Νέες φωτιές από Ανώτατο για τηλεπικοινωνιακά-Μπλόκο και στο περιεχόμενο συσκευών
11:29 - 27 Ιανουαρίου 2022
Μετά το χαστούκι του Ανωτάτου που έκρινε τον περασμένο Οκτώβριο κατά πλειοψηφία παράνομη την κατακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων από τους παροχείς, τονίζοντας πως ο Νόμος 183(Ι)2007 αντιβαίνει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης και την εφαρμοστέα ενωσιακή νομολογία, νέα απόφαση έρχεται να βάλει νέες φωτιές σε Αστυνομία και Νομική Υπηρεσία, αναφορικά με τις καταγεγραμμένες συνομιλίες που εντοπίζονται σε κινητά υπόπτων.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: H απόφαση βόμβα που απενεργοποιεί τηλεπικοινωνιακά υπόπτων-Στον αέρα υποθέσεις
Στα πλαίσια της υπόθεσης των 84 κιλών στη Λεμεσό, και έχοντας στα χέρια της την απόφαση του Ανωτάτου για τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, η υπεράσπιση προσέφυγε στο Ανώτατο για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, «επιδιώκοντας ακύρωση του διατάγματος πρόσβασης και/ή αποκάλυψης στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και/ή ιδιωτική επικοινωνία που εκδόθηκε από το Δικαστήριο Λεμεσού, με το οποίο επιτράπηκε η πρόσβαση και/ή αποκάλυψη αυτών», με τον Γενικό Εισαγγελέα να αμφισβητεί τη βασιμότητα του αιτήματος.
Στην ένσταση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, προβάλλονται πέντε λόγοι για τους οποίους θεωρεί πως η κρινόμενη αίτηση καθίσταται απορριπτέα, εκφράζοντας την θέση πως η αίτηση, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το σχετικό διάταγμα, έρεισμα έχει τον περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας Νόμου, Ν. 92(Ι)/1996 και ουδεμία σχέση έχει με το Νόμο 183(Ι)/2007.
Συναφής ήταν και η επιχειρηματολογία από τον δικηγόρο που εκπροσώπησε την Νομική Υπηρεσία, θέση του οποίου ήταν πως στην κρινόμενη περίπτωση, αντικείμενο του διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αποτέλεσε συγκεκριμένη συσκευή για συγκεκριμένο ύποπτο, με σαφή περιγραφή τόσο των αδικημάτων για τα οποία το διάταγμα εκδόθηκε όσο και των στοιχείων του ιδίου του υπόπτου. Αναφερόμενος στο Νόμο 183(Ι)/2007, υποστήριξε μεταξύ άλλων, πως σε αντίθεση με εκείνον, ο Νόμος 92(Ι)96 δίδει πρόσβαση στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα συγκεκριμένης επικοινωνίας και κατά τρόπο στοχευμένο.
Συναφείς οι Νόμοι υπέδειξε η υπεράσπιση
Από την πλευρά του ο αιτητής, που εκπροσωπήθηκε από το δικηγορικό Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ, υποστήριξε το δίκαιο του αιτήματος της, παραπέμποντας στις σχετικές οδηγίες της ΕΕ, Οδηγία 2009/136/ΕΚ και Οδηγία 2002/58/ΕΚ, καθώς και στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, το άρθρο 8 του οποίου προστατεύει το δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας. Υπέδειξε επίσης, πως το Άρθρο 52, παράγραφος 1 του Χάρτη προβλέπει ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζει ο Χάρτης επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι.
Όπως υπέδειξε η υπεράσπιση, ο περιορισμός μπορεί να είναι αναγκαίος εάν υφίσταται ανάγκη λήψης μέτρων για τον επιδιωκόμενοι σκοπό δημόσιου συμφέροντος, αλλά η αναγκαιότητα, όπως ερμηνεύεται από τη ΔΕΕ σημαίνει επίσης ότι τα ληφθέντα μέτρα πρέπει να είναι λιγότερο επεμβατικά σε σύγκριση με άλλες εναλλακτικές δυνατότητες για την επίτευξη του ίδιου σκοπού. Για τους περιορισμούς των δικαιωμάτων στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το ΔΕΕ εφαρμόζει κριτήριο απόλυτης αναγκαιότητας, έχοντας αποφανθεί ότι οι «αποκλίσεις και οι περιορισμοί δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου». Εφόσον ο περιορισμός κριθεί απολύτως αναγκαίος, πρέπει επίσης να εκτιμηθεί αν είναι ανάλογος.
Ήταν η θέση της υπεράσπισης, πως οι δύο υπό αναφορά Νόμοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι ως προς τα έννομα αποτελέσματα που επιδιώκουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Γνώριζαν, επέμεναν, τα έκαναν μαντάρα-Πώς οι ίδιοι ενεργοποίησαν τον πυροκροτητή
Ανάβει νέες φωτιές η απόφαση του Ανωτάτου
Αφού άκουσε τις θέσεις των δύο πλευρών, το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στις πρόνοιες του Νόμου, που αφορούν το απόρρητο της ιδιωτικής επικοινωνίας, ενώ παρέπεμψε στην απόφαση της Ολομέλειας, που έκρινε πως ο Νόμος 183(Ι)2007, αντιβαίνει την Οδηγία 2002/58/ΕΚ αλλά και την ενωσιακή νομολογία, με αποτέλεσμα να είναι αντισυνταγματικός, ανίσχυρος, αντίθετος, και υπερβαίνον τα όρια που επιβάλλει η τήρηση της Αρχής της Αναλογικότητας. Μάλιστα, παρέπεμψε στις υποθέσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), στις οποίες βασίστηκε η Ολομέλεια του Ανωτάτου.
Στην κρινόμενη περίπτωση, αναφέρει στην απόφαση του Ανώτατο, «δεν προσφέρεται κανένα στοιχείο προσδιοριστικό του χρόνου διατήρησης των δεδομένων αυτών. Δεν προσδιορίζεται ο χρόνος αποθήκευσης των δεδομένων ή ο χρόνος καταγραφής της συνομιλίας σε σχέση και αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίο προέκυψαν υποψίες εναντίον του αιτητή και το χρόνο κατά τον οποίο αντιμετωπίζονταν ως ύποπτος ή υπόδικος».
Σημαντικό επίσης, έκρινε το Ανώτατο πως θα πρέπει να λεχθεί: «Η εκτίμηση της εγκυρότητας ενός μέτρου, το οποίο, ενώ επηρεάζει δικαιώματα, μπορεί να δικαιολογείται στο πλαίσιο της επιδίωξης κάποιου νόμιμου σκοπού, όπως η καταστολή του σοβαρού εγκλήματος, απολήγει, τελικά, σε ζήτημα αναλογικότητας. Το μέτρο, δηλαδή, δεν πρέπει να εκπίπτει των ορίων του απολύτως αναγκαίου για την επίτευξη του νομίμως επιδιωκόμενου σκοπού της νομοθεσίας. Η στοχευμένη διατήρηση δεδομένων σε αυτό φαίνεται να αποσκοπεί».
Ήταν η κατάληξη του Ανωτάτου, πως με δεδομένη την απόφαση της Ολομέλειας, πως η παρούσα περίπτωση, δηλαδή ο Νόμος στην βάση του οποίου εξασφαλίστηκε πρόσβαση στα δεδομένα του υπόπτου, δεν διαφοροποιείται, όπως υποστήριξε η Νομική Υπηρεσία.
«Η αίτηση η οποία οδήγησε στην έκδοση του επίδικου διατάγματος, είχε ως νομικό έρεισμα, αμφοτέρους τους Νόμους ήτοι το Ν.183(Ι)2007 και το Ν.92(Ι)96 και όχι μόνο τον δεύτερον εξ αυτών. Το αιτητικό αυτού σαφώς παρέπεμπε στο Ν.183(Ι)2007, διευκρινίζοντας πως «Περαιτέρω ζητείται η πρόσβαση σε δεδομένα ως αυτά ορίζονται στον περί Διατήρησιν Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων στα άρθρα 6,7,8,9,10 και 11, με σκοπό την διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων νόμου του 2007, τα οποία εύλογα πιστεύεται ότι βρίσκονται καταγεγραμμένα ή περιέρχονται στα δεδομένα που αναφέρονται».
Όπως υπέδειξε στην απόφαση του το Ανώτατο, η παραπομπή στο Νόμο 183(Ι)2007 και τα άρθρα τα συγκεκριμένα, δεν έγινε απλά και μόνο για σκοπούς ερμηνείας και επεξήγησης, αλλά για καθορισμό των δεδομένων που εζητούντο και των οποίων ο Νόμος προνοεί τον τρόπο διατήρησης τους και την υποχρέωση του παροχέα υπηρεσιών να τα διατηρεί. Διατήρηση, όπως τόνισε το Ανώτατο, που κρίθηκε ως αντιβαίνουσα το ενωσιακό δίκαιο.
«Είναι προφανές πως οι δύο Νόμοι έχουν συνάφεια και ότι σκοπός του Νόμου Ν.92(Ι)96 δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τα δεδομένα των οποίων τη διατήρηση ο Ν.183/2007 προνοεί».
Επίσης, στην απόφαση αναφέρεται πως «αποκαλυπτικό της συνάφειας και σχέσης των δύο νόμων αποτελεί τεκμήριο της αίτησης, το οποίο περιλαμβάνει τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα που λήφθηκαν όπως προβλέπεται στο Ν.183(Ι)07 και τα οποία συμπίπτουν με τα δεδομένα που λήφθηκαν από τη συσκευή τηλεφώνου».
Καταληκτικά, το Ανώτατο, αφού εξέδωσε διάταγμα με το οποίο ακυρώνεται το επίδικο ένταλμα, στη βάση του οποίου συλλέχθηκαν δεδομένα από το κινητό υπόπτου, ανέφερε πως η απόφαση της Ολομέλειας που έκρινε παράνομη την καθολική κατακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των πολιτών, χωρίς καμία εξαίρεση, είναι δεσμευτική και καταλυτικής σημασίας για την συγκεκριμένη υπόθεση.
Η απόφαση, έφερε δυσφορία στη Νομική Υπηρεσία, η οποία αναμένεται να προχωρήσει με έφεση, ενώ σε ότι αφορά την εκδικαζόμενη υπόθεση των 84 κιλών ναρκωτικών, το μαρτυρικό υλικό, με βάση την απόφαση, που συνδέεται με τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, αποσύρεται.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Επιχειρούν ντρίπλα με τηλεπικοινωνιακά, κόκκινη γραμμή από την απόφαση Αεροπόρου