Υπόθεση βιασμού άνοιξε τον δρόμο για αλλαγή νομοθεσίας για την ανώμοτη δήλωση
06:20 - 14 Απριλίου 2022
Μια απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου σε υπόθεση βιασμού κόρης από τον ίδιο της τον πατέρα στάθηκε η αφορμή για να αναδειχθεί το πρόβλημα της ανώμοτης δήλωσης, την οποία μπορούν οι κατηγορούμενοι να χρησιμοποιήσουν όταν κριθεί από τα Δικαστήρια ότι προκύπτει εναντίον τους εκ πρώτης όψεως υπόθεση, με την Βουλή να επιχειρεί να τροποποιήσει τον νόμο.
Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο την προηγούμενη δεκαετία, με τον πατέρα να καταδικάζεται σε δεκαπέντε χρόνια φυλάκιση για τον βιασμό της βιολογικής του κόρης. Άσκησε, ωστόσο, έφεση επί της απόφασης, η οποία εκδικάστηκε το 2016 από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ένας από τους λόγους έφεσης του καταδικασθέντα επί της πρωτόδικης απόφασης ήταν ότι η ανώμοτη δήλωσή του θεωρήθηκε από το Κακουργιοδικείο ως μαρτυρία.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του είχε αναφέρει ότι «θεωρούμε και εμείς πως τα όσα ανέφερε ο κατηγορούμενος στην ανώμοτη του δήλωση συνιστούν σκέψεις εκ των υστέρων οι οποίες προβλήθηκαν όταν αυτός αντιλήφθηκε πως το περιεχόμενο της κατάθεσής του στην Αστυνομία, δεν τον βοηθούσε πλέον. (Να σημειώσουμε εδώ ότι σε προγενέστερο στάδιο είχε γίνει παραδεκτό γεγονός ότι είναι ο βιολογικός πατέρας της παραπονούμενης). Ως εκ τούτου, τίποτε το πειστικό δεν προκύπτει από το περιεχόμενο της ανώμοτης δήλωσης. Τουναντίον, με την ανώμοτη δήλωσή του ουσιαστικά παραδέχεται πως στην Αστυνομία είπε ψέματα όταν ισχυρίστηκε ότι σε καμιά περίπτωση η παραπονούμενη δεν μπορεί να είναι θυγατέρα του, αφού γνώρισε τη μητέρα της όταν ήταν τριών μηνών έγκυος την παραπονούμενη. Παραδέχεται επίσης ότι ουσιαστικά είπε ψέματα ότι δεν γνώριζε όταν έφευγε με την παραπονούμενη, ότι δεν θα μετέβαιναν στην οικία της γιαγιάς της αφού ισχυρίζεται ότι «μπορεί και να είπα και εγώ ότι θα πηγαίναμε στο σπίτι της γιαγιάς της και να συμφώνησε», για να καταλήξει ότι «δεν είπα στην κατάθεσή μου ψέματα γι' αυτό για να κρύψω κάτι αφού δεν τη βίασα μέσα στο αυτοκίνητο». Σε σχέση με τους λόγους που δεν απάντησε στις τηλεφωνικές κλήσεις της χχχχχχ, δεν έχει καθαρές θέσεις αφού λέει “πρέπει να έκλεισε λόγω του ότι πρέπει να έλειψε η μπαταρία του”».
Εξετάζοντας την εν λόγω αναφορά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, το Ανώτατο ανέφερε στη δική του απόφαση ότι δεν υπάρχει μαγική φόρμουλα στην εξέταση μιας ανώμοτης δήλωσης, σημειώνοντας ότι «το δικαίωμα του κατηγορούμενου να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, κατά καιρούς προβλημάτισε τα Δικαστήρια. Γι' αυτό, στην Αγγλία το συγκεκριμένο δικαίωμα καταργήθηκε, εφόσον θεωρήθηκε ότι δημιουργούσε πολύ περισσότερα προβλήματα, παρά οφέλη στον κατηγορούμενο και πέραν τούτου, ελάχιστα εξυπηρετούσε τα ευρύτερα συμφέροντα της Δικαιοσύνης. Στην Κύπρο όμως, ακόμη δεν καταργήθηκε το δικαίωμα, αν και ωρίμασε ο καιρός, γι' αυτό θα πρέπει να συνοψίσουμε τη νομολογία ώστε να εξετάσουμε στη συνέχεια τον λόγο έφεσης».
Αφού το Ανώτατο εξήγησε πως λειτουργούσε η ανώμοτη δήλωση στα βρετανικά Δικαστήρια, τα οποία χρησιμοποιούσαν ενόρκους, κάτι που δεν συμβαίνει στην Κύπρο, τόνισε στην απόφασή του για την συγκεκριμένη υπόθεση ότι «έχουμε μελετήσει τον τρόπο που το Κακουργιοδικείο εξέτασε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα και δεν εντοπίσαμε οτιδήποτε το μεμπτό. Το Κακουργιοδικείο, καθοδήγησε ορθά τον εαυτό του ως προς τον τρόπο που θα έπρεπε να προσεγγίσει την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα. Απέφυγε επιμελώς να σχολιάσει την επιλογή του Εφεσείοντα να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, αντί να δώσει ένορκη μαρτυρία, που είναι το πιο σύνηθες σφάλμα».
Και συνέχισε λέγοντας ότι «το Κακουργιοδικείο εξετάζοντας την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα για να αποφασίσει αν έπρεπε να προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα σ' αυτήν, δεν ξέφυγε από τις νομολογιακές αρχές και ούτε εξέτασε τη δήλωση ως να ήταν μαρτυρία, όπως διατείνεται ο δικηγόρος του Εφεσείοντα. Αν γινόταν δεχτή η εισήγηση του δικηγόρου του, ότι τα Δικαστήρια δεν θα πρέπει να επεξηγούν έστω και ακροθιγώς τον τρόπο που προσεγγίζουν μια ανώμοτη δήλωση, θα οδηγούμασταν σε αχρείαστο περιορισμό της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και στην ουσία θα ισοδυναμούσε με εξουδετέρωση της όποιας αξίας αποδίδει η νομολογία στην ανώμοτη δήλωση. Το Κακουργιοδικείο επιλέγοντας να δώσει λόγους για τον τρόπο που προσέγγισε την ανώμοτη δήλωση του Εφεσείοντα, ενήργησε με περισσή επιμέλεια και με απόλυτα λογικό και δίκαιο τρόπο προς την υπεράσπιση και θα λέγαμε ότι μας εξέπληξε το παράπονο του Εφεσείοντα με τον τρόπο που διατυπώθηκε, που τελικά αποδείχθηκε ότι είχε περισσότερη ακαδημαϊκή χροιά παρά πρακτική».
Το Ανώτατο στην απόφασή του, με την οποία δικαίωσε τελικά το Κακουργιοδικείο για την απόφαση που είχε εκδώσει, εξέφρασε τον προβληματισμό του για το κατά πόσον η Πολιτεία θα έπρεπε να εξετάσει αν ωρίμασε ο χρόνος για να καταργηθεί και στην Κύπρο το δικαίωμα του κατηγορούμενου να επιλέγει να προβαίνει σε ανώμοτη δήλωση.
Τελικά, αν και πέρασαν έξι χρόνια από τότε, προωθήθηκε νομοσχέδιο στη Βουλή, το οποίο συζητήθηκε και πλέον οδηγείται στην Ολομέλεια για ψήφιση, ώστε να καταργηθεί η ανώμοτη δήλωση.
Τι προνοεί το νομοσχέδιο
Σύμφωνα με το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής και το οποίο θα εξεταστεί στη συνεδρία που θα διεξαχθεί το απόγευμα, με την προτεινόμενη κατάργηση του εν λόγω δικαιώματος, ο κατηγορούμενος, σε περίπτωση που κρίνεται από το Δικαστήριο ότι αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του, θα δύναται να ασκήσει το ήδη προβλεπόμενο στην ισχύουσα νομοθεσία δικαίωμα, δηλαδή να δώσει μαρτυρία από τη θέση εξεταζόμενου μάρτυρα, αφού ορκιστεί ως μάρτυρας, οπότε υπόκειται σε αντεξέταση ως μάρτυρας, ή να ασκήσει το δικαίωμα σιωπής.
Εκπρόσωπος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου στην Επιτροπή Νομικών, ανέφερε ότι το Υπουργείο κατέληξε στην απόφαση για προώθηση της προτεινόμενης ρύθμισης, αντισταθμίζοντας αφενός τα επιχειρήματα υπέρ της κατάργησης του υπό αναφορά δικαιώματος, δηλαδή την καταχρηστική άσκησή του από τους κατηγορουμένους, η οποία απολήγει σε σπατάλη πολύτιμου δικαστικού χρόνου και σε διασυρμό των κατηγόρων. Αφετέρου, τα επιχειρήματα κατά της κατάργησής του, βάσει των οποίων η διατήρηση του δικαιώματος αυτού επιβάλλεται από καθιερωμένες αρχές του ποινικού δικαίου και ειδικότερα από το δικαίωμα του κατηγορουμένου καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας να μην απαντήσει, εκτός εάν το επιθυμεί. Επιπρόσθετα, λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι το εν λόγω δικαίωμα έχει καταργηθεί στις πλείστες χώρες, στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα του κοινοδικαίου.
Ζήτησαν διευκρινίσεις οι βουλευτές
Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, οι βουλευτές της Επιτροπής Νομικών ζήτησαν διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο που συντελείται η κατάχρηση του δικαιώματος της ανώμοτης δήλωσης από τον κατηγορούμενο και τα προβλήματα που προκαλεί η ενάσκησή του, όπως επίσης και την κατάθεση στατιστικών στοιχείων στην Επιτροπή.
Απαντώντας στους βουλευτές, το Υπουργείο ανέφερε ότι στα Δικαστήρια δεν τηρούνται στοιχεία για τις υποθέσεις, στις οποίες κατηγορούμενος άσκησε το δικαίωμα να προβεί σε ανώμοτη δήλωση, ούτε υπάρχουν στοιχεία που να δεικνύουν ότι γίνεται κατάχρηση του δικαιώματος αυτού.
Η θέση της Νομικής Υπηρεσίας
Από την άλλη, θέση της Νομικής Υπηρεσίας επί της τροποποίησης του Νόμου είναι ότι οι λόγοι για τους οποίους παρασχέθηκε το δικαίωμα ανώμοτης δήλωσης έπαυσαν να υφίστανται. Το δικαίωμα αυτό πηγάζει από το γεγονός ότι ιστορικά στο σύστημα του κοινοδικαίου, στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα, ο κατηγορούμενος δεν είχε δικαίωμα εκπροσώπησης από δικηγόρο ή δεν είχε δικαίωμα ένορκης μαρτυρίας.
«Στην Κυπριακή Δημοκρατία, όπως και σε άλλα κράτη που προχώρησαν με την κατάργηση του δικαιώματος της ανώμοτης δήλωσης, υπάρχει συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της δίκαιης δίκης και των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτήν και ως εκ τούτου εκλείπει ο λόγος ύπαρξης του δικαιώματος της ανώμοτης μαρτυρίας, με αποτέλεσμα πλέον να συνιστά ιστορικό αναχρονισμό», ανέφερε η Νομική Υπηρεσία.
Τόνισε επίσης πως, «στις πλείστες χώρες στις οποίες εφαρμόζεται το σύστημα του κοινοδικαίου, μεταξύ των οποίων η Αγγλία, η Ουαλία, η Νέα Ζηλανδία, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και ο Καναδάς, το δικαίωμα στην ανώμοτη δήλωση έχει καταργηθεί».
Σημείωσε εξάλλου πως «νομολογιακές αναφορές και επικλήσεις σε αυθεντίες του εθνικού, αλλά και του αγγλικού δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες το δικαίωμα της ανώμοτης δήλωσης δε συνδέεται με το δικαίωμα σιωπής ή το δικαίωμα της δίκαιης δίκης του κατηγορουμένου, τα οποία στην Κυπριακή Δημοκρατία κατοχυρώνονται συνταγματικά. Επίσης, η ανώμοτη δήλωση δε συνιστά μαρτυρία με την αυστηρή έννοια του όρου και έχει πειστική παρά αποδεικτική αξία, με αποτέλεσμα να δημιουργεί προβλήματα στην αξιολόγησή της από τα δικαστήρια».
Τέλος, τόνισε ότι η καταχρηστική επιλογή της ανώμοτης δήλωσης από τον κατηγορούμενο, ενδεχομένως να συνεπάγεται πλήγμα στη δίκαιη δίκη των συγκατηγορουμένων αυτού.
Ο Παγκύπριος Δικηγορικός Σύλλογος εξέφρασε τον προβληματισμό του με την προτεινόμενη τροποποίηση, θέτοντας ως επιχείρημα ότι η ενάσκηση του εν λόγω δικαιώματος από τον κατηγορούμενο είναι αλληλένδετη με το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης και το τεκμήριο αθωότητας. Ωστόσο, υιοθέτησε τις θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας, υποστηρίζοντας ότι η ύπαρξη του δικαιώματος στην ανώμοτη δήλωση δε συμβάλλει ουσιαστικά στην ποινική διαδικασία.
Έθεσαν προβληματισμούς οι βουλευτές
Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου, μέλη της επιτροπής εξέφρασαν την άποψη ότι το υπό κατάργηση δικαίωμα άπτεται της διεξαγωγής της δίκαιης δίκης και του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, ανέφεραν ότι δικλείδα ασφαλείας σε ενδεχόμενες καταχρήσεις του δικαιώματος, αποτελεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα αξιολογώντας έκαστη ανώμοτη δήλωση σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές που προκύπτουν από την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Επιπρόσθετα, μέλος της επιτροπής εξέφρασε προβληματισμό κατά πόσο αποτελεί ορθή πρακτική η επίκληση χωρών στις οποίες λειτουργούν ορκωτά δικαστήρια ως πρότυπο για την Κυπριακή Δημοκρατία, όπου δε συμμετέχουν ένορκοι στην ποινική διαδικασία.
Η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, θέλοντας να καθησυχάσει τους προβληματισμούς που τέθηκαν από τους βουλευτές, τόνισε ότι το δικαίωμα στην ανώμοτη δήλωση, δε συνδέεται ούτε επηρεάζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και τα συνδεόμενα με αυτό δικαιώματα, όπως το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης και το δικαίωμα στη σιωπή. Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε νομολογία των Δικαστηρίων, καθώς και σε ακαδημαϊκές πηγές, όπου εκφράζονται προβληματισμοί για την αξιολόγηση της ανώμοτης δήλωσης, με ειδική αναφορά σε Δικαστήρια στα οποία δε συμμετέχουν ένορκοι.
Υπέρ ο ΔΗΣΥ, κατά η ΕΔΕΚ
Αφότου ολοκληρώθηκε η συζήτηση, τα κόμματα τοποθετήθηκαν για τις θέσεις τους επί του συγκεκριμένου νομοσχεδίου. Ο Δημοκρατικός Συναγερμός τάχθηκε υπέρ του νομοσχεδίου και εισηγήθηκε την ψήφισή του σε νόμο. Τα κόμματα ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΛΑΜ, Οικολόγοι επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν ενώπιον της Ολομέλειας, ενώ η ΕΔΕΚ τάχθηκε κατά της ψήφισης του νομοσχεδίου σε νόμο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Πρώτος γύρος χωρίς γκολ για κάρτα οπαδού, επιφυλάχθηκε για επαναληπτικό η Δράκου
- Καταγγελίες για τραυματικές εμπειρίες από ΛΟΑΤΚΙ άτομα-«Ιερείς κάνουν εξορκισμό»
- Προβλήματα στην εφαρμογή του i-justice-Δείχνουν τα κενά οι δικηγόροι