«Λιώνει με η εικόνα να θυμούμαι τα τρία μου μωρά να κλαίσειν τζαι να θέλουν τη μάμα τους... Θωρώ τα στον ύπνο μου»

Μάνα, το θεόσταλτο δώρο στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Λένε πως τη δύναμη της μάνας, δεν μπορεί να τη φτάσει, ούτε να τη λογιάσει κανείς και πως τον πόνο της όταν πάθει κάτι το σπλάχνο της, μόνο αυτή μπορεί να τον νιώσει.

Η κα Χρυστάλλα Κυριάκου, είναι μια από τις γυναίκες που έγιναν σύμβολο και έμβλημα της Κύπρου κατά τη δεύτερη φάση της τουρκικής εισβολής του 1974. Μέσα από την τραγική ιστορία της, έγινε η μάνα ολόκληρης της Κύπρου. Μιας ιστορίας, που αποτυπώθηκε μέσα σε μια στιγμή, κατά την διάρκεια της εκδήλωσης που διοργάνωσε το Γραφείο της Επικεφαλής Ανθρωπιστικών Θεμάτων, Αγνοουμένων και Εγκλωβισμένων της Προεδρίας της Δημοκρατίας, υπό την αιγίδα του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην οποία τιμήθηκαν οι οικογένειες των ηρώων της Πόλης της Αμμοχώστου.

Η κα Χρυστάλλα Κυριάκου, ήταν η πρώτη που βρέθηκε στη σκηνή για να παραλάβει επτά πλακέτες τιμής για τους αγνοούμενους ήρωες της οικογένειάς της. Όχι μία, ούτε δύο, αλλά επτά. Στα χέρια της, αποτυπωνόταν το δράμα της οικογένειας της, που ζει εδώ και 50 χρόνια. Οι πλακέτες έφεραν τα ονόματα των τριών παιδιών της, τρίχρονες δίδυμες και πεντάχρονος, της κουνιάδας της και των τριών παιδιών της.

DSC_0095

DSC_0099

DSC_0101

Με όλη τη δύναμη ψυχής που διακατέχει αυτή την πονεμένη μάνα, η κα Χρυστάλλα, πενήντα χρόνια μετά, ακόμη ελπίζει. Ελπίζει πως θα αγκαλιάσει ξανά τα τρία της παιδιά. Ελπίζει πως ο χρόνος θα γυρίσει πίσω. Εκεί, όπου σταμάτησε για την ίδια και τον σύζυγο της. Εκεί, όπου το τελευταίο πράγμα που θυμάται απ’ τις μόλις τριών χρονών δίδυμες κόρες της και τον πεντάχρονο γιό της, είναι να κλαίνε και να ζητούν την μάμμα τους, την ώρα που Τούρκοι στρατιώτες τους χώρισαν για πάντα.

Η τραγική ημέρα

«Στην πρώτη εισβολή, 20 Ιουλίου, ο σύζυγός μου είχε κληθεί να υπηρετήσει στο στρατό, ήταν λοκατζιής και έφυε για την Κερύνεια. Εγώ έμεινα πίσω με τα τρία μωρά και τον αδελφό μου. Οι γονείς μας επεθάναν γλίορα και αφήσαν μου τον αδελφό μου οχτώ χρονών, τον οποίο υιοθέτησα. Όταν έγινε η δεύτερη εισβολή, ήρτεν ο πεθερός μου με ένα αυτοκίνητο βαν και έπιασεν μας και επίαμεν στην Ορμήθκια. Μέσα στο αυτοκίνητο, οδηγός ήταν ο κουνιάδος μου, ο οποίος φορούσε ρούχα παραλλαγής, ο πεθερός μου, η πεθερά μου, η κουνιάδα μου με τα τρία της μωρά, εγώ με τρία μωρά δικά μου και τον αδελφό μου, ένα ανδρόγυνο γείτονες τους, οι δύο κόρες τους και μια άλλη γυναίκα που ήταν μόνη της. Ο πεθερός μου άκουσε από το ραδιόφωνο που καλούσαν την Πυροσβεστική και το στρατό να πάνε στην Τεχνική Σχολή και επέμενε ο πεθερός μου να φύγουμε επειδή βρισκόμασταν κάτω από ελαιόδεντρα και να πάμε πίσω στο σπίτι να μείνουμε μιας και η Τεχνική Σχολή είχε απόσταση, να κάναμε μπάνιο τα μωρά μας και αφού είμασταν και πολλά άτομα να μαγειρέψουμε κάτι να φάμε.

Μόλις ξεκινήσαμε και μπήκαμε στη Δερύνεια, τα καφενεία ήταν γεμάτα, έτσι προχωρούσαμε αμέριμνοι να πάμε στο σπίτι. Δεν είχε κανένα να μας πει ότι οι Τούρκοι ήταν ήδη μέσα στην Κάτω Δερύνεια. Μόλις περάσαμε την κάτω Δερύνεια, βγήκαν οπλισμένοι Τούρκοι στρατιώτες μπροστά μας και μας σταμάτησαν. Μας κατέβασαν από το αυτοκίνητο και έπιασαν τον κουνιάδο μου από την ίδια ώρα. Που τότε εν τον εξαναείδαμεν. Εμείς επροχωρήσαμεν περπατητοί και μας επήραν ως το περβόλι της Πέρτζιενας. Επιάμαν γύρω στις εννιά το πρωί και είχαν μας τζιαμέ ως τες τέσσερις το απόγευμα. Ο πεθερός μου επειδή ήταν που τα Γέναγρα Αμμοχώστου, ήταν μισοί Τούρκοι και μισοί Έλληνες στο χωρκό, έτσι έξερεν να μιλά άπταιστα Τούρκικα και εκαταλάβενεν τους. Ερωτήσαν μας που επιέναμεν και είπαμεν τους πάμε σπίτι μαε που εν κοντά να κάμουμε μπάνιο τα μωρά και να τα ταΐσουμε. Είπαν μας εντάξει, εννά σας συνοδεύσουμεν, αλλά να μείνετε μες το σπίτι και μεν δοκιμάσετε να φύετε, να μείνετε εννά σας επιβλέπουμε. Επιάν μας 18 του Αούστου και 19 ήταν ναν τα γενέθλια των διδύμων, ήταν να κλείσουν τριών χρονών».

Ο τραγικός αποχωρισμός

«Μέχρι το απόγευμα ήρταν πίσω, ήταν θυμωμένοι, εξαγριωμένοι και εφκάλαν μας έξω στο δρόμο ούλους. Εδείξαν μας να μείνουμε οι τρεις οι κοπέλες πίσω και οι υπόλοιποι να πάν μαζί τους. Εδοκίμασα να πιάω τα μωρά αλλά ο ένας ο Τούρκος εχτύπησεν μου με το όπλο πας τον ώμο και έπεσα κάτω. Εφώναξεν η πεθερά μου «όι άφηστα μωρά, τι μαζί σου, τι μαζί μας, εννά ρτουμεν είπαν μας να μας πιάσουν ύστερα». Εξήγαν μας ο πεθερός μου, που εκαταλάβενεν Τούρκικα. Εσκέφτηκα ότι εννά τους πάρουν κάπου με αυτοκίνητα και εν μας εχώρεν ούλους και πως ήταν να έρτουν ύστερα να μας πιάν τους υπόλοιπους. Εν εμπορούσα να σκεφτώ τζίνην την ώρα όπως ήταν τα πράματα, με τόση φασαρία. Εβάλαν μας μες το σπίτι και επιάν τους άλλους, να τους πάρουν μαζί τους.

Όπως τους επιάν και επιέναν, έβλεπα την κουνιάδα μου να κρατεί τα μωρά που το χέρι, ήταν και οι ηλικίες τους τέθκιες, οχτώ χρονών το μικρό, 12 και 14 οι μεγάλοι, 14 ο αδερφός μου, τα πεθερικά μου, η κουνιάδα μου, το άλλο το ανδρόγυνο μεγάλοι επίσης. Εμείναμεν με τις άλλες θκιό κοπέλες σπίτι και όπως ήταν προσηλωμένοι, είπα τους φέφκουμεν, πάμε να πάρουμε βοήθεια. Έτσι εκείνη τη στιγμή εσκέφτηκα τα Ηνωμένα Έθνη, να φκούμε Δερύνεια περπατητές για να πάρουμε βοήθεια. Έπιαν με ο πανικός, εν εξέραν τι είχεν να γινεί. Αφήκαμεν σημείωση πας το ψυγείο και πάνω στο τραπέζι εγράψαμεν κάτι και εσηκωθήκαμε και εφύαμε. Επίαμε στη Δερύνεια περπατητές. Στη Δερύνεια ούτε πως είχε τίποτε, ούτε εβρέθην κάποιος να ρωτήσει. Ούτε βοήθεια, ούτε σημασία μς εδώκαν. Επίαμεν ως τον Αστυνομικό Σταθμό. Εγώ εσυνέχισα περπατητή και επία ως τη Σωτήρα, είχα αδελφό παντρεμένο εμείνισκεν τζικάτο. Επία να τον έβρω να του πω τι εγίνικεν, οι κοπέλες οι άλλες δύο έμειναν στον Αστυνομικό Σταθμό και έδωσαν κατάθεση. Εγώ, επία πρώτα στη Σωτήρα και μετά αργά το απόγευμα επία και έδωσα κατάθεση στην Αστυνομία.

Εκεί έμαθα ότι ο αδελφός μου επίε και εκείνος και έδωκεν κατάθεση και είπεν την ιστορία. Ο αρφός μου είπεν ότι επήραν τους σε ένα περβόλι στον Αϊ Μέμνωνα, εβάλαν τους στη σειρά και είπαν τους «εννά σας παίξουμε». Ο πεθερός μου είπεν τους, καλάν εμάς, τα μωρά με καταλάβουν, με τίποτε. Τότε έπιασεν την κουνιάδα μου αμόκ, άρχισε να φωνάζει. Είπαν της να σταματήσει και επειδή δεν εσταμάταν επαίξαν την πας τον ώμο και εγονάτησε χαμέ. Τζίνην τη στιγμή ο αρφός μου εφοβήθηκεν και άρκεψε να τρέχει προς τη Δερύνεια αφού έξερεν το δρόμο. Δίπλα του, ένιωθεν τις σφαίρες να πέφτουν αλλά, ούτε εσταμάτησεν, ούτε εγύρισεν πίσω να δει αν εσκωτώσαν, εν είδεν τίποτε.

Εν τω μεταξύ, μια φίλη του κουνιάδου μου που ήταν μαζί μας, έφυεν πληγωμένη που τη σκηνή το βράδυ αλλά δεν εκατάφερα να συνεννοηθώ μαζί της. Πρώτα, που επία να τη δω στο νοσοκομείο που ήταν να της φκάλουν τη σφαίρα που τον ώμο, είπεν μου ότι είδαν την οι στρατιώτες και επήραν την στο νοσοκομείο. Είπεν μου ότι εμίλησεν με την πεθερά μου πριν φύει και πως εμίλησεν και με τα μωρά, ήταν ζωντανά. Όταν έδωκεν συνέντευξη, ο δημοσιογράφος που την ερώτησεν είπεν «εν τα έπιασα γιατί εν ήτουν δικά μου». Έφυε μόνη της. Όπως την επαίξαν, έκαμεν την πεθαμένη και ύστερα που εφύαν εσηκώθηκεν και έφυε. Είπεν ότι εμίλησεν με την πεθερά μου πριν να φύει και είπεν της να φύουν μαζί και είπεν της η πεθερά μου «που να φύω να τους αφήκω;» εν εκατάφερα να συνεννοηθώ μαζί της γιατί τη μια ελάλεν μου έτσι και την άλλη αλλιώς.

Με τον σύζυγό μου ανταμώσαμε πιο μετά όταν έμαθε ότι επιάσαν την Κάτω Δερύνεια. Ήρτεν στη Σωτήρα που εμείνισκεν ο αρφός μου τζαι ήβρεν μας, τζιαμέ έμαθε τι έγινεν για τους γονιούς τους, τον αρφό του και τα μωρά».

Ο αγώνας για απαντήσεις

«Ακόμα προσπαθούμε, τα χρόνια περνούν και ακόμα δεν ξέρουμε τι έγινε. Τότε, επροσπάθησα πολλές φορές, την ίδια νύχτα που έγινε τι έγινε, εν εμπορούσα να τζοιμηθώ, εξεκίνησα με auto stop και επία Λευκωσία. Εζήτησα απεγνωσμένα βοήθεια, ήταν μωρά ελάλουν τους, ο αρφός μου και αλλή μια γεναίκα εγλυτώσαν, τα μωρά μου τι εγίναν, τίποτε. Εν εμάθαμεν ποτέ τίποτε.

Όσο παιρνούν τα χρόνια και δεν μαθαίνουμε κάτι σκέφτουμαι, και ζωντανά να ήταν τριών χρονών και πέντε που να θυμούνται. Δεν μπορώ να σκεφτώ ή να φανταστώ τι μπορεί να έγινε. Σε κηδεία που πήγα μιας φίλης μου της οποίας είχαν βρεθεί τα οστά των δικών της αγνοουμένων, είπα ότι ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που επίενα. Επαρακάλουν το Θεό, Θεέ μου ελάλουν να μεν δω και να μεν ηζήσω εγώ έτσι πράμα. Έχω την ελπίδα ότι εν ζωντανά κάπου, ίσως να τα επιάν, να ζουν κάπου. Παντού επίενα να έβρω μαρτυρίες, κάτι, οτιδήποτε, εν ξέρει κανένας.

Μετά που πολλά χρόνια, εζητήσαν μας να τους πάρουμε να τους δείξουμεν που εν που τους επήραν οι Τούρκοι και επυροβολήσαν τους. Ελαλούσαμε δέκα άτομα που ήταν κάπου τζιαμέ γυρώ θα ήταν, που εννα τους επήραν. Τρεις φορές που επίαμε με την Επιτροπή των Αγνοουμένων και εμετανιώναν και εν μας αφήναν. Πριν τρία χρόνια εκαταφέραμεν τα, επίεν ο αρφός μου εμένα εν με αφήκαν, έδειξεν τους που τους επήραν, επήρεν τους ούλλη τη διαδρομή, επήρεν τους και σπίτι μας. Εμένα απαγορεύσαν μου να πάω.

Καλύτερα να με εσκοτώναν εμένα, εμετάνιωσα το πολλές φορές, ενόμιζα ήταν να φέρω βοήθεια, καλύτερα να εμείνεσκα αφού εν τα εκατάφερα. Επάλευα χωρίς αποτέλεσμα. Ετέλειωσεν η ζωή μας ούλη, έμεινεν τζιαμέ. Εν έμεινεν μέρα να μεν θυμηθούμε να μεν κλάψουμε. Έμεινεν τζιαμέ.

Πάντα λαλώ εν η τελευταία φορά να φκω να πω την ιστορία μου, εν ψυχοφθόρο, εν μαρτύριο, αλλά η ελπίδα μου εν σβήνει. Ονειρεύτηκα πολλές φορές να ανοίξει η πόρτα και να έρτουν τα μωρά μου και να είμαι σπίτι μου».

Η πιο σκληρή ανάμνηση

«Θυμούμαι την πεθερά μου να κρατά τα μωρά και να κλαίσειν, να θέλουν τη μάμα τους και να μεν τα αφήνει. Τούτο λιώνει με.

Πολλές φορές θωρώ τα μωρά μου στον ύπνο μου, εμείναν στην ηλικία που τα άφηκα. Λαλώ, επεράσαν τόσα χρόνια και εγώ ακόμα θωρώ τα σε εκείνη την ηλικία, των τριών και των πέντε. Μόνο τον μεγάλο έχω τον φωτογραφία, τες κορούδες εν επρολάβαμε να τες πιάσουμε, εμείναν στο φωτογράφο.

Τες κόρες μου πάντα εστόλιζα τες με τα ίδια ρούχα, ήταν τόσο ίδιες που μόνο εγώ εμπορούσα να τες ξεχωρίσω, οι άλλοι εν εμπορούσαν. Άρεσκεν τους άμαν τους εφωνάζαν, Κίκα ή Μαρία, εγύριζεν η άλλη και εγελούσαν μεταξύ τους».

Η ελπίδα που πεθαίνει πάντα τελευταία

«Αν έξερα τουλάχιστον τι απέγιναν ήταν να ήμουν πιο ήρεμη, τωρά είμαι συνέχεια σε μια υπερένταση. Συνέχεια εν ξερω τι έγινε, είμαστε μόνοι μας, εν είδεν κανένας.

Πάντα είμαι με την ελπίδα, θέλω να ξαναπάω πίσω στο σπίτι μου μόνο ανεν τα μωρά. Δεν ξαναπάω χωρίς να εν τα μωρά τζιαμέ. Που την αρχή το ελάλουν. Είχαμεν την ελπίδα τωρά εκόντεψεν εννά λυθεί το Κυπριακό, ακούαμε που την τηλεόραση, επλησιάζαμε, ελαλούσαμεν τωρά εννά πάμε, αλλά πάντα μου έθελα να παώ και να τα έβρω όπως τα άφηκα.

Δέκα χρόνια μετά, η κα Χρυστάλλα απέκτησε με το σύζυγό της ακόμη ένα παιδί, ο οποίος αργότερα της χάρισε εγγονάκια. Έζησε μια δύσκολη ζωή, με τον σύζυγό της να αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα υγεία, τα οποία όπως η ίδια είπε, πιστεύει πως ήταν αποτέλεσμα των τότε γεγονότων.

Πενήντα χρόνια μετά η κα Χρυστάλλα δεν παραδίδει τα όπλα, ακόμα ελπίζει και θα συνεχίζει να ελπίζει πως μια μέρα θα ανταμώσει ξανά τα αγνοούμενά της παιδιά».

*Το βίντεο-αφιέρωμα στους ήρωες της πόλης της Αμμοχώστου που ετοίμασε ο REPORTER και προβλήθηκε στην εκδήλωση.

Δειτε Επισης

Εισηγήσεις Λοττίδου μετά από παράπονα για την κυπριακή υπηκοότητα
Κάμερες σε τρία σχολεία στη Λάρνακα μετά τους βανδαλισμούς-«Υπάρχει ιδιαίτερο πρόβλημα»
«Έφυγε» από τη ζωή η μητέρα του Μητροπολίτη Λεμεσού
Ο ΟΚΥπΥ προχώρησε στην αγορά είκοσι νέων ασθενοφόρων-«Ένα ασθενοφόρο ανά 30χιλιάδες κατοίκους»
Βλέπει ΠτΔ ο Βύρας για το Λιμάνι Λάρνακας-Αναβλήθηκε μέχρι νεοτέρας η προγραμματισμένη κινητοποίηση
Παραχωρήθηκαν 1.431 «υπηκοότητες» μέσα σε ένα χρόνο στα κατεχόμενα
Παρατυπίες στις συμβάσεις του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών εντοπίζει η Ελεγκτική-Αδιαφάνεια στους διαγωνισμούς
Τον Ιανουάριο οι ηλεκτρονικές εγγραφές μαθητών Α τάξης δημοτικού και στα Νηπιαγωγεία
Δρομολογείται η δημιουργία βρεφονηπιακού σταθμού και Κέντρου Ημερήσιας Φροντίδας Ηλικιωμένων στον Κ. Πύργο
Το 35% των θανάτων στην Κύπρο σχετίζονται με τον τρόπο ζωής