Η απουσία των γυναικών και το επιπλέον στοίχημα των κομμάτων στις διπλές εκλογές
Μικαέλλα Λοΐζου 06:00 - 11 Αυγούστου 2023
Οι διπλές εκλογές του 2024 απαιτούν δεκάδες ψηφοδέλτια, πολλαπλά για την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ένα για κάθε κόμμα για τις Ευρωεκλογές. Και δεκάδες ψηφοδέλτια σημαίνουν εκατοντάδες υποψήφιοι, για υψηλά και χαμηλότερα αξιώματα, τους οποίους τα κόμματα θα πρέπει να βρουν και να προβάλουν καταλλήλως στις τοπικές κοινωνίες αλλά και, όπου χρειάζεται, ανά το παγκύπριο.
Ένα μεγάλο στοίχημα για τα κόμματα, πέραν των εκλογικών στόχων που θα θέσει το κάθε ένα, είναι να φροντίσουν να συμβαδίζουν με τα σημεία των καιρών. Διανύουμε μια εποχή που δεν είναι πλέον εύπεπτη η υποεκπροσώπηση των γυναικών στα κέντρα λήψεως αποφάσεων από την κοινωνία, η οποία προβάλλει ξεκάθαρα την απαίτηση για συμπερίληψη και των δύο φύλων στην πολιτική. Υπενθυμίζεται ότι, παρά την αύξηση των γυναικών στη στελέχωση της Κυβέρνησης και του ευρύτερου περιβάλλοντός του, μόλις τον προηγούμενο Μάρτιο ο Νίκος Χριστοδουλίδης είχε επικριθεί έντονα, επειδή απέτυχε να πιάσει τον στόχο του 50-50 στο Υπουργικό του Συμβούλιο. Αυτή η αντίδραση αποτελεί τεράστια αλλαγή, αν αναλογιστεί κανείς πως προ δεκαετίας, όταν ο Νίκος Αναστασιάδης διόρισε Υπουργικό Συμβούλιο χωρίς ούτε και μία γυναίκα, η αντίδραση περιοριζόταν στις δημοσιογραφικές στήλες και στα φεμινιστικά σύνολα, χωρίς να δείχνει να ενοχλεί ιδιαίτερα την ευρύτερη κοινωνία. Και αυτήν την αλλαγή θα πρέπει να την λάβουν σοβαρά υπόψιν τα κόμματα, τα οποία ήδη, εδώ και μερικά χρόνια, βρίσκονται σε διαρκή μάχη με την αποσυσπείρωση και την απαξίωση.
Είναι κατανοητό σε όλους ότι το ρεζιλίκι των προηγούμενων Ευρωεκλογών δεν μπορεί να επαναληφθεί. Υπενθυμίζεται ότι η Κύπρος κατάφερε να είναι το μοναδικό κράτος-μέλος της ΕΕ που δεν είχε ούτε μία γυναίκα ευρωβουλευτή, με το γεγονός πως διαθέτει μόλις έξι έδρες να μην μπορεί να αποτελεί δικαιολογία, όταν τα υπόλοιπα μικρά κράτη μπόρεσαν να εκλέξουν γυναίκες και μάλιστα ορισμένα στον δείκτη του 50-50. Για παράδειγμα το Λουξεμβούργο, που επίσης έχει έξι ευρωβουλευτές, κατάφερε να εκλέξει τρεις γυναίκες και τρεις άνδρες, ενώ πολύ χειρότερα τα πήγε η Μάλτα, η οποία ωστόσο εξέλεξε δύο γυναίκες, όπως και η Εσθονία που διαθέτει επτά έδρες. Η Σλοβενία και η Λετονία, που έχουν από οκτώ ευρωβουλευτές, έστειλαν στις Βρυξέλλες από τέσσερις γυναίκες και τέσσερις άνδρες. Όμως η Κύπρος ήταν χωρίς γυναίκα ευρωβουλευτή, μέχρι που η Ελένη Σταύρου αντικατέστησε τον Λευτέρη Χριστοφόρου στην ομάδα του ΔΗΣΥ και ακόμη και σήμερα είναι η μοναδική χώρα που έχει μόνο μία γυναίκα στο Ευρωκοινοβούλιο.
Τα στατιστικά είναι ντροπιαστικά και στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σύμφωνα με την Ένωση Δήμων, οι γυναίκες δημοτικοί σύμβουλοι που προέκυψαν από τις τελευταίες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν, ανέρχονταν σε ποσοστό 19,6%. Δηλαδή ούτε καν ένας στους πέντε απερχόμενους δημοτικούς σύμβουλους δεν είναι γυναίκα. Αντιθέτως, από τους 478 εξελέγησαν μόλις 94 γυναίκες. Σε ό,τι δε αφορά τους επικεφαλής των Δήμων, υπάρχει μόνο μία γυναίκα δήμαρχος στην ελεύθερη Κύπρο αυτή τη στιγμή, η Φωτούλα Χατζηπαπά στη Λακατάμια, ενώ στους κατεχόμενους Δήμους είναι δήμαρχος η Ρίτα Κωμοδίκη Ελισσαίου στην Κερύνεια, η Ζήνα Παναγίδη Λυσάνδρου στο Λευκόνοικο και η Ελένη Χατζημιχαήλ Μυλωνά στην Ακανθού, την στιγμή που συνολικά, με το προηγούμενο σύστημα, υπήρχαν 39 Δήμοι σε ολόκληρη την Κύπρο.
Την ίδια στιγμή, ενώ ο μέσος όρος στα εθνικά κοινοβούλια της ΕΕ είναι 32,7%, στη Βουλή των Αντιπροσώπων της Κύπρου οι οκτώ γυναίκες αποτελούν μόλις το 14,29%. Κι αυτό δεν συμβαίνει επειδή η κυπριακή κοινωνία αρνείται να ψηφίσει γυναίκες, αλλά επειδή οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται σοβαρά στα ψηφοδέλτια. Αν οι πολίτες δεν ήθελαν να ψηφίζουν γυναίκες, δεν θα ερχόταν πρώτη σε σταυρούς παγκύπρια (και στην επαρχία Λευκωσίας) η Ειρήνη Χαραλαμπίδου και πρώτη στην επαρχία Λάρνακας η Πρόεδρος της Βουλής, Αννίτα Δημητρίου. Αυτό συμβαίνει επειδή διαχρονικά τα κόμματα δεν φροντίζουν να υπάρχουν αρκετές γυναίκες στα ψηφοδέλτιά τους και πολλές από αυτές που τελικά συμπεριλαμβάνουν είτε δεν προέρχονται από την πρώτη γραμμή των γνωστών και προβεβλημένων στελεχών είτε είναι «αλεξιπτωτιστές» της πολιτικής, τις οποίες εντοπίζουν μέσα από την κοινωνία των πολιτών, καθαρά με βάση επαγγελματικά και κοινωνικά προσόντα και διακρίσεις, και ξεκινούν την κούρσα από διαφορετική αφετηρία από τους άντρες που ζυμώνονται πολιτικά τόσα χρόνια στα κομματικά όργανα. Χαρακτηριστικό αυτού είναι το γεγονός πως στις προηγούμενες Ευρωεκλογές, οι γυναίκες υποψήφιες ήταν περίπου το ένα τέταρτο του συνόλου των υποψηφίων αλλά από αυτές μόλις 11 προέρχονταν από συνδυασμούς κοινοβουλευτικών κομμάτων, που είχαν δηλαδή πιθανότητα εκλογής. Μάλιστα, ακόμη κι από αυτές τις 11, μόλις δύο ήταν υφιστάμενοι αξιωματούχοι, δηλαδή προβεβλημένα κομματικά στελέχη πρώτης γραμμής.
Η μόνιμη δικαιολογία των περισσότερων κομμάτων είναι ότι «δεν βρίσκουν γυναίκες» για τα ψηφοδέλτια. Το μόνιμο, όμως, πρόβλημα είναι ότι ψάχνουν γυναίκες υποψήφιες λίγο πριν από τις εκλογές. Ότι δεν φροντίζουν οι δομές και τα συλλογικά τους όργανα να διαθέτουν αρκετές γυναικείες επιλογές και να αξιοποιούν κατάλληλα και να προβάλλουν διαχρονικά αυτά τα στελέχη. Δεν τους προσφέρουν αρκετές εμπειρίες και αρκετή πολιτική τριβή, με αποτέλεσμα, όταν φτάσει η στιγμή των εκλογών, οι υποψήφιές τους να είναι ουσιαστικά πρωτάρες της δημόσιας πολιτικής, που ανταγωνίζονται με πιο έμπειρους άντρες.
Δεδομένου ότι μεσολαβεί σχεδόν ένας χρόνος μέχρι τις διπλές εκλογές, τα κόμματα έχουν χρόνο να διορθώσουν αυτή την ανισότητα σε κάποιο βαθμό, γιατί εντελώς δεν μπορούν να το κάνουν, αν δεν αποβάλουν πρώτα τα ίδια τη νοοτροπία των αντρικών κλαμπ. Να δημιουργήσουν χώρο και βήμα για τις γυναίκες στελέχη τους, να φροντίσουν για την προβολή τους, να σιγουρευτούν ότι συλλέγουν πολιτική εμπειρία προτού ριχθούν στον προεκλογικό, ώστε να μπορούν να τον τρέξουν σε συνθήκες ισότητας με τους άνδρες συναδέλφους τους. Κυρίως, όμως, πρέπει να θέσουν ως στόχο την μεγάλη αύξηση των γυναικών στα κέντρα λήψεως αποφάσεων και να σταματήσουν να συμβιβάζονται με την υποεκπροσώπηση και να τη θεωρούν φυσιολογική. Αλλιώς, όσες έδρες και δημαρχεία κι αν κερδίσουν, στα μάτια μεγάλου κομματιού της κοινωνίας, οι πολιτικές δυνάμεις θα είναι και πάλι χαμένες, έχοντας αγνοήσει της απαιτήσεις της.