Ψευδομαρτυρίες, €κβιασμοί, υπόδικος για οκτώ μήνες και τελικά... αθώος
07:06 - 07 Σεπτεμβρίου 2021
Άλλη μια υπόθεση με αθώωση υπόδικου έρχεται να καταδείξει το πρόβλημα με την κράτηση κατηγορουμένων μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης, χωρίς να αξιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις η μαρτυρία και κατά πόσο αυτή μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, περίπου το 50% των υπόδικων να παραμένουν στις φυλακές για μήνες και στο τέλος να αθωώνονται.
Μετά από οκτώ μήνες ακροαματικής διαδικασίας και ενώ ο κατηγορούμενος για υπόθεση ληστείας παρέμεινε υπό κράτηση, το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου έκρινε αναξιόπιστους τους βασικούς μάρτυρες κατηγορίας, που ήταν και οι παραπονούμενοι, αθωώνοντας τόσο τον βασικό κατηγορούμενο, όσο και τις άλλες δύο συγκατηγορούμενες του, που παρέμειναν ωστόσο ελεύθερες υπό όρους.
Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως καταγράφονται στην απόφαση του Δικαστηρίου, στις 30 Δεκεμβρίου 2020, οι παραπονούμενοι επισκέφθηκαν την αστυνομία και ισχυρίστηκαν πως οι κατηγορούμενοι μετέβησαν στην οικία τους και με τη χρήση μαχαιριού, αφαίρεσαν χρηματικό ποσό και αλλά αντικείμενα, επιτιθέμενοι στον ένα εκ των παραπονουμένων, μάλιστα στην παρουσία του ανηλίκου παιδιού του.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν ενώπιον Δικαστηρίου τα όσα τους καταλογίζονταν και ως εκ τούτου άρχισε η ακροαματική διαδικασία. Βασικοί μάρτυρες ήταν ο ένοικος του διαμερίσματος και το ζεύγος, το οποίο κατήγγειλε την επίθεση και την ληστεία. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων ήταν η ποινικολόγος Δρ Άρτεμις Σαββίδου για τον πρώτο κατηγορούμενο, δικηγόρος Μύρια Σαββίδου για τη δεύτερη κατηγορούμενη και δικηγόρος Αλέξανδρος Αλεξάνδρου για την τρίτη κατηγορούμενη.
«Έπεσε» ο πρώτος μάρτυρας
Όταν κλήθηκε να καταθέσει ο ένοικος του διαμερίσματος, περιέγραψε τα γεγονότα, ωστόσο δεν αποκάλυψε την ένορκη δήλωση του που ανέτρεπε τα δεδομένα, πράγμα το οποίο έπραξε όταν στριμώχτηκε από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων.
Ένορκη Δήλωση Μάρτυρα: Ορκίζουμε ότι κανένας δεν ήρθε στο σπίτι μου στις 30 Δεκεμβρίου, ούτε η..., ούτε ..., ούτε ... Είμαστε στο σπίτι μου εγώ και ο .. και είναι από την Βουλγαρία με τη γυναίκα του από το Νεπάλ με το μωρά, το μωρό τους. Ο … έκανε σχέδιο πρώτα πιάσει λεφτά από … και … Με έβαλε να μιλήσω αυτά που είπα στην Αστυνομία και είπε ότι θα μου δώσει λεφτά μετά όταν πιάσει από … και …».
Ο μάρτυρας παραδέχθηκε πως είναι αλήθεια τα όσα ανέφερε στην ένορκη δήλωση του, με το Δικαστήριο να τον κρίνει αναξιόπιστο, λέγοντας πως «κατά την αντεξέταση του έχει καταρρίψει ουσιώδη για το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης ισχυρισμούς, που κατά κυρίως εξέταση τους ενόρκως προέβαλε».
Άλλα στην κατάθεση, άλλα στο Δικαστήριο από τον βασικό μάρτυρα
Ακολούθως κατέθεσε ο βασικός μάρτυρας κατηγορίας, ο οποίος υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην Αστυνομία, κατά την οποία δεν αναγνώρισε την μια εκ των γυναικών κατηγορουμένων. Ωστόσο, στο Δικαστήριο, κατά την κυρίως εξέταση του, θέλησε να προσθέσει πως η «ξανθή» και η «άγνωστη γυναίκα» που είχε αναφέρει στην κατάθεση του, ήταν η κατηγορούμενη τρία, η οποία μάλιστα χτύπησε τη σύζυγο του, πράγμα το οποίο δεν ανέφερε στην Αστυνομία.
Το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρει πως «η θέση αυτή του μάρτυρα αποκαλύπτει ασάφεια των θέσεων του», παραπέμποντας σε απόσπασμα της κατάθεσης του, όπου είχε αναφέρει πως «η .. και η άλλη γυναίκα που ήταν με τον ... δεν μου επιτέθηκαν ή έκαναν οτιδήποτε, αλλά φώναζαν χωρίς όμως να θυμάμαι τι έλεγαν". Μάλιστα, το Δικαστήριο τόνισε πως ο μάρτυρας στο Δικαστήριο ανέφερε ότι, όχι μόνο επιτέθηκε στον ίδιο και στην σύζυγο του η γυναίκα, αλλά τους χτύπησε και τρεις φορές. Επίσης, ο μάρτυρας ισχυρίστηκε πως λέχθηκε κατά την κατάθεση του, αλλά δεν καταγράφηκε από την Αστυνομία, με το Δικαστήριο να αναφέρει πως δημιουργεί σοβαρές αμφιβολίες για την φιλαλήθεια του.
«Αδυνατώ να αντιληφθώ για ποιο λόγο το μέλος της Αστυνομίας, το οποίο κανένα κίνητρο ή όφελος δεν είχε ή έχει από την ποινική δίωξη των κατηγορουμένων ή την έκβαση της παρούσας υπόθεσης, να μην καταγράψει ισχυρισμούς του μάρτυρα, οι οποίοι άπτονται επιθετικής συμπεριφοράς της κατηγορούμενης 3 έναντι του εν λόγω μάρτυρα και της συζύγου του, αλλά αντίθετα να καταγράψει ισχυρισμό του μάρτυρα ότι η κατηγορούμενη 3 και 2, ούτε επιτέθηκαν ούτε έκαμαν οτιδήποτε άλλο, εάν όντως, ως ισχυρίζεται ο μάρτυρας, είχαν προβληθεί κατά την λήψη κατάθεσης ισχυρισμοί για τις επιθέσεις της κατηγορούμενης 3. Θα πρέπει πρόσθετα να σημειώσω εδώ ότι κατά την αντεξέταση του ο μάρτυρας, ερωτήθηκε κατά πόσο και η σύζυγος του στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία αναφέρθηκε στα όσα ο ίδιος ισχυρίστηκε κατά την κυρίως εξέταση του, τα οποία δεν συνάδουν με το περιεχόμενο της κατάθεσης του στην Αστυνομία. Ο μάρτυρας απάντησε θετικά. Θα πρέπει να σημειώσω ότι στην κατάθεση της συζύγου του προς την Αστυνομία, η οποία βρίσκεται ενώπιον μου, ουδεμία αναφορά γίνεται για επιθετική συμπεριφορά της κατηγορούμενης 3 προς το πρόσωπο της ίδιας και πιο συγκεκριμένα ουδεμία αναφορά ότι αυτή κτύπησε, όχι μια αλλά τρεις μάλιστα φορές, αυτήν. Τα πιο πάνω δημιουργούν ρήγματα στην αξιοπιστία του μάρτυρα, ρήγματα τα οποία αυξάνονται μάλιστα και από τα όσα προσθέτως έλαβαν χώρα στην αντεξέταση του».
Άλλα σε ένορκη δήλωση...
Αντεξεταζόμενος από την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, κατά την διάρκεια της οποίας αμφισβητήθηκαν οι ισχυρισμοί και οι προθέσεις του σε σχέση με την καταγγελία του, υποδείχθηκε σε αυτό ένορκη δήλωση που έφερε την υπογραφή του, με την οποία ο μάρτυρας μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Δηλώνω ότι δεν προτίθεμαι να παρουσιασθώ στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου να δώσω οποιαδήποτε μαρτυρία όσον αφορά την ποινική υπόθεση. Δηλώνω ότι δεν έχω οποιαδήποτε απαίτηση από τους κατηγορούμενους στην υπόθεση και τους απαλλάσσω από οποιαδήποτε κατηγορία και/ή τρέχουσα μελλοντική υποχρέωση και επιθυμώ η ποινική υπόθεση να αποσυρθεί. Όλα τα πιο πάνω τα καταθέτω με πίστη και δική μου βούληση χωρίς εξαναγκασμό».
Στο Δικαστήριο, ο ίδιος ανέφερε πως η εν λόγω ένορκη δήλωση ετοιμάστηκε από δικηγόρο και ισχυρίστηκε πως την υπέγραψε χωρίς να διαβάσει το περιεχόμενο της. Ο μάρτυρας ερωτήθηκε για το πώς ενώ προβάλλει έλλειψη γνώσης για το περιεχόμενο της, προηγουμένως και προτού αυτή κατατεθεί ως τεκμήριο, είχε αναγνωριστεί από αυτόν, με τον ίδιο να ισχυρίζεται πως την υπέγραψε κατόπιν απειλών.
Ωστόσο, το Δικαστήριο άδειασε τον μάρτυρα, υποδεικνύοντας πως εντόπισε αντιφατικές εκδοχές ως προς την γνώση του για το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης.
«Το εύλογο ερώτημα που τίθεται, είναι γιατί, από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, δεν προκύπτει η Αστυνομία να έχει διερευνήσει τις επικαλούμενες από τον μάρτυρα απειλές. Ο μάρτυρας ερωτήθηκε κατά την αντεξέταση κατά πόσο κατήγγειλε στην Αστυνομία τις απειλές που ως ισχυρίζεται είχε δεχθεί. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι ενημέρωσε την Αστυνομία χωρίς να μπορεί να πει πότε είχε γίνει αυτό. Στην ερώτηση κατά πόσο έδωσε κατάθεση στην Αστυνομία για τις ισχυριζόμενες απειλές, ο μάρτυρας ανέφερε ‘’είχα ημερομηνία να πάω για κατάθεση αλλά δεν πήγα. Ήμουν μπερδεμένος ψυχολογικά και οικονομικά’’. Ως προς την αναφορά ''οικονομικά'', ο μάρτυρας ανέφερε ότι του είχε γίνει πρόταση για απόσυρση του παραπόνου του έναντι χρηματικού ποσού 2,000 ευρώ και από την κατηγορούμενη 3. Πρόταση την οποία απέρριψε όπως ανέφερε»
Το Δικαστήριο υπέδειξε πως τα περί απειλών δεν επιβεβαιώνονται με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του, ενώ τόνισε πως αδυνατεί να αντιληφθεί την σημασία του ''ψυχολογικού και οικονομικού'' ως προς την μη παρουσία του στην Αστυνομία.
«Λέγω ότι η λογική των πραγμάτων ορίζει ότι πρόσωπο το οποίο δέχεται απειλές και μάλιστα απειλές, που ως ανέφερε ο μάρτυρας, αγγίζουν ακόμα και τη σύζυγο και το παιδί του, θα προστρέξει στην Αστυνομία για πλήρη διερεύνηση των οποίων επικαλούμενων απειλών, με πρώτιστο σκοπό τη λήψη μέτρων από τις Αρχές προς προστασία του ιδίου και της οικογένειας του. Βεβαίως θα μπορούσε κάποιος να πει ότι όταν κάποιος αισθανθεί ότι πραγματικά απειλείται η ασφάλεια ενός προσώπου και των μελών της οικογένειας του, η πιθανότητα να υποκύψει στα όσα οι εν λόγω απειλές αποσκοπούν και να αποσιωπήσει αυτές, είναι υπαρκτές. Αυτή η πιθανότητα δεν τυγχάνει εφαρμογής όμως στην περίπτωση του μάρτυρα».
Ποινική δίωξη του μάρτυρα για εκβιασμό
Το Δικαστήριο στην απόφαση του άδειασε τον μάρτυρα, ενώ αναφέρθηκε και σε μηνύματα που φέρεται να απέστειλε στην κατηγορούμενη τρία, κατά τη διάρκεια διαλείμματος στη δίκη, μετά οποία της ζητούσε τρεις χιλιάδες ευρώ, με σκοπό να αποσύρει την καταγγελία.
Ο υπόθεση καταγγέλθηκε στην Αστυνομία και μάλιστα ο μάρτυρας διώκεται ποινικά. Κατά την αντεξέταση του από την υπεράσπιση, ο μάρτυρας δεν αμφισβήτησε την αποστολή των μηνυμάτων, ενώ αποδεχόμενος την θέση, ανέφερε πως «το ζήτημα με τα εν λόγω μηνύματα διερευνάται από την Αστυνομία».
Όπως αναφέρει στην απόφαση του το Δικαστήριο, «για να ασκηθεί μια ποινική δίωξη, προφανώς η ίδια η Κατηγορούσα Αρχή, η οποία καλεί το Δικαστήριο να καταδικάσει τους κατηγορουμένους στην βάση της μαρτυρίας του μάρτυρα της, έκρινε ότι η μαρτυρία που υπάρχει εναντίον του σε σχέση με την αποστολή και το περιεχόμενο των εν λόγω μηνυμάτων προς την κατηγορούμενη 3, καθιστά την καταδίκη αυτού πιο πιθανή παρά όχι, αναφορικά με την διάπραξη αδικημάτων που σχετίζονται με την αποστολή των εν λόγω μηνυμάτων στην κατηγορούμενη κατά τη διάρκεια της δίκης και συγκεκριμένα στα πλαίσια του διαλείμματος. Με κάθε λοιπόν σεβασμό προς το τεκμήριο αθωότητας του μάρτυρα, η πιο πάνω ενέργεια της Κατηγορούσας Αρχής, η οποία επαναλαμβάνω είναι ενιαία, δημιουργεί εκ των πραγμάτων υπόβαθρο για αμφιβολίες ως προς τις προθέσεις του μάρτυρα κατά την υποβολή καταγγελίας και μαρτυρίας του εναντίον των κατηγορουμένων και κατ' επέκταση αμφιβολίες για την φιλαλήθεια του».
Με βάση τα πιο πάνω, το Δικαστήριο υπέδειξε πως δεν είναι «διατεθειμένο» να αποδεχθεί την μαρτυρία του μάρτυρα, η οποία κατά την κρίση του, δεν πληρεί τα κριτήρια αξιοπιστίας.
Αναξιόπιστη και η σύζυγος
Αναξιόπιστη κρίθηκε και η τρίτη μάρτυρας, η σύζυγος του βασικού μάρτυρα, η οποία επίσης αναφέρθηκε στα γεγονότα και υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσης της, που έδωσε στην Αστυνομία.
Κατά την κυρίως εξέταση της, η μάρτυρας αναγνώρισε στο πρόσωπο του κατηγορούμενο τον δράστη της ληστείας και στο πρόσωπο των συγκατηγορουμένων του, τις δύο γυναίκες που τον συνόδευαν κατά τον επίδικο χρόνο.
Κατά την αντεξέταση της από την υπεράσπιση, ερωτήθηκε για ένορκη δήλωση της, με την ίδια να αρνείται. Ωστόσο, όταν της υποβλήθηκε πως αναφέρει ψέματα στο Δικαστήριο, η ίδια απάντησε «ααα ναι. Για αυτό δεν είχα προσωπική γνώση διότι απλά μου είπε ο σύζυγος μου να υπογράψω».
Η μάρτυρας αναγνώρισε την υπογραφή της, ωστόσο επέμεινε πως δεν γνώριζε το περιεχόμενη της, ενώ υποστήριξε πως δεν είχε πρόθεση να αποσύρει το παράπονο της εναντίον των κατηγορουμένων.
Παράλληλα, η μάρτυρας ισχυρίστηκε στο Δικαστήριο ότι δέχθηκε επίθεση από την κατηγορούμενη τρία, πράγμα το οποίο δεν αναφερόταν στην κατάθεση της στην Αστυνομία, με την ίδια να ισχυρίζεται πως το ανέφερε αλλά «εξαφανίστηκε».
Το Δικαστήριο στην απόφαση του επισήμανε πως οι αντιφάσεις της, πλήττουν την αξιοπιστία της και ως εκ τούτου, κρίθηκε και η εν λόγω μάρτυρας αναξιόπιστη.