετοιμάζονταν για να επιτεθούν στις δύο κωμοπόλεις. Στις 6 Αυγούστου, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν στις 4:50 το πρωί, σφοδρότατη επίθεση, χρησιμοποιώντας 14,000 στρατιώτες, ελικόπτερα, τεθωρακισμένα, το ναυτικό τους.

Οι δικές μας δυνάμεις, που ήταν λιγοστές, αποτελούνταν από 400 στρατιώτες. Η μάχη ήταν πολύ αιματηρή, δίνονταν μάχες στους δρόμους, στα περβόλια, στα σπίτια με πολλούς τραυματίες και νεκρούς από τις δύο πλευρές. Οι Τούρκοι, παρ’ όλη την υπεροπλία που είχαν, δεν κατάφεραν το έργο τους και είχαν τεράστιες απώλειες. Οι δρόμοι γέμισαν από νεκρούς και τραυματίες. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, είχε γραφτεί ο επίλογος κοντά στον παραλιακό δρόμο, εκεί που οι Τούρκοι είχαν φέρει επίλεκτα στρατεύματα πεζοναυτών, που αποβιβάστηκαν και με εξήντα άρματα μάχης, μπήκαν στις δύο κωμοπόλεις.

Μετά από αυτό, δεν υπήρχε τρόπος να διαφύγουμε, είχαν στήσει παντού ενέδρες και εκτελούσαν οποιοδήποτε κινείτο σε αυτές τις περιοχές. Εισηγήθηκα στους στρατιώτες που ήμασταν μαζί, να επιστρέψουμε στην πλατεία Ηρώων, όπου είχα γνωρίσει την προηγούμενη μία ηλικιωμένη κυρία και μας πρόσφερε με φαγητό και ποτό. Θέλαμε να ζητήσουμε τη βοήθειά της, επειδή δεν ξέραμε την περιοχή».

«Όταν φτάσαμε στο σπίτι της γριάς, της κυρά Ευφροσύνης, μας ρώτησε για τη θέση των Τούρκων. Εμείς της εξηγήσαμε πως ήταν ήδη μέσα στο χωριό και ζητήσαμε να μας δώσει κάποιο χώρο, για να κρυφτούμε μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε. Μας υπέδειξε ένα σπίτι κάτω από το δικό της, μείναμε εκεί ένα βράδυ και επικοινωνήσαμε μαζί της το επόμενο πρωί ότι δεν ήταν ασφαλές, καθώς αναμενόταν να μπουν τα τουρκικά στρατεύματα και θα μας έβρισκαν και θα μας σκότωναν. Η κυρά Φροσύνη μας υπέδειξε ένα λαγούμι, που ήταν κοντά στο σπίτι της.

Μετακινηθήκαμε σε αυτό το λαγούμι και μείναμε εκεί ένα μήνα και είχαμε μία από τις πιο φρικτές εμπειρίες της ζωής μας. Ζήσαμε τις πρώτες μέρες χωρίς φαγητό και νερό, επειδή φοβόμαστε να βγούμε έξω. Οι Τούρκοι σκότωναν όποιο και ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Μετά, αντιληφθήκαμε ότι στο λαγούμι έσταζε νερό και σκάψαμε το βράχο για να αποκτήσουμε νερό για να επιβιώσουμε.

Πέρασαν αρκετές μέρες και αναγκαστήκαμε τη δέκατη μέρα να βγούμε έξω για να βρούμε φαγητό, από τα σπίτια και τα καταστήματα. Αυτό πράξαμε. Με πολλούς κινδύνους το κάναμε, επειδή υπήρχαν Τούρκοι στρατιώτες. Η μόνη μας διέξοδος ήταν να κινούμαστε το βράδυ που δεν υπήρχε κίνηση. Καταφέραμε σιγά-σιγά, με διάφορα κόλπα, να βγαίνουμε το βράδυ, να βρίσκουμε κονσέρβες και το παίρναμε στην κυρά Φροσύνη, που μας μαγείρευε λίγο φαγητό, για να κρατηθούμε στη ζωή. Εκείνη έκοβε λίγα σταφύλια από τα σπίτια που εγκαταλείφθηκαν, μας άφηνε το φαγητό έξω από το λαγούμι και μας έδινε πληροφορίες για τους Τούρκους.

Στις 4 Σεπτεμβρίου, μετά από προδοσία, οι Τούρκοι μας περικύκλωσαν στην περιοχή με στρατιώτες, σκύλους και ελικόπτερα. Έκαναν τρεις κλοιούς. Εμείς καταλάβαμε ότι υπήρχε κινητικότητα και μεταφερθήκαμε από τη σπηλιά, σε ένα διπλανό περβόλι και παρακολουθούσαμε από εκεί τους στρατιώτες που έπαιρναν θέσεις μάχης. Αργά το απόγευμα, ενώ βρισκόταν κάποιος από εμάς ως φρουρός σε ένα ψηλό σημείο, μπήκαν Τούρκοι από τον κήπο και συνέλαβαν τον πρώτο που ήταν μαζί μας.

Αντιληφθήκαμε ότι θα μιλούσε, επειδή οι κραυγές του από τον πόνο ακούγονταν στο περιβόλι που ήμασταν. Όμως, δεν είχε πει τίποτα στους Τούρκους και προσποιείτο τον τουρίστα. Δεν τον πίστεψαν οι Τούρκοι και τον χτυπούσαν ανελέητα. Σε μία στιγμή προσπαθήσαμε να φύγουμε προς τη θάλασσα και μη γνωρίζοντας πως εκεί υπήρχαν αρκετοί Τούρκοι στρατιώτες, χωριστήκαμε σε ομάδες και στην προσπάθειά μας, έπεσε ένας σε φύλλα και μας άκουσαν. Ανταλλάξαμε πυροβολισμούς με τους Τούρκους και τραυμάτισαν τρεις στρατιώτες. Ήθελαν να μας πάρουν ζωντανούς, επειδή δεν πίστευαν ότι ένα μήνα υπήρχαν στρατιώτες εκεί.

Κάποιοι κατάφεραν να ξεφύγουν. Εμείς είχαμε κρυφτεί αρχικά, όμως μετά παραδοθήκαμε και μας συνέλαβαν οι Τούρκοι. Ο ένας κρύφτηκε σε ένα δέντρο και μετά κρύφτηκε στην περιοχή. Όταν άκουσε πως θα έρθει ο τότε Προεδρεύων, Γλαύκος Κληρίδης, στο Μπελαπάις πήγε με ένα ποδηλατάκι και του είπε ποιος ήταν. Ο Γλαύκος Κληρίδης τον πήρε μαζί του και έτσι γλίτωσε.

Εμείς είχαμε μείνει πίσω. Ο καθένας μας βίωσε μία φρικτή ιστορία. Ξεκίνησαν άγρια βασανιστήρια με ξυλοδαρμούς, μας έβαλαν να ανοίξουμε τους τάφους μας και να γονατίσουμε μέσα, έπαιζαν ρωσική ρουλέτα με το πιστόλι στον κρόταφο. Μας ασκούσαν ψυχολογική πίεση για να μιλήσουμε. Όταν δεν κατάφεραν τίποτα, μας πήραν στην πλατεία Ηρώων για να μας εκτελέσουν, αλλά η Παναγία έκανε το θαύμα της. Ήρθε ένας Τούρκος αξιωματικός και έκανε νόημα να κατέβουν τα όπλα και άρχισε να μας ανακρίνει. Οι τραυματίες αιμορραγούσαν.

Τότε, σκέφτηκα να του πω ότι αν μας εκτελέσουν, είμαστε δηλωμένοι στον Ερυθρό Σταυρό. Είχα παρατηρήσει τι γινόταν όσο ήμασταν κρυμμένοι, του είπα όσα είδα. Όταν του έδωσα στοιχεία, πείστηκε ότι ήμασταν δηλωμένοι. Μας πήγαν στον αστυνομικό σταθμό της Κερύνειας, μας χτυπούσαν ασταμάτητα στο φορτηγό. Φτάσαμε στην Κερύνεια, αφού μας χτυπούσαν και μας ανέκριναν, μας πέταξαν στο κάστρο, δεμένους χειροπόδαρα και έβαλαν πάνω μας ένα νεκρό».

Τα μαρτύρια της κυράς Φροσύνης

«Όταν την είδαμε, μάθαμε ότι της έκοψαν την καδένα του σταυρού της και την έβαλαν να την φτύσει, το πρόσωπό της ήταν πρησμένο, της έβγαλαν τα μαλλιά, την χτύπησαν με ζωστήρα, όμως δεν μίλησε. Σε κάποια φάση, ο Τούρκος αξιωματικός έδωσε οδηγίες, την γύμνωσαν και την γύριζαν στην αυλή.

Ήταν φρικτά βασανιστήρια και μόνο με τη δύναμη του Θεού γλιτώσαμε. Μας μετέφεραν στο Κιόνελι και μετά στο Σαράγιο στη Λευκωσία. Εκεί μείναμε μέχρι τις 25 Σεπτεμβρίου, την ημέρα της Αγίας Ευφροσύνης, που ελευθερωθήκαμε και μεταφερθήκαμε στις ελεύθερες περιοχές. Η κυρά Φροσύνη μεταφέρθηκε στον εγκλωβισμό στη Λάπηθο, όπου την οδήγησαν στην εκκλησία, την έδεσαν σε σκάμνο με το κεφάλι κάτω και την χτυπούσαν με το σχοινί της καμπάνας και της έκαναν τεχνητούς πνιγμούς, όμως δεν μίλησε. Την πήγαν στο σπίτι της και μερικές μέρες μετά την πήγαν πάλι στην εκκλησία και ένας αξιωματικός της είπε ότι θα την εκτελέσει.

Της κάρφωσε το πιστόλι στον κρόταφο και τότε γύρισε και του είπε για την οικογένειά του. Πάγωσε ο αξιωματικός και ρώτησε που τον ήξερε. Του απάντησε ότι εκείνη τον ξεγέννησε και είπε και λεπτομέρειες της γέννας. Ο αξιωματικός την πήρε πίσω στο σπίτι και της είπε να μην βγει από το σπίτι, επειδή είχαν εντολή να την εκτελέσουν. Η κυρά Φροσύνη απελευθερώθηκε έξι μήνες μετά από εμάς και έγινε μέρος της οικογένειάς μας. Έφυγε από τη ζωή το 1993, την ώρα που οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα για την Ανάσταση του Κυρίου».

Δειτε Επισης

Η κοινότητα Κορμακίτη ενώνεται με την Παγκύπρια Πορεία Χριστοδούλας
Άγνωστοι επιτέθηκαν και κτύπησαν 16χρονο στη Λεμεσό-Βρισκόταν σε χωράφι δίπλα από Εκκλησία
Χειροπέδες σε 23χρονο έξω από το γήπεδο της Πάφου-Ήταν φορτωμένος με κροτίδες
Ελεύθερος ο 62χρονος που παρέσυρε με φορτηγό τον 33χρονο και την αστυνομικό στην Χαλκιδική
Οδικές εργασίες σε αυτοκινητόδρομους και αστικές περιοχές
Συντριπτική επανεκλογή Οζέλ στο CHP-Κάλεσε τον Ερντογάν σε πρόωρες εκλογές
ΠτΒ: Αμέριστη συμπαράσταση Βουλής σε όσους αγωνίζονται κατά καρκίνου
Διπλωματικό επεισόδιο Βρετανίας και Ισραήλ- Δεν επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα δύο βουλευτών των Εργατικών
Ιατρικό ελικόπτερο συνετρίβη σε θαλάσσια περιοχή στο Ναγκασάκι-Εντοπίστηκαν και οι 6 επιβαίνοντες
Περισσότερες από 50 χώρες μίλησαν με Λευκό Οίκο για έναρξη εμπορικών διαπραγματεύσεων