«Τον χτύπησαν πισώπλατα… Οι τελευταίες του λέξεις ήταν “με έφαγαν οι άτιμοι”»
06:47 - 16 Νοεμβρίου 2021
Το ημερολόγιο δείχνει 16 Νοεμβρίου 1980. Ημέρα κατά την οποία αναμενόταν να κορυφωθούν οι εκδηλώσεις για την επέτειο του Πολυτεχνείου. Ωστόσο, η απόφαση της Κυβέρνησης Ράλλη, που είχε αναλάβει μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, το Μάιο της ίδιας χρονιάς, είχε απαγορεύσει να φτάσει η πορεία στην Αμερικανική πρεσβεία και έπρεπε να διαλυθεί στο ύψος του Συντάγματος. Ένας μέρος της πορείας αγνόησε την οδηγία, με αποτέλεσμα να μείνει στην ιστορία ως η ματωμένη επέτειος, αφού εκείνη τη μέρα έχουν καταγραφεί δύο θάνατοι και δεκάδες τραυματισμοί.
Νεκροί εκείνη την ημέρα δολοφονήθηκαν δύο νεαροί. Η μία ήταν η 20χρονη εργάτρια Σταματίνα Κανελλοπούλου. Ο δεύτερος ήταν ο 24χρονος φοιτητής νομικής, Ιάκωβος Κουμή, από τη Σωτήρα, που φαίνεται ότι βρέθηκε στον λάθος τόπο, τη λάθος στιγμή. Αν και ήθελε να συμμετάσχει στην πορεία, βρέθηκε τυχαία στο Σύνταγμα, την ώρα που μέλη των ΜΑΤ καταδίωκαν μία μερίδα διαδηλωτών.
Δέχθηκε ένα πισώπλατο χτύπημα. Τον τραυμάτισαν στο κεφάλι. Ένα χτύπημα που απέκοψε τον εγκέφαλό του. Ο Κύπριος φοιτητής έφυγε από τη ζωή, μετά από εβδομάδα, στις 23 Νοεμβρίου, αφού είχε πέσει σε κώμα. Ήταν η πρώτη του διαδήλωση και έμελλε να είναι και η τελευταία.
Ο Αντώνης Κουμής, μιλά στον REPORTER για τον αδελφό του, με αφορμή την 41η επέτειο θανάτου του, κάνοντας μία αναδρομή στο παρελθόν, την ημέρα του έμαθαν για τον αδελφό του που έδινε μάχη για τη ζωή, την ημέρα του θανάτου του και τα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν.
«Ήταν ανήσυχο πνεύμα»
Ο κ. Κουμή στρέφει τον χρόνο πίσω και θυμάται τον αδελφό του. Τον περιγράφει ως ένα ανήσυχο πνεύμα, που ήταν ενεργός σε πολλά κοινά. Είχαν έντεκα χρόνια διαφορά, αφού ο Ιάκωβος ήταν ο μεγάλος και ο κ. Αντώνης ο μικρός.
«Ο Ιάκωβος γεννήθηκε το 1956 και ήταν ένα ανήσυχο πνεύμα. Ήταν απόφοιτος Τεχνικής Σχολής Αμμοχώστου και μετά τη θητεία του στο στρατό, που υπηρέτησε στις καταδρομείς, εργοδοτήθηκε στο διυλιστήριο Λάρνακας, επειδή ήταν μηχανολόγος. Δούλεψε τέσσερα χρόνια, αλλά ήθελε να γίνει δικηγόρος. Πήγαινε σε νυχτερινό σχολείο στη Λευκωσία και πήρε το απολυτήριο Λυκείου. Στην Κύπρο συμμετείχε σε διαδηλώσεις και οργανώσεις. Ήταν μέλος της πολιτικής ομάδας Εργασία, και συμμετείχε στην έκδοση του πρώτου τεύχους του περιοδικού "Τετράδια".
Έκανε εγγραφή για να πάει να σπουδάσει νομική στην Αθήνα. Στο μεσοδιάστημα παντρεύτηκε τη Μαρία Καΐκη. Τον Αύγουστο του 1980 παντρεύτηκε και το Σεπτέμβριο μετακόμισαν στην Αθήνα. Είχε γνωστούς και φίλους στην Αθήνα, επειδή δραστηριοποιείτο σε μία οργάνωση
Έχω ακόμη δύο αδελφούς. Ο δεύτερος ο Ανδρέας είχε παντρευτεί εκείνο το διάστημα και ήταν στο σπίτι του με την οικογένειά του. Ο τρίτος, ο Σίμος, υπηρετούσε τη θητεία του στο στρατό και θα σπούδαζε κι εκείνος δικηγόρος. Πέρασαν και οι δύο νομικοί και θα πήγαιναν μαζί. Ο ένας του 1956, ο άλλος του 1961. Ο Σίμος ήταν ανθυπολοχαγός στα ΛΟΚ και υπηρετούσε ακόμη την θητεία του και έπρεπε να τελειώσει και μετά να πάει».
Η μοιραία βραδιά και οι τελευταίες του λέξεις
«Τη νύχτα της διαδήλωσης, στις 16 Νοεμβρίου, βρέθηκε με φίλους του και σκέφτονταν να παν, να μην παν. Νομίζω ήθελε να πάει. Το ότι ήταν ανήσυχο πνεύμα από μικρός, τον οδήγησε στο θάνατο. Ο Ιάκωβος ήταν μόνος του. Έφυγαν οι φίλοι του και εκείνος ήθελε να μείνει κι άλλο στην πορεία. Έφυγε και η γυναίκα του και πήγε σπίτι.
Τραβήχτηκε λίγο μακριά από τα επεισόδια και φαίνεται ότι τα ΜΑΤ που κυνηγούσαν κάποιους άλλους, τον χτύπησαν στο κεφάλι. Χωρίς λόγο και αιτία. Μπορεί να ήταν και στιγματισμένος, δεν το ξέρουμε όμως. Τον χτύπησαν πισώπλατα. Ήταν ένα χτύπημα καίριο. Πριν λιποθυμήσει ζήτησε βοήθεια από ένα ζαχαροπλαστείο. Μπήκε και ζήτησε βαμβάκι και από ό,τι μας είπαν, οι τελευταίες του λέξεις ήταν “με έφαγαν οι άτιμοι”».
Όταν το έμαθε η οικογένεια και τα δύσκολα χρόνια μετά
Για τον τραυματισμό του Ιάκωβου, η οικογένεια ενημερώθηκε την επόμενη ημέρα, στις 17 Νοεμβρίου.
«Ήταν Κυριακή και Δευτέρα μάθαμε ότι χτύπησε και ήταν στο νοσοκομείο. Μας ειδοποίησε η γυναίκα του και οι φίλοι του. Επειδή ήμουν σε μικρή ηλικία, δεν το συνειδητοποίησα ότι ήταν τόσο σοβαρή η κατάσταση, ότι χτύπησε. Ο πατέρας μου έπρεπε να πάει Ελλάδα, αντιμετώπισε δυσκολίες, επειδή δεν είχε διαβατήριο, έπρεπε να βγάλει διαβατήριο και για μια αγροτική οικογένεια ήταν δύσκολο.
Την επόμενη εβδομάδα, στις 23 Νοεμβρίου πέθανε. Ερχόμουν από το σχολείο, ένιωθα ότι ήταν παράξενη και δεν ήταν καλή μέρα για μένα, κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν είχα ενημερωθεί ακόμη. Μετά όταν πήγα σπίτι είδα τις καταστάσεις και έμαθα. Όταν έμαθα ότι πέθανε, έσπασα παράθυρα, πόρτες καρέκλες, πετούσα πράγματα από το παράθυρο.
Ήταν πολύ άσχημη η αντίδραση μου. Με επηρέασε σε μεγάλο βαθμό ο θάνατος του Ιάκωβου. Λόγω του θανάτου του, έχασα την ηλικία από 14-20 μέχρι να ενηλικιωθώ και να ανοίξω τα φτερά μου και την οικογενειακή οικειότητα, την στήριξη, τη βοήθεια. Δεν ήθελαν να μου κάνουν κακό οι γονείς μου, απλά ήταν η κατάσταση που την πλήρωσα με μεγάλο τίμημα. Έχω ένα κενό. Στα δεκαπέντε μου δεν μπορούσα να κάνω παρέα με άτομα της ηλικίας μου και προτιμούσα να κάνω παρέα με άτομα πιο μεγάλης ηλικίας, για να μου δώσουν εκείνο που μου έλειπε από την οικογένειά μου. Να με προστατεύσουν, να μου δώσουν συμβουλές, να με καθοδηγήσουν, επειδή δεν είχα την επαφή με την οικογένεια, λόγω του πένθους.
Το κλίμα στο σπίτι και τη διάρκεια που ήταν στο νοσοκομείο και τα επόμενα χρόνια, για μένα είναι ένα τραύμα που με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή. Ήμουν ο πιο μικρός και ζούσα με τους γονείς μου. Απεύχομαι στον οποιοδήποτε να βιώσει έτσι καταστάσεις. Για μένα ήταν πρωτόγνωρα πράγματα. Πήγαινα σπίτι και ήμουν μόνος μου. Έβλεπα τη μητέρα μου να κλαίει πρωί, μεσημέρι, νύχτα, για χρόνια ολόκληρα. Ο χαρακτήρας της μητέρας μου άλλαξε πάρα πολύ. Ήταν μεγάλη η διαφορά. Χάνονταν στο πένθος και στον καημό. Δεν θέλω να τους ρίξω ευθύνες, ήταν φυσικό επακόλουθο.
Την ημέρα της κηδείας, το πιο χαρακτηριστικό που θυμάμαι είναι ότι στεκόμουν απέναντι από τον σταυρό την ώρα της κηδείας και κατέβηκε ένας θείος μας και άνοιξε το κουτί, επειδή ήταν κλειστό, για να δούμε το πρόσωπό του, την ώρα που τον κατεβάζαμε. Είχε έρθει σε κλειστό κουτί και το άνοιξαν με σφυρί. Θυμούμαι το πρόσωπό του συνέχεια. Αναγκαστήκαμε, χρόνια μετά, να μετακινήσουμε τα οστά του επειδή έγιναν έργα στο κοιμητήριο και ήμουν με την εντύπωση ότι την ημέρα που θα μετακινούσαμε τα οστά, θα δω το κουτί όπως ήταν, αλλά ήταν χώμα όλα. Την ημέρα που τον βγάλαμε από τον παλιό του τάφο, για να τον πάρουμε στο νέο κοιμητήριο, είδαμε και το χτύπημα στο κρανίο του, πίσω. Φαινόταν».
Οι επόμενες ενέργειες της οικογένειας
Τόσο η οικογένεια του Ιάκωβου, όσο και οι φίλοι του, δεν άφησαν το περιστατικό να περάσει έτσι. Προέβησαν σε αγωγές, πήγαν στα δικαστήρια, όμως το αποτέλεσμα δεν τους δικαίωσε. Ακόμη και σήμερα, κανένας δεν πλήρωσε για τη δολοφονία του Ιάκωβου.
«Μετά το θάνατο έγιναν κάποιες ενέργειες από τους φίλους και τους συμμαθητές του, στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Έκαναν αγωγές, έφεραν ιατροδικαστή από την Ιταλία, για να τον εξετάσει. Πήγαμε σε δίκη και τελικά όπως κουκουλώνονται τα άλλα, κουκουλώθηκε και αυτό. Παρ’ όλο που ενοχοποιήθηκαν τα ΜΑΤ, δεν καταδικάστηκε κανένας.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου εκμεταλλεύτηκε την εποχή εκείνη στην προεκλογική του εκστρατεία και στη συνέχεια δεν άγγιξε καθόλου το θέμα. Η Κυβέρνηση στην Κύπρο ήταν αμέτοχη και αδρανής».
Μέχρι και σήμερα, το όνομα του Ιάκωβου είναι γνωστό σε όλες τις γωνιές της Κύπρου. «Ήταν και δάσκαλος χορού και έμαθε όλη την επαρχία να χορεύει. Ήταν γνωστός, πριν γίνουν τα συμβάντα και ακόμα γνωρίζουν το όνομα σε διάφορες περιοχές. Κάναμε ένα μνημείο του Ιάκωβου στη Σωτήρα και ονομάσαμε και ένα δρόμο στο όνομά του».
Ο κ. Αντώνης, αν και επισκέπτεται συχνά την Αθήνα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν έβρισκε μέσα του τη δύναμη να περάσει από το σημείο που δέχθηκε επίθεση ο αδελφός του.
«Όταν μεγάλωσα και πήγαινα στην Αθήνα για επαγγελματικά ταξίδια, δεν μπορούσα να πάω στο σημείο που τον σκότωσαν. Δεν τόλμησα να πάω. Το έκανα γύρω στο 2014 και έβαλα ένα λουλούδι».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ο Κύπριος φοιτητής που έπεσε νεκρός από τα ΜΑΤ σε πορεία του Πολυτεχνείου