Εγκατάλειψη, μητέρα από τα 16, κακοποίηση… Από τη ζωή στους δρόμους στη φυλακή
06:35 - 18 Μαρτίου 2022
«Το Κακουργιοδικείο που συνεδρίασε σήμερα στη Λάρνακα, καταδίκασε 42χρονη σε 11 χρόνια φυλάκιση και 59χρονο σε 10 χρόνια φυλάκιση, αφού τους έκρινε ένοχους σε υπόθεση ναρκωτικών. Συγκεκριμένα, 25 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα στις 13/11/2021, μέλη της ΥΚΑΝ, ανέκοψαν για έλεγχο ΤΑΞΙ όχημα, στο οποίο επέβαιναν τα εν λόγω πρόσωπα και που λίγο προηγουμένως είχε αναχωρήσει από χώρο παραλαβής δεμάτων, εταιρείας στη Λάρνακα. Σε έρευνα που ακολούθησε εντοπίστηκε στο χώρο αποσκευών του οχήματος η ποσότητα φυτικής ύλης μικτού βάρους 18.7 κιλών, σε οκτώ νάιλον συσκευασίες, μέσα σε δύο δέματα, που έφεραν συγκεκριμένους αριθμούς αποστολής δεμάτων».
Η πιο πάνω είναι η ανακοίνωση της Αστυνομίας αναφορικά με την καταδίκη των δύο προσώπων, οι οποίοι λειτούργησαν ως μεσάζοντες για την μεταφορά ναρκωτικών, ένεκα της οικονομικής τους εξαθλίωσης, οι οποίοι κατέληξαν στην φυλακή και για άλλη μια φορά, τα μεγάλα… ψάρια, παραμένουν ελεύθερα.
Μπορεί για την Αστυνομία να είναι άλλη μια ανακοίνωση, μέσα από την οποία αφενός θέλει να δείξει την επιτυχία της και αφετέρου να στείλει μηνύματα για παραδειγματισμό, μα η καταδίκη και τα όσα καταγράφει η απόφαση για τις προσωπικές συνθήκες των κατηγορουμένων, αποτυπώνουν την ουσία του προβλήματος, αφού ευάλωτα πρόσωπα μετατρέπονται σε κρίκοι αλυσίδας διακίνησης ναρκωτικών, για μερικά χρήματα. Η 42χρονη για 800 ευρώ και ο 59χρονος για 1000….
Το χρονικό
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφει η απόφαση, τα αδικήματα διαπράχθηκαν κατά τον Νοέμβριο του 2021, οπότε οι δύο κατηγορούμενοι εισήγαγαν στην Κύπρο σχεδόν 16 κιλά κάνναβη.
Η κατηγορούμενη αφίχθηκε στο αεροδρόμιο Λάρνακας στις 12 Νοεμβρίου και ώρα τρεις από την Αθήνα και αμέσως τέθηκε υπό παρακολούθηση από μέλη της ΥΚΑΝ, ένεκα πληροφοριών για εμπλοκή της σε εισαγωγή ναρκωτικών.
Όταν αναχώρησε από το αεροδρόμιο μετέβη σε ξενοδοχείο, ενώ αργότερα την ίδια μέρα κατευθύνθηκε πεζή σε καφεστιατόριο στη Λάρνακα, όπου εκεί συναντήθηκε με τον δεύτερο κατηγορούμενο.
Στη συνέχεια, στις 13 Νοεμβρίου, οι κατηγορούμενοι μετέβησαν με ταξί στο Τμήμα Φορτίων εταιρείας, στο παλαιό αεροδρόμιο Λάρνακας. Εκεί παρέλαβαν ένα ταχυδρομικό δέμα, από ένα χάρτινο κιβώτιο, το οποίο τοποθέτησαν στο χώρο αποσκευών του ταξί και αναχώρησαν για την έξοδο του αεροδρομίου.
Ακολούθως, το όχημα ανακόπηκε από μέλη της ΥΚΑΝ και σε έρευνα που ακολούθησε στο καπό του οχήματος, εντοπίστηκαν δύο χάρτινα κιβώτια, εντός των οποίων ήταν τα ναρκωτικά.
Η 42χρονη, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι έστειλε τα κιβώτια από τη Θεσσαλονίκη στην Κύπρο, χωρίς να γνωρίζει την ποσότητα της κάνναβης που περιείχαν κατόπιν οδηγιών κάποιας «Χριστίνας», έναντι χρηματικής αμοιβής 800 ευρώ. Τον δεύτερο κατηγορούμενο, όπως είπε, τον είχε συναντήσει στην Θεσσαλονίκη και της είχε υποδειχθεί ως το πρόσωπο το οποίο θα συμμετείχε στην παραλαβή των ναρκωτικών στην Κύπρο.
Από την πλευρά του ο 59χρονος, μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι κατόπιν οδηγιών κάποιου «Αποστόλη», έναντι χρηματικής αμοιβής 1000 ευρώ, έφτασε στην Κύπρο για να παραλάβει δέμα, τα οποία θα έστελνε η πρώτη κατηγορούμενη από τη Θεσσαλονίκη. Παρόλο που του αναφέρθηκε ότι το δέμα θα περιείχαν τσιγάρα και πούρα, ο ίδιος υποψιάστηκε ότι μπορούσε να ήταν και ναρκωτικά, λόγω του ποσού που θα λάμβανε, ενώ ισχυρίστηκε πως ο ίδιος δεν γνώριζε πού θα παραδίνονταν τα ναρκωτικά και ανέμενε οδηγίες.
Οι δύο κατηγορούμενοι έδωσαν τηλέφωνα και περιγραφές των δυο αναφερόμενων εντολέων τους, ωστόσο δεν εντοπίστηκαν όπως επίσης δεν εντοπίστηκαν και άλλα μέλη του κυκλώματος.
Η τραγική ιστορία της 42χρονης…
Κατά την αγόρευση για μετριασμό της ποινή τους, ο συνήγορος υπεράσπισης της 42χρονος, Κυριάκος Πραστίτης, κατέθεσε έντεκα χειρόγραφες σελίδες, τις οποίες έγραψε η ίδια, για τις προσωπικές της συνθήκες, ζητώντας την επιείκεια του Κακουργιοδικείου.
Σύμφωνα με τα όσα κατατέθηκαν, η 42χρονη αμέσως μετά τη γέννηση της δόθηκε για υιοθεσία. Είχε δηλωθεί αγνώστου πατρός και η μητέρα της ήταν ανήλικη, μόλις 16 ετών. Γνώρισε τη μητέρα της όταν ήταν 17 ετών, ενώ διατηρεί μαζί της μόνο τυπική επικοινωνία. Όπως έγραψε, την πούλησαν οι γονείς τους σε ζευγάρι που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά.
Ο θετός της πατέρας ήταν οδηγός ταξί και η μητέρα της οικοκυρά. Λόγω αδυναμιών που παρουσίασε το ζεύγος κατά την άσκηση του γονικού τους ρόλου, τη φύλαξη και φροντίδα της ανέλαβαν, μέχρι το θάνατο τους, οι μητρικοί της παππούδες, οι οποίοι ήταν μεγάλης ηλικίας. Εκφράζεται για αυτούς με εκτίμηση και αγάπη.
Στην ηλικία των δεκατριών ετών επέστρεψε στο σπίτι των γονιών της, αφού ο παππούς και η γιαγιά της απεβίωσαν. Μερικούς μήνες αργότερα εγκατέλειψε το σπίτι τους, καθότι, όπως έγραψε, ο πατέρας της αποπειράθηκε να την κακοποίηση σεξουαλικά, ενώ τύγχανε και κακομεταχείρισης. Όπως είπε, κατήγγειλε το συμβάν, ωστόσο η καταγγελία της δεν προχώρησε, καθότι, οι γονείς της προέρχονταν από ευκατάστατη οικογένεια με επιρροή.
Ακολούθως, παρέμεινε άστεγη, γεγονός το οποίο την οδήγησε στην συστηματική χρήση κάνναβης και σε παραβατικές συμπεριφορές. Έκλεβε φαγητό από υπεραγορές και ρούχα από σπίτια για να μπορέσει να επιβιώσει, ενώ η Αστυνομία την εντόπιζε, την επέστρεφε στους γονείς της και αυτή έφευγε πάλι.
Μητέρα στα 16 της
Περί το 1996 γνώρισε το σύντροφο της, ο οποίος ήταν κατά έξι χρόνια μεγαλύτερος της. Συγκατοίκησαν αμέσως και το 1997, σε ηλικία 16 και 22 ετών αντίστοιχα, απέκτησαν ένα γιο. Ωστόσο, χώρισαν περίπου ένα χρόνο αργότερα και η κατηγορούμενη, τότε 18 ετών, επέστρεψε μαζί με το βρέφος στην πατρική της οικία, όπου φρόντιζε και τους γονείς της που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα υγείας.
Περί το 1999 η κατηγορούμενη γνώρισε τον νέο της σύντροφο, ο οποίος ήταν κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος της. Παντρεύτηκαν το 2001, χρονιά κατά την οποία γεννήθηκε ο γιος τους. Ο σύζυγος της ήταν αρκετά ευκατάστατος, καθότι ήταν επαγγελματίας ψαράς και ασχολείτο με την πώληση ψαριών. Λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζαν οι γονείς της, τους πήρε στο καινούριο της σπίτι και τους φρόντιζε.
Σύντομα παρουσιάστηκαν προβλήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις του ζεύγους, με αποτέλεσμα το 2004 να χωρίσουν. Όπως αναφέρει, όταν ο σύζυγος της άρχισε να παρουσιάζει βίαιη συμπεριφορά απέναντι της, τον εγκατέλειψε μαζί με τα δύο της παιδιά, ενώ οι γονείς της παρέμειναν στο σπίτι του.
Περίπου ένα χρόνο μετά, την κηδεμονία του δευτέρου παιδιού, τεσσάρων ετών, την ανέλαβε ο πατέρας του. Εν τέλει κατέληξαν σε ιδιωτική συμφωνία, όπως τη φύλαξη και φροντίδα του παιδιού αναλάβει η πατρική γιαγιά μέχρι την ενηλικίωση του.
Μετά το χωρισμό από το σύζυγο της, η κατηγορούμενη επανασυνδέθηκε με τον πρώην σύντροφο της και πατέρα του πρώτου της παιδιού, ο οποίος τότε εργαζόταν ως οδηγός και σερβιτόρος. Περί το 2006, ο πρώην σύζυγος και η μητέρα της, κατέβαλαν προσπάθεια για να πάρουν την κηδεμονία του μεγαλύτερου παιδιού, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η κατηγορούμενη λάμβανε οικονομική και άλλη στήριξη από τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως αναφέρει, ώστε μαζί με το συμβίο της να μπορέσουν να ανταποκριθούν επαρκώς στα γονικά τους καθήκοντα.
Περί το 2014 οι σχέσεις του ζεύγους διασαλεύτηκαν, καθότι ο συμβίος της άρχισε τη χρήση ηρωίνης. Αυτή και ο γιος της εγκατέλειψαν την οικία τους, αφού ο συμβίος της αρνείτο να ενταχθεί σε πρόγραμμα απεξάρτησης, ενώ έκτοτε δεν διατηρούν επαφή. Επίσης, η κατηγορούμενη καταλόγισε την άσκηση βίας κατά του προσώπου της από τους δύο συντρόφους της.
Με τους δυο της γιους, οι οποίοι σπούδασαν και άρχισαν τη ζωή τους, διατηρεί αρκετά καλές σχέσεις, ενώ σε ηλικία 32 ετών είχε μείνει έγκυος με τρίτο παιδί το οποίο γεννήθηκε νεκρό.
Η κατηγορούμενη, πέραν της συστηματικής χρήσης κάνναβης, δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε άλλα θέματα υγείας, ενώ τα παιδιά της γνωρίζουν για τον εθισμό της. Ο μεγαλύτερος της γιος γνωρίζει πως συνελήφθη, ενώ ο μικρότερος γνωρίζει πως εντάχθηκε στο πρόγραμμα απεξάρτησης.
Όπως γράφει στις χειρόγραφες σημειώσεις της που παραδόθηκαν, φοίτησε μέχρι την Α τάξη Γυμνασίου. Δύο χρόνια αργότερα, άρχισε να εργάζεται ως βοηθός κουζίνας και σερβιτόρα σε διάφορα εστιατόρια. Την περίοδο 2006-2007, παρακολούθησε διετές πρόγραμμα σπουδών κομμωτικής, επάγγελμα το οποίο ασκούσε μέχρι το 2010. Την περίοδο 2010-2014 εργαζόταν ως πλανόδια πωλήτρια κουλουριών.
Στην προσπάθεια της να ενισχύσει τις γνώσεις της περί του θέματος, το 2011 φοίτησε σε ιδιωτική σχολή μαγειρικής. Από το 2014 και έπειτα, εργαζόταν εποχιακά ως μαγείρισσα σε εστιατόρια και ξενοδοχεία.
Κατά τους χειμερινούς μήνες, εργαζόταν ως κομμώτρια με ευκαιριακή απασχόληση. Από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι και τη σύλληψη της, παρέμεινε άνεργη λόγω της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, ως αποτέλεσμα των περιοριστικών μέτρων για την πανδημία. Κατά διαστήματα απασχολείτο ως πλανόδια πωλήτρια κουλουριών, χωρίς όμως να έχει ανανεώσει την άδεια της.
Σύμφωνα με το συνήγορο της, Κυριάκο Πραστίτη, η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και παρακολουθείται από ψυχολόγο. Προ της συλλήψεως της παρακολουθείτο από τους γιατρούς του κόσμου, οι οποίοι της παρείχαν δωρεάν ψυχολογική στήριξη μια φορά τη βδομάδα.
Οικονομική εξαθλίωση
Αναφορικά με τον 58χρονο, όπως αναφέρθηκε, τα τελευταία δέκα χρόνια είναι άνεργος, ενώ λάμβανε κρατικό επίδομα 200 ευρώ. Δεν έχει πρόβλημα υγείας ή καταχρήσεων, αλλά έτυχε εκμετάλλευσης από την «Χριστίνα», η οποία εκμεταλλεύτηκε τις δύσκολες οικονομικές του συνθήκες.
Σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, η 42χρονη ήταν πρόθυμη για ελεγχόμενη παράδοση, αλλά δεν της έγινε τέτοια εισήγηση, ενώ ισχυρίστηκε πως δεν γνώριζε τον παραλήπτη, όπως ούτε ο δεύτερος κατηγορούμενος.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του έλαβε υπόψη όλους τους μετριαστικούς παράγοντες και το λευκό ποινικό μητρώο των κατηγορουμένων, όπως επίσης και το γεγονός ότι λειτούργησαν ως μεσάζοντες ένεκα της οικονομικής εξαθλίωσης τους.
«Σε ότι αφορά τις περιστάσεις που οδήγησαν τους κατηγορούμενους στη διάπραξη των αδικημάτων, όπως και τον αντίστοιχο ρόλο τους, σημειώνουμε ότι αυτοί ενήργησαν ως μεταφορείς. Πάντως, όπως και να χαρακτηριστεί κανείς το ρόλο του καθενός ξεχωριστά, στην ουσία συνέβαλαν κατά τρόπο κρίσιμος στη διακίνηση των ναρκωτικών ως μέρος της αλυσίδας γεγονότων με τα οποία θα επιτυγχανόταν ο τελικός στόχος που ήταν η προμήθεια σε τρίτα πρόσωπα».