Διευκρινίσεις σε διαφορές σχετικές με απαιτήσεις ζημιωθέντων τροχαίων εξέδωσε το ΔΕΕ
11:46 - 20 Μαΐου 2021
Το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) διασαφηνίζει με σημερινή του απόφαση τους κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας σε σχέση με "διασυνοριακή διαφορά μεταξύ, αφενός, επαγγελματία στον οποίο μεταβιβάσθηκε η απαίτηση ζημιωθέντος από τροχαίο ατύχημα έναντι ασφαλιστικής επιχειρήσεως και, αφετέρου, της εν λόγω επιχειρήσεως".
Συγκεκριμένα, με τη σημερινή του απόφασή το ΔΕΕ εξετάζει κατά πρώτον το ζήτημα αν, σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ, αφενός, επαγγελματία που απέκτησε απαίτηση έναντι ασφαλιστικής επιχειρήσεως την οποία κατείχε αρχικώς ο ζημιωθείς, και, αφετέρου, της ίδιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως, το δίκαιο της Ένωσης έχει την έννοια ότι δεν επιτρέπει να θεμελιωθεί ενδεχομένως η διεθνής δικαιοδοσία, κατά τρόπο αυτοτελή, στις διατάξεις του άρθρου 7 του κανονισμού 1215/2012 δυνάμει των οποίων διεθνή δικαιοδοσία έχουν τα δικαστήρια του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός (σημείο 2) και εκείνα του τόπου του υποκαταστήματος, του πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκατάστασης της μητρικής επιχειρήσεως, όσον αφορά αγωγές που ασκούνται κατά της μητρικής επιχειρήσεως στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που συνδέονται με υποκατάστημα, πρακτορείο ή κάθε άλλη εγκατάσταση (σημείο 5) .
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει συναφώς ότι το τμήμα 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων», θεσπίζει αυτοτελές σύστημα καταμερισμού της διεθνούς δικαιοδοσίας σε υποθέσεις ασφαλίσεων. Σκοπός του τμήματος αυτού είναι η προστασία του ασθενέστερου συμβαλλομένου μέσω ευνοϊκότερων για τα συμφέροντά του κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, εν αντιθέσει προς τους γενικούς κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας, συνεπάγεται δε ότι η εφαρμογή των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στο εν λόγω τμήμα δεν επεκτείνεται σε πρόσωπα για τα οποία δεν δικαιολογείται η παροχή της προστασίας αυτής.
Επιπλέον, μολονότι το πρόσωπο στο οποίο εκχωρήθηκαν τα δικαιώματα του ζημιωθέντος και το οποίο μπορεί να θεωρηθεί το ίδιο ασθενέστερο μέρος πρέπει να μπορεί να επωφεληθεί των ειδικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, καμία ειδική προστασία δεν δικαιολογείται εντούτοις στις σχέσεις μεταξύ επαγγελματιών του τομέα των ασφαλίσεων, εκ των οποίων κανένας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον άλλο.
Κατά συνέπεια, το τμήμα 3 του κεφαλαίου II του κανονισμού 1215/2012 δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση διαφοράς μεταξύ, αφενός, επαγγελματία που απέκτησε απαίτηση έναντι ασφαλιστικής επιχειρήσεως αστικής ευθύνης την οποία κατείχε αρχικώς ο ζημιωθείς, και, αφετέρου, της ίδιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως αστικής ευθύνης, με αποτέλεσμα να μην αποκλείεται το ενδεχόμενο θεμελιώσεως διεθνούς δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της διαφοράς στο άρθρο 7, σημείο 2, ή στο άρθρο 7, σημείο 5, του εν λόγω κανονισμού.
Κατά δεύτερον, το ΔΕΕ εξετάζει εν συνεχεία το ζήτημα αν εταιρία η οποία ασκεί εντός ενός κράτους μέλους, δυνάμει συμβάσεως συναφθείσας με ασφαλιστική επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος, εξ ονόματος και για λογαριασμό της εν λόγω ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δραστηριότητα εκκαθαρίσεως ζημιών από ασφαλίσεις αστικής ευθύνης αυτοκίνητων οχημάτων πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά υποκατάστημα, πρακτορείο ή κάθε άλλη εγκατάσταση, κατά την έννοια του άρθρου 7, σημείο 5, του κανονισμού 1215/2012.
Το ΔΕΕ επισημαίνει συναφώς ότι ο κανόνας περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας τον οποίον προβλέπει η διάταξη αυτή στηρίζεται στην ύπαρξη ιδιαιτέρως στενού συνδέσμου μεταξύ της διαφοράς και των δικαστηρίων που ενδέχεται να επιληφθούν της συγκεκριμένης διαφοράς, βάσει του οποίου δικαιολογείται η διεθνής δικαιοδοσία των δικαστηρίων αυτών για λόγους εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης.
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει ότι δύο κριτήρια καθιστούν δυνατό να καθοριστεί αν μια διαφορά αφορά την εκμετάλλευση υποκαταστήματος, πρακτορείου ή κάθε άλλης εγκαταστάσεως. Πρώτον, οι έννοιες αυτές προϋποθέτουν την ύπαρξη κέντρου επιχειρησιακών δραστηριοτήτων που εκδηλώνεται με διαρκή τρόπο προς τα έξω ως προέκταση της μητρικής επιχειρήσεως. Το κέντρο αυτό πρέπει να διαθέτει διεύθυνση και να είναι υλικώς εξοπλισμένο ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται με τρίτους, οι οποίοι δεν απαιτείται, κατά συνέπεια, να αποτείνονται απευθείας στη μητρική εταιρία.
Δεύτερον, η διαφορά πρέπει να αφορά είτε πράξεις σχετικές με την εκμετάλλευση υποκαταστήματος είτε υποχρεώσεις που ανέλαβε το εν λόγω υποκατάστημα για λογαριασμό της μητρικής εταιρίας.
Πηγή: ΚΥΠΕ