Αρχίζει η «Ιερά Εξέταση» για τους μοναχούς της Μονής-Η διαδικασία και τι προβλέπει ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας

Ένα πρωτοφανές για τα κυπριακά εκκλησιαστικά δρώμενα γεγονός, στη σκιά του σκανδάλου της Μονής Οσίου Αββακούμ στο Φτερικούδι, αρχίζει σήμερα, ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου, ή Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, όπως αναφέρεται στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας. Τρεις Μητροπολίτες και τρεις επίσκοποι, αναλαμβάνουν ρόλο Δικαστή και θα εξετάσουν τα γεγονότα που οδήγησαν στο σκάνδαλο με κατηγορούμενους τους δύο μοναχούς.

Το Συνοδικό Δικαστήριο, δεν λειτουργεί στη βάση της ποινικής δικονομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά στη βάση του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, ο οποίος υπενθυμίζεται, άλλαξε επί της θητείας του Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου και προβλέπει με πάσα λεπτομέρεια, τόσο τη διαδικασία όσο και τις ποινές, που μπορούν να επιβληθούν σε όλα τα επίπεδα της εκκλησιαστικής δικονομίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Η καθαίρεση της υπόληψης, η δεινή θέση και η κιβωτός σωτηρίας της Εκκλησίας

Στη δίκη που αρχίζει σήμερα ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου, κατηγορούμενοι είναι ο Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Γεωργίου, ο οποίος ήταν και ηγούμενος της Μονής Οσίου Αββακούμ, και ο Αρχιμανδρίτης Πορφύριος. Κατά τη σημερινή πρώτη ακροαματική διαδικασία, αναμένεται να απαγγελθούν και οι κατηγορίες, για τις οποίες θα δικαστούν οι δύο μοναχοί, οι οποίες αναμένεται να αφορούν οικονομικά αδικήματα, αλλά και αδικήματα ηθικής φύσεως. Σημειώνεται πως με βάση τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, όλες οι δικαστικές διαδικασίες διεξάγονται χωρίς την παρουσία ακροατηρίου.

Η σύνθεση και η πιο πρόσφατη απόφαση του Συνοδικού Δικαστηρίου

Σε σχέση με τη σύνθεση του Συνοδικού Δικαστηρίου, σημειώνεται πως μετά από κλήρωση, στην Ιερά Σύνοδο της 18ης Σεπτεμβρίου του 2023, κληρώθηκαν ως μέλη οι Μητροπολίτες Κιτίου, Λεμεσού, Μόρφου, Κωνσταντίας και ο Επίσκοπος Αμαθούντος. Ωστόσο από τη συγκεκριμένη υπόθεση αυτοεξερέθηκαν ο Μητροπολίτης Ταμασού Ησαίας, ως ο οικείος Επίσκοπος και ο Μόρφου Νεόφυτος, ο οποίος διατηρούσε σχέσεις και επισκεπτόταν συχνά τους δύο μοναχούς. Συνεπώς οι θέσεις τους πληρώθηκαν από τον Αρσινόης Παγκράτιο και Καρπασίας Χριστοφόρο.

Σημειώνεται ότι η τελευταία απόφαση που έλαβε το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο, ήταν το περασμένο Φεβρουάριο, με την Ιερά Σύνοδο να επικυρώνει την απόφαση της ποινής καθαίρεσης του Ιερέα Πέτρου Χριστοδούλου από την Παναγιά της Πάφου, εκ του ιερατικού αξιώματός του και την επαναφορά του στην τάξη των λαϊκών, λόγω της στάσης του να μην αναγνωρίζει οποιαδήποτε εκκλησιαστική Αρχή. Η απόφαση επικυρώθηκε στις 12 Φεβρουαρίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ:Συνέρχεται το Συνοδικό Δικαστήριο για τα σκάνδαλα-Απόφαση ερήμην των μοναχών αν δεν παρουσιαστούν

Οι πιθανές ποινές

Το έκτο κεφάλαιο του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, αφορά την απονομή της Εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης. Στο Άρθρο 78, στις Γενικές Διατάξεις προβλέπεται πως για την επιβολή εκκλησιαστικής ποινής, απαιτείται απόφαση δικαιοδοτικού οργάνου της Εκκλησίας. Τα δικαιοδοτικά όργανα για την εκδίκαση εκκλησιαστικών αδικημάτων, είναι τα εξής: α) επαρχιούχος Αρχιερέας, (δηλαδή ο οικείος Μητροπολίτης), β) τα Επισκοπικά Δικαστήρια, γ) το Πενταμελές Συνοδικό Δικαστήριο και δ) η Ιερά Σύνοδος.

Υπενθυμίζεται πως το θέμα των δύο μοναχών της Μονής Αββακούμ, τέθηκε ενώπιον της Ιεράς Συνόδου, όπου ουσιαστικά κατατέθηκε η μαρτυρία του Μητροπολίτη Ησαΐα και η Ιερά Σύνοδος, εξέτασε κατά πόσο θα επιβάλει στους δύο μοναχούς την ποινή της καθαίρεσης ή να θα τους παραπέμψει ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου. Μετά την άρνηση των δύο μοναχών να βρεθούν ενώπιον της Συνόδου και ταυτόχρονα την επιδότηση επιστολής τους, με την οποία απέρριπταν τις καταγγελίες του Μητροπολίτη Ταμασού και κατήγγελλαν απαγωγή τους, κλίμα τρομοκρατίας και απειλές, για να αποσπάσουν την υπογραφή τους, η Ιερά Σύνοδος, έκρινε πως ήταν σοφότερο, να παραπέμψει τους δύο ενώπιον του Συνοδικού Δικαστηρίου.

Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, στη δικαιοδοσία των οργάνων της Εκκλησίας, υπάγονται, κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί της Εκκλησίας της Κύπρου, ανεξαρτήτως τόπου τελέσεως του αδικήματος. Κάθε ανώτερο δικαιοδοτικό όργανο, δύναται να επιβάλλει τις ποινές, οι οποίες δεν επιβλήθηκαν από το κατώτερο.

Σε ότι αφορά τις Πρόνοιες Λειτουργίας του Συνοδικού Δικαστηρίου, στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας, προβλέπεται πως συγκροτείται από Μητροπολίτες και Επισκόπους, που ορίζονται με κλήρο, κατά την τακτική συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου της Ιεράς Συνόδου, για ένα έτος. Πρόεδρος της, ορίζεται αυτός που έχει τα πρεσβεία.

Το Συνοδικό Δικαστήριο, εκδικάζει σε πρώτο βαθμό, μείζονος σημασίας εκκλησιαστικά αδικήματα και επιβάλλει τις ποινές (α) της αργίας άνω των έξι μηνών με ή χωρίς στέρηση αποδοχών και (β) της καθαιρέσεως. Σε δεύτερο βαθμό, εκδικάζει τις εφέσεις των αποφάσεων των Επισκοπικών Δικαστηρίων, των Δικαστηρίων δηλαδή των Μητροπόλεων της υπόλοιπης Κύπρου.

Το τέταρτο όργανο Δικαιοδοσίας της Εκκλησίας, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη, είναι η Ιερά Σύνοδος. Σε δεύτερο βαθμό, η Σύνοδος εκδικάζει τις εφέσεις κατά των αποφάσεων του Συνοδικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, εξαιρούνται από τη σύνθεση όσοι είχαν συμμετάσχει στην έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης.

Στην συνεδρία της Ιεράς Συνόδου, που μελετά της αποφάσεις του Συνοδικού Δικαστηρίου, προβλέπεται ότι θα συμμετέχουν δώδεκα Αρχιερείς και μπορεί να επιβάλλει τις ποινές (α) της μομφής, (β) της Αργίας με ή χωρίς στέρηση αποδοχών, (γ) της έκπτωσεως και (δ) της καθαιρέσεως. Επιπλέον, η Ιερά Σύνοδος είναι αποκλειστικά αρμόδια για την επιβολή της ποινής του αναθέματος (μεγάλου αφορισμού) για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Χρέη γραμματέας ασκεί ο Αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου.

Σε ένα άλλο επίπεδο, το Άρθρο 80 του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, καταπιάνεται με τις προσωρινές ποινές που μπορεί να επιβληθούν σε κάποιον κληρικό ή μοναχό, μέχρι να τελεσιδικήσει η εξέταση της υπόθεσης του. Συγκεκριμένα, το Καταστατικό προβλέπει πως σε περίπτωση κατά την οποία υπάρχουν ενδείξεις για την τέλεση σοβαρού εκκλησιαστικού αδικήματος, κυρίως δε όταν έχει προκληθεί από αυτόν και σκανδαλισμός του ποιμνίου, όπως δηλαδή στην περίπτωση των μοναχών της Μονής Οσίου Αββακούμ, ο οικείος Μητροπολίτης, μπορεί να καταστήσει τον φερόμενο ως υπαίτιο αργό, μέχρι την έκδοση δικαστικής απόφασης. Στην περίπτωση που ληφθεί ένα τέτοιο μέτρο, ο κληρικός εξακολουθεί να λαμβάνει κανονικά τις αποδοχές του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Η Εκκλησία στη δίνη των σκανδάλων-Από τον Παγκράτιο, στους καταδικασθέντες ιερείς και τα στημένα θαύματα

Η δίκη

Σύμφωνα με το Άρθρο 3 του δεύτερου παραρτήματος του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα σε μια εκκλησιαστική δίκη είναι: (α) οι μάρτυρες, (β) τα έγγραφα, (γ) η ομολογία του κατηγορουμένου, (δ) η πραγματογνωμοσύνη (ε) η αυτοψία, ενώ σημειώνεται πως επιτρέπεται και κάθε άλλο μέσο που τείνει στην απόδειξη της ουσιαστικής αλήθειας.

Στο Άρθρο 4 προβλέπεται πως στην εκκλησιαστική δίκη, οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν αυστηρά τους νομικούς κανόνες της απόδειξης αλλά τόσο κατά την προδικασία, όσο και την κυρίως δίκη, μπορούν να αποφασίζουν κατά συνείδηση. Σημειώνεται ωστόσο και ενδεχομένως αυτό να έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση πως, αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν παράνομα, δεν λαμβάνονται υπόψη για απόδειξη ενοχής και επιβολή ποινής.

Ωστόσο το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τέτοια μέσα, εάν με αυτά αποδεικνύεται αδίκημα κωλυτικό της ιεροσύνης και με την προϋπόθεση ότι η προσαγωγή τους γίνεται από το πρόσωπο που έλαβε το εν λόγω αποδεικτικό μέσο. Τούτο δεν επιδρά στις ενδεχόμενες ευθύνες, ποινικές ή εκκλησιαστικές των προσώπων που είχαν προβεί στη λήψη τους.

Σε ότι αφορά την κύρια διαδικασία της δίκης, αφού ετοιμαστεί το σχετικό κατηγορητήριο, το οποίο αναγράφει τις κατηγορίες αλλά περιγράφει και τα γεγονότα, τότε συγκαλείται το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο.

Στην πρώτη δικάσιμο, εάν ο κατηγορούμενος ή οι κατηγορούμενοι εμφανιστούν, τότε αρχίζει η διαδικασία της δίκης. Εάν δεν εμφανιστεί, το Συνοδικό Δικαστήριο εξετάζει εάν η κλήση και τα σχετικά έγγραφα επιδόθηκαν. Εάν έγιναν όλα κανονικά, τότε προχωρεί σε διεξαγωγή της δίκης ερήμην του κατηγορουμένου.

Η δίκη αρχίζει με την απαγγελία του κατηγορητηρίου. Κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα:

α) να πληροφορηθεί τους λόγους για τους οποίους καλείται να εμφανιστεί ενώπιον του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου

β) να προβάλει τους ισχυρισμούς του ενώπιον του Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου και να έχει επαρκή χρόνο για διευκόλυνση για την προπαρασκευή της υπερασπίσεως.

γ) να εξετάζει ή να προκαλεί την εξέταση μαρτύρων κατηγορίας και να ζητά την προσέλευση και εξέταση μαρτύρων υπεράσπισης, με τους ίδους όρους που ισχύουν για τους μάρτυρες κατηγορίας.

δ) να έχει συνήγορο που επιλέγει ο ίδιος μεταξύ κληρικών ή δικηόρων που είναι ορθόδοξοι.

ε) να έχει δωρεάν νομική αρωγή σε περίπτωση αδυναμίας καλύψεως της δαπάνης.

Εάν ο κατηγορούμενος αρνηθεί τις κατηγορίες που αντιμετωπίζει το Δικαστήριο επιφυλάσσεται μέχρι το τέλος της διαδικασίας. Εάν όμως ομολογήσει ενοχή, και το Δικαστήριο πεισθεί προχωρεί άμεσα στην καταδίκη. Εάν δεν ομολογήσει ενοχή, ότε το Δικαστήριο προχωρά τη διαδικασία, προς ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας.

Στην πορεία της διαδικασίας, οι δύο πλευρές, του εκκλησιαστικού Εισαγγελέα δηλαδή και του κατηγορούμενου, μπορούν να εκθέσουν συνοπτικά τις θέσεις τους. Ακολούθως ο Εκκλησιαστικός εισαγγελέας, καλεί πρώτος τους μάρτυρες του και προσάγει αποδεικτικά μέσα. Ακολούθως, στη συνέχεια ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να υποστηρίξει ότι από τα στοιχεία που έχουν προσαχθεί, δεν έχει αποδειχθεί η κατηγορία εναντίον του.

Μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, οι δύο πλευρές έχουν το δικαίωμα να αγορεύσουν, πρώτος ο Εκκλησιαστικός Εισαγγελέας και ακολούθως η πλευρά του κατηγορούμενου.

Μετά τις τελικές αγορεύσεις των διάδικων, το Δικαστήριο μελετά το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που έχει προσκομισθεί και τις θέσεις των δύο πλευρών και εκδίδει την απόφαση του που πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη. Εάν το Δικαστήριο αποφανθεί καταφατικά για την ενοχή του κατηγορουμένου, προχωρεί και επιβάλλει ποινή. Πριν την επιβολή της ποινής, οι δύο πλευρές μπορούν να αγορεύσουν για το ύψος της ποινής.

Οι εφέσεις

Και οι δύο πλευρές, έχουν δικαίωμα να εφεσιβάλουν την απόφαση. Συγκεκριμένα εάν ο κατηγορούμενος αθωωθεί, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εάν δώσει άδεια η Ιερά Σύνοδος στον Εκκλησιαστικό Εισαγγελέα, αυτός μπορεί να ασκήσει έφεση εντός δεκαπέντε ημερών.

Αντίστοιχα και ο καταδικασθέντας, έχει το Δικαίωμα να εφεσιβάλει την απόφαση, είτε ως προς την ενοχή, είτε ως προς την ποινή. Η Έφεση κατατίθεται στο Δικαστήριο που εξέδωσε την εφεσιβαλλόμενη απόφαση και επικυρωμένο αντίγραφο μαζί με τη δικογραφία. Η έφεση ασκείται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Πάνω από 60 τα βίντεο για τα τεκταινόμενα στην Μονή-Εκατέρωθεν καταγγελίες, για κατάθεση οι μοναχοί

Δειτε Επισης

Έλεγαν έκαναν έρευνες αλλά ήταν νεκρή στην ίδια της την πολυκατοικία-Εκτεθειμένο το ΤΑΕ Λεμεσού, σωρεία ερωτημάτων
Αλλαγές στη συνεργασία EUROPOL με ιδιώτες και επεξεργασία προσωπικών δεδομένων
Έργα κατά τις προσεχείς ημέρες, τα οποία θα επηρεάσουν την τροχαία κίνηση
Το Διεθνές Δικαστήριο διώκει τον... νεκρό ηγέτη της Χαμάς-Εγείρεται ξανά το ερώτημα αν ζει
Σοβαρός τραυματισμός 84χρονου-Συγκρούστηκε με όχημα, εγκατέλειψε τη σκηνή ο δεύτερος οδηγός
Διάγγελμα Πούτιν για τον πόλεμο στην Ουκρανία-«Σε περίπτωση κλιμάκωσης, θα απαντήσουμε συμμετρικά»
Διεύρυνση περιπτώσεων μεταφοράς κατάδικου σε άλλη χώρα για να εκτίσει ποινή
Πληρώνονται υπερωρίες μέχρι και τον Αύγουστο 2024 οι Αστυνομικοί ύψους €2,8 εκ.
Νεκρή στην πολυκατοικία όπου διέμενε εντοπίστηκε η 59χρονη που είχε δηλωθεί ελλείπουσα στη Λεμεσό
«Μαθητές καπνίζουν, σπάζουν παράθυρα, κρέμονται από τα παράθυρα»-Αρκετές καταγγελίες για λεωφορεία