«Τα μωρά την προηγούμενη ήταν τόσο χαρούμενα… Και τελικά επιστρέφουν σε κασόνια»
07:05 - 14 Αυγούστου 2022
«Πήγαμε στο αεροδρόμιο που τους είχαν φέρει. Θυμάμαι υπήρχαν αυτοκίνητα εκεί και σε κάθε αυτοκίνητο έμπαινε η κάθε οικογένεια ή αν ήταν ένα άτομο μόνο. Ήμουν με το Λεωνίδα, την αδελφή μου και την αδελφή της νύφης μου και μας είπαν σε αυτό το αυτοκίνητο, μας είπε και τα νούμερα, ήταν οι δικοί μας. Εκείνη την ώρα ακούγονταν κάποιοι που έκλαιγαν και θυμούμαι ότι ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στο αυτοκίνητο. Σε κάποια φάση έμεινα μέσα στη μέση, δεν είχα επαφή με τους γύρω μου, στάθηκα και φώναζα το όνομα του αδελφού μου, μέχρι που ήρθαν να με μαζέψουν».
Τα λόγια της είναι γεμάτα πόνο. Το μυαλό της γέμισε με όσα αντίκρισε και βίωσε τότε. Τότε που ο χρόνος σταμάτησε, που ο Ήλιος έσβησε… Τότε που 121 ψυχές παρασύρθηκαν στο θάνατο, όταν το αεροπλάνο της HELIOS Airways κατέπεσε στο Γραμματικό Αττικής. Ανάμεσά τους και ο αδελφός της κας. Φρόσως Λεωνίδου, Μιχάλης Κωνσταντίνου, η νύφη της, Ειρήνη και τα δύο τους παιδιά, Πέτρος και Σωτήρης. Η 14η Αυγούστου 2005 έμεινε στην ιστορία για τη μεγαλύτερη τραγωδία στην Κύπρο, μετά το 1974...
Δεκαεπτά χρόνια, μετά, η κα. Φρόσω και ο άνδρας της, Λεωνίδας Λεωνίδου άνοιξαν το σπίτι και την καρδιά τους στον REPORTER και επέστρεψαν στο τότε. Στις 14 Αυγούστου 2005, που ο αδελφός της και η οικογένειά του, μαζί με την οικογένεια των κουμπάρων τους ταξίδευαν για διακοπές. Όμως, το αεροπλάνο δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, οι άνθρωποί τους δεν επέστρεψαν όπως έφυγαν, αλλά μέσα σε κασόνια…
«Βλέπαμε τέσσερα κασόνια και σκεφτόμουν που είναι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν φύγει με τόση χαρά; Τα παιδιά την προηγούμενη της πτήσης, ήταν τόσο χαρούμενα που θα πήγαιναν διακοπές, θα πήγαιναν ταξίδι και τελικά επιστρέφουν και αντί να τους παραλάβεις από το αεροδρόμιο, τους παραλαμβάνεις στα κασόνια».
Δεκαεπτά χρόνια μετά και οι πληγές τους ακόμη αιμορραγούν…. Όσα αντιμετώπισαν εκείνη την περίοδο έρχονται σαν ορμητικός χείμαρρος και κατακλύζει το μυαλό τους. Εικόνες από την ημέρα που έμαθαν την σκληρή αλήθεια, εικόνες από την τραγωδία που ακολούθησε, εικόνες που για πάντα θα βρίσκονται στο μυαλό τους.
«Αυτό που είδα στο χώρο που έγινε η αναγνώριση, δεν είναι κάτι που περιγράφεται. Μπήκα μέσα, επειδή νόμιζα ότι δεν θα έχω κανένα θέμα, αφού είδα πολλές φορές. Τελικά το θέαμα ήταν πολύ σοκαριστικό. Παρόλο που προσπάθησαν να τους φτιάξουν, διερωτώμαι αν έπρεπε να κάνουν αναγνώριση. Δεν ήταν θέαμα εκείνο να το εκθέσεις να το δει κόσμος».
Το κλίμα την προηγούμενη ημέρα της τραγωδίας
Το σπίτι των δύο αδελφιών βρίσκονταν δίπλα-δίπλα. Την προηγούμενη ημέρα, στις 13 Αυγούστου 2005, η κα. Φρόσω θέλησε να επισκεφτεί, όπως έκανε κάθε βράδυ, το σπίτι του αδελφού της.
«Την προηγούμενη ημέρα είχα πάει σπίτι τους, που είναι δίπλα από το δικό μου και ήξερα ότι την επόμενη, Κυριακή, θα έφευγαν πρωί και θα άφηναν το αυτοκίνητο στην Αραδίππου και θα τους έπαιρνε κάποιος τον αδελφό μου, τη νύφη μου και τα δύο τους μωρά και τους κουμπάρους τους, στο αεροδρόμιο. Δεν ξέραμε αριθμό πτήσης ή ποια αερογραμμή ήταν. Ξέραμε μόνο αυτά που είπα».
Ώρα 12:03… Στο Γραμματικό συνετρίβη το αεροπλάνο της HELIOS
Το ρολόι έδειχνε 12:03. Τότε η πτήση HCY 522 των κυπριακών αερογραμμών HELIOS Airways, συνετρίβη, παρασέρνοντας στο θάνατο τους 115 επιβάτες του και το εξαμελές πλήρωμά του. Ανάμεσά τους και η οικογένεια του Μιχάλη και της Ειρήνης Κωνσταντίνου, με τα δύο τους παιδιά, Πέτρο και Σωτήρη. Στην Κύπρο, η είδηση προκάλεσε παγωμάρα, πανικό και αγωνία. Στο Γέρι, στο σπίτι της κας. Φρόσως και του κ. Λεωνίδα, τα πράγματα κινούνταν με αργούς ρυθμούς, όμως όλα άλλαξαν στο άκουσμα της είδησης, αφού πλέον τα γεγονότα έδειχναν πως δεν θα ήταν μία απλή καλοκαιρινή Κυριακή.
«Ο άνδρας μου ήταν έξω και προσπαθούσε να ανάψει τα κάρβουνα για να μαγειρέψει. Είχαμε την τηλεόραση αναμμένη μέσα στην κουζίνα και το είδα. Είπαμε “μα έγινε αεροπορικό;”. Μέχρι την ώρα που επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι μας, εγώ προσωπικά και πιστεύω όλοι μας, είχα έστω και μία μικρή ελπίδα.
Μετά που επιβεβαιώθηκε, χάνεις τον κόσμο. Αρχικά δεν το πιστεύεις, το ακούς αλλά δεν μπορείς να το συνειδητοποιήσεις. Ακόμη και μετά από αρκετό καιρό που έχει περάσει, υπάρχουν φορές που πιστεύεις ότι είναι ψέμα και αυτό δεν διορθώνεται. Εμείς ήμασταν μία οικογένεια, είχαμε τις καλύτερες σχέσεις που θα μπορούσαμε να έχουμε και σε κάθε χαρά τους ψάχνουμε. Γέννησε η κόρη μου, γέννησε ο γιος μου, θα παντρέψω. Τους ψάχνεις και σκέφτομαι πώς θα συγκρατηθώ. Ακόμη και στα δύσκολα, τους έψαχνα. Ακόμη και τόσα χρόνια που πέρασαν και άλλα τόσα που θα περάσουν, δεν περνά. Τα ξεχνάς; Όχι. Με τη ρουτίνα θα ασχοληθείς, θα ξεχαστείς στιγμιαία, αλλά πάντα τους ψάχνεις».
Η φωνή της άρχισε να σπάζει… Και δεν ήταν η μοναδική στιγμή στη συνέντευξή μας, που οι θύμησες της προκαλούσαν πόνο, αφού άνοιξαν μία πρόχειρα επουλωμένη πληγή, που ακόμη αιμορραγεί και αφήνει μία ουλή, που με το πέρασμα του χρόνου βαθαίνει. Τα δάκρυα ήταν τόσα πολλά, που τα μάτια της δεν μπόρεσαν να τα κρατήσουν και ένα άρχισε να κυλά, δειλά-δειλά στο μάγουλό της.
«Η μάμα μου, μόλις είδε την είδηση στην τηλεόραση, με έπιασε τηλέφωνο και έκλαιγε. Μου είπε “έππεσε αεροπλάνο, ο αρφός σου που ένει;” και της είπα “μάμα, μην κλαις και είναι κρίμα να σκέφτεσαι έτσι. Ο Μιχάλης δεν πήγε με αυτές τις αερογραμμές, τώρα ταξιδεύουν”. Έτσι πίστευα και μόλις θα έφταναν θα άναβαν τα κινητά τους. Ο ένας γιος τους, που ήταν και βαφτιστικός μας, ήταν 13 ετών και είχε το δικό του κινητό. Ένιωθα ότι κάναμε λάθος.
Όταν περνούσε η ώρα και παίρναμε τηλέφωνα και δεν απαντούσε κανένας από τους τρεις, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Πήγα δίπλα στο σπίτι, αφού είχα τα κλειδιά που μου άφησαν. Εκεί βρήκα το φυλλάδιο που μου έδειχνε η νύφη την προηγούμενη ημέρα, βρήκα τα στοιχεία του ξενοδοχείου που είχαν κλείσει, πήρα τηλέφωνο και μας είπαν ότι δεν έφτασαν. Ναι, μεν, νιώθαμε ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες να είναι οι δικοί μας στο αεροπλάνο, αλλά δεν θέλαμε να το πιστέψουμε.
Γύρω στις 2:00 το μεσημέρι σκεφτήκαμε να πάμε στη Λάρνακα, στα γραφεία της εταιρείας της HELIOS. Ξεκινήσαμε με τον άνδρα μου να πάμε και αφήσαμε στο σπίτι τον γιο μας, που ήταν 13 χρονών, τη μητέρα μου και τους γονείς της νύφης μου. Στο δρόμο σκέφτηκα ότι αφήσαμε ένα μωρό με τη μάμα μου και τους συμπεθέρους στο σπίτι μας και είπα στο Λεωνίδα να επιστρέψουμε. Στην επιστροφή έπαιρνα τηλέφωνο τους τρεις που είχαν κινητό και έλεγα “Παναγία μου ρε Μιχάλη, όταν επιστρέψεις εν να σου δώκω δυο πάτσους”.
Μέχρι τις 4:45, είχαμε ακόμη και μία μικρή ελπίδα. Εγώ τηλεφωνούσα συνέχεια, έψαχνα ακόμη και τηλέφωνα από την οικογένεια του κουμπάρου του αδελφού μου, από τους καταλόγους, αν ξέρουν κάτι. Εκείνοι όμως, ήξεραν, επειδή στο αεροδρόμιο τους πήρε ο πατέρας του κουμπάρου του αδελφού μου. Απάντησε το τηλέφωνο κάποιος συγγενής και απέφυγε να μου πει κάτι ο άνθρωπος. Αλλά από τις κουβέντες που μου είπε, κατάλαβα ότι δεν είχαμε ελπίδα. Αυτό ήταν λίγη ώρα πριν την ανακοίνωση.
Μετά πήγε ο αδελφός της νύφης μου στο αεροδρόμιο, επειδή μένει στη Λάρνακα και τότε επιβεβαιώθηκε η λίστα με τα ονόματα. Μας πήρε τηλέφωνο και μας είπε ότι ήταν το αεροπλάνο τους και μάθαμε τι συνέβη. Μέχρι τις 5:00 το απόγευμα, το σπίτι είχε γεμίσει κόσμο. Περιμέναμε μέχρι και την τελευταία στιγμή. Ακόμη και όταν μας το είπαν είχα μια μικρή ελπίδα.
Όταν το ακούσαμε δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν την κατάσταση. Όσο και να πόνεσα, όμως, εγώ, η μάνα είναι μάνα. Δεν ξέρω πως κατάφερε να επιβιώσει όλα αυτά τα χρόνια. Είχε τη δύναμη να κοιτάξει εμένα, την κόρη της, τα εγγόνια της και μετά να καταρρεύσει. Στάθηκε όπως τον βράχο και μέχρι σήμερα σαν τη μάνα δεν έχει. Ο πόνος της μάνας είναι ο πιο δυνατός από όλους.
Σκέφτομαι κάποιες φορές πώς ήταν την ώρα της συντριβής; Έπεσαν οι μάσκες, τι έκαναν εκείνη την ώρα; Ένιωσαν πανικό; Πόση ώρα ήταν ο πανικός που ένιωσαν; Κατάλαβαν κάτι όταν συνετρίβη το αεροπλάνο; Θυμούμαι ρώτησα τον Τσολάκη, που έκανε την έρευνά του, όταν ήμασταν σε μία αίθουσα ενός ξενοδοχείου και μου έδειξε ένα διακόπτη, τον άναψε και τον έσβησε και μου είπε “τόσο κατάλαβαν”, δηλαδή σχεδόν τίποτε. Δεν το πιστεύω βέβαια. Μέχρι να πάθουν υποξία δεν πέρασε κάποιο χρονικό διάστημα; Είναι πράγματα που δεν θα τα μάθουμε ποτέ».
Ο κ. Λεωνίδας, που καθόταν στο πλάι της, άρχισε τη δική του περιγραφή. Ήταν ξεκάθαρο και φαινόταν στα μάτια του, ότι βρισκόταν στο τότε, την 14η Αυγούστου 2005.
«Η ανακοίνωση στην τηλεόραση έλεγε ότι ήταν αεροπλάνο κυπριακών αερογραμμών και εμείς θεωρήσαμε ότι ήταν της Cyprus Airways, ενώ εκείνοι εννοούσαν ότι ήταν αεροπλάνο μίας κυπριακής αερογραμμής. Τότε ξεκίνησε να δένεται το στομάχι μας κόμπος, ξεκινήσαμε να τηλεφωνούμε και να μην απαντούν, μέχρι και που επιβεβαιώθηκε.
Θυμάμαι είχα ανάψει τα κάρβουνα και απλά έβαλα πάνω το καπάκι. Προσπαθούσα να σκεφτώ πώς θα το διαχειριστώ. Ήταν συγκεχυμένες οι πληροφορίες και όπως όλες τις κρίσιμες στιγμές, η Πολιτεία αδυνατεί να τις διαχειριστεί. Ξεκινήσαμε να πάμε στο αεροδρόμιο, να πάμε στο Δημαρχείο της Λάρνακας, κάπου για να ενημερωθούμε, όπως όλοι οι συγγενείς, επειδή ήταν λίγες οι πληροφορίες και τραγικές.
Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το πεπρωμένο, αλλά η τραγική ειρωνεία ήταν ότι οι δύο συνέταιροι, ο κουνιάδος μου και ο κουμπάρος του είχαν αναλάβει και οι δύο να βρουν εισιτήρια για να πάνε διακοπές. Ο κουμπάρος του βρήκε εισιτήρια, με άλλη εταιρεία, αλλά ήταν ακριβά και του είπε ο κουνιάδος μου “ρε εν πολλά ακριβά” και του απάντησε “εν γείτονας μου ο πράκτορας που τα έκλεισε, αντρέπουμαι να του πω να τα ακυρώσω”. Του απάντησε ο κουνιάδος μου “να του πω εγώ που εν αντρέπουμαι” και τα ακύρωσε και έκλεισε με την Ήλιος».
Οι μνήμες είχαν προκαλέσει ένα αβάστακτο πόνο. Η φωνή του κ. Λεωνίδα άρχισε να σπάει. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του, αλλά ήταν εμφανές ότι δεν μπορούσε να κρύψει την οδύνη του…
«Η απώλεια είναι πάντα ανάλογη με εκείνο που φεύγει. Το τυποποιημένο που λένε όλοι, ότι ο χρόνος γιατρεύει τις πληγές είναι λανθασμένο. Ο χρόνος σε κάνει να συνηθίσεις. Ο πόνος είναι πάντα ο ίδιος. Οι ανάγκες της ζωής σε κάνουν να σκεφτείς άλλα πράγματα, αλλά σε περίοδο περισυλλογής, θυμάσαι. Υπάρχουν και κάποιες στιγμές που είσαι μόνος σου ή με παρέα που το σκέφτεσαι. Εγώ το συνειδητοποίησα πολύ γρήγορα το κακό που μας βρήκε. Ήξερα τι θα ακολουθήσει. Υπάρχουν πάντα τρόποι να το διαχειριστείς, αλλά τα ερωτήματα είναι πάντα εκεί.
Η σχέση της Φρόσως με τον αδελφό της ήταν τόσο δυνατή, που εγώ πάντα έλεγα ότι δεν ζηλεύω τίποτε εκτός από αυτό. Εγώ με τις αδελφές μου, μπορεί να γίνονταν και μήνες και να μην βρισκόμασταν. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάθε απόγευμα ή βράδυ, έπρεπε να πάει ο ένας να δει τον άλλο. Στην αρχή τα σπίτια δεν είχαν περίφραξη και τα παιδιά έπαιζαν όλα μαζί. Είναι μεγάλη απώλεια και μεγάλο το κενό που αφήνουν. Δεν είναι εύκολο να το διαχειριστείς, αλλά δεν έχεις και επιλογή».
Η ανακοίνωση στα παιδιά τους
Η είδηση και η νέα πραγματικότητα ήταν δύσκολη και για τα παιδιά τους. Ο γιος τους, όταν έγινε το δυστύχημα, ήταν στην ίδια ηλικία με τον βαφτιστικό τους, ενώ η κόρη τους ήταν έτοιμη να φύγει για σπουδές.
«Ο γιος μου ήταν 13 ετών, στην ίδια ηλικία με τον βαφτιστικό μας και ήταν στο σπίτι, τα έζησε από την πρώτη στιγμή όλα. Το έζησε όλο αυτό, πάνω κάτω το ανέμενε και ο ίδιος ότι ήταν το αεροπλάνο που έπεσε και απέφευγε να μιλήσει για το θέμα για αρκετό καιρό. Ήταν σιωπηλός και σκεφτικός για αρκετά χρόνια. Τον είχα πάρει στο σπίτι ενός πολύ καλού του φίλου και έμεινε εκεί περίπου δέκα μέρες. Ήταν η μόνη φορά που ζήτησα τη βοήθεια ενός ψυχολόγου, για το πώς θα διαχειριστώ την κατάσταση.
Όταν πήγε σχολείο το Σεπτέμβριο, θα πήγαινε δεύτερα τάξη Γυμνασίου, πήγα την πρώτη μέρα για να μιλήσω με την καθηγήτρια, για να της πω ότι ο γιος μου πέρασε αυτό το πράγμα. Πήγαμε το πρωί, είχαν συγκέντρωση και αναφέρθηκαν στο αεροπορικό. Τότε, σκέφτηκα ότι ο γιος μου θα ήταν στα πατώματα ψυχολογικά. Τέλος της χρονιάς, όταν έβγαλαν ένα περιοδικό, ο γιος μας έγραψε κάτι που εξέφραζε όλο τον ψυχικό κόσμο, σε ένα μικρό κείμενο. Δυσκολεύτηκε πολύ, αλλά είχε φίλους καλούς που τον στήριξαν και μέχρι σήμερα τον στηρίζουν.
Η κόρη μου ήταν 18 ετών και ήταν διακοπές στον Πρωταρά, όταν έπεσε το αεροπλάνο. Θα ερχόταν από τις διακοπές της, για να πάει να σπουδάσει το Σεπτέμβριο. Ο Λεωνίδας, τότε, πήρε τηλέφωνο ένα άτομο από την παρέα της και του είπε “σε παρακαλώ φέρε την, αλλά μην της πεις τίποτε”. Την έφερε αλλά δεν ήταν μωρό, από τη στιγμή που άνοιξαν το ραδιόφωνο και είπαν για το δυστύχημα, το κατάλαβε. Έτσι, δεν χρειάστηκε να το ανακοινώσουμε.
Τον Σεπτέμβριο μετά την τραγωδία, θα πήγαινε να σπουδάσει. Εμείς είχαμε σκοπό να πάμε μαζί της, αλλά επέμενε ότι δεν θέλει κανένα μαζί της. Ο Λεωνίδας επέμενε να πάει μαζί της και εκείνη σκεφτόταν που θα άφηνε τη μάμα της. Ένα μωρό 18 χρονών, περίμενε με αγωνία να πάει να σπουδάσει και τελικά πήγε μόνη της. Στις 14 έγινε το δυστύχημα και γύρω στις 20 Σεπτεμβρίου είχε φύγει. Πήγε και η αλήθεια έπαιρνε τηλέφωνο τον Λεωνίδα, όχι εμένα. Εγώ είχα τα μυαλά μου αλλού. Η ίδια έλεγε ότι δεν αντέχει και της έλεγε ο Λεωνίδας να της κόψει το εισιτήριο και να επιστρέψει πίσω, αλλά τελικά έμεινε. Ήρθε τα Χριστούγεννα και όπως συζητούσαμε μια μέρα μου είπε “μάμα δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω ότι έγινε το αεροπορικό και δεν θα τους ξαναδούμε”. Ούτε στο κοιμητήριο πήγαινε.
Τα δωμάτια των παιδιών μου βλέπουν στο σπίτι του θείου τους. Για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα δεν άνοιγαν τα παράθυρά τους, επειδή δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν».
Το ταξίδι στην Ελλάδα και η αναγνώριση των σορών
Την επόμενη, μόλις, μέρα οι συγγενείς των θυμάτων επιβιβάστηκαν σε ένα αεροπλάνο, που είχαν ναυλώσει ειδικά για αυτό το σκοπό, οι Κυπριακές Αερογραμμές και ταξίδεψαν μέχρι την Αθήνα. Εκεί άρχισε η συνειδητοποίηση του κακού, αφού οι συγγενείς ήρθαν αντιμέτωποι με τις πιο σκληρές εικόνες. Εικόνες που έμειναν για πάντα χαραγμένες στο μυαλό τους, όπως διηγείται ο κ. Λεωνίδας.
«Στο αεροπλάνο πάντα φοβάμαι. Εκείνη την ημέρα δεν φοβόμουν τίποτε. Διέθεσε αεροπλάνο η Cyprus Airways και έγιναν διευθετήσεις με την Ελλάδα, ώστε να μην κατεβούμε στο αεροδρόμιο. Διέθεσαν ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο απέναντι από το αεροδρόμιο και από εκεί πήγαμε με λεωφορείο στο Γουδί. Μπορώ να πω ότι στην Ελλάδα ταλαιπωρηθήκαμε λιγότερο από ό,τι στην Κύπρο, επειδή η Αστυνομία μας ήρθε στο αεροδρόμιο για να πάρει στοιχεία και καταθέσεις. Πήγαμε απευθείας στην Αθήνα, κάναμε καμία ώρα στο αεροδρόμιο και περιμέναμε να διευθετηθούν τα λεωφορεία για να μας μεταφέρουν στο Γουδί.
Καμία χώρα δεν έχει τις υποδομές να διαχειριστεί τέτοιου είδους δυστυχήματα. Μία πόλη είχε νεκροτομείο για πέντε, έξι, επτά, δέκα, είκοσι θύματα. Αυτούς τους είχαν με παγάκια, άρχισαν και μύριζαν. Είχε κι εκεί υποχρέωση η Αστυνομία να λάβει ανακρίσεις. Ήταν χαμός, άλλοι έπαιρναν καταθέσεις, οι συγγενείς είχαν σταθεί σειρά και περίμεναν. Έγινε ένα περιστατικό που με ενόχλησε, όταν ήθελαν να παρακάμψουν τη σειρά για να περάσει η γυναίκα του κυβερνήτη. Αφού μέσα ήταν όλοι νεκροί, ποιος ο λόγος;
Αυτό που θυμούμαι είναι ένα άτομο στο αναπηρικό καροτσάκι, ο Πέτρος, που είχε ατύχημα σε νεαρή ηλικία και καθηλώθηκε στο καροτσάκι. Δεν ξαναείδα τόσο ανέκφραστο πρόσωπο, όπως ήταν σε όλη τη διαδρομή. Τον έσπρωξα να μπει μέσα και βγήκε έξω και τους είπε είναι “η κόρη μου και ο γαμπρός μου”. Για να μπω μέσα πιο γρήγορα, έσπρωχνα τον Πέτρο για να μπούμε μέσα. Όταν τους είδε, μου είπε να τον βγάλω έξω. Το έκανα και μετά επέστρεψα.
Αυτό που είδα στο χώρο που έγινε η αναγνώριση, δεν είναι κάτι που περιγράφεται. Μπήκα μέσα, επειδή νόμιζα ότι δεν θα έχω κανένα θέμα, αφού είδα πολλές φορές. Τελικά το θέαμα ήταν πολύ σοκαριστικό. Παρόλο που προσπάθησαν να τους φτιάξουν, διερωτώμαι αν έπρεπε να κάνουν αναγνώριση. Δεν ήταν θέαμα εκείνο να το εκθέσεις να το δει κόσμος.
Θυμούμαι όταν πήγαμε για αναγνώριση και μπήκα μέσα, δεν αισθανόμουν τίποτα. Όταν βγήκα έξω σκέφτηκα “μα αποκτηνώθηκες τέλεια;”. Υπήρχαν άτομα που δεν ήταν αναγνωρίσιμα και πιστεύω ότι αυτά τα άτομα δεν τα είχαν βάλει καν εκεί».
Η κίνηση του κ. Λεωνίδα, να μπει μόνος του μέσα στο χώρο που είχαν τις σορούς, προκάλεσε εκνευρισμό στην κα. Φρόσω, η οποία κλήθηκε να δώσει DNA, για σκοπούς αναγνώρισης.
«Πήγαμε τη Δευτέρα, την επόμενη μέρα, για αναγνώριση. Στο Γουδί ήταν μία τραγωδία. Υπήρχε κόσμος που φώναζε και έκλαιγε, άλλοι κάθονταν και έβλεπαν στο κενό. Ο αδελφός της συζύγου του κουμπάρου του αδελφού μου καθόταν με την κοπέλα του και το βλέμμα του ήταν κενό, χωρίς τίποτα μέσα. Σαν και αυτό υπήρχαν κι άλλοι.
Ο Λεωνίδας μπήκε μόνος του μέσα, επειδή εμάς ήθελαν να μας πάρουν αίμα, επειδή ήμασταν πρώτου βαθμού συγγενείς. Όταν τον έψαξα και κατάλαβα ότι μπήκε μέσα και βγήκε, δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση που είχε. Εμείς δεν τους αναγνωρίσαμε. Έγινε με DNA η αναγνώρισή του.
Μαζί μας ήταν και ο τότε υπουργός Υγείας, ο Ανδρέας Γαβριηλίδης και θυμούμαι του είπα “εγέλασε μου ο άνδρας μου και μπήκε στην αναγνώριση” και μου απάντησε “να χαίρεσαι που δεν μπήκες και εκείνοι που μπαίνουν δεν θα έπρεπε να μπουν”. Εκείνη την ώρα δεν κατάλαβα τι μου είπε, είχα θυμώσει με τον άνδρα μου που μπήκε και δεν με πήρε μαζί του. Τον έπιασα τηλέφωνο και του είπα “η Ειρήνη φορούσε ένα ρολόι μεγάλο” και του το περίγραψα. Όταν τον είδα, κατάλαβα ότι εκείνο που αντίκρισε εκεί μέσα δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Πάντα θα είναι εκεί.
Μετά κυκλοφόρησαν φωτογραφίες στο διαδίκτυο, που ήταν μεγάλο λάθος, αλλά μας τρώει η περιέργεια να δούμε. Εγώ μπήκα, είδα τις φωτογραφίες. Δεν έπρεπε να κυκλοφορήσουν αυτές οι φωτογραφίες, επειδή διερωτάσαι “εν ο δικός μου άνθρωπος τούτος;”. Η πιο κοντινή φωτογραφία ήταν από μία γυναίκα και ευτυχώς δεν ήταν η νύφη μου, αλλά οποιουδήποτε ήταν συγγενής του, θα την αναγνώριζε απευθείας. Καλύτερα να τους θυμόμαστε όπως ήταν. Θέλω να τους θυμούμαι όπως είναι στη φωτογραφία, όπως ήταν τότε. Δεν θέλω να τους σκέφτομαι καμένους».
Η επιστροφή των σορών στην Κύπρο
Η δεύτερη πράξη του δράματος. Αυτό μόνο μπορεί να χαρακτηρίσει τα όσα εκτυλίχθηκαν στην Κύπρο, με την επιστροφή των σορών. Ήταν η μόνη φορά που η κα. Φρόσω επέμενε να πάει στο αεροδρόμιο.
«Πήγαμε στο αεροδρόμιο που τους είχαν φέρει. Εγώ ήθελα να πάω στο αεροδρόμιο, αλλά ο Λεωνίδας ήθελε να με κρατήσει πίσω, για να με βοηθήσει να μην μπω σε μεγάλο μαρτύριο. Ήταν, όμως, από τις λίγες φορές που επέμενα. Πήγαμε στο αεροδρόμιο και εκεί υπήρχε Πυροσβεστική, για να επιβλέπει.
Θυμάμαι υπήρχαν αυτοκίνητα εκεί και σε κάθε αυτοκίνητο έμπαινε η κάθε οικογένεια ή αν ήταν ένα άτομο μόνο. Ήμουν με το Λεωνίδα, την αδελφή μου και την αδελφή της νύφης μου και μας είπαν σε αυτό το αυτοκίνητο, μας είπε και τα νούμερα, ήταν οι δικοί μας. Εκείνη την ώρα ακούγονταν κάποιοι που έκλαιγαν και θυμούμαι ότι ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στο αυτοκίνητο. Σε κάποια φάση έμεινα μέσα στη μέση, δεν είχα επαφή με τους γύρω μου, στάθηκα και φώναζα το όνομα του αδελφού μου, μέχρι που ήρθαν να με μαζέψουν.
Βλέπαμε τέσσερα κασόνια και σκεφτόμουν που είναι αυτοί οι άνθρωποι που είχαν φύγει με τόση χαρά; Τα μωρά την προηγούμενη της πτήσης, ήταν τόσο χαρούμενα που θα πήγαιναν διακοπές, θα πήγαιναν ταξίδι και τελικά επιστρέφουν και αντί να τους παραλάβεις από το αεροδρόμιο, τους παραλαμβάνεις στα κασόνια.
Στις 25 Σεπτεμβρίου έφεραν πίσω τα προσωπικά τους αντικείμενα και τα είχαν βάλει στην ΜΜΑΔ. Ήταν κάσες με αντικείμενα, ρολόγια, πορτοφόλια, τσάντες, τσαντάκια, ρούχα και τα έβαλαν γραμμή. Θυμούμαι ανακάτευα μέσα στις κούτες για να δω αν θα βρω κάτι και μου είπε ένας αστυνομικός “κανεί, αφού νεκάτωσες”. Ήθελα να βρω κάτι και τελικά βρήκα μία παντόφλα, η οποία είναι μισοκαμένη και ήξερα ότι η Ειρήνη είχε τέτοια παντόφλα. Μπορεί να μην είναι δική της, αλλά την πήρα και την έχω φυλαγμένη. Είναι μέσα στο ερμάρι, μαζί με τα ρούχα μου και την έχω εκεί.
Δεν πήγαμε μόνο εμείς, πήγαν κι άλλοι. Ο κόσμος ήθελε να βρει κάτι από τα δικά τους άτομα. Στο αεροπλάνο ήταν ο γιος και η αρραβωνιαστικιά των γειτόνων μας. Εκείνοι βρήκαν το πορτοφόλι του γιου τους, με κάποια πράγματα που είχε εκεί».
Η μέρα της κηδείας
Ένα νέο κεφάλαιο της τραγωδίας. Η ημέρα που οικογένεια, φίλοι, γνωστοί αλλά και άγνωστοι θα έλεγαν το τελευταίο αντίο στην αδικοχαμένη οικογένεια. Ο κάθε ένας από τους ζώντες, είχε το δικό του ρόλο. Ο κ. Λεωνίδας έπρεπε να σταθεί βράχος στο πλευρό της συζύγου του, να είναι έτοιμος να τρέξει να σηκώσει όποιον κατέρρεε και ταυτόχρονα, να θρηνήσει και ο ίδιος την οικογένεια που έχασε.
«Η μέρα της κηδείας ήταν πάρα πολύ δύσκολο κεφάλαιο, επειδή εκτός από τον πόνο που τραβάς, έπρεπε να σκεφτώ θα καταρρεύσει τώρα η Φρόσω; Θα καταρρεύσει η πεθερά μου; Είπα στη Φρόσω, με τρόπο, να πιει κάτι για την περίσταση, αλλά δεν δέχθηκε. Η Πολιτεία είχε στείλει και ένα ασθενοφόρο στην εκκλησία, σε περίπτωση που υπήρχε ένα έκτακτο περιστατικό.
Η κηδεία ήταν ένας Γολγοθάς. Η Φρόσω κατέρρευσε δύο φορές και έτρεχε το προσωπικό του ασθενοφόρου να την συνεφέρουν. Ήταν πάρα πολύς ο κόσμος. Δεν φταίει ο κόσμος, αλλά εκείνη την ώρα ήθελες να είσαι μόνος σου με τον πόνο σου. Ξεκίνησαν και ησύχαζαν τα πράγματα μετά την ταφή. Μετά ξεκίνησαν τα μνημόσυνα, αλλά δεν ήταν το ίδιο με την ημέρα της κηδείας.
Κάτι που με ενόχλησε ήταν πήγα στην εκκλησία να θάψω μέλη της οικογένειάς μας και έψαχνα θέση να σταθώ, επειδή είχαν έρθει υπουργοί, βουλευτές και δήμαρχοι και ήθελαν να σταθούν εκεί που στέκονταν οι συγγενείς.
Δεν έχω παράπονο από τον κόσμο, επειδή είχαμε πολλή στήριξη. Όμως, για έξι μήνες μετά το αεροπορικό, δεν ήθελα να κυκλοφορώ επειδή ήξεραν ότι ήμουν συγγενής θύματος. Είχαν χαθεί τα μαύρα από τα καταστήματα. Ήταν πολύς ο κόσμος που θρηνούσε».
Τα δύσκολα, θυμάται η κα. Φρόσω ήρθαν μετά, τα χρόνια που ακολούθησαν την ταφή του αδελφού και της νύφης της και των δύο τους παιδιών.
«Για έξι χρόνια, πήγαινα καθημερινά το πρωί στο κοιμητήριο. Για τα πρώτα τρία-τέσσερα έπαιρνα και τη μάμα μου, να ανάψουμε τα καντήλια, να ποτίσουμε, να καπνίσουμε και μετά να φύγω να πάω δουλειά. Φορούσα τα μαύρα έξι-επτά χρόνια. Όταν φτάσεις και τα βάλεις, δεν είναι εύκολο να τα βγάλεις. Έτσι ήταν η ψυχολογία μου. Την πρώτη φορά που είχα βάλει ένα τζιν δεν ένιωθα καλά. Στην κηδεία είχα πει σε μία πολύ καλή μου φίλη να προσέχει τα παιδιά μου.
Κάθε φορά που ήταν τα γενέθλια ή η γιορτή τους, κάναμε τρισάγιο. Στις 17/1 ήταν τα γενέθλια της νύφης μου, 31/1 ήταν του αδελφού μου, το Φεβρουάριο ήταν του βαφτιστικού μας. Μετά ήταν της Αγίας Ειρήνης, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ήταν τα γενέθλια του Σωτήρη, μετά η γιορτή του. Οκτώ φορές το χρόνο, δηλαδή περίπου μία φορά το μήνα, είχαμε τρισάγιο. Πηγαίναμε, δηλαδή, εκεί και δεν ησυχάζεις μέχρι να φύγεις.
Ακόμη και τώρα, που το μνημόσυνο γίνεται μία φορά το χρόνο. Πριν από τη μέρα τους, αλλάζει η διάθεσή μου. Και τι κάνω; Καθαρίζω το σπίτι. Με πιάνει τόση νευρικότητα, που θέλω κάπου να ξεσπάσω. Εκείνη την περίοδο έμενα μέχρι τα ξημερώματα και καθάριζα».
Το περιστατικό τη νύχτα πριν την τραγωδία
Ο κ. Λεωνίδας τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου 2005 κλήθηκε να διερευνήσει τα αίτια μίας πυρκαγιάς, σε μία εκκλησία. Τότε δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Σήμερα, δεκαοχτώ χρόνια μετά, αφού έχει μπροστά του όλα τα γεγονότα, δίνει άλλη διάσταση στο περιστατικό.
«Τη νύχτα πριν το αεροπορικό, είχε πυρκαγιά στην εκκλησία της Παναγιάς του Τράχωνα. Με πήραν τηλέφωνο στις 2:00 τα ξημερώματα και μου ζήτησαν να πάω νωρίς να διερευνήσουμε τα αίτια, επειδή έπρεπε να καθαρίσουν για τη γιορτή της Παναγιάς στις 15 Αυγούστου. Σηκώθηκα στις 5:00 και είδα το αυτοκίνητο του κουνιάδου μου έξω.
Πήγα στην εκκλησία και είδα ότι κόπηκε το καντήλι που ήταν μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, έπεσε και έβαλε φωτιά. Όταν με ρώτησε ο πάτερ τι έγινε του είπα “πάτερ, εν θυμωμένη η Παναγία, κάτι της εκάμετε. Έσυρε μόνη της την καντήλα κάτω και έβαλε τη φωτιά”. Επιστρέφοντας, είδα ότι έλειπε το αυτοκίνητο και θυμήθηκα ότι ταξίδευαν.
Χρόνια μετά, παρόλο που δεν είμαι θρησκευόμενο άτομο, σκέφτηκα μήπως πράγματι η Παναγία έστελνε μήνυμα; Ήταν θυμωμένη;».
Η επίσκεψη στο Γραμματικό
Ο χώρος που άφησαν την τελευταία τους πνοή οι 121 επιβαίνοντες του αεροσκάφους έχει γίνει η επίγεια κόλαση για τους συγγενείς. Πηγαίνουν εκεί, κάθε τραγική επέτειο, για να αισθάνονται κοντά στους ανθρώπους τους, να τους νιώσουν για μία ακόμη φορά. Τουλάχιστον αυτό περιγράφει η κα. Φρόσω.
«Δεν πήγαμε στους 3-4 μήνες όπως έκαναν άλλοι. Πήγαινα κάθε χρόνο από την προηγούμενη της επετείου, με την αδελφή μου, τη μάμα μου και την κόρη μου. Μετά χτίστηκε και εκείνο το εκκλησάκι και εκεί έβλεπες γονείς, που πλέον έχουν φύγει από τη ζωή. Τα μόνα χρόνια που δεν πήγαμε και μας στοίχησε ήταν το 2020-2021 λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και φέτος δεν θα πάμε, επειδή είναι Κυριακή, όπως ήταν τότε. Από ό,τι έμαθα δεν θα πάει κάποιος φέτος.
Γίνεται η λειτουργία στο εκκλησάκι, αλλά δεν είναι εκεί οι συγγενείς. Κάθε χρόνο, όμως, λιγόστευαν τα άτομα που πήγαιναν. Ο καθένας, όμως, όπως το νιώθει. Τον πρώτο χρόνο που δεν μπορούσαμε να πάμε μου στοίχησε πολύ, που δεν καταφέραμε να πάμε. Είπα, όμως, του χρόνου, αν είμαστε καλά θα πάμε.
Εκεί είναι τραγικό, επειδή πας την ημέρα που έπεσε το αεροπλάνο, είσαι εκεί και την ώρα που έπεσε κάνεις το τρισάγιο. Νιώθεις την παρουσία τους. Είναι πιο έντονα τα συναισθήματα, είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι στην Κύπρο. Όταν μπαίνεις στο εκκλησάκι, κάποιος από τους συγγενείς έκανε ένα τοίχο και έβαλε όλες τις φωτογραφίες των θυμάτων. Νιώθεις ότι όλοι είναι εκεί μέσα στην εκκλησία».
Το σπίτι που δεν άνοιξε ξανά…
Το σπίτι του αδελφού της, βρίσκεται δίπλα από το δικό της. Το σπίτι που για χρόνια είχε την ίδια όψη. Το σπίτι που σήμερα, μετά από δύο επιθέσεις που δέχθηκε από επιτήδειους, πλέον έχει αφεθεί στο χρόνο, όπως ανέφερε η κα. Φρόσω.
«Κάθε φορά που το βλέπω μου θυμίζει την πραγματικότητα. Στην αρχή είχαν γρασίδι και ο Λεωνίδας πήγαινε και το φρόντιζε. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Έπρεπε να το διατηρήσουμε όπως ήταν; Ήταν σωστό; Πήγαινε και περιποιείτο τον κήπο για αρκετό καιρό. Εγώ είχα πει ότι στο σπίτι δίπλα δεν θέλω να μπει κανένας. Κάποιοι μας είπαν να το δώσουμε δωρεά. Σε ποιο; Ήταν όλα ανέπαφα. Το κρεβάτι όπως το έστρωσαν, τα κρεβάτια των μωρών στη θέση τους, η πετσέτα του μπάνιου εκεί που την άφησαν.
Έμπαινα κάθε τόσο να ανοίξω τα παράθυρα, να το καθαρίσω, να σκουπίσω και να σφουγγαρίσω, επειδή ήθελα να το αφήσω όπως ήταν. Το διέρρηξαν δύο φορές, επειδή δεν φαινόταν ακατοίκητο και ο Λεωνίδας δεν ήξερε τι να κάνει. Κάρφωσε κάτι πάνω στα παράθυρα και πλέον δεν μπορείς να το ανοίξεις τόσο εύκολα όπως τότε.
Είπα ότι δεν θα μπει κάποιος, ούτε θα το πουλήσουμε, όσο ζω. Δεν μπορώ να δω άλλο άτομο να ζήσει στο σπίτι αυτό. Τα παιδιά μου δεν θέλουν να μπουν μέσα. Είναι όλα τα πράγματά τους εκεί. Μέσα είναι όπως τα άφησαν, τα μοναδικά πράγματα που φύγαμε ήταν τα τρόφιμα. Όλα τα άλλα είναι εκεί».
Η δικαιοσύνη που δεν ήρθε
Μία ανοιχτή πληγή που αιμορραγεί ακόμη. Η δικαιοσύνη που δεν ήρθε ποτέ. Η αδικία που ακόμη διαιωνίζεται, αφού κανένας δεν πλήρωσε. Αυτοί που κρίθηκαν ένοχοι κατάφεραν να εξαγοράσουν την ποινή τους, ωστόσο άλλοι τόσοι όμως δεν πέρασαν ούτε έξω από το δικαστήριο. Αυτή η αδικία πνίγει τον κ. Λεωνίδα.
«Το θέμα της δικαιοσύνης θα είναι πάντα ανοιχτή πληγή. Πάτησαν σε τάφους, για να έχουν λεφτά και δεν πλήρωσε κανένας. Μετά το δυστύχημα, τις κηδείες και όλα ξεκίνησαν οι καβγάδες με τις αρμόδιες αρχές του κράτους. Ο υπουργός Μεταφορών θεωρούσε ότι ήταν ένα τροχαίο, που πέθαναν δύο άτομα. Μετά είχαμε μάχες με την εταιρεία, που προσπαθούσε να αλλάξει όνομα, μετά ήταν οι δίκες που δεν έγιναν στην Κύπρο. Έγινε δίκη στην Αθήνα, που τους επέβαλαν φυλάκιση σε κάποιους και η ποινή τους ήταν εξαγοράσιμη από την αρχή. Δεν έχει πλέον σημασία. Αυτό που θα είχε σημασία ήταν να τιμωρηθούν στην Κύπρο οι ένοχοι. Η Πολεμική Αεροπορία είχε τεράστιες ευθύνες.
Από όλη την ιστορία το τραγικό είναι ότι δεν αλλάζουμε νοοτροπία ως λαός. Το αεροπλάνο δεν έπεσε, το έριξαν, επειδή ως αεροπλάνο είχε όλη την καλή διάθεση να πετά μέχρι την τελευταία στιγμή. Του έλειψαν τα καύσιμα και έπεσε. Ήταν μία αλληλουχία λανθασμένων χειρισμών, η οποία οφείλεται στην παράδοση που έχουμε ως λαός να προσλαμβάνουμε, να προωθούμε και να προάγουμε μετριότητες. Η πολιτική αεροπορία δεν έκανε τη δουλειά της. Μετά από την τραγωδία έγινε κάτι; Άλλαξε κάτι; Όχι. Με το μέσο προχωρούν όλοι. Με την ίδια νοοτροπία, κάθε φορά που έχουμε τραγωδία, κλαίμε επί ερειπίων, ξεχνάμε και κάνουμε ξανά το ίδιο λάθος μετά.
Πριν την τραγωδία είχε μιλήσει ο υπεύθυνος πτήσεων, ο οποίος φώναζε ότι θα έχουμε τραγωδία. Απολύθηκε. Δεν συγκινήθηκε κανένας να πει ότι αυτός ο άνθρωπος που φώναζε τελικά επαληθεύτηκε, μετά την τραγωδία.
Κάθε χρόνο γίνεται συνήθειο, τους φέρνεις λίγο στη μνήμη σου και μετά συνεχίζεις τη ζωή σου. Το δύσκολο είναι ότι τους θυμάσαι όπως ήταν και σου φαίνεται παράξενο που εσύ μεγάλωσες».
Τα τραύματα της τραγωδίας
Εκτός από τον πόνο της απώλειας, η τραγωδία της Ήλιος φαίνεται ότι έχει επηρεάσει σε πολλούς τομείς τους συγγενείς, που έμειναν πίσω. Η κα. Φρόσω εξήγησε πως όταν η οικογένεια πήγαινε ταξίδι, δεν έμπαιναν όλοι μαζί στο ίδιο αεροπλάνο.
«Μας μένουν τα ψυχολογικά. Για παράδειγμα, ο Λεωνίδας δεν δεχόταν να πετάξουμε και οι τέσσερις μας στην ίδια πτήση, όταν πηγαίναμε όλοι μαζί. Εκτός αυτού, σκέφτομαι πώς θα ήταν σήμερα τα μωρά μας.
Ο γιος μου τώρα είναι 31 ετών και ήταν στην ίδια ηλικία με τον Πέτρο, τον βαφτιστικό μας και σκέφτομαι αν ζούσε ο Πέτρος, θα ήταν παντρεμένος; Πώς θα ήταν το πρόσωπό του; Ο Σωτήρης πώς θα ήταν; Είναι κάποια πράγματα που δεν θα μάθουμε και είναι κάτι που δεν ξεπερνιέται ποτέ».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «Δεν περιγράφονται οι εικόνες στο νεκροτομείο που πήγαμε για αναγνώριση…»
- «Tο αεροσκάφος δείχνει ότι... Δείχνει ότι πάει... Δείχνει ότι πάει στο έδαφος»
- «Έπιανα τζαι εν απαντούσε… Είπα τους μόνο νεκρός εν θα μου απαντήσει ο γιος μου»
- «Πάντα θα διερωτόμαστε τι ακριβώς συνέβη πάνω στο αεροπλάνο»
- Η εξομολόγηση Θεόπεμπτου, που θα ήταν στην Ήλιος και η συνάντηση με τους φοιτητές που «χάθηκαν»
- Ο Ακριβός Τσολάκης μιλά για την τραυματική εμπειρία της Ήλιος, το πόρισμα και το παράπονό του
- Το μεγαλείο της κόρης του συγκυβερνήτη της Helios: Δεν κατηγορώ κανένα