Η περίοδος χάριτος, τα... ναρκοπέδια και η ετυμηγορία για Σαββίδη-Αγγελίδη
07:05 - 29 Δεκεμβρίου 2021
Ήταν 23 Ιουνίου 2020 όταν ο Γιώργος Σαββίδης κάθισε στο τιμόνι της Νομικής Υπηρεσίας, μετά και την άρνηση του Ιωνά Νικολάου να διαδεχθεί τον Κώστα Κληρίδη, με συνοδηγό τον Σάββα Αγγελίδη. Δύο διορισμοί που αντιμετωπίστηκαν από την κοινή γνώμη, αλλά κι από την αντιπολίτευση, με σκεπτικισμό, ενώ στην πορεία προκάλεσαν κύμα επικρίσεων στην Κυβέρνηση Αναστασιάδη, καθώς επρόκειτο για δύο πρόσωπα που ήταν μέλη του υπουργικού σχήματος, και ως εκ τούτου, δικαίως ή αδίκως, κάποια έτρεξαν να τους δείξουν ως τον Δούρειο Ίππο της Κυβέρνησης για… ξέπλυμα υποθέσεων.
Ο Κώστας Κληρίδης, θα έλεγε κανείς πως δεν έφυγε κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, αφού 36 ημέρες πριν την επίσημη ημερομηνία αποχώρησης του, υπέβαλε την παραίτηση του, στην σκιά της αιφνιδιαστικής απόφασης του Νίκου Αναστασιάδη, να ανακοινώσει τους διορισθέντες και μάλιστα να γίνουν και οι σχετικές διαβεβαιώσεις, πριν την αφυπηρέτηση του τέως Γενικού Εισαγγελέα, αφού υπήρχε διαφορετική ερμηνεία της Νομοθεσίας.
Η απόφαση αυτή, από τη μία εξόργισε τον Κώστα Κληρίδη, ο οποίος έφυγε πυροβολώντας, κάνοντας λόγο για έλλειψη σεβασμού από πλευράς Νίκου Αναστασιάδη και διερωτώμενος εάν, τελικά, άξιζε τον κόπο, ενώ από την άλλη, επιβεβαίωσε πως η σχέση του με την Κυβέρνηση δεν ήταν και η καλύτερη, ειδικότερα μετά την υπόθεση του Ρίκκου Ερωτοκρίτου, τον οποίο στην ουσία ο ίδιος οδήγησε στην φυλακή και στάθηκε η αφορμή για να έρθει σε μετωπική σύγκρουση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Η επεισοδιακή αποχώρηση του και ο τρόπος που οδηγήθηκε σε παραίτηση, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, με τα κόμματα να εξαπολύουν πυρά κατά της Κυβέρνησης. Το ΑΚΕΛ είχε αναφέρει μεταξύ άλλων πως «η Κυβέρνηση αποδεικνύει ότι προφανώς ποτέ δεν του συγχώρεσε το εκκωφαντικό «Ντροπή» που απηύθυνε στον κ. Αναστασιάδη», ενώ το ΔΗΚΟ κατηγόρησε τον Πρόεδρο για αλαζονεία, λέγοντας πως «ίσως η πικρία της Προεδρίας γιατί στο παρελθόν βρήκε αντίσταση από το Γενικό Εισαγγελέα σε επιδιωκόμενες κινήσεις με «άρωμα» διαπλοκής, έχουν επικρατήσει έναντι της σωστής και ώριμης πολιτικής».
Πολλές φορές, ο Κώστας Κληρίδης, φρόντισε να στείλει το μήνυμα πως ο Γενικός Εισαγγελέας δεν θα πρέπει να προέρχεται από την πολιτική σκηνή του τόπου, θέση την οποία κατά καιρούς στήριξαν και πολιτικά κόμματα, ειδικότερα όταν οι φήμες ήθελαν για διάδοχο του, τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωνά Νικολάου, ο οποίος τελικά απέρριψε την πρόταση Αναστασιάδη για να καθίσει στο τιμόνι της Νομικής Υπηρεσίας.
Οι διορισμοί Γιώργου Σαββίδη και Σάββα Αγγελίδη, έφεραν τα πρώτα πυρά στην Κυβέρνηση, για το γεγονός ότι διόρισε σε αυτές τις νευραλγικές θέσεις δύο υπουργούς, με τους συνήγοροyς του διαβόλου να αφήνουν σκιές ως το ποιος τελικά θα είναι ο ρόλος τους, ειδικότερα σε μία περίοδο όπου αναδείχθηκαν σκάνδαλα και πολύκροτες υποθέσεις.
Ωστόσο, είναι στη νοοτροπία μας να προτρέχουμε, χωρίς να περιμένουμε να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, εξού και θα έλεγε κανείς πως αρχικά Σαββίδης και Αγγελίδης, κρίθηκαν αδίκως, αφού αρκετή έβγαλαν την ετυμηγορία τους, χωρίς να αναμένουν να δουν το έργο που θα επιτελεσθεί.
Ενάμιση χρόνο μετά, τα δεδομένα, κατά κάποιο τρόπο, έχουν διαμορφωθεί, με την κοινή γνώμη, βλέποντας την τροπή αρκετών υποθέσεων, να «καταδικάζουν», τη Νομική Υπηρεσία. Η τελευταία ετυμηγορία ήταν στον απόηχο της αυλαίας της υπόθεσης του Συνεργατισμού και των οικονομικών σκανδάλων, όπου ουσιαστικά ουδείς οδηγήθηκε στη φυλακή. Όπως ήταν αναμενόμενο η Νομική Υπηρεσία δέχθηκε τα πυρά της κοινής γνώμης που οκτώ χρόνια μετά περίμενε δικαίωση, η οποία ωστόσο δεν ήρθε ποτέ, γράφοντας τον επίλογο άλλης μιας χαμένης ευκαιρίας να πληρώσουν οι ένοχοι για τα δεινά που προκλήθηκαν στον τόπο από τον Μάρτιο του 2013. Ωστόσο θα ήταν άδικο να χρεωθεί εξ ολοκλήρου η αποτυχία στοιχειοθέτησης των υποθέσεων στους Γιώργο Σαββίδη και Σάββα Αγγελίδη, αφού οι εν λόγω υποθέσεις χρονολογούνται πολύ πριν αναλάβουν τα ηνία της Νομικής Υπηρεσίας.
Αναντίρρητα το έργο της Νομικής Υπηρεσίας, είναι από τα πλέον κρίσιμα σε μια ευνομούμενη κοινωνία, αφού σε αυτήν βρίσκεται ο τελευταίος λόγος για το αν μια υπόθεση θα οδηγηθεί ενώπιον Δικαστηρίου. Μπορεί μια υπόθεση φαινομενικά να μοιάζει εύκολη, ωστόσο από νομικής πτυχής, τα δεδομένα ενδεχομένως να διαφοροποιούνται, με την Νομική Υπηρεσία σε κάποιες περιπτώσεις να καλείται να βγάλει τα κάστανα από την φωτιά, αφού η οποιαδήποτε απόφαση της θα πρέπει να στηρίζεται με βάση το μαρτυρικό υλικό που έχει συλλέξει η Αστυνομία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να κριθεί ικανοποιητικό ώστε να στοιχειθετηθεί μια υπόθεση, σε άλλες όχι, ενώ η Νομική Υπηρεσία κρατά και το τιμόνια και το… φρένο. Ως εκ τούτου, πολλές φορές η Νομική Υπηρεσία βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα για τις αποφάσεις της, σε μια σειρά υποθέσεων για τις οποίες ελέγχεται από την κοινή γνώμη για τους χειρισμούς της, ενώ ο ενάμιση χρόνος που η σημερινή ηγεσία κρατά τα ηνία, αποτελεί ένα αρκετά ασφαλές δείγμα για να κριθεί το έργο της.
Το διαβατήριο... για τη ρήξη με τον Οδυσσέα
Αναμφίβολα η υπόθεση που προκάλεσε τις μεγαλύτερες αντιδράσεις, ειδικά στα κόμματα της αντιπολίτευσης αλλά και σε μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, δεν ήταν άλλη από αυτήν του Κυπριακού Επενδυτικού Προγράμματος, που προκλήθηκε μετά κι από τις αποκαλύψεις του αραβικού δικτύου Al Jazeera, που έθεσε υπό αμφισβήτηση, και τις τρεις εξουσίες της πολιτείας, την Εκτελεστική, τη Νομοθετική και τη Δικαστική, ενώ προκάλεσε και την πρωτοφανή για τα κυπριακά δεδομένα ρήξη μεταξύ των κορυφαίων θεσμών, του Γενικού Εισαγγελέα και της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.
Στον απόηχο των αποκαλύψεων το Υπουργικό Συμβούλιο αφού εξέτασε την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, ειδικά με την εμπλοκή του προέδρου της Βουλής και ενός βουλευτή, αλλά και μετά τις αναφορές πως το «κύκλωμα» εξασφάλισης διαβατηρίων σε αλλοδαπούς εναντίον των οποίων εκκρεμούσαν ποινικές υποθέσεις σε άλλες χώρες, είχε πρόσβαση ακόμα και σε υπουργούς, ανέθεσε στον Γιώργο Σαββίδη τον διορισμό Ερευνητικής Επιτροπής.
Αμέσως μετά από εκείνη την απόφαση του Υπουργικού ξεκίνησαν οι πρώτες φωνές, εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, αφού και ο ίδιος υπήρξε μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο θα βρισκόταν υπό διερεύνηση από την Ερευνητική Επιτροπή, που πλέον ο ίδιος θα διόριζε υπό τη νέα του ιδιότητα.
Στο μεταξύ ο Γενικός Ελεγκτής, ύστερα από τις αποκαλύψεις για το ΚΕΠ, απευθύνθηκε στο Υπουργείο Εσωτερικών, ζητώντας τους φακέλους των πολιτογραφήσεων, έτσι ώστε να διερευνήσει και ο ίδιος το θέμα και να καταδείξει, τις ευθύνες, τις ελλείψεις και τα κενά που μετέτρεψαν την Κύπρο σε πόλο έλξης κακοποιών και διαβόητων εγκληματιών. Ο υπουργός Εσωτερικών, πριν ανάψει το πράσινο φως για να δοθούν οι φάκελοι στον Γενικό Ελεγκτή, ζήτησε σχετική γνωμάτευση από τον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος έβαλε μπλόκο στην παράδοση των φακέλων στον Οδυσσέα Μιχαηλίδη με το αιτιολογικό, πως από τη στιγμή που βρισκόταν σε εξέλιξη η έρευνα της Ερευνητικής Νικολάτου που διορίστηκε για αυτό το σκοπό, δεν θα μπορούσε να τρέξει παράλληλα η έρευνα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας.
Αυτή η γνωμάτευση χρησιμοποιήθηκε από την Κυβέρνηση, ως η ασπίδα στην απαίτηση του Γενικού Ελεγκτή, με το ζήτημα πλέον να μετατρέπεται από νομικό σε αμιγώς πολιτικό, αφού στο παιχνίδι μπήκαν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που μετέτρεψαν σε σύνθημα το αίτημα Οδυσσέα για να του παραδοθούν οι φάκελοι των πολιτογραφήσεων. Σε αυτό το σημείο ήταν που αντιπολίτευση, άφησε πίσω της τον σκεπτικισμό με τον οποίο αντιμετώπιζε τους Γιώργο Σαββίδη και Σάββα Αγγελίδη, με επιφύλαξη και πλέον τους αντιμετώπιζε ως πρώην υπουργούς της Κυβέρνησης, που χρησιμοποιούσαν τη νέα τους ιδιότητα για να καλύψουν τον Νίκο Αναστασιάδη και την Κυβέρνηση του.
Στα τέλη Οκτωβρίου του 2020 τα πράγματα είχαν ήδη ξεφύγει. Ο Γενικός Ελεγκτής επέμενε να πάρει τους φακέλους, το ΔΗΚΟ και το ΑΚΕΛ επιτίθονταν καθημερινή σε Κυβέρνηση και Γενικό Εισαγγελέα, το Προεδρικό απαντούσε παραπέμποντας σε παλιές αμαρτίες των δύο κομμάτων και το κλίμα που είχε δημιουργηθεί, ίσως να ήταν και το πιο τοξικό στην μεταπολεμική ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τότε ήταν που αποφάσισε ο Γιώργος Σαββίδης να σπάσει τη σιωπή που είχε επιλέξει μέχρι τότε στις κατηγορίες του Ελεγκτή και της αντιπολίτευσης. Σε συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε, με σκληρές ατάκες επιτέθηκε στον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, τον οποίο κατηγόρησε μεταξύ άλλων, για «άνευ προηγουμένου εκστρατεία παρεμβάσεων στα ΜΜΕ με προφανή σκοπό να πιέσει ή να εκφοβίσει ή ακόμα να αποδομήσει προκαταβολικά το Γενικό Εισαγγελέα», «προσπάθεια να μειώσει το Γενικό Εισαγγελέα λέγοντας ότι δεν είναι υπόχρεος να υπακούσει στη νομική του συμβουλή», «προκατάληψη και εκτροπή παρά τις περί αντιθέτου διακηρύξεις του», «37 απαράδεκτες δημόσιες τοποθετήσεις», καθώς και για «εργολαβική προσπάθεια να αποδομεί και να αμφισβητεί τους πάντες».
Λίγες ημέρες αργότερα, με στόχο να αποκατασταθούν οι σχέσεις των δύο κορυφαίων θεσμών, Σαββίδης και Μιχαηλίδης συναντήθηκαν και αφού έδωσαν αμοιβαίες εξηγήσεις, συμφώνησαν να χαμηλώσουν τους τόνους και να αναμένουν το πόρισμα της Ερευνητικής, ενώ υπήρξε και η δέσμευση από τη Νομική Υπηρεσία, ότι αμέσως μετά θα ανοίξει ο δρόμος για να λάβει τους φακέλους η Ελεγκτική Υπηρεσία. Στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε μετά από τη συνάντηση, οι δύο άνδρες σημείωναν πως, «οι δύο Υπηρεσίες και οι επικεφαλής τους έχουν μια μακρά παράδοση συνεργασίας και στενών σχέσεων και ήταν κοινή διαπίστωση ότι τούτο θα πρέπει να διαφυλαχθεί και να συνεχιστεί στη βάση αρχών και με σεβασμό στην ανεξαρτησία της κάθε Υπηρεσίας, προς διαφύλαξη του δημόσιου συμφέροντος το οποίο, τόσο ο Γενικός Εισαγγελέας όσο και ο Γενικός Ελεγκτής, έχουν ως μόνο γνώμονα».
Η ανακωχή άντεξε μόνο λίγες εβδομάδες. Ο Γενικός Ελεγκτής επανήλθε δυναμικά δημοσιοποιώντας στα τέλη Νοεμβρίου του 2020, Ειδική Έκθεση για τους επενδυτές του καζίνο θέρετρου, προκαλώντας την οργή της Νομικής Υπηρεσίας. Μάλιστα πριν τη δημοσιοποίηση της έκθεσης, ο Γενικός Εισαγγελέας προειδοποίησε τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη πως ελλοχεύουν κίνδυνοι και θα προκύψουν σοβαρά προβλήματα από τη δημοσιοποίηση της Ειδικής Έκθεσης με ειδική αναφορά σε σειρά σοβαρών νομικών και διαδικαστικών ζητημάτων. Η Έκθεση ωστόσο δημοσιοποιήθηκε, δείχνοντας μάλιστα σοβαρές ευθύνες τόσο του Υπουργικού Συμβουλίου στο οποίο συμμετείχαν ως υπουργός Δικαιοσύνης και υπουργός Άμυνας ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, αντίστοιχα, όσο και εναντίον συγκεκριμένων υπουργών.
Ο Γιώργος Σαββίδης κατήγγειλε τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη, πως η συγκεκριμένη έκθεση υπερβαίνει τις Συνταγματικές του εξουσίες, ενώ δεν είναι πλέον μυστικό, πως τόσο το Προεδρικό όσο και η Νομική Υπηρεσία, εξέτασαν το ενδεχόμενο ακόμα και της παύσης του κ. Μιχαηλίδη, μέσα από προσφυγή στο Ανώτατο, ωστόσο τελικά, αποφασίσθηκε κάτι τέτοιο να μην γίνει. Πάντως ο καιρός λειτούργησε θετικά για να αποκατασταθούν σε κάποιο βαθμό οι σχέσεις των δύο θεσμών, αφού αφενός από το Χειμώνα του 2020 μέχρι σήμερα, έχουν μεσολαβήσει μια σειρά από γεγονότα, που υποχρέωσαν, ειδικά τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κάνουν ένα βήμα πίσω.
«Στραγγάλισαν» τις διώξεις για Μεταξά
Μια από τις υποθέσεις που έβαλε τον Γενικό και Βοηθό Εισαγγελέα στο μάτι του κυκλώνα, προκαλώντας θύελλα αντιδράσεων και έντονες επικρίσεις, ήταν αυτή του κατά συρροή δολοφόνου, αφού ο Γιώργος Σαββίδης αποφάσισε να αναστείλει τις ποινικές διώξεις σε βάρος των αστυνομικών, στους οποίους το πόρισμα της Ανεξάρτητης Αρχής Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, καταλόγιζε ευθύνες.
Ο serial killer, που το 2019 συγκλόνισε και καθήλωσε με τα αποτρόπαια εγκλήματα του το παγκύπριο, είχε ξεσηκώσει την κοινή γνώμη ως προς τον τρόπο διαχείρισης τις υποθέσεις εξαφανισμένων αλλοδαπών γυναικών από την Αστυνομία, με τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, Ιωνά Νικολάου, να υποβάλλει την παραίτηση του για λόγους ευθιξίας. Μάλιστα, ακόμα και οι φανατικοί επικριτές του Ιωνά, θεώρησαν πως ήταν από τις περιπτώσεις που δεν του αναλογούσαν ευθύνες, αφού τα ζητήματα ήταν καθαρά επιχειρησιακά, εντούτοις θέλησε να αποχωρήσει, κάτι που δεν έπραξε ο ίδιος ο Αρχηγός Αστυνομίας, Ζαχαρίας Χρυσοστόμου, τον οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναγκάστηκε να παύσει, αφού με την παραίτηση του υπουργού Δικαιοσύνης, ο δρόμος ήταν μονόδρομος.
Μπορεί η υπόθεση να έκλεισε με την καταδίκη του Νίκου Μεταξά το 2019, ωστόσο η οριστική αυλαία δεν είχε πέσει, αφού για δύο ολόκληρα χρόνια, οι ευθύνες βρίσκονταν στο περίμενε.
Ο τέως Γενικός Εισαγγελέας, Κώστας Κληρίδης, τον Μάιο του 2020, αποφάσισε την ποινική δίωξη 15 αστυνομικών, ενώ η εισήγηση της Ανεξάρτητης Αρχής ήταν η δίωξη 23 αστυνομικών, για παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος, ωστόσο για τα οκτώ μέλη δεν μπορούσαν να στοιχειοθετηθούν αδικήματα.
Ένα χρόνο μετά, Γιώργος Σαββίδης και Σάββας Αγγελίδης, έκαναν την… ανατροπή, αφού τον Ιούνιο του 2021, αποφάσισαν να αναστείλουν τις ποινικές διώξεις σε βάρος όλων των αστυνομικών, δίνοντας οδηγίες μόνο για την πειθαρχική τους δίωξη. Όπως αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στην ανακοίνωση της Νομικής Υπηρεσίας, «από τη μαρτυρία που συνελέχθη για όλες τις υποθέσεις εξαφάνισης προσώπων ότι υπήρξε εκ πρώτης όψεως παραμέληση καθήκοντος ή πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αναλόγως της υπόθεσης, η οποία ενδεχομένως να συνέδραμε στις σοβαρές συνέπειες που επήλθαν. Εντούτοις, δεν καταδεικνύεται ότι υπήρξε η απαραίτητη ένοχη διάνοια, όπως αυτή ερμηνεύτηκε διαχρονικά από τη νομολογία, από πλευράς των μελών της Αστυνομίας».
Η απόφαση τους, από τη μία άδειασε την απόφαση του Κώστα Κληρίδη, ο οποίος ως Γενικός Εισαγγελέας εντόπισε ποινικά αδικήματα, ενώ από την άλλη ξεσήκωσε σφοδρές αντιδράσεις, με την κοινή γνώμη αλλά και πολιτικά κόμματα, να κάνουν λόγο για κουκούλωμα, διερωτώμενοι γιατί σε αυτή την περίπτωση η Νομική Υπηρεσία δεν έριξε το μπαλάκι στο Δικαστήριο.
Εννέα μήνες (twenty moths) και ακόμα…
Αναμφίβολα, Νομική Υπηρεσία και Αστυνομία, είναι στο ίδιο στρατόπεδο ή αλλιώς στο ίδιο κλιμάκιο, με τον ένα να συμπληρώνει τον άλλο, προς επίτευξη του στόχου – εάν όντως αυτός είναι ο στόχος – που είναι η στοιχειθέτηση μιας υπόθεσης ενώπιον Δικαστηρίου.
Η υπόθεση του πρώην Επιτρόπου Εθελοντισμού, Γιαννάκη Γιαννάκη, εννέα μήνες μετά που είδε το φως της δημοσιότητας, ήταν άλλη μια υπόθεση που έθεσε υπό αμφισβήτηση τις Αρχές, οι οποίες ενώ στέλνουν το μήνυμα περί ίσης μεταχείρισης και εφαρμογής των Νόμων, σε αυτή την περίπτωση, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, κατάφεραν να διαψεύσουν οι ίδιοι τους εαυτούς τους.
Και αυτό, γιατί ενώ σε άλλες συναφή υποθέσεις οι έρευνες τρέχουν με γοργούς ρυθμούς, σε αυτή την περίπτωση οι έρευνες κινούνται με ρυθμούς πιο αργούς και από χελώνας, με την απάντηση ως προς το ερώτημα γιατί ακόμη δεν οδηγήθηκε η υπόθεση ενώπιον Δικαστηρίου, να είναι πως αναμένονται οι απαντήσεις από τις ΗΠΑ, αναφορικά με τα πτυχία του κ. Γιαννάκη. Και κάπου εδώ, ο συνήγορος του διαβόλου διερωτάται, τι μέλλει γενέσθαι εάν οι ΗΠΑ δεν απαντήσουν ή απαντήσουν μετά από πέντε χρόνια;
Επίσης, άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός πως το 2021 είδαμε πρόσωπα να οδηγούνται στη φυλακή ως υπόδικοι για κλοπή 50-100 ευρώ και για ανεξόφλητα εντάλματα…
Τους πήρε δύο χρόνια για να βρουν τις ευθύνες για τον Στυλιανό
Τον Ιανουάριο του 2020, ένα υπό κάλυψη έγκλημα βρήκε τον ηθικό αυτουργό του… Το κράτος! Αυτό δεν ήταν άλλο, από την πολύκροτη υπόθεση του 14χρονου Στυλιανού που έβαλε τέλος στη ζωή του, ξεγυμνώνοντας με τον θάνατο του όλες τις αρμόδιες υπηρεσίες.
Ο Κώστας Κληρίδης μελετώντας τα όσα κατέγραφε στο πόρισμα της η Επίτροπος Διοικήσεως, Μαρία Στυλιανού Λοττίδου, η οποία εντόπισε πειθαρχικές και πιθανόν ποινικές ευθύνες σε λειτουργούς του Γραφείου Ευημερίας, αστυνομικούς και στον πατέρα του Στυλιανού, διαπίστωσε πως πιθανόν προκύπτουν ποινικές ευθύνες και ως εκ τούτου διόρισε δύο ανεξάρτητους ποινικούς ανακριτές για έρευνα.
Το ογκωδέστατο πόρισμα, παραδόθηκε στην Νομική Υπηρεσία την 1η Δεκεμβρίου του 2020, ενώ τον Απρίλιο του 2021, Γιώργος Σαββίδης και Σάββας Αγγελίδης, αποφάσισαν την ποινική δίωξη δώδεκα προσώπων, ενός μέλους της Αστυνομίας, εννέα λειτουργών των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας και των δύο γονιών του Στυλιανού, εναντίον των οποίων καταχωρήθηκε υπόθεση τον Ιούλιο του 2021.
Η υπόθεση του Στυλιανού, που απεβίωσε 6 Σεπτεμβρίου του 2019, έφερε στο φως μια σειρά από λάθη και παραλείψεις ενός σάπιου συστήματος, που είχε ως αποτέλεσμα ένα παιδί να οδηγηθεί στον θάνατον, αφού όλοι γνώριζαν, αλλά επέδειξαν μια εγκληματική ολιγωρία. Ολιγωρία, που δυστυχώς, επιδείχθηκε και μετά θάνατον, αφού πέρασαν δύο χρόνια για να αποδοθούν ευθύνες και ακόμη δεν αποδόθηκαν, αφού η Δικαιοσύνη, εκτός από τυφλή – σε κάποιες περιπτώσεις – είναι και αργή!
Αναμονή για «Αίαντα»…
Τα επεισόδια που εκτυλίχθηκαν στο κέντρο της Λευκωσίας, τον Φεβρουάριο του 2021, στον απόηχο των μέτρων της Κυβέρνησης για την πανδημία και τη διαφθορά, στάθηκαν αφορμή για να δεχθεί έντονες επικρίσεις η Αστυνομία, η οποία κατηγορήθηκε για υπέρμετρη βία, ενώ το όχημα «Αίαντα» τραυμάτισαν στο μάτι την 25χρονη Αναστασία.
Μετά την κατακραυγή, ο Αρχηγός αποτάθηκε στην Ανεξάρτητη Αρχή Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, ζητώντας διερεύνηση των επεισοδίων, με την Αρχή, τον Οκτώβρη να παραδίδει το πόρισμα της στη Νομική Υπηρεσία. Ένα πόρισμα, στο οποίο καταλογίζονταν ευθύνες σε μέλη, εναντίον των οποίων εισηγήθηκε ποινικές διώξεις, ενώ από πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας, φαίνεται να μην προκύπτουν ευθύνες στον χειριστή του «Αίαντα».
Τρεις μήνες μετά, το πόρισμα για τα επεισόδια παραμένει στην Νομική Υπηρεσία, η οποία ακόμη δεν ανακοίνωσε τις οποιεσδήποτε αποφάσεις της.
Χαστούκι τα τηλεπικοινωνιακά
Ένα από τα μεγαλύτερα χαστούκια που έφαγε η Νομική Υπηρεσία το 2021, ήταν η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου αναφορικά με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, το οποίο έκρινε παράνομη την καθολική κατακράτηση τους, χωρίς καμία διάκριση, για περίοδο έξι μηνών σε περίπτωση που ζητηθούν από τις Αρχές στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης, κάτι το οποίο, όπως λέχθηκε, αντιβαίνει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Η απόφαση χτύπησε καμπανάκι στη Νομική Υπηρεσία, αφού αρκετές υποθέσεις «ξεκλειδώθηκαν» από την άρση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, με τον Γιώργο Σαββίδη, να μην κρύβει την δυσφορία του με την απόφαση του Ανωτάτου, υποδεικνύοντας πως ήταν ένα από τα βασικότερα όπλα της Αστυνομίας.
«Ήταν μια πολύ σοβαρή απόφαση για μας. Παρουσιάστηκε ο βοηθός γενικός εισαγγελέας στην προσπάθειά του να πείσει το Ανώτατο Δικαστήριο για την ορθότητα της ενέργειας αυτής. Είναι με λύπη που είδαμε το αποτέλεσμα, διότι αυτή η απόφαση αντί να βοηθήσει στο να καταπολεμηθεί το οργανωμένο έγκλημα, αντίθετα θα βοηθήσει στο να χάσουμε ένα τεράστιο εργαλείο που είχαμε, το οποίο είναι και αδιαμφισβήτητο, είναι και πολύ, πολύ απαραίτητο στην προώθηση των σοβαρών ποινικών υποθέσεων… Δυστυχώς, το βλέπουμε τώρα και ήδη αξιολογούμε μια-μια τις υποθέσεις που επηρεάζονται απ’ αυτή την απόφαση. Και δυστυχώς δεν είναι κάτι για το οποίο μπορούμε να κάνουμε κάτι», είχε αναφέρει ο Γενικός Εισαγγελέας ενώπιον της Βουλής, σχολιάζοντας την απόφαση του Δικαστηρίου.
Νομικοί κύκλοι, επέρριπταν ευθύνες στην Νομική Υπηρεσία για την αποτυχία της, καλώντας την μάλιστα να σεβαστή την απόφαση, όπως τους καλεί η ίδια να σεβαστούν άλλες, ενώ ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου, είχε δηλώσει πως «η Αστυνομία να βρει νόμιμο τρόπο να κάνει τη δουλειά της».
Όπως κατάγγελλαν, η βόμβα πυροδοτήθηκε από τις ίδιες τις Αρχές, αφού γνώριζαν από το 2016 πως ο συγκεκριμένος νόμος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, με τα άρθρα 15 και 17 του Κυπριακού Συντάγματος, με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως αναφέρθηκε, συμμορφώθηκαν με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντούτοις η Κύπρος ακολούθησε μια διαφορετική πορεία, αφού η Νομική Υπηρεσία θεωρούσε πως η κατακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, όλων των πολιτών, δεν είναι παράνομη, θέση την οποία εξέφρασε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, ενώπιον του Ανωτάτου.
Μάλιστα, το 2016, είχε τεθεί για πρώτη φορά ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου από τον δικηγόρο Μιχάλη Πική, ενώ οι Αρχές είχαν αναγκαστεί να αποσύρουν ποινική υπόθεση, ώστε να μην εξεταστεί το θέμα με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και κατά πόσο η νομοθεσία αντιβαίνει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Σημειώνεται πως το 2016 ήταν αρχή, ενώ ακολούθησαν και άλλες αποφάσεις, οι οποίες επίσης δεν λήφθηκαν υπόψη, με αποτέλεσμα το Ανώτατο, τον Οκτώβριο του 2021 να εκδώσει αυτή την απόφαση σταθμό, που φέρνει τα πάνω κάτω. Συγκεκριμένα, η αρχή έγινε στην απόφαση Tele2 Sverige και Watson and Others, ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου 2016, ενώ ακολούθησε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, La Quadrature du Net, ημερομηνίας 6 Οκτωβρίου 2020.
Εκτός του ραντάρ των Δικαστηρίων το κατασκοπευτικό βαν
Μπορεί να μονοπώλησε το ενδιαφέρον των Μέσων για εβδομάδες, μπορεί τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας να συνέθεταν μια πρωτοφανή για τα κυπριακά δεδομένα ιστορία, κατασκοπείας που παρακολουθούσαμε μόνο μέσα από ταινίες του Hollywood, μπορεί τα όσα καταγγέλθηκαν να ήταν πολύ σοβαρά και να έθεταν σε κίνδυνο ακόμα και την ασφάλεια, ωστόσο και σε αυτή την υπόθεση πολλής ντόρος και τελικά… τίποτα.
Η Νομική Υπηρεσία, κι ενώ η υπόθεση εκδικαζόταν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, σε μια ανακοίνωση λίγων λέξεων, ενημέρωνε για την απόφαση για αναστολή της ποινικής δίωξης, τονίζοντας πως δεν προτίθεται να προβεί σε οποιοδήποτε σχόλιο ή να απαντήσει στα διάφορα θέματα που εγείρονται αναφορικά με την υπόθεση.
Υπενθυμίζεται ότι για την υπόθεση είχαν παραπεμφθεί σε δίκη τέσσερα πρόσωπα και μια εταιρεία και μετά την απόφαση για αναστολή της δίωξης κατά των προσώπων, πλέον εκκρεμεί μόνο η υπόθεση εναντίον της εταιρείας, εναντίον της οποίας μάλιστα εκδόθηκε και βαρύ πρόστιμο ύψους 925 χιλιάδων ευρώ από την Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων.
Πάντως αυτή η εξέλιξη, έφερε την έντονη αντίδραση του ΑΚΕΛ που επέκρινε τους χειρισμούς της Νομικής Υπηρεσίας κάνοντας λόγο για μεθοδεύσεις για κλείσιμο της υπόθεσης με τα ερωτήματα του ΑΚΕΛ και της κοινωνίας να παραμένουν αναπάντητα, ενώ κατηγορεί την Κυβέρνηση πως κρύφτηκε πίσω από τον νομικό της σύμβουλο.