Γνώριζαν, επέμεναν, τα έκαναν μαντάρα-Πώς οι ίδιοι ενεργοποίησαν τον πυροκροτητή
06:54 - 01 Νοεμβρίου 2021
Μπορεί η Νομική Υπηρεσία και η Αστυνομία να θέλουν να υποβαθμίσουν τη σημασία της απόφασης του Ανωτάτου που έκρινε παράνομη την κατακράτηση και συνεπώς την αποκάλυψη των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων όλων των πολιτών, χωρίς καμία διάκριση, για περίοδο έξι μηνών σε περίπτωση που ζητηθούν από τις Αρχές στα πλαίσια διερεύνησης υπόθεσης, εντούτοις, νομικοί που χειρίζονται καθημερινά δεκάδες ποινικές υποθέσεις υπέδειξαν πως προκύπτει σοβαρό ζήτημα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: H απόφαση βόμβα που απενεργοποιεί τηλεπικοινωνιακά υπόπτων-Στον αέρα υποθέσεις
Και αυτό, γιατί αρκετές υποθέσεις στήθηκαν στην βάση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, από τα οποία προέκυψαν σημαντικά στοιχεία και αποτέλεσαν την αρχή για την εξιχνίαση μιας υπόθεσης. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη υπόθεση του Αζέρου και των σχεδιαζόμενων δολοφονιών, όπου η Αστυνομία μετά την άρση απορρήτου είχα στα χέρια της στοιχεία που την οδήγησαν από τη μία στη σύλληψη άλλων πέντε προσώπων και από την άλλη, τα δεδομένα από τα τηλέφωνα ήρθαν να ενώσουν τα κομμάτια του παζλ και να δώσουν απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα.
Ωστόσο, με βάση την απόφαση του Ανωτάτου, οποιαδήποτε μαρτυρία προκύπτει από τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα θεωρείται πλέον παράνομη, εξού και δημιουργείται το κενό σε αρκετές υποθέσεις, οι οποίες, όπως αναφέρουν νομικοί, βρίσκονται στον αέρα. Κάτι, το οποίο αναμένεται να διαφανεί σύντομα, αφού από τη μια αναμένονται εφέσεις στο Ανώτατο από όσους καταδικάστηκαν πρόσφατα και έχουν ακόμη το χρονικό περιθώριο, και από την άλλη δικηγόροι αναμένεται να ζητήσουν αφαίρεση του μαρτυρικού υλικού που συνδέεται με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα στις επόμενες ακροαματικές διαδικασίες των πελατών τους. Σημειώνεται πως οι υποθέσεις είναι αρκετές και δεν είναι μόνο αυτές που βλέπουν το φως της δημοσιότητα, χωρίς όμως να σημαίνει πως όλες οι υποθέσεις στηρίχθηκαν μόνο στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Ωστόσο, αρκετές είναι αυτές που η άρση απορρήτου διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο, κυρίως σε υποθέσεις ναρκωτικών.
Οι σκέψεις που γίνονται, όπως ήταν αναμενόμενο, είναι η τροποποίηση της νομοθεσίας η οποία δεν θα πρέπει να αντιβαίνει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Όμως, και άμεσα να γίνει η τροποποίηση της νομοθεσίας, αυτό που τονίζεται από νομικούς κύκλους είναι πως η παρτίδα των υποθέσεων που επηρεάζονται και τα διατάγματα της άρσης των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που εκδόθηκαν στην βάση του εν λόγω Νόμου, του 2007, δεν μπορεί να σωθεί, αλλά θα έχει ισχύ από τη μέρα της ψήφισης του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Η καυτή πατάτα με τους καταδικασθέντες από το 2007 και οι αλυσιδωτές συνέπειες
Γνώριζαν για την παρανομία αλλά… επέμεναν
Η απόφαση του Ανωτάτου έσκασε σαν βόμβα ανάμεσα στις Αρχές που θεωρούν πως τους αφαιρέθηκε ένα από τα κυριότερα όπλα για την εξιχνίαση υποθέσεων, εντούτοις αυτό που τονίζεται από πολλούς, είναι πως δεν μπορείς να θες να πατάξεις την παρανομία με… παράνομο τρόπο, φακελώνοντας χωρίς καμία διάκριση όλους τους πολίτες. Ενδεικτική ήταν και η δήλωση του προέδρου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος διαμήνυσε πως η Αστυνομία θα πρέπει να βρει νόμιμους τρόπους να κάνει τη δουλειά της.
Ωστόσο, αυτή η βόμβα πυροδοτήθηκε από τις ίδιες τις Αρχές, αφού γνώριζαν από το 2016 πως ο συγκεκριμένος νόμος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, με τα άρθρα 15 και 17 του Κυπριακού Συντάγματος, με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και θέσης και συναφών δεδομένων αναγκαίων για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη, είναι ανεπίτρεπτη ως μη συμβατή με το ευρωπαϊκό Δίκαιο και την ευρωπαϊκή νομολογία, ανεξαρτήτως των εγγυήσεων που έχουν περιληφθεί στο Νόμο σε σχέση με την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά».
Τα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως μας ανέφεραν πηγές, συμμορφώθηκαν με τις Οδηγίες της Ευρωπαικής Ένωσης, εντούτοις η Κύπρος ακολούθησε μια διαφορετική πορεία, αφού η Νομική Υπηρεσία θεωρούσε πως η κατακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, όλων των πολιτών, δεν είναι παράνομη, θέση την οποία εξέφρασε ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, ενώπιον του Ανωτάτου.
Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες, το 2016, είχε τεθεί για πρώτη φορά ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου από τον δικηγόρο Μιχάλη Πική, ενώ οι Αρχές είχαν αναγκαστεί να αποσύρουν ποινική υπόθεση, ώστε να μην εξεταστεί το θέμα με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα και κατά πόσο η νομοθεσία αντιβαίνει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης.
Σημειώνεται πως το 2016 ήταν αρχή, ενώ ακολούθησαν και άλλες αποφάσεις, οι οποίες επίσης δεν λήφθηκαν υπόψη, με αποτέλεσμα το Ανώτατο, τον Οκτώβριο του 2021 να εκδώσει αυτή την απόφαση σταθμό, που φέρνει τα πάνω κάτω.
Συγκεκριμένα, η αρχή έγινε στην απόφαση Tele2 Sverige και Watson and Others, ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου 2016, ενώ ακολούθησε η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, La Quadrature du Net, ημερομηνίας 6 Οκτωβρίου 2020.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Άρχισαν τα όργανα, καταχωρείται η πρώτη έφεση για τα παράνομα τηλεπικοινωνιακά
Όχι στην καθολική κατακράτηση
Στην υπόθεση Tele2 Sverige είχε αναφερθεί πως «… εθνική αυτή ρύθμιση πρέπει, κατά πρώτου, να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του μέτρου της διατηρήσεων των δεδομένων και να επιβάλλουν έναν ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων ούτως ώστε να τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα διατηρούνται να έχουν επαρκείς εγγυήσεις ότι προστατεύονται αποτελεσματικά τα προσωπικού χαρακτήρα δεδομένα τους από κινδύνους καταχρήσεως. Ειδικότερα, πρέπει να αναφέρει σε ποιες περιπτώσεις και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι δυνατό να λαμβάνεται, προληπτικώς, μέτρο διατηρήσεως των δεδομένων, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι το μέτρω αυτό περιορίζεται σε ότι είναι απολύτως αναγκαίο.
Κατά δεύτερο, όσον αφορά τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί εθνική ρύθμιση η οποία επιτρέπει, στο πλαίσιο καταπολεμήσεως του εγκλήματος, τη διατήρηση, προληπτικώς, των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι περιορίζεται σε ότι είναι απολύτως αναγκαίο, επισημαίνεται ότι καίτοι οι προϋποθέσεις αυτές ενδέχεται να διαφέρουν αναλόγως των μέτρων που λαμβάνονται για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, διαπίστωσης και δίωξης σοβαρών εγκλημάτων, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι η διατήρηση των δεδομένων πρέπει πάντοτε να ανταποκρίνεται σε αντικειμενικά κριτήρια που να αποδεικνύουν τη σχέση μεταξύ των δεδομένων των οποίων η διατήρηση προβλέπεται και του επιδιωκόμενου σκοπού. Ειδικότερα, οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει, στην πράξη, να είναι σε θέση να οριοθετήσουν αποτελεσματικά την έκταση του μέτρου και, εν συνεχεία, το κοινό το οποίο αυτό αφορά.
Όσον αφορά την οριοθέτηση του μέτρου αυτού από την άποψη του κοινού και των περιπτώσεως στις οποίες ενδεχομένως να εφαρμόζεται, η εθνική ρύθμιση πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να προσδιορίσουν ένα κοινό του οποίου τα δεδομένα ενδέχεται να αποκαλύψουν κάποια σύνδεση, τουλάχιστον έμμεση, με σοβαρά εγκλήματα, να συμβάλλουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος ή να αποτρέψουν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια. Η οριοθέτηση αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί μέσω ενός γεωγραφικού κριτηρίου οσάκις σε αρμόδιες εθνικές αρχές εκτιμούν, με βάση αντικειμενικά στοιχεία, ότι σε μια ή περισσότερες γεωγραφικές περιοχές υφίστανται υψηλός κίνδυνος προετοιμασίας ή τελέσεως τέτοιων πράξεων».
Στις υποθέσεις La Quadrature du Net, 2020, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαίωσε ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύει εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει προληπτικώς, τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κίνησης και δεδομένων θέσης με σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος γενικά ή τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, κρίση την οποία επανέλαβε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ Η.Κ v Prokuratuur, ημερομηνίας 2 Μαρτίου 2021.
Παρά τις σχετικές αποφάσεις από το ΔΕΕ, τις οποίες γνώριζε η Κύπρος, οι Διωκτικές Αρχές κατακρατούσαν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα όλων των πολιτών, χωρίς καμία διάκριση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Φακέλωναν όλους τους πολίτες για διερεύνηση υποθέσεων-Το χαστούκι και το ντόμινο
Είχε κρούσει τον κώδωνα και η Επίτροπος
Στο μεταξύ, μετά τις σχετικές αποφάσεις, τον κώδωνα του κινδύνου είχε κρούσει η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ειρήνη Λοϊζίδου, η οποία μιλώντας στον REPORTER ανέφερε πως είχαν αποστείλει επιστολές μετά και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκφράζοντας τους προβληματισμούς της.
«Μόλις εκδοθήκαν οι Ευρωπαϊκές αποφάσεις, οι αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ουσιαστικά ακύρωναν την Οδηγία για την διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, εγώ καθηκόντως, επειδή είμαι και Ευρωπαϊκός θεσμός και ενωσιακός θεσμός, έστειλα μία ενημέρωση, τότε, προς την Νομική Υπηρεσία, με την οποία ουσιαστικά ενημέρωνα για τις προϋποθέσεις που έθετε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και εξέφραζα τους προβληματισμούς μου, αν η ισχύουσα νομοθεσία μπορεί ακριβώς να συνάδει με αυτές τις αποφάσεις».
Ωστόσο, όπως προκύπτει, η Νομική Υπηρεσία έκρινε πως δεν τίθεται κανένα θέμα με την Νομοθεσία, εξού και συνεχίστηκε η διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, μέχρι που ήρθε το Ανώτατο να κρίνει πως η νομοθεσία αντιβαίνει των κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η κ. Λοϊζίδου τόνισε πως «οι Ευρωπαϊκές αποφάσεις είναι για να τις ακολουθούμε και αρκετά κράτη μέλη, και σε αυτό στηριζόταν και η δική μου εμπλοκή, προχωρήσαν και τροποποιήσαν ή επικαιροποίησαν τις νομοθεσίες τους, ακριβώς για να συνάδουν με τις Ευρωπαϊκές αποφάσεις».
Όπως είπε, ακολούθησε και άλλη επιστολή, το 2020, προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ακριβώς για το ίδιο θέμα, καθώς από το 2014, μετά το 2016 και 2020, υπήρχαν αποφάσεις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου δεν ήταν μόνο μια φορά που τέθηκε το θέμα, πως δεν πρέπει να διατηρούνται αδιακρίτως και γενικά τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα.
Η άλλη παρερμηνεία που υπάρχει είναι πως δεν πρέπει να διατηρούνται καθόλου. Αυτό είναι λάθος, δεν λέει έτσι η απόφαση. Η απόφαση λέει πως δεν δικαιούται, δεν μπορούν οι πάροχοι να τα διατηρούν αδιακρίτως και γενικώς. Μπορούν με βάση την καθοδήγηση των Ευρωπαϊκών αποφάσεων, να κάνουν κατηγοριοποιήσεις, να θέσουν κανόνες και διαδικασίες, έτσι ώστε να συνάδουν με τις Ευρωπαϊκές αποφάσεις».
Η κ. Λοϊζίδου εξέφρασε την πρόθεση να συνεργαστεί με τις αρμόδιες Αρχές, σε περίπτωση που ζητηθεί η συνδρομή της.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ξεκάθαρος ο Κληρίδης-«Η Αστυνομία να βρει νόμιμο τρόπο να κάνει τη δουλειά της»