Παράνομη κρίνει την Εγκύκλιο για τις προσαυξήσεις των δεσμοφυλάκων ο Αιμιλιανίδης-Επιστολή σε Υπ. Οικονομικών
17:20 - 24 Ιανουαρίου 2024
«Η έκδοση και η εφαρμογή της εγκυκλίου του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού είναι εκτός του νομοθετικού πλαισίου, είναι παράνομη, είναι αντίθετη προς τις διατάξεις του Νόμου Ν. 70(Ι)/2016 και του Νόμου Ν. 35(Ι)/2007 και αντίκειται προς τις διατάξεις 8 και 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999). Ένεκα των πιο πάνω, καλούμε, όπως τερματιστεί η εφαρμογή της εν λόγω εγκυκλίου και να ανακαλέσει την απόφαση μη παραχώρησης των προσαυξήσεων».
Αυτή είναι η κατάληξη του δικηγορικού Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, που απέστειλε επιστολή στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών, για λογαριασμό της Παγκύπριας Συντεχνίας Ισότητας, σε σχέση με την Εγκύκλιο που εξέδωσε στις 10 Ιανουαρίου 2024 η Διεύθυνση των Κεντρικών Φυλακών, αναφορικά με την ανέλιξη των δεσμοφυλάκων που είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Αναβρασμός για τις περικοπές μισθών σε δεσμοφύλακες-Φωνές και για τις επικείμενες απολύσεις έκτακτων μελών
Η Εγκύκλιος, που κρίνεται από τον δικηγόρο Αχιλλέα Αιμιλιανίδη παράνομη, ανέφερε ότι, οι έκτακτοι υπάλληλοι, που είναι ορισμένου και αορίστου χρόνου, οι οποίοι απασχολούνται σε θέσεις με Σχέδια Υπηρεσίας, υπόκεινται στους περιορισμούς και τις εξετάσεις που προβλέπονται σε αυτά. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι αν ο υπάλληλος δεν επιτύχει στις εξετάσεις, τότε εφαρμόζονται οι σχετικές πρόνοιες για κατακράτηση ή διακοπή της προσαύξησής του. Παράλληλα, αναφέρεται ότι για τους υφιστάμενους υπαλλήλους δίνεται ένα μεταβατικό διάστημα για να επιτύχουν στις εξετάσεις. Όσον αφορά τους νεοπροσλαμβανόμενους, ο χρόνος ξεκινά από την ημερομηνία πρόσληψής τους, ενώ οι μόνιμοι υπάλληλοι οφείλουν να περάσουν εξετάσεις που καθορίζει το σχέδιο υπηρεσίας τους. Ωστόσο, οι δεσμοφύλακες αορίστου χρόνου έχουν ενταχθεί ως προνοεί ο Νόμος στην ευρύτερη κατηγορία του εναλλάξιμου προσωπικού.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή του κ. Αιμιλιανίδη, λανθασμένα και τελώντας υπό πλάνη οι δεσμοφύλακες αορίστου χρόνου πλέον αντιμετωπίζονται ως οι μόνιμοι δεσμοφύλακες, ήτοι σύμφωνα με την εν λόγω εγκύκλιο οι αορίστου χρόνου δεσμοφύλακες οι οποίοι απασχολούνται σε θέσεις με Σχέδια Υπηρεσίας, θα υπόκεινται στους περιορισμούς και τις εξετάσεις που προβλέπονται σε αυτά τα Σχέδια.
Επομένως, όπως αναφέρει, «έχει παρατηρηθεί ότι έγινε παγοποίηση των προσαυξήσεων των δεσμοφυλάκων για εξετάσεις που δεν πέρασαν. Οι ως άνω αναφερόμενες αποφάσεις (α) της έκδοσης και της εφαρμογής της εγκυκλίου υπ’ αριθμόν 1672, (β) της εξομοίωσης των δεσμοφυλάκων αορίστου χρόνου με τους μόνιμους δεσμοφύλακες και (γ) της παγοποίησης των προσαυξήσεων για εξετάσεις που δεν πέρασαν, επηρεάζουν δυσμενώς τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των πελατών μας και προς τούτο έχουμε οδηγίες να διερευνήσουμε την νομιμότητα τους, η οποία εκ πρώτης όψεως τίθεται εν αμφιβόλω».
Ο Αχιλλέας Αιμιλιανίδης, χαρακτηρίζει «αβάσιμη» την παραπομπή στην Εγκύκλιο σε επιστολή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, το 1988, υποδεικνύοντας πως: «Εν προκειμένω, ο Νόμος 70(I)/2016 αποτελεί το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που διέπει το εν λόγω ζήτημα. Επομένως, αναφορές σε προγενέστερες ρυθμίσεις που έρχονται σε σύγκρουση με τον Νόμο είναι αβάσιμες. Σύμφωνα με το άρθρο 13 του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου του 2016 (Ν.70(Ι)/2016) «Εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου εντάσσεται από το Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού σε ευρύτερες εναλλάξιμες κατηγορίες με βάση το μισθοδοτικό του επίπεδο». Το άρθρο 14 του εν λόγω Νόμου προβλέπει τη δυνατότητα μετακίνησης και μετάθεσης εργοδοτουμένων αορίστου χρόνου, σε θέσεις εντός της ίδιας κατηγορίας».
Στη βάση των πιο πάνω και σύμφωνα με την Εγκύκλιο, ο κ. Αιμιλιανίδης υπέδειξε πως η μετακίνηση ενός Εργοδοτούμενου αορίστου χρόνου σε διάφορες θέσεις, θα απαιτούν από έκαστο Εργοδοτούμενο αορίστου χρόνου να επιτύχει προηγουμένως σε όλες αυτές τις διαφορετικές εξετάσεις, γεγονός που θα παραβίαζε την εναλλαξιμότητα και θα εμποδίζει την κανονική του ανέλιξη.
«Γενικότερα, ο πιο πάνω Νόμος δεν θέτει οποιουσδήποτε περιορισμούς και προϋποθέσεις, όπως την επιτυχία σε οποιεσδήποτε εξετάσεις, για τη μισθοδοτική ανέλιξη από την κατώτερη μισθοδοτική κλίμακα σε ανώτερη. Ειδικότερα θα θέλαμε να επισύρουμε την προσοχή σας στο άρθρο 17 του Νόμου 70(Ι)/2016 το οποίο προβλέπει ότι «Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να εκδίδει Κανονισμούς οι οποίοι εγκρίνονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας». Ωστόσο, τέτοιοι Κανονισμοί δεν έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα. Οι Εγκύκλιες Οδηγίες δεν δύναται να θεσπίζουν κανονιστικές διατάξεις και να θέτουν σε ισχύ κανόνες δικαίου. Ο στόχος τους είναι να ερμηνεύουν ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις και να δίδουν οδηγίες για ορθή εφαρμογή τους».
Παράλληλα, μεταξύ άλλων, στην επιστολή τους προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Δικαιοσύνης, τονίζεται πως ο σκοπός μιας εγκυκλίου, δεν είναι να εισάγει καινούρια δεδομένα, αλλά συνιστά εσωτερικό μέτρο, που έχει ως στόχο την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας.
«Επίσης, τα άρθρο 6 και 10 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμος του 2007 (Ν.35(Ι)/2007) είναι απολύτως σχετικά. Συγκεκριμένα το άρθρο 6 του Ν. 35(Ι)/2007 αναφέρει τα εξής: «6. Ο εργοδότης δεν έχει δικαίωμα να περιορίζει με οποιοδήποτε τρόπο, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, την ελευθερία του εργοδοτούμενου να διαθέτει το μισθό του, εκτός στις περιπτώσεις και στο βαθμό που αυτό επιτρέπεται από άλλα άρθρα του παρόντος Νόμου». Το άρθρο 10 του περί Προστασίας των Μισθών Νόμος του 2007 (Ν.35(Ι)/2007) αναφέρει ότι απαγορεύονται οι αποκοπές από τον μισθό, εκτός σε συγκεκριμένες περιπτώσεις που προβλέπονται από τον Νόμο. Η εφαρμογή της εγκυκλίου παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας. Ειδικότερα, η έκδοση και η εφαρμογή της εν λόγω εγκυκλίου φαίνεται να παραβιάζει το άρθρο 8 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999) το οποίο αφορά το νόμιμο πλαίσιο της διοικητικής δράσης. Επίσης, εφαρμόζεται στην παρούσα και το άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999) το οποίο αφορά την πλάνη της διοίκησης κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας».