«Πήγε να πετάξει πετρέλαιο και κάηκε… "Εν να πεθάνω;", ρωτούσε τους γιατρούς...»
06:42 - 01 Μαΐου 2021
«Γιόκκα μου εγίνειν η φωτιά, ίσια μ’ έναν καμίνιν,
τζιαι ούλου του κόσμου τα νερά, νάρτουνσιν εν ισβήνει...
Έναν είσιεν η μάνα σου, τζιαι κράτε σε καμάρι,
μα ζήλεψεν ο χάροντας, τζιαι ήρτεν να την τον πάρει...»
Ήταν 18 Απριλίου του 1998, Μεγάλο Σάββατο... Όπως κάθε Πάσχα και όπως σε κάθε γειτονιά, όλα τα παιδιά μαζεύουν ξύλα για βδομάδες και μετρούν αντίστροφα για τη στιγμή που θα ανάψουν τη λαμπρατζιά. Έτσι και στην Ξυλοφάγου, πριν από 23 χρόνια... Ο Παναγιώτης Σπετσιώτης, όντας 15 χρονών έφηβος τότε, μαζί με τους φίλους του, ετοιμάζονταν για το άναμμα της λαμπρατζιάς και το κάψιμο του Ιούδα. Μα το μοιραίο δεν άργησε να συμβεί... Μια κίνηση απερισκεψίας και μια εκκωφαντική έκρηξη, ήταν και η αιτία για να στοιχίσει τη ζωή στον μικρό Παναγιώτη... Μια τραγωδία που έμελλε να συγκλονίσει τη Ξυλοφάγου αλλά και το παγκύπριο...
«Εγώ δεν πρόλαβα να δω οτιδήποτε, αλλά απ’ ότι μου έχουν πει διάφοροι, στην προσπάθειά του να πετάξει πετρέλαιο στην λαμπρατζιά ο Παναγιώτης, είχε πάει πάνω στα ρούχα του και τα ρούχα του επειδή είχαν πάνω κάποιες πλαστικές ίνες, είχαν προκαλέσει μόλυνση στο σώμα του από τη φωτιά. Ουσιαστικά είχε κοιμηθεί ο Παναγιώτης λόγω μόλυνσης που έπαθε μετά, γιατί είχε γίνει επίσης κακός καθαρισμός του σώματός του».
Ο πατέρας του άτυχου 15χρονου, Μαρίνος Σπετσιώτης, γύρισε τον χρόνο, εκεί όπου το ημερολόγιο και το ρολόι πάγωσε, με τον χαμό του παιδιού του... «Ήταν Μεγάλο Σάββατο… Ο Παναγιώτης μου ήταν από αυτούς που εργάζονταν στην προετοιμασία της λαμπρατζιάς. Θυμάμαι πολύ καλά χαρακτηριστικά που ήταν στο κρεβάτι του και του είπα, ‘πόψε που θα πάτε, να προσέχεις’. ‘Εντάξει παπά’ λαλεί μου, ‘μην ανησυχείς’. Είχαμε πάει εμείς θυμάμαι με τις άλλες μου δυο κόρες στην εκκλησία γύρω στις 11:30. Καθυστερήσαμε λίγο να πάμε και όταν μπήκαμε στην εκκλησία, μου λέει η σύζυγός μου, 'όλοι μας κοιτάζουν'. Λαλώ της εγώ 'εντάξει δεν τρέχει οποιοσδήποτε λόγος'. Και κάποιος με προσέγγισε μέσα στην εκκλησία πριν τις 12 και μου λέει, κάτι συνέβηκε στον γιο σου, τον Παναγιώτη. Τότε βγήκαμε έξω από την εκκλησία και με ακολούθησε και η σύζυγός μου. Με τον τρόπο που μου το είπε ένας ξάδελφος μου και μια ξαδέλφη μου μετά, αντιλήφθηκα ότι ήταν κάτι σοβαρό. Δεν ήθελα να έρθει η σύζυγός μου μαζί μου αλλά επέμενε και ήρθε μαζί μου...».
Έφυγε για την γειτονιά των αγγέλων την Τρίτη του Πάσχα
«Όταν μας οδήγησαν στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας, είδαμε πόσο δύσκολα ήταν τα πράγματα, παρόλο που οι γιατροί μας είπαν ότι έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν. Την επόμενη μέρα ήρθε μάλιστα εξειδικευμένη γιατρός για τα εγκαύματα, η οποία μας βεβαίωνε ότι δεν χρειάζεται να φέρουμε οποιοδήποτε ξένο γιατρό. Περίμενα μέχρι το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα και διαπίστωσα ότι ήταν πολύ δύσκολα τα πράγματα. Ήταν επίσης πολύ δύσκολο να βρεις γιατρούς διότι ήταν το Πάσχα και θυμάμαι φέραμε ένα γιατρό από την Αγγλία και από το Ισραήλ. Η μόνη μέρα που μπορούσαν ήταν η Τρίτη το πρωί για να έβλεπαν τον γιο μου, αλλά πλέον ήταν ήδη αργά. Απλά όταν ήρθαν μας διαβεβαίωσαν ότι ήταν ζήτημα χρόνου πλέον… Και όντως έξι παρά τέταρτο της Τρίτης του Πάσχα , εκοιμήθηκε…».
Από τον τρόπο με τον οποίο καθάρισαν το σώμα του Παναγιώτη από τα εγκαύματα φαίνεται να επήλθε ο θάνατος του 15χρονου, καθώς όπως ανέφερε ο πατέρας του, «σύμφωνα με τον Εβραίο γιατρό που είδε τον Παναγιώτη, δεν έγινε καλός και σωστός καθαρισμός του σώματος του γιου μου μετά το περιστατικό και στην αποθεραπεία του. Αποδείχθηκε επίσης, ότι δεν υπήρχε εξειδικευμένο προσωπικό στην Κύπρο, την εποχή εκείνη. Και μετά θυμάμαι έγινε ακόμη ένα περιστατικό στην Ελεύθερη Ζώνη Εμπορίου στη Λάρνακα, κάτι παρόμοιο με εγκαύματα και την ίδια ώρα τους είχαν μεταφέρει στο Ισραήλ. Αν γινόταν σωστή διάγνωση στον Παναγιώτη μου, θα μπορούσε μέσα σε 24 ώρες να θεραπευόταν, αφού ο γιατρός στο Ισραήλ έκανε πολύ χειρότερα περιστατικά. Ότι μπορούσε να γίνει, έπρεπε να γινόταν μέσα σε 24 ώρες…».
«Ρωτούσε τον γιατρό εάν θα πεθάνει»
«Εν να πεθάνω;…» ρωτούσε ο Παναγιώτης τη γιατρό που τον εξέταζε, κι εκείνη τον καθησύχαζε λέγοντάς του, «δεν θα πεθάνεις με μια απλή λοίμωξη…». Κι όμως, ο άτυχος 15χρονος Παναγιώτης Σπετσιώτης δεν άντεξε και άφησε την τελευταία του πνοή στο κρεβάτι του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας, μετά από σοβαρά εγκαύματα που είχαν χαράξει αθεράπευτα το σώμα του το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου...
Τα πρώτα χρόνια μετά την απώλεια του Παναγιώτη, η μητέρα του 15χρονου, δεν μπορούσε να πηγαίνει εκκλησία, ενώ δεν άναβαν λαμπρατζιά στην Ξυλοφάγου.
«Οι φίλοι του Παναγιώτη σταμάτησαν να ασχολούνται με τη λαμπρατζιά μετά το περιστατικό. Για τρία με τέσσερα χρόνια μετά, δεν άναβαν λαμπρατζιά στην Ξυλοφάγου και μετά την είχαν μεταφέρει στον συνοικισμό και στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου».
Εκκλησία στη μνήμη του Παναγιώτη
Εκκλησία στη μνήμη του Παναγιώτη Σπετσιώτη κτίστηκε στην Ξυλοφάγου, που μέχρι σήμερα είναι και το δεύτερο σπίτι της οικογένειας Σπετσιώτη.
«Μετά την κοίμηση του γιου μου στις 21 του Απρίλη το 1998, σαν οικογένεια είχαμε αποφασίσει μετά από κάποια περίοδο να κτίσουμε μια μικρή εκκλησία. Σαν ένας δεκαπεντάχρονος ο Παναγιώτης που ήταν τότε, ήταν ένα ψηλό αγόρι, που εξομολογείτουν συνεχώς και νήστευε. Αν και νεαρός που θα έβγαινε έξω, τουλάχιστον πέντε λεπτά θα πήγαινε εκκλησία κάθε Κυριακή. Μπορεί να κοιμόταν μια-δυο τα μεσάνυχτα αλλά την επόμενη μέρα θα πήγαινε σίγουρα εκκλησία. Έτσι, ξεκινήσαμε για να εξασφαλίσουμε άδειες από τη Μητρόπολη και την Ιερά Σύνοδο. Είχαμε αρκετές δυσκολίες για να είμαι ειλικρινής αλλά τελικά εξασφαλίσαμε πολεοδομική άδεια και όλα όσα έπρεπε από την επαρχιακή διοίκηση. Ξεκινήσαμε το 2003 και ολοκληρώθηκε το 2008 και η πρώτη λειτουργεία πραγματοποιήθηκε την 1 Ιανουαρίου του 2009. Δόξα Τω Θεό με πολλή εθελοντική εργασία από φίλους και γνωστούς για να ολοκληρωθεί η εκκλησία τα καταφέραμε αλλά και με πολλή καλή δουλειά στο τέλος της ημέρας».
Όταν ρωτήθηκε ο κ. Μαρίνος εάν νιώθει ότι είναι το σπίτι του Παναγιώτη, ο ίδιος χαμογέλασε. Χαμογέλασε και είπε ότι, «είναι μια θύμηση του Παναγιώτη. Ο λόγος που κτίστηκε είναι για τον Παναγιώτη. Η κοινότητα Ξυλοφάγου χρειαζόταν ακόμη μια εκκλησία, γιατί είναι αρκετά επηρεασμένη από πολλούς μάρτυρες του Ιεχωβά και θεωρήσαμε καλό να γίνει ακόμη μια εκκλησία».
Μετά που έφυγε από τη ζωή ο άτυχος Παναγιώτης, ήρθε στη ζωή το τέταρτο παιδί για την οικογένεια Σπετσιώτη, όπου την ονόμασαν Παναγιώτα, στη μνήμη του αδελφού της. «Τα χαρακτηριστικά της είναι τα ίδια με του Παναγιώτη. Καλοπροαίρετη όπως τον Παναγιώτη. Μοιάζουν καταπληκτικά. Ένας καθηγητής της σωματικής αγωγής για να καταλάβετε, πήγε στο Λύκειο της Αραδίππου και όταν είδε την Παναγιώτα της είπε, μοιάζεις απίστευτα του Παναγιώτη που έκανα εγώ μάθημα παλαιότερα».
Το μήνυμα για το έθιμο των λαμπρατζιών
«Είναι ένα πολύ κακό έθιμο η λαμπρατζιά και διερωτώμαι τους λόγους που το επιτρέπουν οι εκκλησιαστικές επιτροπές και οι τοπικές Αρχές μέχρι σήμερα. Ειδικότερα η εκκλησία που το επιτρέπει, διότι δεν αναφέρεται πουθενά ότι πρέπει να ανάβουμε φωτιές. Η φωτιά είναι σατανική στην προκειμένη περίπτωση και προπάντων στην εκκλησία να ανάβεις φωτιά. Ο κόσμος πηγαίνει για να γιορτάσει την Ανάσταση του Χριστού, δεν χρειάζεται τίποτα άλλο να πράξουμε. Δεν χρειάζεται να ανάβουμε φωτιές… Είναι ένα έθιμο αλλά κατά την ταπεινή μου άποψη είναι κακό έθιμο… Δεν χρειάζεται να παίζεις με τη φωτιά. Είναι οι εκκλησίες που οφείλουν για να σταματήσει αυτό το έθιμο, ασχέτως αν παρουσιάζεται ως έθιμο, όπως επίσης και οι κροτίδες».
Η πίστη στον Θεό, ήταν και η πηγή για να αντλήσει τεράστια δύναμη η οικογένεια Σπετσιώτη, μετά την απώλεια του άτυχου Παναγιώτη... «Η εκκλησία μας βοήθησε αφάνταστα και συγκεκριμένα τη σύζυγό μου. Χωρίς την Εκκλησία και τον Χριστό δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις όλα αυτά που σου συμβαίνουν. Κακώς ορισμένοι που έχασαν παιδί, φταίνε τον Θεό. Πρώτα πρέπει να κοιτάζουμε τον εαυτό μας και μετά να κοιτάξουμε τι φταίει. Μαζί με τον Χριστό δεν έχεις κανένα πρόβλημα και είμαι 100% βέβαιος γι’ αυτό...».
*******
«Όπως τα φκιόρα έτσι ‘σουν
Τζιαι ‘σου πάστον ανθό σου
Τζιαι ‘γιω ννα κλαίω πάντοτε
Τον άδικο χάμο σου
Τζιαι τη φωτογραφία σου
Θωρώ τζι’ αναστενάζω
Που είσαι Παναγιώτη μου
Συνέχεια φωνάζω
Τα μάθκια σου τα όμορφα
Τζιαι το κορμί σου ‘κόμα
Μα ήταν κρίμαν τζι’ άδικον
Που τα ‘φαεν το χώμα
Μες’ τα προσόντα τα πολλά
Είχες την καλοσύνη
Μα χάθηκες που γιόρταζε
Η χριστιανοσύνη
Πείτε μου μάνα που ‘χάσε
Ένα που τα παιθκιά της
Τζιαι πότε γέλασε ξανά
Για εχάρει η καρκιά της.
Πάντα τα μαύρα θα φορεί
Σε όλη τη ζωή της
Θα προσδωκά Ανάσταση
Να ‘ρτει για το παιδί της
Κανένας εν σου χάλασε
Ποττέ μας το χαττίρι
Τζιαι ‘σού τωρά ποτίζεις μας
Το πιο πικρό ποτήρι
Τζιαι πως θα το αντέξουμε
Ούλλο για να το πιούμε
Αφού το ξέρουμε καλά
Εν θα σε ξαναδούμε…»