«Όσοι λένε εγκαταλείψαμε την Αμμόχωστο, δεν έζησαν πόλεμο...»

Ξημέρωσε πάλι ετούτη η βάρβαρη μέρα, που οι Βαρωσιώτες γυρίζουν το μυαλό τους στην πόλη τους, που πριν σαράντα οκτώ καλοκαίρια άφησαν, νομίζοντας ότι σύντομα θα επιστρέψουν. Οι βαλίτσες τους, ήταν και θα είναι πάντα έτοιμες, μέχρι να σημάνει η μέρα της επιστροφής, στην πόλη που τους γέννησε. Κάθε χρόνο στις 14 Αυγούστου, ταξιδεύουν το μυαλό τους στα σπίτια τους, στους φίλους τους, αλλά και στην χρυσή αμμουδιά του Βαρωσιού. Κάθε χρόνο, η ιστορία επαναλαμβάνεται, παρότι οι έκνομες ενέργειες των Τούρκων στην πόλη, έχουν πείσει πολλούς, ότι πλέον δεν υπάρχει γυρισμός.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Οδοιπορικό REPORTER στο Βαρώσι-Οι Τούρκοι ένωσαν τον παράδεισο με την κόλαση

Άλλοι έφυγαν από την Αμμόχωστο παππούδες ή γονείς κι άλλοι παιδιά. Όλους, η εισβολή τους στιγμάτισε κι όταν καλούνται να μιλήσουν για την πόλη που τους γέννησε και τους μεγάλωσε, τα μάτια τους βουρκώνουν και η ψυχή τους ματώνει. Κατά ένα παράξενο λόγο όμως, οι θύμησες από το Βαρώσι είναι τόσο γλυκιές, που αμέσως το κόμπιασμα μετατρέπεται σε χαμόγελο.

Υπήρξαν και κάποιοι άλλοι όμως, στην ιστορία της Αμμοχώστου. Αυτοί, που δεν την γνώρισαν, όμως την λάτρεψαν σαν να ήταν ο τόπος που γεννήθηκαν. Ενδεχομένως, πολλοί απ’ αυτούς να μην την είδαν ποτέ από κοντά, όμως όταν ακούνε τη λέξη Αμμόχωστος, κατά ένα ανεξήγητο λόγο, ορθώνουν ανάστημα και δηλώνουν κι εκείνοι Βαρωσιώτες. Είναι η τρίτη γενιά προσφύγων. Αυτοί, είναι η ελπίδα για το μέλλον. Ένα μέλλον που προβλέπεται δυσοίωνο.

Αυτή τη μεταλαμπάδευση της αγάπης για την Αμμόχωστο, που συναντήσαμε στην οικογένεια Παπαθωμά, από την Πηγή Αμμοχώστου, δύσκολα τη συναντάς στις μέρες μας. Ο παππούς Φώτης και ο πατέρας Αυγουστής, κατάφεραν μέσα από τα λόγια τους να μεταφέρουν όλη εκείνη την αγάπη που είχαν για το Βαρώσι, στον εγγονό και γιο αντίστοιχα, Φώτη, ο οποίος είναι σήμερα μόλις 21 ετών. Αγαπά την Αμμόχωστο, ως δικό του τόπο γέννησης.

Η φυγή από το Βαρώσι

Ο Φώτης Παπαθωμάς, ο πρεσβύτερος, είναι σήμερα 88 ετών. Γεννήθηκε στο χωριό Πηγή, το 1934 και αφού φοίτησε στην Αγγλική Σχολή, επέστρεψε στην Αμμόχωστο, όπου άρχισε δουλειά, μέχρι τον αγώνα της ΕΟΚΑ.

Συνελήφθη, φυλακίστηκε και τελικά με την ανεξαρτησία ξεκίνησε να χαράσσει την δική του πορεία στη ζωή στην αγαπημένη του πόλη. Εκεί δημιούργησε μια εταιρεία μαζί με τον Πανίκο Γιωρκάτζιη, όπου έκαναν εκτελωνισμούς και μεταφορές.

«Παντρεύτηκα και με τη σύζυγό μου Ελένη, αποκτήσαμε δύο παιδιά, τον Αυγουστή και τον Χάρη και το 1974, η εισβολή μας βρήκε στην Πηγή, στην οδό Ηρακλέους 44. Ήμασταν μεταξύ της Αγίας Ζώνης και του Σταυρού. Εγώ, επειδή ήμουν εθελοντής από το 1963-64, πήγα στην πρώτη φάση να δω αν μας χρειάζονται στο στράτευμα. Κυρίως ασχολούμουν με την μέριμνα των στρατιωτών, με το φαγητό τους, το νερό τους και λοιπά.

Στη δεύτερη φάση, ήμασταν μέχρι την τελευταία νύχτα σπίτι μας. Μέχρι τις 14 Αυγούστου ακουγόταν έντονα ότι έρχονται οι Τούρκοι, αλλά ακουγόταν και ότι έρχονταν Έλληνες να μας βοηθήσουν. Από τις 13 Αυγούστου, κάποιοι έφυγαν και πήγαν σε χωριά που είχαν δικούς τους, ενώ άλλοι πήγαν στις Βρετανικές Βάσεις που ήταν πιο ασφαλείς. Εμείς μείναμε ως την τελευταία νύχτα.

Το πρωί που άρχισε η εισβολή, πήγα στο πόστο που είχαμε για τη μέριμνα και άφησα το αυτοκίνητο στη γυναίκα μου, η οποία πήρε τα παιδιά μου και τα πεθερικά μου και πήγαν στην Άχνα, που είχαμε γνωστούς. Τα αεροπλάνα περνούσαν πάνω από την Αμμόχωστο και ήταν τόσο χαμηλά που έβλεπες τον πιλότο. Ακούγαμε βομβαρδισμούς στο λιμάνι. Αυτό θορύβησε τον κόσμο και έτρεχαν να φύγουν.

Στις 14 το απόγευμα, ήμουν σε ένα φυλάκιο. Η πόλη παράλυσε και περνούσε ένας αστυνομικός και μου λέει “ρε Φώτη τι κάμνεις δαμαί; Είμαι ο τελευταίος αστυνομικός και φεύγω πάω Λάρνακα”. Εγώ πήγα στο φυλάκιο του Αγίου Μέμνωνα, που υπηρετούσε ο αδελφός μου. Τους είπα εκεί ότι η Αστυνομία έφυγε, ο στρατός έφυγε, "τι κάμνουμε εμείς;". Οπόταν, μπήκαμε σε ένα αυτοκίνητο που ήταν εκεί και πήγαμε στην Ξυλοφάγου».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ξύπνησαν μνήμες, στάλθηκε μήνυμα ελπίδας-Συγκλονιστική περιδιάβαση στο Βαρώσι

«Ο κόσμος εχάνετουν και οι άλλοι εσκεφτήκαν το λάκκο»

Στην Ξυλοφάγου, ο κ. Φώτης, συνάντησε ένα φίλο, ο οποίος τους είπε να τους φιλοξενήσει στο σπίτι του. Ντρέπονταν, αλλά δεν είχαν άλλη επιλογή. Το επόμενο πρωί μετέβησαν στην γειτονική Άχνα, εκεί όπου συναντήθηκε με την οικογένειά του.

Για άλλες δύο μέρες έμειναν στα αντίσκηνα και στις 16 Αυγούστου επιβιβάστηκαν σε δύο αυτοκίνητα, μαζί με την οικογένειά του και την οικογένεια του αδελφού του και πήγαν στο Φτερικούδι, όπου έμενε ο σύζυγος της αδελφής του.

«Εμείναμε λίγες μέρες εκεί και την Κυριακή 18 Αυγούστου πήγα στο καφενείο. Βρήκα εκεί ένα φίλο μου Λευκωσιάτη και με ρώτησε τι κάνω εκεί. Του είπα ότι φύγαμε από το Βαρώσι και του εξήγησα την ιστορία. Με πήρε στην Λευκωσία κι πήγα σε δύο-τρεις πελάτες μου, που μου χρωστούσαν από τις εκτελωνίσεις. Moυ έδωσαν κάποια λεφτά και πήρα λίγα ρούχα για την οικογένεια μου. Μετά επέστρεψα στο Φτερικούδι.

Τη Δευτέρα, 19 Αυγούστου, εγώ και ο αδελφός μου, αποφασίσαμε να πάμε στη Λεμεσό να βρούμε κανένα σπίτι να μείνουμε. Έτσι κι έγινε. Ενοικιάσαμε ένα σπίτι και μέναμε 25 άτομα. Μετά από ένα μήνα, δυστυχώς, πήραμε διπλοασφαλισμένη επιστολή από δικηγόρο να εγκαταλείψουμε το σπίτι, γιατί ήμασταν πολλοί και θα εγεμώναν οι λάκκοι του αποχετευτικού. Καταλαβαίνετε την απογοήτευση. Ο κόσμος εχάνετουν και οι άλλοι εσκεφτήκαν το λάκκο.

Τελικά σκεφτόμασταν τι να κάνουμε. Πήγαμε σε ένα καφέ και μου λέει ένα γκαρσόνι, στο Βαρώσι “δεν είχετε τίποτε και θέλατε σπίτι επιπλωμένο”. Όπως και να έχει, τελικά μετά από μεγάλη προσπάθεια βρήκαμε ένα άλλο σπίτι και το νοικιάσαμε. Αρχίσαμε να δουλεύουμε λίγο με τα λιμάνια και σε κάποια στιγμή μου έκαναν πρόταση από μια εταιρεία να πάω στο Μουσκάτ, στο Ομάν, για να βοηθήσω με τα εμπορεύματα. Μου είπαν να πάω κανένα μήνα να τους βοηθήσω. Τους είπα “που να πάω και να αφήσω την οικογένεια μου;” Επέμεναν και τελικά πήγα, αλλά ο ένας μήνας έγινε εννιά μήνες. Έμενα σε ένα σπίτι με ένα άλλο γνωστό που είχα. Στους εννιά μήνες με πίεζαν να μείνω, αλλά τελικά έφυγα το Σεπτέμβρη του 1975. Τελικά επιστρέψαμε στη Λεμεσό, όπου μένουμε μέχρι σήμερα».

Η δεύτερη γενιά…

Ο γιος του κ. Φώτη, Αυγουστής, έφυγε από την Αμμόχωστο σε ηλικία έντεκα ετών. Είχε μόλις τελειώσει την πέμπτη δημοτικού. Τα παιδικά του χρόνια στην Αμμόχωστο, τα θυμάται με χαμόγελο, όχι όμως και τις ημέρες της εισβολής.

«Από τη μέρα που τελειώσαμε το σχολείο εκείνη τη χρονιά, μέχρι το πραξικόπημα πηγαίναμε θάλασσα, παίζαμε με φίλους στο σωματείο της Ανόρθωσης, στη γειτονιά και λοιπά. Για τα τότε δεδομένα έσφυζε από ζωή η Αμμόχωστος. Θυμάμαι μέχρι και σήμερα τους δρόμους, παρότι δεν πήγα στην περίκλειστη από τη μέρα που άνοιξε. Τους έχω βαθιά χαραγμένους στο μυαλό μου εκείνους τους δρόμους.

Στις 20 Ιουλίου, με την πρώτη εισβολή ήταν πολύ τραυματική εμπειρία. Ο φόβος, που δημιουργήθηκε τότε, έμεινε στον κόσμο γιατί είχαν έρθει πολλοί Κερυνειώτες που έζησαν την πρώτη εισβολή και είχαμε πολλές περιγραφές, Πριν έρθει η δεύτερη εισβολή, ξέραμε ότι οι Τούρκοι ήταν στην πεδιάδα της Μεσαορίας και αρκετοί έφυγαν, γιατί θα έρχονταν και θα βομβάρδιζαν. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση, είναι ότι ο θόρυβος που κάνουν οι βόμβες από μόνες τους, σε τρομάζουν, σε πανικοβάλλουν. Είχαν έρθει πολλοί Κερυνειώτες, που έζησαν την πρώτη εισβολή και είχαμε πολλές περιγραφές, άρα μας καλλιεργήθηκε εκείνος ο φόβος».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Βρήκα τα παπούτσια 47 χρόνια μετά, μας είπαν πάρτε τα πίσω να μη συλληφθείτε»

«Όσοι λένε εγκαταλείψαμε την Αμμόχωστο δεν έζησαν πόλεμο»

Στις 12 Αυγούστου, ο κ. Αυγουστής θυμάται ότι κοιμήθηκε στο σπίτι κάποιου φίλου του και στις 13 επέστρεψε στο σπίτι. Αμέσως, μπήκε στο αυτοκίνητο με την μητέρα και τον αδελφό του και έφυγαν με τα ρούχα που φορούσαν. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.

«Στις 12 του Ιούλη ήταν τα γενέθλιά μου και είχα πολλά δώρα, τα οποία δεν κατάφερα να τα πάρω μαζί μου, για να παίζουμε. Από εκείνη τη μέρα εκτός από τα δώρα, το άλλο που μου έμεινε στο μυαλό, είναι η ουρά με τα αυτοκίνητα που σχηματίστηκε στο δρόμο προς τη Δερύνεια. Έρχονταν τα αεροπλάνα και περνούσαν από πάνω μας, αλλά δεν μας βομβάρδιζαν. Ήταν τόσο κοντά μας, που δημιουργείτο ένα κλίμα πανικού.

Εμείς καταλήξαμε στην Άχνα και ακούγαμε το ραδιόφωνο που έλεγε ότι η Εθνική Φρουρά κατέρριψε τουρκικά αεροπλάνα, για να εμψυχώσει τον κόσμο. Είχαμε όμως και το άγχος πότε θα έρθει ο πατέρας μου, γιατί κάποιοι τελικά δεν ήρθαν ποτέ.

Μόλις τον είδαμε είχαμε το συναίσθημα χαράς από τη μια, αλλά από την άλλη κανένας δεν διαπίστωσε ότι φύγαμε και δεν θα πάμε ξανά πίσω. Κανένας. Και θέλω να στείλω κι ένα μήνυμα για όλους εκείνους που λένε ότι εγκαταλείψαμε την Αμμόχωστο, θέλω να ξέρουν ότι για να λένε κάτι τέτοιο, δεν έζησαν πόλεμο, οπότε είναι δικαιολογημένοι…»

Σαράντα εννέα χρόνια μετά, ο πόθος της επιστροφής έμεινε ο ίδιος και απαράλλακτος, αλλά στα συναισθήματά του, μπήκαν η απογοήτευση, ο θυμός, αλλά και η ανικανότητά μας, ως χώρα, όπως λέει.

«Επισκέφθηκα κάποιες φορές την Αμμόχωστο, από τότε που άνοιξαν τα οδοφράγματα. Η πρώτη φορά που πήγα ήταν επτά χρόνια μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα και άλλες μια δύο φορές στον Απόστολο Ανδρέα και στην Καντάρα. Δυστυχώς όμως, το σπίτι μας δεν μπορούμε να το δούμε, γιατί είναι στο κλειστό κομμάτι της περίκλειστης περιοχής.

Οι Τούρκοι ανοίγουν κομμάτι κομμάτι, ώσπου να την Τουρτζιέψει όλη. Άρα πρέπει να πάω να δω την περίκλειστη πριν Τουρτζιέψει τζαι τζίνη.

Πριν τριάντα χρόνια είχαμε σχέδια λύσης, που σήμερα φαίνονται μάννα εξ ουρανού. Βρισκόμαστε στο σημείο που πήραν τη μισή Κύπρο, συνεχώς θέλουν κι άλλα. Θέλουν το αέριο και μετά που ίσως το πάρουν κι αυτό, ενδεχομένως να θυμηθούν και να υποστηρίξουν ότι η Λάρνακα ανήκει στο ΕΒΚΑΦ, που ήδη το έκαναν. Νομίζω να τους τα δώκουμε όλα για να τελειώνουμε…»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Τα τελευταία Χριστούγεννα στο Βαρώσι-Τα λαμπερά ρεβεγιόν και η μεγάλη ξεγνοιασιά

Η τρίτη γενιά και η μεγάλη αγάπη

Ο γιος του κ. Αυγουστή, Φώτης, είναι σήμερα μόλις 21 ετών. Γεννήθηκε 27 χρόνια μετά την εισβολή του 1974, αλλά αισθάνεται και δηλώνει περήφανα Βαρωσιώτης. Πολλοί νέοι σήμερα, που είναι γόνοι προσφύγων, μπορεί να δηλώνουν Λευκωσιάτες, Λεμεσιανοί, Λαρνακείς και Παφίτες, αφού γεννήθηκαν σε μια απ’ αυτές τις πόλεις, όμως υπάρχουν και κάποιοι που ανεξαρτήτως του τόπου που γεννήθηκαν, εξακολουθούν ν' αγαπούν τις ρίζες τους.

Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στις δύο πρώτες γενιές, που τους μεταλαμπάδευσαν την αγάπη για την Αμμόχωστο. «Από τον τρόπο που μεγαλώναμε και από τις κουβέντες που ακούαμε, χωρίς να το θέλεις, αγαπάς την Αμμόχωστο. Χωρίς να την γνωρίσεις, χωρίς να ζήσεις εκεί, νιώθεις ότι ανήκεις εκεί. Δεν χρειάστηκε κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια για να την αγαπήσω».

Τι ήταν αυτό όμως που μεταλαμπάδευσε στον Φώτη αυτή την άδολη αγαπή, που τον κατέστησε κι αυτό κοινωνό της σύνδεσης με μια πόλη που δεν γνώρισε ποτέ; «Άκουγα ιστορίες από τον παππού, που έζησε πιο πολλά χρόνια εκεί, αλλά και από τον παπά μου. Επίσης, τούτη αγάπη για την Αμμόχωστο καλλιεργείται και από το ποδόσφαιρο, επειδή μέσα από την Ανόρθωση, την ομάδα μου, όταν πηγαίνουμε στο γήπεδο και ακούς κι άλλους να τραγουδούν γι’ αυτή την πόλη, καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν εσένα. Έχω φίλους στην ηλικία μου που επίσης οι γονείς τους είναι από την Αμμόχωστο, αλλά δεν ασχολούνται τόσο πολύ».

«Αν δεν πήγαινα στο ποδόσφαιρο», εξηγεί, «ίσως να ήταν λιγότερη αυτή η αγάπη. Όταν πηγαίνω στο γήπεδο, είναι σαν να πηγαίνω στην Αμμόχωστο. Έρχονται πολλοί που δεν γνωρίζω και μιλούν με τον πατέρα μου και μου λέει είναι ο τάδε ή ο τάδε που ξέρω από την Αμμόχωστο».

Ο 21χρονος Φώτης, για το μόνο που στεναχωριέται, είναι που δεν έζησε την πόλη που γεννήθηκε. Που δεν του δόθηκε η ευκαιρία να την ζήσει. «Όταν πηγαίνω εκεί και βλέπω πόσο ωραία είναι ή όταν ακούω τις ιστορίες για το πως ήταν, λυπούμαι που δεν την έζησα. Γι’ αυτό, όταν με ρωτάνε από που είμαι απαντώ Αμμόχωστο, παρότι κάποιοι απαντούν πίσω ειρωνικά “εε Αμμόχωστο”. Αυτό με ενοχλεί, γιατί πρέπει να κρατήσουμε άσβεστο αυτόν τον πόθο».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Πέρασα την κορδέλα, μπήκα σπίτι μου… Δεν είδα καταστροφή, είδα τη ζωή μας τότε»

Δειτε Επισης

Δέσμευση ΥΠΑΜ για συνέχιση αγώνα με σκοπό την απελευθέρωση Κύπρου
Η κυπρο-ουκρανική κοινότητα ζητά από Βουλή να αναγνωριστεί ο λιμός του 1930 ως «γενοκτονία»
«Υπαρξιακό ζήτημα» το Κυπριακό-Προϋπόθεση το πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών
Στο στόχαστρο μπήκαν τα ταξίδια χωρίς νόημα του Τατάρ-Υποστηρίζει πως έχει... πολλά καθήκοντα
Επιμένει πως δεν ήταν προσωπικό το ζήτημα του Πόθεν Έσχες ο Σαββίδης μετά την απόφαση του Ανωτάτου
Επιμένει στην «κυριαρχική ισότητα» ο Φιντάν-Πρωτοβουλίες για τα τρία άλφα
Τις προκλήσεις και προοπτικές επανέναρξης διαπραγματεύσεων ανέλυσαν πολιτικοί αρχηγοί
Σήκωσαν το γάντι οι «11» και απαντούν σε Δήμαρχο Δρομολαξιάς-Τον καλούν να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του
Στα άκρα οι σχέσεις δημάρχου και συμβούλων του δήμου Δρομολαξιάς και Μενεού-Μαίνεται για μήνες ο πόλεμος
Οι παρεμβάσεις της Άγκυρας στα κατεχόμενα, οι υποψίες για deal και η αντίδραση Τατάρ