Η καυτή πατάτα με τους καταδικασθέντες από το 2007 και οι αλυσιδωτές συνέπειες
06:30 - 30 Οκτωβρίου 2021
Η ωρολογιακή βόμβα των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων που έσκασε στα πόδια Αστυνομίας και Νομικής Υπηρεσίας, μετά την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο έκρινε παράνομη την κατακράτηση και αποκάλυψη των δεδομένων από τους παροχείς (σ.σ Νόμος 2007), φαίνεται να επηρεάζει δεκάδες υποθέσεις, με τις συνέπειες να παραπέμπουν σε... ντόμινο.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Άρχισαν τα όργανα, καταχωρείται η πρώτη έφεση για τα παράνομα τηλεπικοινωνιακά
Στο άκουσμα της απόφασης που πέτυχαν οι Άντρος Πελεκάνος & Πελεκάνου Δ.Ε.Π.Ε., Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε. με Βίκτωρα Ακάμα, Χρ. Χριστοφή με Μ. Καούλα για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ και Ηλίας Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, οι Αρχές τέθηκαν σε συναγερμό και άρχισαν να απαριθμούν τις υποθέσεις που επηρεάζονται, ώστε να προετοιμάσουν τα επόμενά τους βήματα, την ίδια ώρα που δικηγόροι καταδικασθέντων ετοιμάζονται να καταθέσουν εφέσεις και άλλοι να θέσουν ζήτημα σε υποθέσεις που εκδικάζονται, αφού πλέον θα πρέπει να θεωρείται άκυρη η μαρτυρία που λήφθηκε και κατατέθηκε ενώπιον Δικαστηρίου.
Το σκηνικό είναι ξεκάθαρο για όσους καταδικάστηκαν πρόσφατα και υπάρχει ακόμη το χρονικό περιθώριο για άσκηση έφεσης, σε αντίθεση με όσους καταδικάστηκαν παλαιότερα και η ποινή τους μάλιστα επικυρώθηκε από το Ανώτατο, αφού δεν υπάρχει νομική οδός, με έγκριτους νομικούς να αναφέρουν πως σε αυτές τις περιπτώσεις επαφίεται πλέον στον Γενικό Εισαγγελέα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: H απόφαση βόμβα που απενεργοποιεί τηλεπικοινωνιακά υπόπτων-Στον αέρα υποθέσεις
Αντώνης Δημητρίου
Σχολιάζοντας την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο δικηγόρος Αντώνης Δημητρίου ανέφερε αρχικά ότι «το αποτέλεσμα της απόφασης, με απλοϊκούς όρους, είναι ότι η Αστυνομία και οι πάροχοι δεν θα έχουν την ευχέρεια να κατακρατούν τα τηλεπικοινωνιακά οποιουδήποτε πολίτη, τα μηνύματά του. Όταν εκδίδεται ένταλμα σύλληψης του οποιουδήποτε πολίτη, αλλά όχι μόνο τα δικά του και αυτό σχολίασε και το Ανώτατο. Ότι η γενική και χωρίς διάκριση διατήρησης των δεδομένων κινητής ή ακόμα και της θέσης που βρισκόμαστε, είναι ανεπίτρεπτη».
Σημείωσε παράλληλα πως, «επειδή στην Κύπρο δεν έχουμε μέτρο, αυτό είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του περί αποδείξεων νόμου, ενός νόμου εκατοντάδων ετών και την αντικατάσταση του από ένα κείμενο δεκατεσσάρων σελίδων, που δεν παρέχει ούτε τα ελάχιστα εχέγγυα στον Κύπριο πολίτη».
Παράλληλα, ο κ. Δημητρίου τόνισε πως το όλο ζήτημα «είχε ξεκινήσει από το μακρινό 2016 και χρειάστηκε να εκδοθεί η πολύκροτη απόφαση στην υπόθεση Tele2, που προήλθε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Κοινοτήτων, η οποία επί της ουσίας ήταν δεσμευτική». Και αυτό, συνέχισε ο κ. Δημητρίου, «διότι οι αποφάσεις που προέρχονται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Κοινοτήτων, υπερισχύουν όχι μόνο των αποφάσεων του Ανωτάτου αλλά ακόμη και του Συντάγματος, όντας ουσιαστικά υποχρεωμένοι να δεχτούν την προσφυγή».
Σε σχέση με το τι θα συμβεί για όσους έχουν καταδικαστεί στη βάση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, αλλά έχει παρέλθει το διάστημα των 45 ημερών, που δικαιούνται να ασκήσουν έφεση, τόνισε ότι «δεν υπάρχει οποιοδήποτε ένδικο μέσο και πλέον επαφίεται στους δικηγόρους τους, να απευθυνθούν στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος με τη σειρά του θα πρέπει να ενημερώσει τον πρόεδρο, για να τους απονεμηθεί χάρη».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Φακέλωναν όλους τους πολίτες για διερεύνηση υποθέσεων-Το χαστούκι και το ντόμινο
Μιχάλης Πικής
Από την πλευρά του, ο Μιχάλης Πικής σχολιάζοντας την απόφαση, είπε πως «επειδή είχα ασχοληθεί πριν πέντε με έξι χρόνια, σε μια άλλη διαδικασία, είχε απορριφθεί με certiorari και μετά έκανα έφεση και βγήκε ακόμα μια απόφαση. Στο τέλος για να μην δικαστεί αποσύρθηκε η ποινική υπόθεση. Η απόφαση του Ανωτάτου είναι πολύ σωστή, διότι είναι θέμα συμμόρφωσης με το ενωσιακό Δίκαιο και με αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε και οι οποίες αποφάσεις ερμηνεύουν τη συγκεκριμένη οδηγία, που ισχύει σε σχέση με τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Αυτή η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, λέει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο ότι παραβιάζει το ενωσιακό Δίκαιο η αδιάτρητη κατακράτηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων των πολιτών».
Τόνισε εξάλλου πως «παρόλο που αυτό το πράγμα επιφέρει μεγάλες δυσκολίες στο έργο της Αστυνομίας και λοιπά, εντούτοις αυτό το πράγμα αντίκειται στο ενωσιακό Δίκαιο. Εμένα με εξέπληξε γιατί πήρε τόσο καιρό να εκδικαστεί αυτό το θέμα».
Ως προς το γεγονός πως θα επηρεαστούν αρκετές υποθέσεις, υπέδειξε πως «εκατό τοις εκατό επηρεάζονται. Όσες υποθέσεις στηρίζονται σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα είτε εν όλο, είτε εν μέρη, θα επηρεαστούν πολύ αρνητικά», ενώ σε ότι αφορά για καταδικασθέντες που πλέον δεν μπορούν να προσφύγουν στο Ανώτατο, ο κ. Πικής ανέφερε πως θα πρέπει να προβληματίσει την Νομική Υπηρεσία, καθώς όπως τόνισε, «δεν έχουμε πρόνοια στο δικό μας νόμο, για να μπορούν να επανεξεταστούν».
Σημείωσε ακόμα ότι «εάν μια από τις κύριες μαρτυρίες που έλαβε υπόψιν του Δικαστήριο για να τους καταδικάσει ήταν τα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, τότε για μένα η καταδίκη καθίσταται ακροσφαλής. Δημιουργείται υποβόσκουσα αμφιβολία για την ορθότητα της καταδικαστικής απόφαση».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Ξεκάθαρος ο Κληρίδης-«Η Αστυνομία να βρει νόμιμο τρόπο να κάνει τη δουλειά της»
Ηλίας Στεφάνου
Ο νομικός Ηλίας Στεφάνου, έθεσε το ίδιο επιχείρημα, όπως και οι υπόλοιποι νομικοί, ως προς το τι συμβαίνει στις περιπτώσεις καταδικασθέντων που δεν έχουν δικαίωμα έφεσης.
«Πρέπει να δούμε τη μαρτυρία που έχει κάθε υπόθεση. Αν η υπόθεση στηρίχθηκε μόνο στα τηλεπικοινωνιακά, ο μόνος που μπορεί να παρέμβει είναι ο Γενικός Εισαγγελέας, για να απευθυνθεί στον Πρόεδρο, ώστε να τους αποδοθεί χάρη. Δεν υπάρχει δυνατότητα να ανοίξει ξανά η υπόθεση και να επανεξεταστεί το ζήτημα. Αλλά και πάλι, εξαρτάται από το εάν η καταδίκη τους ήταν πλήρως στα τηλεπικοινωνιακά».
Γιάννης Πολυχρόνης
Στο αρχικό του σχόλιο επί της απόφασης, ο Γιάννης Πολυχρόνης τόνισε πως η απόφαση ακολούθησε τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σε όλες τις νομοθεσίες χωρών τις Ευρώπης, ήταν παρόμοιες με τις δικές μας, έκρινε ότι παραβιάζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Σε ό,τι αφορά στο πόσες είναι οι επηρεαζόμενες υποθέσεις, εξήγησε ότι δεν μπορούν να μετρηθούν, αλλά θα κριθούν από υπόθεση σε υπόθεση.
«Σε όσους εκκρεμούν οι εφέσεις τους, μπορούν να το εγείρουν ενώπιον Δικαστηρίου και να επιχειρηματολογήσουν, αναλόγως και τι έγινε πρωτόδικα. Σε όσους έχουν κλείσει οι υποθέσεις τους δεν υπάρχει ένδικο μέσο. Άρα η συμβουλή μου είναι εάν η κακοδικία στηρίχθηκε στα τηλεπικοινωνιακά μέσα να απευθυνθούν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να τους αποδοθεί χάρη», κατέληξε ο κ. Πολυχρόνης.
Άρτεμις Σαββίδου
Από την πλευρά της η Άρτεμις Σαββίδου ανέφερε πως με βάση την απόφαση του Ανωτάτου, «αν υπήρξαν υποθέσεις που εκδόθηκε απόφαση και στήριξε την καταδίκη στα τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, πέφτει. Μπορεί να διαταχθούν και επανεκδικάσεις, αν είναι στα όρια και ακόμα εκκρεμεί η έφεση. Αν όμως δεν στηρίχθηκε μόνο σε αυτά η απόφαση, είναι κλασσικές περιπτώσεις που το Ανώτατο μπορεί να διατάξει επανεκδίκαση, διότι και πάλι φαίνεται ότι η μαρτυρία των τηλεπικοινωνιακών επηρέασε την κρίση του Δικαστηρίου έστω και στο ελάχιστο».
Σε ότι αφορά στο ερώτημα τι μέλλει γενέσθαι στις περιπτώσεις όσων δεν μπορούν να εφεσιβάλουν την απόφαση, υπέδειξε πως επαφίεται στον Γενικό Εισαγγελέα και κατ’ επέκταση στον Πρόεδρο για να απελευθερωθούν.
«Πρέπει να το πράξει γιατί αυτό το συνταγματικό δικαίωμα του Προέδρου και του Γενικού Εισαγγελέα ασκείται σε κλασσικές περιπτώσεις. Εδώ ασκείται σε περιπτώσεις που δεν είναι κλασσικές, όχι σε αυτές. Θα ασκηθεί δριμεία κριτική στον Γενικό Εισαγγελέα αν δεν το πράξει».