Ανατροπή ποινής από Ανώτατο-Διετή φυλάκιση για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού
18:56 - 14 Φεβρουαρίου 2022
Το Ανώτατο Δικαστήριο απάλλαξε άντρα που είχε καταδικαστεί σε 48 μήνες φυλάκισης μετά που κρίθηκε ένοχος για συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί με την χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής και του επέβαλε ποινή δύο ετών για κατηγορίες που αφορούν συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί που δεν έχει φτάσει στην ηλικία συναίνεσης.
Η πρόσφατη απόφαση ακολούθησε έφεση από τον καταδικασθέντα κατά της πρωτόδικης απόφασης όπου του είχαν επιβληθεί συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 48 μηνών, στις σοβαρότερες κατηγορίες που αντιμετώπιζε, για συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί με την χρήση εξαναγκασμού, βίας ή απειλής στις οποίες δεν είχε παραδεχτεί ενοχή. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν του είχε επιβάλει ποινή για τις κατηγορίες για συμμετοχή σε σεξουαλική πράξη με παιδί που δεν έχει φθάσει στην ηλικία συναίνεσης.
Ο εφεσείων, 23 ετών τότε, αντιμετώπισε πρωτοδίκως κατηγορίες με βάση τον περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμο του 2014, για πράξεις σεξουαλικής φύσεως στις οποίες παραδεκτά συμμετείχε με 16χρονο αγόρι, «ήτοι, παιδί» αναφέρεται στην απόφαση αφού που δεν είχε φτάσει τα 17 που είναι η ηλικία συναίνεσης, σύμφωνα με το Νόμο.
Ο κατηγορούμενος, τότε, είχε παραδεχτεί «κάποιες λιγότερο σοβαρές κατηγορίες» όπως της άσεμνης επίθεσης εναντίον άντρα.
Κατά την ακρόαση αναφορικά με τις κατηγορίες που ο εφεσείων δεν παραδέχθηκε, έδωσε μαρτυρία ο παραπονούμενος, αναφερόμενος σε εξαναγκασμό, βία και απειλές αλλά δεν αντεξετάστηκε και το δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του ως αληθή, σύμφωνα με την απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν βάσιμη η έφεση ότι το έργο της αξιολόγησης ήταν πλημμελές και θα πρέπει η καταδίκη στις σοβαρότερες κατηγορίες να παραμεριστεί, αφού το πρωτόδικο δικαστήριο παρέβλεψε το γεγονός ότι η κατάθεση του εφεσείοντα κατέστη μαρτυρικό υλικό ενώπιον του και αξιολόγησε την υπόθεση επί της μαρτυρίας του παραπονούμενου και μόνο, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη ότι δεν αντεξετάστηκε και δεν του υποβλήθηκαν οι θέσεις της υπεράσπισης.
Όμως η εκδοχή του εφεσείοντα, προστίθεται, είχε προωθηθεί ενόρκως ενώπιον του δικαστηρίου και παρέμεινε - και αυτή - χωρίς αντεξέταση, εφόσον μετά που ο δικηγόρος που τον αντεξέταζε προκάλεσε ώστε η κατάθεση να υιοθετηθεί ενόρκως, στη συνέχεια σε ουδεμία αντεξέταση τον υπέβαλε σε σχέση με το επίδικο ζήτημα και ουδόλως του υπέβαλε την εκδοχή του παραπονούμενου.
Αναφέρεται ακόμα ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι το ενδεχόμενο επανεκδίκασης της υπόθεσης, για τις σοβαρότερες κατηγορίες αντενδείκνυται. «Λαμβάνουμε όμως αφενός υπόψη ότι τα αδικήματα διαπράχθηκαν το 2016 και αφετέρου ότι το αποτέλεσμα της έφεσης δεν θα είναι η απαλλαγή και η απελευθέρωση του εφεσείοντα αλλά η μείωση της τιμωρίας του, στα πλαίσια των αδικημάτων τη διάπραξη των οποίων εξαρχής δεν αρνήθηκε,» αναφέρεται.
Η απόφαση αναφέρει ότι το Δικαστήριο δεν παραβλέπει τους μετριαστικούς παράγοντες στους οποίους έγινε αναφορά από τον δικηγόρο του εφεσείοντα, όπως τον χρόνο που παρήλθε, ότι ο εφεσείων είναι λευκού ποινικού μητρώου, ότι στο μεταξύ εφεσείων και παραπονούμενος παραμένουν φίλοι και ότι είναι ο μοναδικός προστάτης της οικογένειας του.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι θα επιβληθεί ποινή με το δεδομένο ότι δεν υπήρξε εξαναγκασμός, βία ή απειλή.
«Όμως τα αδικήματα αυτής της φύσης είναι, εν πάση περιπτώσει, ιδιαιτέρως σοβαρά, προκαλούν κοινωνική αποστροφή και διαπράττονται με απαράδεκτα μεγάλη συχνότητα» προστίθεται, με το Δικαστήριο να καταλήγει ότι η επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι επιβεβλημένη.
Πηγή: KYΠΕ