Ξεσπά οικογένεια ήρωα αστυνομικού που σκοτώθηκε το 1974-«Δεν ανεχόμαστε τον εμπαιγμό και την αδιαφορία»
Φοινιώ Σάββα 06:00 - 03 Απριλίου 2024
«Θυμόμαστε τις ελάχιστες φορές που πέρασαν από το σπίτι μας κάποιοι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας, για να διαπιστώσουν αν δεχόμαστε την φροντίδα της και πολύ άστοχα κάποιοι από αυτούς να την συμβουλεύουν να δώσει τα παιδιά της για υιοθεσία, αφού φάνταζε πολύ δύσκολο το μεγάλωμά μας. Αντ’ αυτού, κανένας και ποτέ δεν την ενημέρωσε για τα δικαιώματά της ή για το τι θα μπορούσε να διεκδικήσει από την Πολιτεία, για να μπορέσει να μας μεγαλώσει με λιγότερες στερήσεις».
Αυτά ήταν τα λόγια της Γεωργίας Παύλου, κόρης του αγνοούμενου και μετέπειτα πεσόντα της τουρκικής εισβολής, ειδικού αστυφύλακα Παναγιώτη Παύλου, με τα οποία θέλησε να περιγράψει τα βιώματα της οικογένειάς της, που από το 1974 και εντεύθεν δεν είχε τη στήριξη της Πολιτείας, ενώ ούτε η ηγεσία της Αστυνομίας προέβη στις απαραίτητες ενέργειες, για να αποκαταστήσει ως όφειλε τους συγγενείς του ήρωα.
Η ιστορία του ήρωα ειδικού αστυφύλακα, Παναγιώτη Παύλου, ακούστηκε ενώπιον της Επιτροπής Προσφύγων της Βουλής και ήρθε στην επιφάνεια με αφορμή την υπόθεση του ειδικού αστυνομικού, Θεόδουλου Σολωμού, ο οποίος είχε απολυθεί από την πραξικοπηματική Κυβέρνηση το 1974, ήταν αγνοούμενος μέχρι πρότινος και η οικογένειά του πάλευε από το 2000 μέχρι και σήμερα, για να του δοθούν οι τιμές που έπρεπε να του είχαν δοθεί, όπως η επ’ ανδραγαθία προαγωγή σε λοχία, η καταβολή του μισθού στην οικογένεια και η ονοματοδοσία ενός δρόμου ή πάρκου εις μνήμη του. Μία υπόθεση που έληξε χθες, όταν ο υπουργός Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ότι προτίθεται να εγκρίνει εισήγηση του Αρχηγού Αστυνομίας, για απόδοση των τιμών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Χρειάστηκαν 50 χρόνια για να δικαιωθεί ο αστυνομικός Σολωμού-Παρέμβαση Χαρτισώτη και αναδίπλωση Αρχηγού
Η οικογένεια του ειδικού αστυφύλακα, Παναγιώτη Παύλου, τα οστά του οποίου ανευρέθηκαν και ταυτοποιήθηκαν το 2016, ενώ μέχρι τότε οι συγγενείς του απέφευγαν να μιλήσουν για τα γεγονότα της εισβολής και της απουσίας του, καθώς όπως αναφέρει σε υπόμνημα που αποδόθηκε στα μέλη της Επιτροπής από την κόρη του, Γεωργία, με αυτό τον τρόπο θεωρούσαν υποσυνείδητα ότι δεν πλήρωνε ο ένας τον άλλο, εγκλωβίζοντας όποιο συναίσθημα προκειμένου να μην φέρουν τη μητέρα τους σε δύσκολη θέση.
«Μετά την ταφή των ιερών του λειψάνων, αρχίσαμε δειλά-δειλά να ρωτάμε την μητέρα μας και παραδόξως να παίρνουμε απαντήσεις για όλα τα ζητήματα που τον αφορούσαν, από το πιο μικρό μέχρι και το πιο μεγάλο. Μάθαμε για την τελευταία τους επικοινωνία λίγες μόνο ώρες πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, υπερασπιζόμενος την πατρίδα μας, το απόγευμα της 22ας Ιουλίου 1974, κατά την προέλαση των Τούρκων στην περιοχή Τράχωνα-Μιας Μηλιάς».
Τα τελευταία του λόγια προς τη σύζυγό του, όπως εξομολογείται η κόρη του «τα μωρά τζιαι τα μμάθκια σου». Πράγμα που έκανε. «Ήταν πάντοτε στο πλευρό μας, στα εύκολα και στα δύσκολα, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Ήταν και παραμένει περήφανος άνθρωπος. Ποτέ δεν καταδέχτηκε να ζητήσει οποιαδήποτε βοήθεια από κανέναν. Θυμόμαστε τις ελάχιστες φορές που πέρασαν από το σπίτι μας κάποιοι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας, για να διαπιστώσουν αν δεχόμαστε την φροντίδα της και πολύ άστοχα κάποιοι από αυτούς να την συμβουλεύουν να δώσει τα παιδιά της για υιοθεσία, αφού φάνταζε πολύ δύσκολο το μεγάλωμά μας. Αντ’ αυτού, κανένας και ποτέ δεν την ενημέρωσε για τα δικαιώματά της ή για το τι θα μπορούσε να διεκδικήσει από την Πολιτεία, για να μπορέσει να μας μεγαλώσει με λιγότερες στερήσεις».
Αναφερόμενη στην Αστυνομία, η κα. Παύλου υπέδειξε πως «ούτε και την Αστυνομία Κύπρου, στην οποία υπηρετούσε πριν την εξαφάνισή του ο πατέρας μας, θυμόμαστε να ενδιαφέρθηκε για την οικογένεια του μέλους της. Οι όποιος επαφές ήταν τυπικές, που περιορίζονταν σε προσκλήσεις για συμμετοχή σε εκδηλώσεις. Καμία νουθεσία, καμία ενημέρωση, καμία θετική εμπλοκή στη ζωή μας. Μάλιστα, κάποια στιγμή έφεραν στη μητέρα μας μία φορολογική δήλωση στο όνομα του πατέρα, για να τη συμπληρώσει».
Η πρώτη φορά που απευθύνθηκε στην Πολιτεία η οικογένεια
Όπως εξήγησε η κα. Παύλου, υπέδειξε πως μέχρι την εξακρίβωση των λειψάνων του πατέρα της, η οικογένεια δεν είχε καμία καθοδήγηση από την Πολιτεία, για τα δικαιώματά τους, αφού μέχρι τότε βίωναν μόνο τις ατομικές τους εμπειρίες, με το επάγγελμα του πατέρα τους να περιορίζεται σε ένα «αγνοούμενος», πάνω στα ενδεικτικά προόδου που έπαιρναν κάθε χρόνο και τα χρόνια περνούσαν μεγάλωσαν, αλλά ποτέ δεν δέχτηκαν οποιαδήποτε συμπαράσταση ή καθοδήγηση.
«Για πρώτη φορά σκεφτήκαμε να απευθυνθούμε στην Πολιτεία για βοήθεια, όταν η μητέρα μας νόσησε βαριά, αφού διεγνώσθη με πολλαπλό μυέλωμα, μία σπάνια μορφή καρκίνου των οστών, η οποία της προκάλεσε τύφλωση κατά 95,5%, σε συνδυασμό με πολλαπλά κινητικά προβλήματα. Η ανάγκη φροντίδας και συνεχούς παρακολούθησης από ιατρούς πολλών ειδικοτήτων σχεδόν καθημερινά, σε συνδυασμό με την άρνησή της να μας επιβαρύνει οικονομικά, μας ανάγκασε να αποταθούμε με επιστολή μας στην Υπηρεσία Πρόνοιας, στην Υπηρεσία Αγνοουμένων, στην Επιτροπή Αγνοουμένων και στον τότε Επίτροπο Προεδρίας, αλλά και σε μέλη της Επιτροπής σας».
Ωστόσο, οι απαντήσεις που έλαβαν τις τρεις φορές που έκαναν αίτηση ήταν αρνητικές. «Την πρώτη φορά ενημερωθήκαμε ότι δεν δικαιούται βοήθημα, επειδή έχει ψηλές καταθέσεις στην τράπεζα, που αγγίζουν τις 60,000 ευρώ, τις οποίες ουδέποτε μας επέδειξαν παρά το αίτημά μας. Τη δεύτερη φορά, απορρίφθηκε διότι δεν ήταν λήπτης του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, ενώ την τρίτη φορά, επειδή δεν συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των παθόντων της τουρκικής εισβολής. Όταν απευθυνθήκαμε για διερεύνηση του γεγονότος, η Υπηρεσία Πρόνοιας διαπίστωσε ότι η αίτηση της μητέρα μας εκκρεμούσε σχεδόν 50 χρόνια και εντοπίστηκε με την ταυτότητα που τηρούσε επί αγγλοκρατίας».
Ήταν τότε που διαπίστωσε η οικογένεια ότι δικαιούτο επίδομα παθόντα, το οποίο δεν έλαβε ποτέ, ένα επίδομα που θα μπορούσε να βοηθήσει την ταλαιπωρημένη μητέρα και να συνδράμει στις σπουδές των παιδιών που στερήθηκαν.
«Ενημερωθήκαμε και για τις περιορισμένες απολαβές του πατέρα μας, ως ειδικού αστυφύλακα, ότι δηλαδή ο μισθός του κλίμακας Α1 ανερχόταν συνολικά στο ποσό 1,556 λιρών ετησίως. Απευθυνθήκαμε στην Αστυνομία Κύπρου, στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αλλά και στο Υφυπουργείο Πρόνοιας μετά από την ίδρυσή του. Οι επιστολές μας από το 2016 έπεφταν στο κενό. Ύστερα από τη συνδρομή δικηγόρου, πήραμε τη μοναδική απάντηση από την Αστυνομία Κύπρου, στις 14 Φεβρουαρίου 2024. Αυτή συνάγεται ότι ο πατέρας μας μετά από την τουρκική εισβολή:
-Δεν λάμβανε κοινωνικές ασφαλίσεις από το κράτος, η σύνταξη δε και το εφάπαξ του στηρίχθηκαν στα 3 σχεδόν χρόνια εργασίας του στην Υπηρεσία.
-Το περιεχόμενο του εφάπαξ οφείλεται στην πρόωρη αφυπηρέτησή του, την οποία να σημειωθεί ότι η Υπηρεσία του προσπάθησε να πετύχει αρχικώς με την συναίνεσή μας, κατόπιν αλλεπάλληλων τηλεφωνημάτων και πιέσεων, μετά από υπόσχεσή τους, ότι θα αφυπηρετούσε τιμητικά στη θέση του Λοχία.
-Ουδέποτε προτάθηκε και αν τελικών αυτό έγινε, ουδέποτε ενημερωθήκαμε, για προαγωγή του επ’ ανδραγαθία, ως καθορίζεται δυνητικά στη σχετική νομοθεσία που διέπει τους αστυνομικούς και αστυφύλακες. Αντ’ αυτού, στην προαναφερθείσα επιστολή της Αστυνομίας, ενημερωθήκαμε ότι αφυπηρέτησε στην ανώτατη βαθμίδα της κλίμακας Α1 ως τακτικός ειδικός αστυφύλακας».
Ουσιαστικά, μέσα από τη μαρτυρία της Γεωργίας Παύλου, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι τόσα χρόνια η Πολιτεία δεν κατάφερε να στηρίξει την οικογένεια ενός ανθρώπου, που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία μας.
«Οι απαντήσεις που δεν λάβαμε, αλλά και ο εμπαιγμός και ειρωνεία που δεχθήκαμε από τους αρμόδιους λειτουργούς του κράτους μας, όταν απευθυνθήκαμε τηλεφωνικώς για διευκρινίσεις, είναι πέρα για πέρα χαρακτηριστικές της αδιαφορίας, αλλά και της απούσας επίσημης από τη ζωή μας. Αυτό ώθησε την οικογένειά μας να διεκδικήσει με αποφασιστικότητα όσα η Πολιτεία της στέρησε, δια της νομικής οδού. Δεν ανεχόμαστε τον εμπαιγμό ούτε την αδιαφορία. Δεν ανεχόμαστε να βλέπουμε τη μητέρα μας μετά από 50 χρόνια, να δακρύζει από πίκρα, γνωρίζοντας ότι αν τα παραπάνω δεν συνέβαιναν, εφόσον η Πολιτεία στεκόταν αρωγός και της δικής μας οικογένειας, τότε θα μπορούσε να μας προσφέρει προοπτικές και εχέγγυα για μία καλύτερη ζωή, όπως άλλωστε τονίζει επανειλημμένα και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας σε δηλώσεις του».