Κιττής, Κολοκασίδης και τώρα ΕΔΕΚ-Πώς άνοιξε ο δρόμος για προσφυγές από κόμματα
06:53 - 31 Οκτωβρίου 2021
Αν το μέχρι σήμερα παιχνίδι στην ΕΔΕΚ χαρακτηρίζεται σκληρό, όσο περνά ο καιρός θα εκτραχύνεται ακόμη περισσότερο. Την ώρα που πιο ψύχραιμες και ουδέτερες φωνές εντός του κόμματος προτείνουν πολιτική λύση μεταξύ της ηγεσίας και των διαφωνούντων, επί της ουσίας όλο το βάρος, έχει πέσει πλέον στα Δικαστήρια, και αν δεν υπάρξουν δραστικές αποφάσεις σε πολιτικό επίπεδο, αυτά θα έχουν και τον τελευταίο λόγο στον εμφύλιο που μαίνεται στο Σοσιαλιστικό Κίνημα.
Μέχρι στιγμής υπάρχουν δύο δικαστικές διαδικασίες, μια των τριών υποψηφίων της Συνδιάσκεψης Λευκωσίας και μια των δεκαπέντε υποψηφίων της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΔΕΚ, οι οποίες ωστόσο είναι αλληλένδετες, καθώς ο κοινός παρονομαστής δεν είναι άλλος από το μητρώο του κόμματος και ο έλεγχος του.
Οι δύο μέχρι στιγμής ενδιάμεσες αποφάσεις, όπως ήταν αναμενόμενο, τυγχάνουν διαφορετικής ανάγνωσης αλλά και εκμετάλλευσης από τα δύο στρατόπεδα, ενώ σε ό,τι αφορά το ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι με τις εκλογές, ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην παρούσα φάση, εν αναμονή των τελικών αποφάσεων των Δικαστηρίων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Με απόσπασμα της απόφαση Δικαστηρίου απαντά στα περί παραίτησης Σιζόπουλου η ΕΔΕΚ
Την ίδια ώρα που το τρένο της ΕΔΕΚ ξέφυγε από τις ράγες του, με το χειρόφρενο να βρίσκεται πλέον στα χέρια της Δικαιοσύνης, ο πρόεδρος του κόμματος ανήμερα της έκδοσης του διατάγματος που ανέστελλε το Τακτικό Συνέδριο και τις εκλογές πριν από μια εβδομάδα, κατέθετε στη Βουλή πρόταση Νόμου, με την οποία ζητούσε να μην μπορούν μέλη των κομμάτων να προσφεύγουν στη δικαιοσύνη για επίλυση εσωκομματικών προβλημάτων.
Σκοπός της πρότασης, την οποία πάντως δεν βλέπουν με καλό μάτι τα υπόλοιπα κόμματα, είναι, «οι αποφάσεις των συλλογικών οργάνων πολιτικού κόμματος οι οποίες προβλέπονται στις πρόνοιες του καταστατικού του να μην υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο. Η προτεινόμενη ρύθμιση κρίνεται αναγκαία, ώστε να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων, των οποίων η δημοκρατική αρχή και η αρχή της αυτονομίας κατοχυρώνονται στο καταστατικό λειτουργίας τους, να καθίστανται σεβαστές οι αποφάσεις των συλλογικών τους οργάνων, καθώς και να αποτρέπονται φαινόμενα καταστρατήγησης, προσβολής ή/και αναστολής της εφαρμογής των αποφάσεών τους».
Ανάλογη ήταν θέση της ΕΔΕΚ ενώπιον του Δικαστηρίου που εξετάζει την αγωγή των τριών υποψηφίων της Συνδιάσκεψης Λευκωσίας, αναφέροντας μεταξύ άλλων στην ένσταση τους αναφορικά με το αίτημα για έκδοση διαταγμάτων, πως δεν υπάρχει κανένα σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία και δεν μπορεί να επέμβει με τον τρόπο που ζητούν οι αιτητές στις εσωτερικές διαδικασίες εκλογών. Επίσης, προέβαλαν την θέση πως το Δικαστήριο δεν δύναται να αναθεωρήσει ή / και να ακυρώσει νόμιμες αποφάσεις συλλογικών οργάνων της ΕΔΕΚ, οι οποίες λήφθηκαν στη βάση του καταστατικού τους, με τη συμμετοχή μάλιστα των αιτητών.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Επισφράγισαν το χάος, επέτειναν το αδιέξοδο οι δικαστικές αποφάσεις για ΕΔΕΚ
Η υπόθεση Κιττή και η ψήφιση Νόμου δώδεκα χρόνια μετά
Ωστόσο, η απάντηση έρχεται μέσα από την απόφαση του Δικαστηρίου, το οποίο παρέπεμψε στην απόφαση του Στάθη Κιττή v. Ντίνου Μιχαηλίδη, το 2000, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη αγώγιμου δικαιώματος των μελών πολιτικού κόμματος, στη βάση παράβασης συμβατικά δεσμευτικών προνοιών του καταστατικού του κόμματος, το οποίο επενεργεί ως σύμβαση μεταξύ των μελών.
Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε πως: «Η παρούσα υπόθεση αφορά λοιπόν τα δικαιώματα των μελών μη συγκροτημένου σώματος μεταξύ τους, που ανάγονται πάντοτε στη βάση σύμβασης υπό τη μορφή του καταστατικού. Αν και το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να ερμηνεύσει, ως τέτοιες, τις πρόνοιες του καταστατικού, αυτό δεν είναι θέμα αγωγής εναντίον του μη συγκροτημένου σώματος ή του γραμματέα του ως αξιωματούχου, αφού η βασική αρχή παραμένει ότι μη συγκροτημένο σώμα δεν μπορεί να ενάγει, ή να ενάγεται, ούτε το ίδιο ούτε μέσω του γραμματέα ή άλλου αξιωματούχου του. Η ορθή διαδικασία για προώθηση παραπόνου για παράνομη αποβολή μέλους κατά παράβαση των συμβατικά δεσμευτικών προνοιών του καταστατικού είναι αγωγή εναντίον των μελών της επιτροπής για δήλωση (declaration) και απαγορευτικό διάταγμα (injunction) ή αποζημιώσεις. Η αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα προσωπικά μπορεί να ενταχθεί στα πλαίσια της προσωπικής ευθύνης κάθε μέλους μη συγκροτημένου σώματος επί τη βάσει του καταστατικού το οποίο, ως σύμβαση μεταξύ των μελών, διέπει τις τοιαύτες σχέσεις τους.»
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Το σκεπτικό του Δικαστηρίου πίσω από την ακύρωση του διατάγματος για την ΕΔΕΚ
Αρκετά χρόνια μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης και συγκεκριμένα δώδεκα, ψηφίστηκε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ο περί Πολικών Κομμάτων Νόμος Ν.175(Ι)/2012, σύμφωνα με τον οποίο «πολιτικό κόµµα» σηµαίνει την ένωση ή οµάδα προσώπων που έχει χαρακτήρα διαρκή, καταστατική δοµή και οργάνωση παγκύπριας εµβέλειας, και έχει πολιτικό, ιδεολογικό ή προγραµµατικό συνδετικό ιστό, η οποία συµµετέχει στις εκλογές ή σε άλλα αντιπροσωπευτικά όργανα που προβλέπει η έννοµη τάξη και συµπράττει στο σχηµατισµό της πολιτικής βούλησης του λαού, µε στόχο την πραγµάτωση του πολιτικού της προγράµµατος. Η οργάνωση, δοµή και λειτουργία της συνάδουν µε το πλαίσιο νοµιµότητας που καθορίζεται από το Σύνταγµα και τους νόµους της ∆ηµοκρατίας και εν γένει η δραστηριότητά της στη δηµόσια ζωή παρέχει επαρκή εγγύηση για τη σοβαρότητα του σκοπού και της επιδίωξής της ως πολιτικού κόµµατος».
Με βάση το άρθρο 9 του εν λόγω Νόμου, «κάθε πολιτικό κόμμα δύναται να ενάγει και να ενάγεται στο όνομά του ως ξεχωριστή νομική προσωπικότητα που εκπροσωπεί όλα τα μέλη του», ενώ είχε συμπεριληφθεί η επιφύλαξη πως «νοείται ότι η πιο πάνω ρύθμιση δεν αφορά αποφάσεις των συλλογικών οργάνων πολιτικού κόμματος οι οποίες προβλέπονται από τις διατάξεις του καταστατικού του και δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Τέσσερα διατάγματα κατά ΕΔΕΚ-Χαστούκι σε Σιζόπουλο για περιφρόνηση Δικαιοσύνης
Ξεκαθάρισε το σκηνικό το 2015
Ωστόσο, το 2015, με τον τροποποιητικό Νόμο, η εν λόγω επιφύλαξη διαγράφηκε, καθιστώντας ξεκάθαρο ότι οι αποφάσεις συλλογικών οργάνων πολιτικών κομμάτων υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, όταν εγείρεται ζήτημα παραβίασης μέσω αυτών, διατάξεων του καταστατικού εις βάρος των δικαιωμάτων συγκεκριμένων μελών του κόμματος.
Σχετική είναι και η ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή μεταξύ Κολοκασίδη και Δημοκρατικού Κόμματος, το 2011, στην οποία ο Δικαστής, εξετάζοντας ισχυρισμούς περί μη δυνατότητας δικαστικού ελέγχου των αποφάσεων συλλογικών οργάνων των κομμάτων, που αφορούν την εσωτερική δομή και τη λειτουργία τους, ανέφερε τα εξής αναφερόμενος στο Νόμο ο οποίος ίσχυε τότε σε σχέση με τη λειτουργία των πολιτικών κομμάτων και ο οποίος καταργήθηκε με την έναρξη της ισχύος του Νόμου 175(Ι)/2012:
«Ο Ν.20(Ι)/2011 ο οποίος τιτλοφορείται «ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ, ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟ∆ΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ» και δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της ∆ημοκρατίας στις 25.2.2011 είχε σκοπό όπως άλλωστε αναφέρει στον τίτλο του, την εγγραφή των πολιτικών κομμάτων, κοινοβουλευτικών και μη σε μητρώο το οποίο τηρεί ο Έφορος Μητρώου Πολιτικών Κομμάτων (Γενικός ∆ιευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών) όχι μόνο για σκοπούς χρηματοδότησης αλλά και για σκοπούς νομικής εκπροσώπησης των κομμάτων ενώπιον των ∆ικαστηρίων όπως διαλαμβάνεται στο άρθρο 9 του Νόμου αλλά και για να επιβάλει στα εγγραφέντα κόμματα όπως έχουν εσωτερική δομή και λειτουργία που «να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος» όπως διαλαμβάνεται στο άρθρο 3.
Ουσιαστικά τα άρθρα 3 (1) και 9 του νόμου 1 επιβάλλουν στα ήδη εγγραφέντα και επιχορηγούμενα κόμματα να λειτουργούν όσον αφορά την εσωτερική τους δομή με δημοκρατικές διαδικασίες, εξυπηρετώντας με τον τρόπο αυτό την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Κατά συνέπεια δεν συμφωνώ με τη θέση των καθ ́ ων η αίτηση ότι ο Ν.20(Ι)/2011 είχε σκοπό να ρυθμίσει σχέσεις των κομμάτων με τρίτα πρόσωπα. Ο Ν.20(Ι)/2011 μεταξύ άλλων καθορίζει ρητά την ενώπιον του ∆ικαστηρίου εκπροσώπηση των κομμάτων τα οποία μπορούν να ενάγουν και να ενάγονται στο όνομά τους και αντιμετωπίζει το νομικό κενό που αντιμετωπίσθηκε στην υπόθεση Κιττής, ελλείψει Νόμου τότε, ο οποίος είχε αποφασίσει ότι ένα αποβληθέν μέλος του κόμματος θα έπρεπε να εγείρει αγωγή εναντίον των μελών του συλλογικού οργάνου του κόμματος που τον απέβαλε προσωπικά, ως αντιπροσωπευόντων το κόμμα. Η απόφαση στην Κιττής δεν διαφοροποιείται ως προς τις διαπιστώσεις του Δικαστή ότι η εσωτερική δομή και λειτουργία ενός κόμματος θα πρέπει να γίνεται με βάσει το καταστατικό του κόμματος το οποίο δημιουργεί σύμβαση της οποίας οι πρόνοιες είναι δεσμευτικές μεταξύ των μελών και μεταξύ των μελών και του κόμματος. Παραβίαση δε δικαιώματος μέλους που απορρέει από το καταστατικό δίδει το δικαίωμα σε αυτό επικαλούμενο το καταστατικό να προσφεύγει στο ∆ικαστήριο και να απαιτεί την αποκατάστασή του, αποζημιώσεις όπως επίσης και διατάγματα. ... Κατά συνέπεια το ∆ικαστήριο έχει δικαιοδοσία να επιλαμβάνεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου θεμάτων που άπτονται της λειτουργίας και της εσωτερικής δομής των πολιτικών κομμάτων και που κατ ́ ισχυρισμό παραβιάζουν τις δημοκρατικές διαδικασίες ή είναι αντικαταστατικές, το δε κόμμα σύμφωνα με το άρθρο 9 του Νόμου ενάγεται με το όνομά του και όχι με τα ονόματα των μελών του συλλογικού οργάνου του κόμματος που έλαβαν την επίδικη απόφαση προσωπικά».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Συνεχίζεται ο πόλεμος στην ΕΔΕΚ-Καλούν τον Σιζόπουλο να παραιτηθεί οι 607
Κατευθυντήριες γραμμές από ΕΕ
Όσον αφορά το έλεγχο στον οποίο δύνανται να υπόκεινται οι αποφάσεις των πολιτικών κομμάτων παραπέμπω επίσης σε κατευθυντήριες γραμμές και επεξηγηματική αναφορά της Επιτροπής της Βενετίας που είναι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την προάσπιση της Δημοκρατίας μέσω του Δικαίου του Συμβουλίου της Ευρώπης (Venice Commission) ημερομηνίας 15 Απριλίου 2004, εν σχέση με τη νομοθεσία που εφαρμόζεται σε πολιτικά κόμματα.
Στο εν λόγω έγγραφο αναφέρονται μεταξύ άλλων τονίζεται ότι ο έλεγχος του καταστατικού ενός κόμματος θα πρέπει να γίνεται εσωτερικά από τα κομματικά οργάνα. Ωστόσο σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν διαφωνίες και καταγγελίες για παραβίαση του καταστατικού, τότε θα πρέπει να έχει δικαιοδοσία το Δικαστήριο. Επιπλέον το Δικαστήριο παραπέμπει στον Κώδικα Καλής Πρακτικής (Code of Good Practice) στον τομέα των πολιτικών κομμάτων, ο οποίος υιοθετήθηκε από την Επιτροπή της Βενετίας κατά τη Σύνοδο Ολομέλειας το 2009, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει πως τα όργανα ενός κόμματος, θα πρέπει να λογοδοτούν και να είναι υπεύθυνα και οι διαδικασίες θα πρέπει να διασφαλίζονται. Σε διαφορετική περίπτωση, όπως αναφέρεται η μη τήρηση των πιο πάνω έρχεται σε αντίθεση με τις θεμελιώδεις έννοιες λειτουργίας ενός οργανισμού που στηρίζεται στις αρχές της δημοκρατίας.