Οι αμαρτίες που μας καίνε-Οι καθοριστικοί λόγοι που αύξησαν τις πυρκαγιές
06:37 - 18 Ιουλίου 2021
Τα τελευταία χρόνια δεν περνά εβδομάδα του Καλοκαιριού που οι τίτλοι των ενημερωτικών σελίδων, τα δελτία των καναλιών και οι πρώτες σελίδες των εφημερίδων, δεν καταπιάνονται με ειδήσεις που αφορούν πυρκαγιές στην κυπριακή ύπαιθρο. Ανάμεσα στους πολίτες, ειδικά μεγαλύτερης ηλικίας, πλανάται το ερώτημα, «μα καλά, γιατί πριν 40-50 χρόνια δεν είχαμε τόσο μεγάλες και καταστροφικές πυρκαγιές;».
Υπενθυμίζεται ότι μέσα σε 13 χρόνια η Κύπρος μέτρησε τουλάχιστον τρεις καταστροφικές πυρκαγιές, μια στο Σαϊττά, μια στη Σολέα και την πρόσφατη της 3ης Ιουλίου στον Αρακαπά που επεκτάθηκε και στην ορεινή Λάρνακας.
Σύμφωνα με τον Δρ. Νικόλα Ηλιάδη, Ερευνητής της Μονάδας Διατήρησης της Φύσης του Πανεπιστημίου Frederick, το φυσικό φαινόμενο της πυρκαγιάς ήταν κάτι που προϋπήρχε στον Μεσογειακό χώρο, κυρίως λόγω του μεσογειακού οικοσυστήματος, που δίνει σημαντικές βιομάζες, που λειτουργούν ως η εύφλεκτη ύλη των πυρκαγιών. Όπως εξήγησε ο Δρ. Ηλιάδης, όταν αναφερόμαστε στο μεσογειακό σύστημα, αυτό δεν περιορίζεται στις χώρες που βρέχονται από μόνο από την Μεσόγειο Θάλασσα, αλλά και άλλες περιοχές του πλανήτη όπως οι δυτικές ακτές των ΗΠΑ (η πολιτεία της Καλιφόρνιας), η κεντρική Χιλή αλλά και το νοτιοδυτικό άκρο της Αυστραλία. Πρόκειται για περιοχές που διακρίνονται από το σχηματισμό οικοσυστημάτων πυρόφιλα, που παρέχουν αρκετή εύφλεκτη ύλη, συμβάλλοντας στην επέκταση μιας πυρκαγιάς σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
120 μέτρα το λεπτό
Αφορμή της συζήτησης μας με τον Δρ. Ηλιάδη, ήταν η πρόσφατη πυρκαγιά που ξεκίνησε από τον Αρακαπά και σε χρόνο ρεκόρ επεκτάθηκε μέχρι την Ορά και την Οδού, σκορπώντας τον όλεθρο με τραγικό απολογισμό την απώλεια τεσσάρων ζωών που εγκλωβίστηκαν μέσα στην πύρινη λαίλαπα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, την ημέρα εκείνη στην περιοχή εξέλιξης της πυρκαγιάς, οι κλιματολογικοί παράγοντες κατέγραφαν, άνεμους ταχύτητας έξι μποφόρ και σχετική υγρασία ατμόσφαιράς, που έφτανε το 13%. Με τα δεδομένα αυτά αλλά και την εξέλιξη της πυρκαγιάς εκτιμάται ότι η συγκεκριμένη πυρκαγιά την 3η Ιουλίου, κινήθηκε με ταχύτητα επέκτασης πέρα των 100 μέτρων το λεπτό, με τις φλόγες σε κάποια σημεία να φτάνουν μέχρι και τα 12 μέτρα. Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν (ισχυρός άνεμο, και ανάγλυφο) καύτρες από την καιόμενη ύλη πετούσαν μακριά, πέρα των 800 μέτρων, δίνοντας νέες εστίες πυρκαγιάς προς άλλες κατευθύνσεις, καθιστώντας το έργο κατάσβεσης εξαιρετικά δύσκολο.
Αυτό σημαίνει πως από τη στιγμή που η πυρκαγιά έλαβε μεγάλες διαστάσεις ήταν σχεδόν ακατόρθωτο οι πυροσβεστικές δυνάμεις να επέμβουν και να την ανακόψουν. Η ουσία του όλου ζητήματος, δεν είναι άλλη από τα όσα θα έπρεπε να γίνουν πριν ξεσπάσει μια πυρκαγιά τέτοιων διαστάσεων.
Οι… αμαρτίες που μας καίνε
Σύμφωνα με τον Δρ. Ηλιάδη, στην Κύπρο πληρώνουμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, που σημαίνει επί της ουσίας, διεύρυνση της περιόδου που εμφανίζονται πυρκαγιές. Ειδικότερα, ενώ στο παρελθόν οι πυρκαγιές ήταν ένα φαινόμενο που παρατηρείτο κατά τη διάρκεια των τριών μηνών του καλοκαιρού, πλέον το παράθυρο εκδήλωσης πυρκαγιών διευρύνθηκε από τον Μάρτιο μέχρι και τον Οκτώβριο. Πρόκειται δηλαδή, για μια περίοδο παρατεταμένης ξηρασίας, όπου η βιομάζα στην ύπαιθρο «στρεσάρετε» και γίνεται πιο ξηρή και εύφλεκτη με αποτέλεσμα να δημιουργεί όλες εκείνες τις συνθήκες που μπορεί να καταστήσει μια πυρκαγιά καταστροφική.
Παράλληλα, οι ισχυροί άνεμοι που κατά περιόδους παρατηρούνται λόγω της μεταβολής του κλίματος, δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τις συνθήκες.
Επίσης, σύμφωνα με τον Δρ. Ηλιάδη, η μεταβολή των κοινωνικοοικονομικών δομών της Κύπρου από τη δεκαετία του 1980 και μετά, συνέτεινε ώστε να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση, αφού ο τόπος μας έπαψε να είναι ένα νησί που ο αγροτικός τομέας ακμάζει, με τον αγροτικό όγκο να έχει εγκαταλειφθεί και στη θέση της να φυτρώνουν χόρτα ή να υπάρχει επέκταση δενδρώδης βλάστησης η οποία δεν βρίσκεται κάτω από διαχειριστικές αρχές. Σε συνάρτηση με το γεγονός ότι πρόκειται για ιδιωτικές περιουσίες, οι Αρχές αδυνατούν να παρέμβουν έτσι ώστε να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες πρόληψης και προφύλαξης από τις πυρκαγιές. Συνεπώς η κυπριακή ύπαιθρος τις τελευταίες δεκαετίες είναι εκτεθειμένη στη συσσωρευμένη βλάστηση, η οποία δεν διαχειρίζεται ως αποτέλεσμα της εγκατάλειψης.
Το συγκεκριμένο ζήτημα απασχολεί έντονα τις Αρχές που εξετάζουν αλλαγές στη Νομοθεσία που θα επιτρέπει στο Τμήμα Δασών ή στις τοπικές Αρχές (ή/και επαρχιακές διοικήσεις) να μπορούν να παρέμβουν για να διαχειριστούν τέτοιες εγκαταλειμμένες εκτάσεις). Το γεγονός όμως ότι στις πλείστες περιπτώσεις πρόκειται για κληρονομιές που πλέον μπορεί να χωρίζονται σε αρκετά μερίσματα, καθιστά το όλο εγχείρημα ιδιαίτερα δύσκολο, αφού οι Αρχές θα πρέπει να έχουν τη συγκατάθεση των ιδιοκτήτων που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να είναι δύο, αλλά μπορεί να φτάνουν και τους δέκα, ανάλογα με τον αριθμό των κληρονόμων. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι ιδιοκτήτες βρίσκονται στο εξωτερικό, με αποτέλεσμα η επικοινωνία μαζί τους, είναι ακατόρθωτη.
Ο Δρ. Ηλιάδης, εκφράζει την ανάγκη να υπάρξει άμεση παρέμβαση από τις Επαρχιακές Διοικήσεις, τις κοινότητες και γενικότερα από τον κρατικό μηχανισμό, έτσι ώστε να γίνει μια αποτίμηση της ξηλώδους βλάστησης, ειδικά περιμετρικά από τις κοινότητες. Μέσα από την αποτίμηση της βλάστησης αλλά και του κινδύνου έναρξης και εξάπλωσης πυρκαγιάς, θα μπορούσε, και πρέπει να εφαρμοστεί στοχευμένο σχέδιο διαχείρισης της βλάστησης. Όσο αφορά τις εκτάσεις που είναι εγκαταλειμμένες θα μπορούσαν να ενταχθούν σε ειδικά πρόγραμμα επιχορήγησης ή καθεστώτος ενοικίασης από νεαρούς γεωργούς. Το όλο εγχείρημα θα πρέπει να τύχης προηγούμενης τεχνικής μελέτης σε οικονομικό και νομικό πλαίσιο, αφού σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να μεταβάλλει το ιδιοκτησιακό καθεστώς των τεμαχίων.
Μεμονωμένες κατοικίες σε ρόλο… πυροκροτητή
Επίσης ένα άλλο πρόβλημα, που συντείνει στην αύξηση των πυρκαγιών, έχει να κάνει με όσους επέλεξαν να επιστρέψουν στην ύπαιθρο και να δημιουργήσουν μεμονωμένες κατοικίες εντός αγροτικών περιοχών. Όπως εξηγεί ο Δρ. Ηλιάδης, σε αρκετές περιπτώσεις αυτά τα πρόσωπα μπορεί από λανθασμένη κρίση ή την άγνοια εκτίμησης του κινδύνου να συμπεριφερθούν με λανθασμένες πρακτικές (π.χ. χρήση εργαλείων που δημιουργούν σπινθήρες) να αποτελέσουν εστίες έναρξης και επέκτασης πυρκαγιών σε ώρες και μέρες που θα ευνοήσουν την γρήγορη εξάπλωσης τους. Την ίδια ώρα πολλοί ιδιοκτήτες τέτοιων κατοικιών αγνοούν τα μέτρα εκείνα που θα πρέπει να λάβουν ώστε να προστατέψουν την περιουσία τους, όπως ο συχνός καθαρισμός τόσο εντός της αυλής όσο και σε μια περιμετρική ζώνη από την ξηρή βλάστηση, το κλάδεμα κλαδιών δέντρων που ακουμπούν στις στέγες των σπιτιών, η φύλαξη εύφλεκτων υλικών σε αποθήκες, η κατασκευή και η χρήση ειδών χώρων ετοιμασία φαγητού έξω στο κήπο (ψησταριές) κ.ά.
Πάντως σε ότι αφορά το ζήτημα των μεμονωμένων κατοικιών σε αγροτικές ή δασικές περιοχές, εκφράζει την άποψη πως ενδεχομένως θα πρέπει η πολιτεία να καταγράψει τη συγκεκριμένη τάση και να εξετάσει την επιλογή ενός πολεοδομικού αναδασμού στις κοινότητες, έτσι ώστε να μην υπάρχουν διασκορπισμένες οικίες σε περιοχές που δύσκολα μπορούν να προστατευθούν από τις πυρκαγιές.
Μάλιστα μετά από τη μεγάλη πυρκαγιά του Αρακαπά, επισημαίνει πως ενδεχομένως να πρέπει να υπάρξει και αναθεώρηση σε σχέση με τα δομικά υλικά που χρησιμοποιούνται για το κτίσιμο οικιών στην ύπαιθρο, αφού παρατηρήθηκε σε αρκετές περιπτώσεις το φαινόμενο η πυρκαγιά να ξεκινά από τις στέγες των σπιτιών που είναι από κεραμίδι και ξύλο, ενώ το εσωτερικό της οικίας που είναι από τσιμέντο να παραμένει άθικτο.
Μάλιστα ο Δρ. Ηλιάδης προσθέτει πως στην Κύπρο, δεν υπάρχει η ορθή νοοτροπία απέναντι στον κίνδυνο της πυρκαγιάς ως μιας φυσικής καταστροφής, όπως είναι ο σεισμός ή οι πλημμύρες. Όπως εξηγεί, είναι αναγκαίο να υπάρξει ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των πολιτών (σε όλες τις ηλικιακές ομάδες) για να μάθουν πως θα πρέπει να συμπεριφέρονται ώστε να μην αποτελέσουν την αιτία ξεσπάσματος μιας πυρκαγιάς, αλλά και αυτοπροστασίας.
Πόλεμος με αντίπαλο χωρίς στρατηγική
Όλα τα πιο πάνω αφορούν την πρόληψη και όλα όσα πρέπει να γίνουν για να μην φτάσουμε στις καταθλιπτικές εικόνες που είδαμε στις τρεις και τέσσερις Ιουλίου σε Αρακαπά, Επταγώνεια, Μελίνη, Ορά και Οδού. Στη συνέχεια, στη συζήτηση μπαίνει το ζήτημα του τρόπου αντίδρασης για κατάσβεση της πυρκαγιάς. Όπως εξηγεί ο Δρ. Ηλιάδης, όσα πυροσβεστικά οχήματα, ή ελικόπτερα ή αεροπλάνα και να αγοραστούν, θα είναι δώρο άδωρο εάν δεν υπάρχει σωστή διαχείριση της βλάστησης από προηγουμένως.
Η πυρκαγιά, σημειώνει ο Δρ. Ηλιάδης, είναι ένας πόλεμος όπου ο αντίπαλος κινείται ατάκτως. Η στρατηγική της φωτιάς είναι να κινείται με πολυμεταβλητούς παράγοντες και πρώτο μέλημα των πυροσβεστικών δυνάμεων θα πρέπει να είναι η ασφάλεια των ανθρώπων που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Τα ίδια τα μέλη των πυροσβεστικών δυνάμεων θα πρέπει να προνοήσουν ώστε να δημιουργήσουν χώρους διαφυγής τους για να προστατευθούν. Σε μια πυρκαγιά, σημειώνει ο Δρ. Ηλιάδης, έχουμε προθέρμανση υλικού στους 190 βαθμούς κελσίου (°C), θερμοκρασία κατά την οποία φεύγει η υγρασία, στη συνέχεια υπάρχει πλήρης πυράκτωση που σε ένα καμένο δένδρο φτάνει τους 500 °C. Όταν ένα δέντρο καίγεται, δεν μπορεί να παρέμβει ο πυροσβέστης, ο οποίος έρχεται αντιμέτωπος με ένα τεράστιο θερμικό φορτίο, που σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να διαρκέσει για ώρες.
Η ελπίδα της επόμενης ημέρας
Τέλος, σε ότι αφορά το κομμάτι της αποκατάστασης από μια πυρκαγιά, ο Δρ. Ηλιάδης τονίζει πως πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα που δεν αφορά μόνο τη χλωρίδα μιας περιοχής αλλά και την πανίδα. Μάλιστα ταξινομεί ως σημαντικότερη την ανάγκη δημιουργίας αντιπλημμυρικών και αντιδιαβρωτικών έργων, τα οποία και πάλι βρίσκουν εμπόδιο το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις πρόκειται για ιδιωτική γη.
Μετά την καταγραφή των δεδομένων από τις Επαρχιακές Διοικήσεις, οι Αρχές επιβάλλεται να προβούν στην κατασκευή των αντιπλημμυρικών έργων ούτως ώστε να διασφαλίσουν ότι μετά τις πρώτες βροχοπτώσεις δεν θα υπάρξει μετακίνηση υδάτινων μαζών προς τις κατοικημένες περιοχές των κοινοτήτων, ή σε δρόμους και γεφύρια που θα προκαλέσουν ζημιές. Εξίσου σημαντικό είναι να σταθεροποιηθούν τα πρανή σε γεωργικές και δασικές εκτάσεις, καθώς επίσης να ξεκινήσει η διαδικασία της αναδάσωσης εκεί και όπου κρίνεται ως αναγκαία, λόγω της δριμύτητας της πυρκαγιάς.
Η ελπίδα μας, σύμφωνα με τον Δρ. Ηλιάδη δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι τα μεσογειακά συστήματα από την φύση τους, έχουν το «DNA» να αναγεννιόνται μετά από μια καταστροφή, ωστόσο με την βοήθεια της επιστημονικής κοινότητας, των κυβερνητικών τμημάτων αλλά και των εθελοντικών ομάδων, αυτό μπορεί να συμβεί κάτω από πολύ καλύτερες συνθήκες.