Εξήντα χρόνια από τα ματωμένα Χριστούγεννα-Ο καφές Μακαρίου και Κουτσιούκ και η προπαγάνδα της μπανιέρας
06:00 - 24 Δεκεμβρίου 2023
Τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1963, άρχισαν από ένα τυχαίο περιστατικό στην οδό Ερμού, όταν σε έναν συνήθη έλεγχο της Αστυνομίας, υπήρξε συμπλοκή μεταξύ Ελληνοκυπρίων Αστυνομικών και Τουρκοκυπρίων, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους, η Σαλιχέ Χασάv, άλλως Τζεμαλιέ και o Τoύρκoς Ζεκκί Χαλήλ. Είχαν προηγηθεί σε πολιτικό επίπεδο οι διαμάχες μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, που ξέσπασαν μετά από την κίνηση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου να παραδώσει έγγραφο με τα 13 σημεία στα οποία ζητούσε να γίνουν αλλαγές στο Σύνταγμα στις αρχές του μήνα
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Τα 13 σημεία, η έκρηξη στο άγαλμα του Μάρκου Δράκου και τι προηγήθηκε των ματωμένων Χριστουγέννων
Η Κύπρος εκείνες της μέρες, έμοιαζε με βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Η κατάσταση ήταν ιδιαίτερα έκρυθμη και συγκεκριμένες ομάδες Τουρκοκυπρίων, που μπορούσαν να επηρεάσουν πράγματα και καταστάσεις, προετοιμάζονταν για την κατάλληλη στιγμή. Αυτή ήρθε τελικά το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου, όπου ένα τυχαίο περιστατικό, το οποίο ωστόσο προσεγγίζεται μέσα από το πρίσμα των τεταμένων σχέσεων των δύο πλευρών τη δεδομένη στιγμή.
Το τι ακριβώς συνέβη το βράδυ της 21ης Δεκεμβρίου, εξιστόρησε ο αστυνομικός Αργύρης Θεοφάνους, ο οποίος ήταν εκ των πρωταγωνιστών αστυνομικών εκείνης της βραδιάς, στον τότε επιτελάρχη της Οργάνωσης «Ακρίτας» Νίκο Κόσιη.
Πώς ξεκίνησαν όλα
«Ονομάζομαι Αργύρης Θεοφάνους και υπηρετώ στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου. Φέρω το βαθμό του Λοχία κι υπηρετώ στην Αστυνομία Πύλης Πάφου, στο Τμήμα Προλήψεως Εγκλημάτων. Στις 20 Δεκεμβρίου 1963, ημέρα Παρασκευή, ανέλαβα καθήκον από τις 18.00. Μαζί μου ανέλαβαν καθήκον κι οι εξής αστυνομικοί: P. Δώρος, P. 1720 Αυγουστής Ευσταθίου και P. 1686 Ομηρος.[...] Αφού περιπολήσαμε σ' ολόκληρη τη Λευκωσία, τον τουρκικό κι Ελληνικό τομέα, όπως επίσης και τα προάστια, γύρω στις δώδεκα φθάσαμε σε κάποιο νυχτερινό κέντρο όπου πήραμε ένα ποτό και ξεκουραστήκαμε για λίγο.
Κατά τη μια τα ξημερώματα της 21 Δεκεμβρίου 1963 βγήκαμε από το κέντρο και συνεχίζουμε την περιπολία μας. Πήραμε την οδό Λήδρας και κατεβήκαμε προς την οδό Ερμού. Περάσαμε από τη Δημοτική Αγορά και φθάσαμε στη διασταύρωση της οδού Ερμού με την Ορχανιέ. Εκεί πρόσεξα ότι δυο αυτοκίνητα, προσπαθούσαν να στρίψουν και να εισέλθουν στην οδό Ερμού.
Η ώρα ήταν μια και τριάντα περίπου. Εγώ, επειδή θεώρησα ως ύποπτα τα δυο αυτοκίνητα, θεώρησα σωστό να τα ελέγξω και γι' αυτό τους έκλεισα το δρόμο με το αστυνομικό αυτοκίνητο. Αμέσως κατέβηκα κάτω κι' επειδή ήμουν με πολιτικά ρούχα, δεικνύοντας προς τον οδηγό του πρώτου αυτοκινήτου την ταυτότητά μου, ως Αστυνομικού Λοχία, του είπα να μου δώσει την άδεια οδηγού, την ταυτότητα του και την ασφάλεια του οχήματος του για έλεγχο.
Μέσα στο αυτοκίνητο αυτό καθόντουσαν επίσης ένας άνδρας δίπλα από τον οδηγό και τρεις γυναίκες πίσω. Αυτός που καθόταν δίπλα από τον οδηγό, αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο λέγοντας μου: «Δεν είμαστε εγκληματίες για να ζητάτε να μας ελέγξετε;.Εγώ του απάντησα: «Εμείς κάνουμε το καθήκον μας ως αστυνομικοί και τίποτ' άλλο».
Στο μεταξύ κατέβηκαν από το αυτοκίνητο όλοι οι επιβάτες και των δυο αυτοκινήτων και προχώρησαν προς το μέρος μας. Ήταν όλοι Τούρκοι- έξι άνδρες και τρεις γυναίκες. Όταν ζήτησα για δεύτερη φορά να τους πείσω να δεχθούν νόμιμο έλεγχο, αυτοί άρχισαν να μας βρίζουν σε οργίλο ύφος και μάλιστα ο ένας απ αυτούς είπε τα εξής προς τον Αυγουστήν Ευσταθίου: «Εσένα πε Κουμπάρος, ξέρω σε τζιαι ύστερα που λλίες μέρες να κανονίσω». Ο Αυγουστής Ευσταθίου αποτεινόμενος προς αυτόν του είπε: «Για να μου μιλάς έτσι, σημαίνει πως δεν γνωρίζεις ποιος είμαι».
Ο ρόλος της Τζιεμαλιέ
Και συνεχίζει η αφήγηση του Αργύρη Θεοφάνους: «Αυτή τη στιγμή πρόσεξα ότι ενώ η Τζιεμαλιέ που βρισκόταν προηγουμένως μέσα στο πρώτο αυτοκίνητο, ερχόταν από τα τούρκικα, από την οδό Μουζουβιζατέ. Αντιλήφθηκα πως αυτή είχε ειδοποιήσει τους Τούρκους που κατοικούσαν στην περιοχή να έρθουν και να δημιουργήσουν φασαρία μαζί μας. Είπα τότε στους αστυνομικούς μου να προσέχουν, διότι υπάρχει φόβος να υποστούμε ξαφνική επίθεση κι έπρεπε να ετοιμασθούμε για κάθε ενδεχόμενο Υστερα πήγα στο αστυνομικό αυτοκίνητο κι έδωσα το εξής σήμα στην Αστυνομία Πύλης Πάφου: «S.O.S. αποστείλατε μου επειγόντως ενισχύσεις, διότι έχω φασαρίες με τους Τούρκους».
Από το Κέντρο Ελέγχου μου απάντησαν ότι μου στέλνονταν ενισχύσεις. Όταν κατέβηκα από το αυτοκίνητο, είδα ότι μαζεύτηκαν περί τους 100 Τούρκοι, οι οποίοι μας ύβριζαν και μας προκαλούσαν συνέχεια. Σε λίγο έφθασαν κι οι ενισχύσεις τις οποίες ζήτησα. Αλλά εκπλήαγηκα πολύ γιατί μου έστειλαν ένα Τούρκο Λοχία, ονόματι Τοργκούτ, δυο Τούρκους αστυνομικούς κι ένα Έλληνα. Σε λίγο κατέφθασε στη σκηνή του επεισοδίου κι ο ανθυπαστυνόμος Οούζ, μαζί με Τούρκους αστυνομικούς κι ένα Έλληνα, τον Σταυρή.
Ξέφυγε η κατάσταση
Άφησα τους υπόλοιπους αστυνομικούς μου στη σκηνή κι' εγώ μαζί με τον Κόκο κατευθυνθήκαμε προς τη διεύθυνση της Πύλης Αμμοχώστου. Καθ' οδόν συνάντησα τον Αστυνόμο Λευκωσίας Μιχαλάκη Παντελίδη και του εξήγησα τι συνέβαινε. Επίσης κατέβηκε ο Κόκος από το αυτοκίνητο μου και μπήκε σ' εκείνο του κ. Παντελίδη κι' επιστρέψαμε στη σκηνή του επεισοδίου. Πήγαινε μπροστά ο Αστυνόμος κι ακολουθούσα εγώ.
Μόλις φθάσαμε στη σκηνή των επεισοδίων πρόσεξα ότι όλοι οι Αστυνομικοί κι οι δικοί μου κι οι Τούρκοι είχαν εξαφανισθεί από την περιοχή αυτή κι ότι μόνον ο Τουρκικός όχλος βρισκόταν εκεί Εκεί επίσης και τα δυο αυτοκίνητα που είχαν σταματήσει βρίσκονταν όπως τα άφησα. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο μου, το οποίο άφησα σκόπιμα να εργάζεται και με τα φώτα αναμμένα. Το ίδιο έκαμε κι' ο κ. Παντελίδης. Η ώρα ήταν ακριβώς Ο2.15. Μόλις κατέβηκα από το αυτοκίνητο δέχθηκα άγριο ξυλοδαρμό από τον όχλο. Με κτυπούσαν ανηλεώς και κτηνωδώς σ' όλα τα μέρη του σώματος μου. Σε μια στιγμή άκουσα τον Αστυνόμο να φωνάζει να σταματήσουν γιατί ήμουν αστυνομικός. Ο Αστυνόμος φορούσε στολή. Εγώ τότε κατόρθωσα τρέχοντας να διαφύγω προς το αυτοκίνητο μου οπότε άκουσα μια ριπή αυτομάτου όπλου να ρίχνεται εναντίον μας από το μέρος που ήταν σταθμευμένα τα δυο τουρκικά οχήματα. Εσυρα τότε κι εγώ το υπηρεσιακό μου πιστόλι κι άρχισα να πυροβολώ προς το μέρος που ήσαν τα αυτοκίνητα των Τούρκων. Το ίδιο έκανε κι ο Αστυνόμος. Είδα μια γυναίκα κι' έναν άνδρα να πέφτουν στην άσφαλτο. Η γυναίκα αυτή ήταν η Τζιεμαλιέ ενώ ο ο Τούρκος ήταν κάποιος ονόματι Ζεκκί Χαλήλ.
Σε κάποιο στάδιο ο Αστυνόμος Παντελίδης μου φώναξε: «Γρήγορα, τρέξε να πάμε στην Αστυνομία». Αφήσαμε το όχημά μας και τον Κόκο για να μας καλύψει για να πάμε στην Αστυνομία. Όταν προχωρήσαμε κάπου 100 μέτρα τρέχοντας, είδα να έρχεται από απέναντι μας, κρατώντας ανά χείρας περίστροφο, ο Οούζ. Εγώ προς στιγμή νόμισα πως θα μας πυροβολούσε, αλλά πλησίασε τον αστυνόμο και του είπε ότι είχε παράπονο από μένα. Εμείς πήραμε το αυτοκίνητο του Οούζ και με οδηγό τον αστυνομικό Σταυρή, φύγαμε ολοταχώς για την Αστυνομία της Πύλης Πάφου, διασχίζοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα την οδό Ερμού προς την οδό Πάφου. Καθ' οδόν ο Αστυνόμος διέταξε, μέσω του ασυρμάτου γενικό συναγερμό ολόκληρης της αστυνομικής δύναμης της Λευκωσίας. Όταν φθάσαμε στον αστυνομικό σταθμό ο κύριος Παντελίδης με διέταξε να κατευθυνθώ προς την οπλοθήκη. Έκαμα ότι με διέταξε.
Όταν φθάσαμε στο σταθμό πρόσεξα ότι οι Τούρκοι αστυνομικοί ήσαν περισσότεροι από τους Ελληνες.Ο κ. Παντελίδης άνοιξε την οπλοθήκη και μπήκα μαζί του μέσα. Σπάσαμε την κάσα που περιείχε όπλα Στέρλιγκ κι' άρχισα να ετοιμάζω ένα.Εκείνη τη στιγμή πρόσεξα ότι η οπλοθήκη είχε γεμίσει με Έλληνες και Τούρκους που προσπαθούσαν να οπλιστούν.Τους έδιωξα όλους απειλώντας τους με το αυτόματό μου. Ύστερα φώναζα ένα, ένα τους Ελληνες αστυνομικούς και τους έδωσα οπλισμό».
Επεκτάθηκαν τα επεισόδια
Το αιματηρό επεισόδιο της οδού Ερμού ακολούθησε γενικός συναγερμός και ξαφνικά πολλοί βρέθηκαν με τα όπλα στα χέρια. Ήταν τα όπλα με τα οποία είχαν εξοπλισθεί οι παράνομες ομάδες και των δυο κοινοτήτων ΤΜΤ και Ακρίτας.
Και αν τα όπλα από αστυνομικής πλευράς ήταν εκείνα που στόχευαν στην προστασία της διάλυσης του κράτους, και εκείνα των Ελλήνων για ενίσχυση της διοίκησης που ελεγχόταν από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, εκείνα των Τούρκων που ξαφνικά βρέθηκαν κατά εκατοντάδες στα χέρια εκπαιδευμένων ανθρώπων, αλλά και σε μυστικά, έστω και πρόχειρα φυλάκια, συνδεδεμένα με υπόγειες στοές, (ιδιαίτερα στα τείχη που "έβλεπαν" προς την ελληνική συνοικία της Λευκωσίας, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων), επιβεβαίωσαν τις πληροφορίες των αρχών ότι οι Τούρκοι προετοιμάζονταν μυστικά για αρκετό καιρό προηγουμένως γι' αυτή την ενδεχόμενη αναμέτρηση.
Όπως ήταν φυσικό για την έκρηξη ενημερώθηκαν αμέσως ο Πρόεδρος Μακάριος, ο αντιπρόεδρος Φαζίλ Κουτσιούκ και τα μέλη της Κυβέρνησης που κινητοποιήθηκαν για να αποτρέψουν τα χειρότερα.
Πήγαν για καφέ στη Δευτερά Μακάριος και Κιουτσιούκ
Γύρω στις 3.45 το πρωί έφτασαν στον Αστυνομικό σταθμό Πύλης Πάφου, που συνορεύει με τις δυο συνοικίες της Λευκωσίας, ο Υπουργός Εσωτερικών Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ο Υπουργός Άμυνας Οσμάν Ορέκ και ο Αντιπρόεδρος Φαζίλ Κουτσιούκ, οι οποίοι συγκρότησαν μια πρώτη εσπευσμένη σύσκεψη, στην οποία λήφθηκαν αποφάσεις με στόχο να αποπυροδοτηθεί η κρίση.
Ταυτόχρονα μόλις ξημέρωσε ο Πρόεδρος Μακάριος, συνοδευόμενος από τον Κουτσιούκ έσπευσε σε διάφορα σημεία για να αποτρέψουν μαζί τα χειρότερα.
Μια τέτοια επίσκεψη πραγματοποίησαν στη Δευτερά, κοντά στη Λευκωσία, όπου μάλιστα κάθισαν μαζί σε καφενείο του χωριού και προέτρεψαν τους κατοίκους, Έλληνες και Τούρκους, να ηρεμήσουν.
Έλπιζαν ότι η φωτογραφία που πήραν οι φωτογράφοι με τους δυο ηγέτες να κάθονται στο καφενείο και να πίνουν ήρεμοι τον καφέ τους θα έστελνε ξεκάθαρα μηνύματα στους φανατικούς και από τις δυο κοινότητες. Ωστόσο κανένας δεν ήθελε να πάρει το μήνυμα αυτό. Το αιματηρό επεισόδιο που προηγήθηκε ήταν αρκετό να συμβάλλει ώστε να κορυφωθεί η ένταση. Έτσι τις επόμενες ημέρες η κρίση κλιμακώθηκε ακόμα περισσότερο και οδήγησε σε χειρότερα αιματηρά γεγονότα σε όλο το μήκος των "συνόρων" της Ελληνικής με την Τουρκική συνοικία της Λευκωσίας αλλά και στις άλλες πόλεις.
Έπιασαν δουλειά τα όπλα
Οι δυνάμεις της οργάνωσης «Ακρίτας», συνεργαζόμενες με την Αστυνομία και τους Έλληνες του Κυπριακού Στρατού, κλήθηκαν να παίξουν το ρόλο τους.
Το ξημέρωμα της 21.12.63 η Λευκωσία ξύπνησε από τα κροταλίσματα των πολυβόλων που έβαλλαν κι' από τις δυο πλευρές της νοητής γραμμής που χώριζε τη Λευκωσία σε δυο τομείς και που άρχιζε βασικά από την περιοχή Αγίου Παύλου και προχωρούσε ανατολικά προς το Ξενοδοχείο Λήδρα Πάλας, την Πύλη Πάφου, τις οδούς Πάφου και Ερμου κι επεκτεινόταν ως το Τακτακαλά, την Ομορφίτα και τον Τράχωνα.
Έλληνες και Τούρκοι ανέβηκαν στα πιο ψηλά κτίρια των δυο περιοχών κι' απ' εκεί άρχισαν να ανταλλάσσουν πυρά, ενώ παράλληλα κινητοποιούνταν οι ένοπλες ομάδες που ήσαν ήδη έτοιμες κι' από τις δυο πλευρές- της Τ.Μ.Τ. και του " Ακρίτα" και των ιδιωτικών στρατών που είχαν σχηματίσει διάφοροι παράγοντες και κυρίως οι Νίκος Σαμψών και Βάσος Λυσσαρίδης, οι οποίοι είχαν κρατηθεί σκόπιμα έξω από την οργάνωση Ακρίτας, από το Γιωρκάτζη.
Τις επόμενες ημέρες το κακό γενικεύθηκε με αποτέλεσμα να συμβούν θλιβερά γεγονότα με δολοφονίες κι' από τις δυο πλευρές και επέκταση τους και στις άλλες πόλεις της νήσου.
Το ψέμα της μπανιέρας
Τις επόμενες ημέρες η κατάσταση εκτραχύνθηκε και βγήκε εκτός ελέγχου. Μέσα σε όλα αυτά, αστυνομικοί στις 24 Δεκεμβρίου, αντίκρυσαν μια αποκρουστική εικόνα. Η μητέρα και τα τρία ανήλικα παιδιά τους βρήκαν φρικτό θάνατο εντός του σπιτιού τους στη Λευκωσία. Η φωτογραφία που απεικονίζει τη γυναίκα και τα τρία παιδάκια του στρατιωτικού γιατρού της ΤΟΥΡΔΥΚ, σφαγμένα μέσα σε μια μπανιέρα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό TIME στις 10 Ιανουαρίου του 1964 ενώ η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου και μεταξύ άλλων μέσων δημοσιεύθηκε και στον Guardian στις 31 Δεκεμβρίου.
Αν και το έγκλημα σημειώθηκε στις 24 Δεκεμβρίου, τόσο ο τουρκικός τύπος όσο και ο τουρκοκυπριακός που τότε εκφράζετο μέσω μόλις δύο εφημερίδων καθυστέρησαν τρεις μέρες για να ανακαλύψουν την τραγική είδηση της δολοφονίας τριών παιδιών και της μητέρας τους, όπως υποστήριζαν τότε, και να διεθνοποιήσουν το θέμα.
Από το 1963 και για δεκαετίες η ελληνοκυπριακή πλευρά βρισκόταν στο σκαμνί για το «έγκλημα πολέμου'» όπως δικαίως χαρακτηρίστηκε από τη διεθνή κοινότητα (σ.σ που δεν γνώριζε τα πραγματικά περιστατικά) που έκαναν οι Ελληνοκύπριοι. Για δεκαετίες ολόκληρες οι ακριβείς συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το έγκλημα, όπως επίσης και η ταυτότητα των δραστών παρέμεναν άγνωστες.
Η αλήθεια έλαμψε δεκαετίες αργότερα
Η αλήθεια ωστόσο ήταν αρκετά διαφορετικά. Δεκαετίες μετά, ο δημοσιογράφος που τράξηξε τις φωτογραφίες, που έκαναν τον γύρο του κόσμου, έσπασε τη σιωπή του. Όπως είπε ο δημοσιογράφος, ο Τούρκος Συνταγματάρχης Νιχάτ Ιλχάν, σύζυγος της γυναίκας που βρέθηκε δολοφονημένη και πατέρας των τριών παιδιών σε μια στιγμή αμόκ δολοφόνησε την οικογένειά του. Όταν η στυγερή δολοφονία του Ιλχάν, έγινε γνωστή στους εξτρεμιστικούς κύκλους των Τουρκοκυπρίων, ενεργοποιήθηκαν οι ομάδες προπαγάνδας της ΤΜΤ που σκηνοθέτησαν την μπανιέρα κι αφού κάλεσαν τον φωτογράφο που αργότερα ομολόγησε πως δεν ήταν οι Ελληνοκύπριοι πίσω από το έγκλημα, το εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο και δημιούργησαν μια άνευ προηγουμένου φρικαλέα ιστορία που έκανε το γύρο του κόσμου με δράστες τους Ελληνοκύπριους.
Τα πραγματικά γεγονότα επισφράγισε με το πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα Αφρίκα ο Τουρκοκύπριος δημοσιογράφος και πολιτικός Σενέρ Λεβέντ που προχώρησε σε μια σπουδαία αποκάλυψη θέτοντας και μια σειρά ερωτημάτων που παραμένουν αναπάντητα μέχρι σήμερα, δημοσιεύοντας φωτογραφίες της μπανιέρας χωρίς αίματα και με της σορούς των θυμάτων έξω από αυτή. Συγκεκριμένα η «Αφρίκα» στο πρωτοσέλιδό της στις 2 Ιανουαρίου 2015 σημειώνει πως υπάρχει μια διαφορετική εκδοχή από την επίσημη που χρησιμοποιούνταν ως «εικόνα της πολιτικής προπαγάνδας», αναφέρει και διερωτάται γιατί συνέβη αυτό.
Ανακάλυψαν, έγραψε ο Λεβέντ, ότι υπήρχαν και άλλες εκδοχές εκείνης της φωτογραφίας και η δολοφονία δεν έγινε όπως δημοσιεύθηκε. Και για να γίνει πιο αποτελεσματική η προπαγάνδα δόθηκε μια διαφορετική μορφή στην εικόνα, λέγοντας πως αυτό το έκανε ο τουρκικής καταγωγής δημοσιογράφος Ομέρ Σαμί Τζοσιάρ, ανταποκριτής τότε της εφημερίδας Μιλλιέτ, ο οποίος εργαζόταν σαν αξιωματούχος πληροφοριοδότης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Γιατί έγινε αυτή η σκηνοθεσία δεν μας εξήγησε κανείς, προσθέτει ο Σενέρ Λεβέντ στο άρθρο του.