Ήρθε διακοπές στην Κύπρο και ομολόγησε σε ταβερνιάρη πως σκότωσε τον Μάτση...
07:17 - 19 Νοεμβρίου 2020
Η τετράχρονη ιστορία της ΕΟΚΑ είναι γεμάτη με ολάκερους τόμους γραμμένους με χρυσά γράμματα. Ιστορίες αυταπάρνησης, ηρωισμού, άδολης αγάπης προς την πατρίδα και τους ανθρώπους της. Μια από αυτές είναι η θυσία του Κυριάκου Μάτση, του θεωρητικού του αγώνα, που γύρισε την πλάτη στο εύκολο χρήμα των αποικιοκρατών και ενώ έπεσε θύμα της μάστιγας της εποχής που δεν ήταν άλλη από την προδοσία, φρόντισε για την ασφάλεια των συναγωνιστών του και πέθανε με αρετή και τόλμη, ανεβαίνοντας στο Πάνθεο των ηρώων του κυπριακού έπους.
Σαν σήμερα, στις 19 Νοεμβρίου του 1958 οι Βρετανοί επιβάλλουν κέρφιου στο Δίκωμο. Έχουν πληροφορίες ότι μέσα στο χωριό, κρύβεται ο Μάτσης μαζί με άλλους αγωνιστές της ΕΟΚΑ. Μπαίνουν στο σπίτι του Κυριάκου Διάκου. Το χτενίζουν δύο φορές αλλά δεν βρίσκουν τίποτα. Ο Μάτσης μαζί με άλλους δύο συναγωνιστές τους κρατούν την ανάσα τους στο αποπνιχτικό κρησφύγετο για να μην ακουστούν. Οι Βρετανοί φεύγουν. Νομίζουν ότι γλίτωσαν κι αυτή τη φορά οι τρεις αγωνιστές. Ο προδότης όμως επιμένει. Οι Βρετανοί επιστρέφουν για τρίτη φορά. Αρχίζουν να ξηλώνουν το σπίτι και βρίσκουν την είσοδο του κρησφυγέτου.
Στη 1:30 το μεσημέρι της 19ης Νοεμβρίου του 1958, οι Βρετανοί βρίσκουν το κρησφύγετο. Ο Τουρκοκύπριος λογίας του ΤΑΕ Σαλίμ Γιαβούζ άκουσε τον διάλογο του Μάτση με τον μεταφραστή των Βρετανών, τον οποίο κατέθεσε στην θανατική ανάκριση. «Άκουσα τον μεταφραστή να λέει στα ελληνικά: «Μάτση, Μάτση πιάστηκες στο κρησφύγετο. Δεν υπάρχει πιθανότητα να δραπετεύσεις. Παραδώσου».
Στη συνέχεια άκουσα μια βαριά φωνή που φαινόταν ότι ερχόταν κάτω από το δάπεδο, να απαντά στα ελληνικά, «δεν παραδίδομαι». Ο μεταφραστής στη συνέχεια ρώτησε, «πόσοι είστε εκεί κάτω;» και ο Μάτσης απάντησε «τρεις». Ακολούθως τον ρώτησε, «πόσα όπλα έχετε μαζί σας;» και απάντησε, δύο. Στην συνέχεια τον ρώτησαν αν έχει βόμβες και πάλι απάντησε καταφατικά. Τότε ο μεταφραστής κάλεσε τους τρεις αγωνιστές να εξέλθουν από το κρυσφύγετο. «Ελάτε ένας, ένας, άοπλοι και παραδοθείτε». Για να λάβει απάντηση, «δύο πρόσωπα έρχονται άοπλα- μην τους πυροβολήσετε. Θα δω τι θα κάνω με τον εαυτό μου. Εάν δεν θέλετε να πολεμήσετε, είναι καλύτερα να φύγετε από το δωμάτιο», είπε ο Μάτσης.
Τότε ο Βρετανός στρατιώτης Φρανκ Ντέιβις λαμβάνει διαταγή από τους ανωτέρους του να ρίξει χειροβομβίδα εντός του κρησφυγέτου. Οι Βρετανοί απομακρύνονται, η χειροβομβίδα σκορπά τον όλεθρο στην οικία του Διάκου. Μαζί σκορπά στις τέσσερις πλευρές του ορίζοντα και το σώμα του Κυριάκου Μάτση, που περνά για πάντα στην αιωνιότητα.
Πολλά χρόνια αργότερα ο Φρανκ Ντέιβις επισκέφθηκε ξανά την Κύπρο, αυτή τη φορά, όχι ως Βρετανός στρατιώτης αλλά ως τουρίστας. Συγκεκριμένα παραθέριζε το 1980 με την οικογένεια του όταν ρώτησε τον Κώστα Πεντάρα που διατηρούσε ταβέρνα στην Χλώρακα, αν γνωρίζει την οικογένεια του Κυριάκου Μάτση.
Στο δίτομο έργο, «Κυριάκος Μάτσης, ο οραματιστής», περιγράφεται η άγνωστη πτυχή αυτής της ιστορίας με την επίσκεψη του Ντέιβις στην Κύπρο και την επιθυμία του να συναντήσει την οικογένεια του ήρωα.
Σύμφωνα με την μαρτυρία, ο Κώστας Πενταράς εξήγησε στον Ντέιβις ότι γνωρίζει τον αδελφό του Κυριάκου Μάτση, Γιαννάκη Μάτση. Τότε ο Βρετανός του αποκάλυψε πως ήταν ο στρατιώτης που έριξε την χειροβομβίδα στο κρησφύγετο του Κυριάκου Μάτση και ότι θέλει να γνωρίσει την οικογένεια του ήρωα καθώς και την επιθυμία του να παρευρεθεί σε μνημόσυνο του ήρωα στο Παλαιχώρι για να καταθέσει το δικό του στεφάνι.
Ακολουθεί αυτούσια η μαρτυρία του κ. Πεντάρα από τα όσα έζησε στη μια τα ξημερώματα μιας καλοκαιρινής βραδιάς στην Πάφο το 1980.
«Δεν ξέρω αν εγώ τον σκότωσα, λέει και πάλι, και κάνει την ίδια κίνηση με το χέρι πάνω από το πρόσωπο του. Και επαναλαμβάνει:
-Μάτσης...ήταν παλληκάρι...Θέλω να πάω στο μνημόσυνο αυτού του παλληκαριού. Να γνωρίσω την οικογένεια του, τους δικούς του.Ήμουν υπεύθυνος της ομάδας που είχε κυκλώσει το κρησφύγετο του στο Δίκωμο και ο άνθρωπος που τελικά έρριψε την μοιραία χειροβομβίδα μέσα σ’αυτό στις 19 του Νιόβρη το 1958. Με είχαν διατάξει δεν ξέρω αν εγώ τον σκότωσα. Θα μου μείνει αξέχαστη αυτή η στιγμή.
Συνεχίζει με τα δάκρυα να καλύπτουν το πρόσωπο του και παλλόνη τη φωνή από συγκίνηση:
-Πρώτα βγήκαν οι δύο σύντροφοί του. Τον καλέσαμε να βγει και αυτός. Περιμέναμε με αγωνία. Κάποτε όμως ακούστηκε η βροντερή φωνή του να λέει πως αν βγει θα βγει πυροβολώντας. Περιμέναμε για λίγο ακόμα και τότε διατάχθηκα να ρίψω την χειροβομβίδα μέσα στο κρησφύγετο. Ταυτόχρονα αρχίσαμε ομαδικά πυρά. Ο Μάτσης σκοτώθηκε. Δεν ξέρω αν εγώ τον σκότωσα...
Τον κοιτάζαμε βουβοί να μας περιγράφει την ενέργεια του ενώ μια ανατριχίλα περνούσε σε όλο μας το κορμί. Είναι μερικά πράγματα που όσες φορές και αν τα ακούσεις σου προκαλούν πάντα το ίδιο συναίσθημα.
Εκείνος μας κοίταζε για να δει τις αντιδράσεις μας. Σαν τον βεβαιώσαμε για άλλη μια φορά ότι δεν νιώθαμε τίποτα κακό εναντίον του και ότι θα συνεχίζαμε να είμαστε φίλοι μαζί του ησύχασε και μας αποκάλυψε και την άλλη του επιθυμία να παραστεί στο μνημόσυνο του.
Είχαμε γίνει φίλοι. Πολλές φορές μας είχε αναφέρει το όνομα του Μάτση αλλά εμείς δεν είχαμε δώσει τόση σημασία, ενώ από την άλλη μόλις άνοιγε το στόμα του η γυναίκα του προσπαθούσε να τον αποτρέψει από του να συνεχίσει. Φοβόταν ίσως ότι αν γινόταν γνωστό ότι αυτός ήταν που είχε ρίψει την χειροβομβίδα στο κρησφύγετο του Κυριάκου Μάτση πριν 24 χρόνια, θα είχε αντίκτυπο και ίσως και σήμερα να κινδύνευε η ζωή του από τους συγγενείς του. Δεν μπορούσε η Αγγλίδα να φαντασθεί ότι τότε ήταν άλλοι καιροί και ότι τα μίση σήμερα έχουν κοπάσει και έχουν ξεπερασθεί τα πάθη που είχαν δημιουργηθεί τότε με την σκληρότητα των Άγγλων στην προσπάθεια τους να κρατήσουν το νησί μας υπόδουλο.
Ο ίδιος όμως φαινόταν ότι δεν ήθελε να φύγει από την Κύπρο και να πάρει ξανά μαζί του – και τον εφιάλτη του. Ήθελε να φαίνεται να ξαλαφρώσει. Να ακούσει από κάποιον Κύπριο, ή και συγγενή του Μάτση, ότι έστω και ύστερα από 24 χρόνια, αυτοί αντιλαμβάνονταν τη δύσκολη θέση στην οποία είχε βρεθεί, σαν διατάχθηκε από τους ανώτέρους του να ρίψει την χειροβομβίδα μέσα στο κρησφύγετο του αητού του Πενταδακτύλου, σαν εκείνος αρνείτο να βγει έξω με τα χέρια ψηλά και να παραδοθεί.
Έτσι σαν πήρε την γυναίκα του να ξαπλώσει στο διαμέρισμα τους βρήκε κάποιο πρόσχημα και επέστρεψε στο κέντρο στις 1 το πρωί για να πει αυτά που κρατούσε μέσα του για 24 ολόκληρα χρόνια. Την άλλη μέρα θα έφευγε για το Λονδίνο.
Και εγώ μαζί με τον αδελφό μου και τα παιδιά μου ακούγαμε να μας αφηγείται πόσο παλληκάρι ήταν αυτός που ο ίδιος είχε στείλει στην αθανασία, σαν δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τον συλλάβουν ζωντανό.
Ο Άγγλος έφυγε την επομένη για την Αγγλία αφήνοντας μας την διεύθυνση του».
Ακολούθως ο Φρανκ Ντέιβις έγραψε επιστολή προς τον Γιαννάκη Μάτση και του ζήτησε να συναντηθούν στο Λονδίνο. Σε επίσκεψη του κ. Μάτση στην Αγγλία το 1982 διευθετήθηκε συνάντηση με τον Frank Davis σε εστιατόριο του Λονδίνου.
«Ο Ντέιβις φαινότανε πολύ ανήσυχος όταν με συνάντησε διότι διερωτάτο ποια θα ήταν η αντίδρασή μου», περιγράφει ο Γιαννάκης Μάτσης. «Μετά από συνομιλία λίγων λεπτών αντελίφθηκε ότι το παρελθόν και η συμπεριφορά το στο Δίκωμο δεν ήταν τίποτε περισσότερο από εκτέλεση διαταγών των ανωτέρων του όταν έριχνε την μοιραία χειροβομβίδα στο κρησφύγετο. Έγινε πολύ ομιλητικός και μου εξήγησε με δέος την ψυχολογική κατάσταση στην οποία ευρίσκετο έκτοτε δολοφονώντας έστω και κατόπιν διαταγών έναν ανυπεράσπιστο άνθρωπο».
«Μου εξεθήασε τον ηρωισμό του Κυριάκου Μάτση και μου διηγήθηκε λεπτομερώς πώς εξελίχθησαν τα γεγονότα κατά την περικύκλωση του κρησφυγέτου και την συμπεριφορά του αγγλικού στρατού μέχρι τη στιγμή της ρήψεως της χειροβομβίδας», πρόσθεσε.
Ο Frank Davis εξεδήλωνε μεγάλο θαυμασμό για τον ήρωα και μου ζήτησε να επισκεφθεί το Παλαιχώρι στις 19 Νοεμβρίου 1983 για να γνωρίσει τους γονείς του και να καταθέσει στεφάνι.
Σύμφωνα με τον Γιαννάκη Μάτση, «ενώ είχαν όλα διευθετηθεί για την άφιξή του στην Κύπρο θεωρήσαμε σωστό να αναβάλει την επίσκεψή του για τον επόμενο χρόνο λόγω της αναταραχής που δημιουργήθηκε μετά την εξαγγελία εκείνες τις ημέρες της ίδρυσης του ψευδοκράτους από τους Τουρκοκυπρίους πράγμα το οποίο συμφώνησε και ο ίδιος».
«Εν τω μεταξύ είχε δημοσιοποιηθεί η εδώ άφιξη του Frank Davis και η επίσκεψή του στο Παλαιχώρι. Σε επανειλημμένες προσπάθειές μας να επικοινωνήσουμε αργότερα με τον ίδιο απέβησαν άκαρπες και ο Frank Davis είχε ουσιαστικά εξαφανισθεί χωρίς να δώσει κανένα σημείο ζωής».