Κύπρος 2024... Ήθελε δύο ευρώ για λάδι, του έδωσε 20 και αυγά και της έδωσε τα χρήματα πίσω
Γιώργος Χατζηπαναγή 12:13 - 09 Νοεμβρίου 2024
Τίποτα σε τούτη τη ζωή δεν πρέπει να είναι δεδομένο. Τα χρήματα πάνε κι έρχονται, η δόξα επίσης. Σημασία έχει, όταν σβήνουν τα φώτα το βράδυ να κοιμάσαι ευτυχισμένος, είτε γιατί έκανες μια καλή πράξη, είτε γιατί έκανες ένα συνάνθρωπό σου να χαμογελά. Ο πιο αυστηρός κριτής σου είναι ο εαυτός σου, γι’ αυτό πριν κοιμηθείς, πρέπει να είσαι περήφανος για όσα έδωσες κι όχι για όσα κέρδισες εκείνη τη μέρα.
Ζούμε σε χαλεπούς καιρούς. Πολλοί συνάνθρωποί μας βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας. Κόσμος πεινά και ψάχνει για στήριξη ή ένα απλωμένο χέρι βοηθείας. Όλοι οι υπόλοιποι ζούμε στον μικρόκοσμό μας. Νιώθουμε ότι τα προβλήματά μας, είναι μεγαλύτερα απ’ όλου του υπόλοιπου κόσμου. Κι εκεί, η ζωή σου χτυπά μια γροθιά στο πρόσωπο, για να ξυπνήσεις. Ξυπνάς όμως ή σοκάρεσαι για λίγο και μετά επιστρέφεις στο μικρόκοσμό σου; Δύσκολη απάντηση...
Πρωταγωνιστές της ιστορίας μας, ένας μεσήλικας και μια επιχειρηματίας. Για χάρη της ιστορίας, θα δώσουμε τα ονόματα Χρήστος και Ελένη. Το περιστατικό έλαβε χώρα στην πρωτεύουσα, πριν από κάποιες μέρες. Ο Χρήστος, ένας λεπτός άνδρας κοντά στα 50, με λερωμένα ρούχα αλλά καθαρή καρδιά, μπήκε στην επιχείρηση της Ελένης, για να πάρει κάτι που χρειαζόταν. Αφού η επιχειρηματίας τον εξυπηρέτησε, συνέχισε τη δουλειά της με τον επόμενο πελάτη.
Λίγα λεπτά αργότερα, με την άκρη του ματιού της είδε τον Χρήστο να στέκεται ακόμα στο μαγαζί με ύφος προβληματισμένο. «Χρήστο μου δεν τέλειωσες; Χρειάζεσαι κάτι άλλο;», του είπε. Εκείνος, σήκωσε το βλέμμα του από το έδαφος. Την κοίταξε και με τρεμάμενη φωνή της είπε, «χρειάζομαι δύο ευρώ για να αγοράσω λάδι. Θέλω να μαγειρέψω αυγά, αλλά δεν έχω λάδι».
Νεκρική σιγή σκέπασε για λίγα δευτερόλεπτα το χώρο. Ήταν λες και η επιχείρηση μετατράπηκε σε ένα τεράστιο νεκροταφείο. Η Ελένη, χαμογέλασε. Πήρε διακριτικά από το ταμείο της ένα χαρτονόμισμα των 20 ευρώ. Το έκλεισε σφιχτά στο χέρι της και με γοργά βήματα έφτασε δίπλα του. Του το έκλεισε στο χέρι. Το πρόσωπό του έλαμψε.
Την ώρα που ο Χρήστος την ευχαριστούσε, εκείνη θυμήθηκε ότι κάποιος τις είχε φέρει το πρωί εκείνης της μέρας, αυγά. Του είπε «Χρήστο περίμενε». Έτρεξε και του τα έφερε. Τότε, εκείνος πήρε το χαρτονόμισμα των 20 ευρώ και της είπε «ευχαριστώ πολύ, δεν χρειάζομαι τα χρήματα τότε». Έτεινε το χέρι να της τα δώσει πίσω, μα εκείνη δεν δέχτηκε. Του είπε, «κράτα τα, να αγοράσεις το λάδι κι ότι άλλο χρειάζεσαι για να απολαύσεις τα αυγά σου». Όσοι ήταν στο χώρο πάγωσαν, το μυαλό τους έτρεξε στα δικά τους λιλιπούτεια προβλήματα, τα οποία πριν μπουν σε εκείνη την επιχείρηση τα έκανε να μοιάζουν στο μυαλό τους με γίγαντες.
Σε μια στιγμή, όλα εκείνα τα «προβλήματα», μετατράπηκαν σε αόρατα και σε γελοία. Μέχρι πότε όμως; Μέχρι την ώρα που βγήκαν από εκείνη την επιχείρηση; Μέχρι να μπουν στο αυτοκίνητο; Μέχρι να φτάσουν στο σπίτι ή στην δουλειά τους; Γιατί δυστυχώς, η καθημερινότητά μας, μας μετέτρεψε πλέον σε όντα που λυπούνται ή χαίρονται για λίγο. Σε όντα που χαίρονται μόνο με τη δική τους χαρά κι όχι των άλλων. Σε όντα που δεν λυπούνται με τη λύπη του άλλου.
Ο καθένας κουβαλά τον δικό του σταυρό, λέει ο θυμόσοφος λαός, μα φανταστείτε να ενωνόμασταν και να κουβαλούσαμε μαζί τους σταυρούς μας. Πόσο καλύτερα θα νιώθαμε, πόση δύναμη θα αντλούσε ο ένας από τον άλλο και πόσο ευκολότερη θα ήταν η ανάβαση του Γολγοθά μας...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: