Αθώοι οι δύο για τα περί απειλών σε Βαρνάβα-Κατέρρευσαν οι εκδοχές των μαρτύρων
11:39 - 03 Ιουνίου 2022
Αθώοι σε όλες τις κατηγορίες κρίθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας οι δύο κατηγορούμενοι που βρέθηκαν στο εδώλιο για απειλές και εκβιασμούς σε βάρος του πρώην βουλευτή της ΕΔΕΚ, Γιώργου Βαρνάβα, σε σχέση με προσπάθεια ακύρωσης συμφωνίας για εκχώρηση οικίας κατά το 2021.
Κατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν ένας 63χρονος και μια 44χρονη από τη Ρωσία, οι οποίοι αντιμετώπιζαν δέκα κατηγορίες, που αφορούσαν μεταξύ άλλων απειλές και απόπειρα εκβιασμού του Γιώργου Βαρνάβα, κατά την περίοδο Ιουλίου με Σεπτεμβρίου 2021.
Όλα ξεκίνησαν όταν ο 63χρονος κατήγγειλε τον Βαρνάβα, με τον οποίο γνωρίζονταν, αφού ο πρώτος ήταν βουλευτής στη Δούμα, στη Ρωσία και ο δεύτερος βουλευτής στην Κύπρο, ότι του απέσπασε με ψευδείς παραστάσεις, την οικία που διατηρούσε ο Ρώσος στα Περβόλια. Τότε, ο Βαρνάβα υποστήριξε ότι η πράξη που έγινε ήταν καθόλα νόμιμη και κατήγγειλε στην Αστυνομία ότι δέχθηκε απειλές από τους κατηγορούμενους, ώστε να ακυρώσει τη συμφωνία.
Αμέσως μετά την καταγγελία Βάρναβα, ο 63χρονος και η 44χρονη συνελήφθησαν και η υπόθεση καταχωρήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, με μάρτυρες κατηγορίας να είναι ο Γιώργος Βαρνάβα, καθώς και δύο Τσετσένοι, οι οποίοι φέρονταν ως τα πρόσωπα που άσκησαν τις απειλές και τον εκβιασμό σε βάρος του.
Οι ισχυρισμοί των Τσετσένων
Οι δύο Τσετσένοι, στις καταθέσεις που έδωσαν στην Αστυνομία, ισχυρίστηκαν πως ο 63χρονος τους ζήτησε να χρησιμοποιήσουν βίαιους τρόπους για να υποχρεώσουν τον Βαρνάβα να μεταβιβάσει το σπίτι, που ήταν εγγεγραμμένο στη σύζυγο του, πίσω στον κατηγορούμενο, πράγμα που αν το πετύχαιναν, τότε, σύμφωνα με την εκδοχή τους, θα λάμβαναν ως αμοιβή 50 χιλιάδες ευρώ.
Ο ένας εκ των δύο ανέφερε μάλιστα ότι «μας είπε να δείρουμε τον Βαρνάβα μέχρι σε σημείο που να είναι μισοπεθαμένος και επειδή είναι φοβητσιάρης ο Βαρνάβα, θα αναγκαζόταν να υπογράψει και θα μας έδινε 50 χιλιάδες ευρώ. Η βία που ήθελε να ασκήσουμε, δεν αναφερόταν στη γυναίκα του Βαρνάβα, αλλά με αυτό τον τρόπο θα υποχρεωνόταν ο Βαρνάβα να την καλέσει (σ.σ. τη γυναίκα του) να έρθει να υπογράψει».
Ο δεύτερος, στη δική του κατάθεση, ανέφερε μεταξύ άλλων, ότι οι κατηγορούμενοι τους πρότειναν, «να κρεμάσουμε τον Βαρνάβα από τα χχχχ με οποιονδήποτε τρόπο θέλουμε, δηλαδή μας είπαν να βρούμε ένα τρόπο είτε βίαιο, είτε οτιδήποτε άλλο, ώστε να φοβηθεί η γυναίκα του Βαρνάβα και να υπογράψει τα έγγραφα που θα ετοιμάσει η χχχχχ. Μας ξαναείπαν ότι θα μας έδιναν 50 χιλιάδες ευρώ ή και περισσότερα και ότι αν δεν τα καταφέρναμε να επιστρέψει το σπίτι πίσω στον χχχχχ, δεν θα μας πλήρωναν ούτε τα λεφτά που μας χρωστούσαν». Σημειώνεται πως οι μάρτυρες, ενέπλεξαν και την 44χρονη.
Οι δύο κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ωστόσο, όπως αναφέρει η απόφαση, ο πρώτος μάρτυρας αντεξεταζόμενος δεν υποστήριξε το σύνολο των αναφορών που έδωσε στις καταθέσεις του στην Αστυνομία, ειδικότερα σε ότι αφορά στην ανάμειξη του 63χρονου κατηγορούμενου.
Η εκδοχή Βαρνάβα
Από την πλευρά του, ο Βαρνάβα, στις καταθέσεις του, αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στο πώς γνώρισε τον 63χρονο, ενώ ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενους του εξέφρασε την επιθυμία να του χαρίσει την οικία που διατηρούσε στα Περβολία, ωστόσο ήταν αρνητικός και δεν ήθελε ανταλλάγματα για τη φιλία που διατηρούσαν.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, «όταν η εταιρεία του Βαρνάβα παραχώρησε στον 63χρονο έγγραφο δάνειο ύψους 80 χιλιάδων ευρώ, με περιθώριο εξόφλησης τους έξι μήνες και αυτό έμεινε μη εξυπηρετούμενο, πρότεινε στον 63χρονο να επιτευχθεί συμφωνία που θα πάντρευε τις υποχρεώσεις του κατηγορούμενου έναντι της εταιρείας του Βαρνάβα και την αγορά του σπιτιού στα Περβόλια από τον ίδιο. Κατέληξαν, όπως είπε ο Βαρνάβα, σε συμφωνία εκχώρησης των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου, που απέρρεαν από την αρχική συμφωνία πώλησης της κατοικίας στη σύζυγο του Βαρνάβα».
Ακολούθως, ο Βαρνάβα ανέφερε ότι δέχθηκε τηλεφώνημα από τον ένα εκ των δύο άλλων μαρτύρων κατηγορίας για να συναντηθούν, ώστε να συζητήσουν για τη συμφωνία που έγινε για την οικία στα Περβόλια. Στη συνάντηση, ο Βαρνάβα τους παρουσίασε τα έγγραφα και εκείνοι διαπίστωσαν ότι ήταν νόμιμα και δεν υπήρχε καμία παρατυπία.
«Ήταν η θέση του, ότι μετά τη συγκεκριμένη συνάντηση, η δεύτερη κατηγορούμενη τους ζήτησε να ασκήσουν βία στην ίδια και στη σύζυγό του για να υπογράψει ακύρωση της συμφωνίας. Λίγες μέρες μετά την πρώτη συνάντηση τους είδε εκ νέου και έδωσαν σ’ αυτόν περισσότερες λεπτομέρειες σε σχέση με τις βίαιες ενέργειες που τους είχε ζητηθεί να πράξουν και για να εξαναγκάσουν τη σύζυγό του να υπογράψει ακύρωση της συμφωνίας», όπως ανέφερε.
Σε συμπληρωματική του κατάθεση, ο Βαρνάβα ισχυρίστηκε ότι έλαβε κλήσεις από ουκρανικό και κροατικό αριθμό, αλλά και φωνητικό μήνυμα στη ρωσική γλώσσα, το οποίο τον έβριζε και τον απειλούσε για τη ζωή του, αναφέροντάς του, μεταξύ άλλων, «δοκίμασε αύριο να μην γράψεις το σπίτι και θα σου κόψω την κκελλέ σου».
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, ήταν η θέση του Βαρνάβα, ότι δεν αναγνώρισε τη φωνή, αλλά το μήνυμα τον είχε ανησυχήσει, ενώ συνέδεσε την ουκρανική κλήση με την δεύτερη κατηγορούμενη, η οποία γνώριζε ότι είναι από την Ουκρανία. Ο μάρτυρας, σημειώνει το Δικαστήριο, «ξεκαθάρισε κατά την αντεξέτασή τουμ ότι όλη η ενημέρωση την οποία έλαβε προερχόταν από τους δύο μάρτυρες κατηγορίας και ουδέποτε είχες δεχθεί απειλές ευθέως από τους κατηγορούμενους».
Αναξιόπιστοι οι μάρτυρες κατηγορίας
Από την πλευρά τους, οι δύο κατηγορούμενοι όταν κλήθηκαν σε απολογία, προέβησαν σε ανώμοτες δηλώσεις, με τον 63χρονο να αναφέρεται στη σχέση που είχε με τον Βαρνάβα, ενώ αρνήθηκε τα όσα του καταλόγιζε ο πρώην βουλευτής.
Η 44χρονη από την πλευράς της αναφέρθηκε στη σχέση που είχε με τον 63χρονο και έδωσε εξηγήσεις για τις ενέργειές της σε σχέση με τους δύο μάρτυρες κατηγορίας.
Το Δικαστήριο, αφού εξέτασε τις θέσεις και των δύο πλευρών και τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, κατέληξε πως τα αδικήματα δεν στοιχειοθετούνται, ενώ αναφορικά με τους δύο μάρτυρες κατηγορίες, τους Τσετσένους που φέρονταν να απείλησαν τον Βαρνάβα, ανέφερε πως «αποτελούν συγγραματικό παράδειγμα αναξιόπιστου μάρτυρα, αφού κατά την αντεξέτασή τους αναίρεσαν τις ουσιώδεις αναφορές των καταθέσεών τους, οι οποίες σχετίζονταν με την άσκηση βίας που τους ζητήθηκε και τις οδηγίες που δέχθηκαν».
Μετά το πέρας της αντεξέτασης, σημειώνει η Δικαστής Εύη Ευθυμίου, «η μαρτυρία εκάστου συνέθετε μια συγκεχυμένη εικόνα σε σχέση με το τι ακριβώς διαμείφθηκε κι αν διαμείφθηκε οτιδήποτε μεταξύ των δύο Τσετσένων και των κατηγορουμένων».
Παρατήρησε εξάλλου, ότι στοιχεία που έδωσαν στις δεύτερες καταθέσεις τους, δεν τα έδωσαν στις πρώτες, σημειώνοντας ότι «ουδείς εξ αυτών έδωσε επαρκή αιτιολόγηση περί τούτου, που ομοίως λογικά αναμένετο, αφού έκαστος στην πρώτη του κατάθεση, αφήνει να νοηθεί ότι το όλο πλέγμα των απειλών δεν είχε ιστορικό υπόβαθρο. Αυτός ο σκόπελος ενδεχομένως να είχε υπερπηδηθεί για τον καθένα, εάν κατά την αντεξέτασή τους δεν ανέτρεπαν πλήρως την ουσία του περιεχομένου των αναφορών τους».
Αφού το Δικαστήριο παραθέτει αποσπάσματα από τις αντεξετάσεις των δύο μαρτύρων κατηγορίας, διαπίστωσε αμηχανία και αμυντική στάση για τον ένα εκ των δύο μαρτύρων κατηγορίας, ενώ για τον άλλο αναφέρει ότι «χωρίς ούτε καν την άσκηση ελάχιστης πίεσης κατά την αντεξέταση, ο μάρτυρας ανέτρεψε με πάσα ευκολία ενόρκως τα όσα προηγουμένως στις καταθέσεις του ανέφερε. Ακολούθως, έχοντας αντιληφθεί ότι οι αναφορές του κλόνισαν τη μαρτυρία που προσπάθησε να υποστηρίξει ότι όντως έγιναν παραστάσεις προς τον ίδιο από τον 63χρονο για να απειληθεί ο Βαρνάβα, αλλά όταν ήταν σε κατάσταση μέθης».
Από μόνες τους, τονίζει, «οι αναιρέσεις στις οποίες προέβησαν οι δύο μάρτυρες κατηγορίας καταδεικνύουν ότι δεν θα μπορούσε το Δικαστήριο να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας τους, αφού δεν μπορεί να διασωθεί οτιδήποτε από τα λεγόμενά τους. Το πλαίσιο των γεγονότων ως διαμορφώθηκαν μετά την αντεξέταση αμφοτέρων των μαρτύρων και τις αναιρέσεις στις οποίες προέβησαν, οδηγεί στην απόρριψη της μαρτυρίας τους στην ολότητά της. Οι δύο μάρτυρες κρίνονται ως πλήρως αναξιόπιστοι και η μαρτυρία εκάστου απορρίπτεται συλλήβδην».
«Παραπληροφορημένος ο Βαρνάβα»
Σε ό,τι αφορά στον Βαρνάβα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία του επί ουσιωδών γεγονότων, προέρχεται από πληροφόρηση που έλαβε από τους άλλους δύο μάρτυρες κατηγορίας, των οποίων η μαρτυρία απορρίφθηκε στην ολότητά της. Ως εκ τούτου, σημειώνει η Δικαστής στην απόφαση της, «το Δικαστήριο δεν μπορεί να βασιστεί σε εξ ακοής αναφορές που ο μάρτυρας προέβη, αφού καμιά γνώση, άμεση δεν είχε περί των γεγονότων. Ο μάρτυρας δεν έπεισε καθόλου στις αναφορές του, ότι ο ίδιος τελούσε σε κατάσταση φόβου, μετά την πληροφόρηση που έλαβε από τους άλλους δύο μάρτυρες, σε σχέση με τα σχέδια των κατηγορουμένων για να τον απειλήσουν, να τον βασανίσουν και να τον εκφοβίσουν».
Επισήμανε ακόμα ότι «κατά την κυρίως του εξέταση, ανέφερε ενόρκως ότι η σύζυγός του τελούσε σε κατάσταση τρόμου και μάλιστα δεν εξερχόταν της οικίας τους, φοβούμενη για τη ζωή της. Η ενέργεια όμως του ιδίου να δώσει κατάθεση στην Αστυνομία, είκοσι μέρες μετά την πληροφόρηση σε σχέση με τον κίνδυνο που διέτρεχε η ζωή του, είναι ασύνδετη με την προηγούμενη αναφορά του. Όταν δε, ερωτήθηκε ευθέως κατά την αντεξέταση, οι απαντήσεις του ουδόλως έπεισαν».
Καταληκτικά, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι «το βάρος απόδειξης της κατηγορίας, το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Το Δικαστήριο για να καταδικάσει, θα πρέπει να είναι σίγουρο για την ενοχή του κατηγορουμένου. Ο κατηγορούμενος δεν έχει το βάρος να αποδείξει οτιδήποτε, ούτε ότι είναι αθώος. Εάν το Δικαστήριο, μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματά του, παραμένει με, έστω υποβόσκουσα αμφιβολία η αθώωση αποτελεί μονόδρομο».
Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο έκρινε πως με τα όσα τέθηκαν ενώπιον του δεν προκύπτει αξιόπιστη μαρτυρία που να οδηγεί σε ευρήματα, σε σχέση με τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν οι δύο κατηγορούμενοι, εξηγώντας πως η Κατηγορούσα Αρχή, επέλεξε να στηρίξει την υπόθεση της στις μαρτυρίες των δύο Τσετσένων, οι οποίες ωστόσο δεν έγιναν αποδεκτές.
«Συνακόλουθα, δεν υπάρχει υπόβαθρο αξιόπιστης μαρτυρίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων και διατύπωση ευρημάτων σε σχέση με το τι ακριβώς έγινε κατά τον επίδικο των κατηγοριών χρόνο και στη συνέχεια σε σχετικά συμπεράσματα. Αυτό όμως στα πλαίσια του τεκμηρίου της αθωότητας δεν μπορεί παρά μόνο να λειτουργήσει υπέρ των κατηγορουμένων», ανέφερε καταληκτικά το Δικαστήριο, υποδεικνύοντας πως «η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει τις κατηγορίες πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ως εκ τούτου, οι κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από όλες τις κατηγορίες που αντιμετωπίζουν».
Τους δύο κατηγορούμενους υπερασπίστηκαν οι Μιχάλης Βορκάς, Παρασκευάς Καύκαρος, Αλέξανδρος Σαουρής και Νικόλας Μπολώτος.