«Έπιανα τζαι εν απαντούσε… Είπα τους μόνο νεκρός εν θα μου απαντήσει ο γιος μου»
06:46 - 14 Αυγούστου 2020
To ημερολόγιο έδειχνε 14 Αυγούστου 2005… Ώρα 12:03… «Αυτή τη στιγμή το αεροσκάφος δείχνει ότι... Δείχνει ότι πάει... Δείχνει ότι πάει για το έδαφος. Το αεροσκάφος αυτή τη στιγμή πάει για το έδαφος. Mayday, mayday. Έχουμε πρόσκρουση πολιτικού αεροσκάφους, έχουμε πρόσκρουση πολιτικού αεροσκάφους. Mayday, mayday. Έχει προσκρούσει σε κορφή βουνού. Mayday. Mayday. Mayday, mayday, Αθήνα. Το πολιτικό αεροσκάφος έχει προσ... προσ... προσκρούσει...»
Πέρασαν κιόλας δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια από εκείνη την αποφράδα μέρα. Εκείνο το καταραμένο πρωινό που 115 επιβάτες και το εξαμελές πλήρωμα του αεροσκάφος «Ήλιος», ξεκίνησε για το ταξίδι, που έμελλε να μην έχει επιστροφή.
Τα χρόνια πέρασαν, μα ο πόνος και η οδύνη, για τους συγγενείς που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους, ο ίδιος… Λες και δεν πέρασε μια μέρα. Και μέσα από τα μάτια των παιδιών που έμειναν πίσω, να ψάχνεις τα γιατί… Τα χιλιάδες γιατί, που τόσα χρόνια μετά, κανείς δεν μπορεί και δεν τολμά να δώσει απαντήσει…
«Ούλλοι σιέρουνται γιατί εν να έρτει ο Αύγουστος τζιαι εν να παν διακοπές, να πιάουν άδειες, να διασκεδάσουν… Εμείς σκεφτούμαστε πως θα σάσουμε το κοιμητήριο… Τωρά θα γυρεύκαμε γαμπρό για την αγγόνισα μου, όι να της κάμω το τρισάγιο της… Κάθομαι τζιαι βλέπω την, τζιαι λέω ήνταλως τζιαι… Τζιαι τούντο μωρόν πρώτη φορά εταξίδευκε με τη μάμα και τον παπά του. Εν ξέρω, εγώ εν θέλω να έρκεται τούτος ο μήνας… Ειλικρινά εν θέλω… Νιώθω τζίντες ημέρες που τους ήβραμε, να κάμουμε τις κηδείες… Εν τζιαι αλλάσεις… Προσπαθείς, μπορεί να πάεις τζιαι κάπου τζιαι να γελάσεις… Γελάς, μα που μέσα σου κρούζεις… Τζιαι σκέφτεσαι τι είχα, τι έχασα… Δουλεύκεις για τα παιθκιά σου τζιαι τα παιθκιά σου κάμουν τα άλλοι να χαθούσιν…»
Για τους συγγενείς των θυμάτων, ο χρόνος σταμάτησε το μεσημέρι της 14ης Αυγούστου του 2005. Στο λόφο του Γραμματικού… Εκεί, όπου για πάντα έσβησε ο Ήλιος τους… Εκεί, όπου οικογένειες ξεκληρίστηκαν, παιδιά ορφάνεψαν…
Στο μοιραίο αεροσκάφος επέβαιναν τα τρία από τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Κουτσόφτα στο Παραλίμνι. Ο Οδυσσέας, 26 ετών, η σύζυγός του Ξένια Βρακά Κουτσόφτα, 27 ετών και η κορούλα τους, η Χρυσούλα, μόλις πέντε ετών. Πίσω, μαζί με τους παππούδες του, άφησαν τον τότε δίχρονο Βασίλη. Ένα παιδί, που έδωσε δύναμη στην γιαγιά του, Χρυσούλα Κουτσόφτα, για να κρατηθεί στα πόδια της και να τον μεγαλώσει, όπως θα τον μεγάλωνε ο γιος της και η νύφη της. Ήταν το φως της στο σκοτάδι της…
«Τέτοιες μέρες εν πιο έντονο… Και σιγά, σιγά… Είναι δύσκολες μέρες. Ο Βασίλης σήμερα είναι 17 χρονών. Σίγουρα είμαι περήφανη. Δεν μας ρωτά τίποτε. Πλέον ξέρει… Ξέρει την ιστορία ολόκληρη. Αλλά δεν μας ρωτά γιατί, τι και πώς… Ούτε ποτέ εξέφρασε κάποιο παράπονο… Τίποτε… Μπορεί που ήταν και πιο μωρό να σκέφτετουν πράματα, εμάς όμως ποτέ εν μας είπε τίποτε.
Ο Βασίλης θέλει να κάνει τα γενέθλια του στο σπίτι τους. Είναι πολλά χαρούμενος, βάλλει την μουσική δυνατά, ανάφκει τα φώτα ούλλα, νιώθει πολλά χαρούμενος… Για μας όμως είναι πολλά σκληρό. Πηέννεις και νομίζεις εν να τους έβρεις τζιαμέ. Που φέφκεις διερωτάσαι “γιατί”… Την πρώτη φορά που ήταν να πάμε, που το μωρό ήθελε να κάνει τα γενέθλια του, ήμουν τζιαμέ αλλά εν ήμουν… Προσπαθούσα να μεν κλάψω μπροστά στο μωρό, αλλά ώσπου να αντέξεις… Εν τζιαι μπορείς… Εν καρκιά τζιαι μας, έννεν; Στα πρώτα γενέθλια στο σπίτι, ήρταν μωρά τζιαι έβλεπα τα τζιαι σκέφτουμουν πως μες τούντο σπίτι είσιε αλλό τρία πλάσματα… Χαρές ήταν να έχουμε μες τζείνο το σπίτι… Όι να καθούμαστε να βλέπουμε γυρώ-γυρώ τζιαι να… Να τους θωρείς που τις φωτογραφίες… Γιατί μόνο τα χαρκιά μας εμείναν πλέον… Τίποτε άλλο εν έχουμε…»
«Μόνο νεκρός εν θα μου απαντήσει το τηλέφωνο…»
«Ήμασταν Κεφαλονιά για διακοπές. Ξύπνησα το πρωί τζιαι έπιανα τηλέφωνο τον γιο μου, τον Οδυσσέα τζιαι εν μου απαντούσε το τηλέφωνο. Ήταν να ξεκινήσουμε να πάμε στην Παναγιά την Φιδούσα. Εκεί που πήγαμε, μας είπαν πως πάντα εφκαίναν πολλά φίδια. Εκείνη την μέρα είχε μόνο τρία. Μιλούσαμε με τον άνθρωπο τζιαμέ και τον ρωτήσαμε γιατί εφκήκαν μόνο τρία. Τζιαι λαλεί μου “άμαν εν να συμβεί κάτι κακό στον κόσμο, εν φκένουν τα φίδια”… Προχωρήσαμε, βγαίνω έξω και πιάνει με τηλέφωνο η κόρη μου τζιαι λαλεί μου “μάμα έππεσε ένα αεροπλάνο, κυπριακό, με ποια πτήση επίεν ο Οδυσσέας;”. Ήταν η μόνη φορά που δεν θυμούμουν… Εν ξέρω αν ήταν επειδή ήταν εκείνη η στιγμή… Στο μεταξύ στη διαδρομή είπα του κουνιάδου μου “πιάνω τον Οδυσσέα τζιαι εν μου απαντά, εν ξέρω τι εσυνέβηκε…”. Τζιαι λαλεί μου “εν με τους φίλους του, εν να σε πιάει εσένα τηλέφωνο;”. Τζαι λαλώ του “μόνο νεκρός εν θα μου απαντήσει το τηλέφωνο…”.
Με το ίδιο αεροπλάνο ταξιδέψαμε τζιαι εμείς, στις 9 του μήνα, που πήαμε Κεφαλονιά (σ.σ λίγες μέρες πριν το αεροπορικό δυστύχημα). Ντάξει, φοούμε τα αεροπλάνα, αλλά ένιωθα ότι κάτι είχε. Τζιαι έλεα τους πως κάτι εν πάει καλά, εν θα φτάσουμε, κάτι μυρίζει καμένο τζιαι ελέαν μου ‘’έννεν τίποτε’’. Τζιαι όταν ήταν να κατεβούμε στην Κεφαλονιά, εν άνοιεν η πόρτα του αεροπλάνου».
«Έλεγε ότι θα βάλει σκάλα για να τους τζίσει στον ουρανό»
«Παίρνω την μνήμη μου πίσω τζιαι λαλώ “πώς αντέξαμε…”. Εφέραν μας δώδεκα φέρετρα τζείνη την μέρα, δώδεκα φέρετρα τζιαι αντέξαμε τζιαι θάψαμεν τους… Τζιαι είμαστε ως τωρά τζιαι ζούμε με τζείνο το γιατί αντέξαμε, πώς τα καταφέραμε ως τωρά με τζείνο το κακό ούλλο… Αλλά ο Θεός νομίζω έδωκεν μας δύναμη, δοξάζω τον. Έδωκεν μας πάρα πολλή δύναμη… Τζιαι εύχομαι να μας δώκει τζιάλλη να αντέξουμε να μεγαλώσουμε τον Βασίλη, να αντέξουμε να τον παντρέψουμε… Ο Θεός εν να μας δώκει δύναμη νομίζω…
Ο Βασίλης ξέρει ούλλη την αλήθεια. Το μωρό, τώρα με το ίντερνετ, εμπήκε τζιαι τα είδε ούλλα. Ξέρει τι και πώς εσκοτωθήκαν… Ελαλούσαμεν του όμως, εν τζιαι είπαμεν ψέματα του μωρού. Ελαλούσαμεν ούλλη την αλήθκεια πως έπεσε το αεροπλάνο. Που ήταν μωρό εζήτησε κάποιες φορές τον παπά και την μάμμα, τωρά που μεγάλωσε ξέρει. Εν μου λαλεί τίποτα που να με πληγώνει. Νιώθει, ξέρει… Φυσικά τωρά μόνος του, τι σκέφτεται, κανένας εν ξέρει… Άμαν τελειώνουν τα σχολεία, στις γιορτές, παν οι γονείς… Το μωρό; Αλλά ποττέ εν μας είπε τίποτε.
Κάθε χρόνο πηένναμε ταξίδι με το αεροπλάνο, γιατί ελέαμεν του ότι ο παπάς, η μάμμα και η αδελφή σου επήαν στον ουρανό τζιαι ήθελε να πηένουμε ταξίδι. Έλεγε εν να βάλω σκάλα, θα βγω ψηλά τζιαι θα τους φτάσω, να τους τζίσω… Την πρώτη φορά που κάναμε το ταξίδι, όταν ήταν έξι-εφτά χρονών, είχα έννοια τι θα με ρωτήσει, τι θα απαντήσω… Τώρα βέβαια ξέρει, το κατάλαβε πως πέθαναν…»
-Μια τραγωδία που παρέμεινε ατιμώρητη…
«Εμείς ποτέ δεν θα ξεχάσουμε την τραγωδία. Όσα χρόνια και αν περάσουν. Όσο είμαστε ζωντανοί και έχουμε το μυαλό μας… Δεν ξεχνούμε, δεν είναι εύκολο να ξεχάσεις, όσα χρόνια και εάν περάσουν… Μην ακούς ότι ο χρόνος θα περάσει και θα ξεχάσεις… Μάλλον το αντίθετο… Τίποτε… Ποτέ δεν πλήρωσε κανένας. Με στεναχωρεί… Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι… Όλα όμως είναι στην κρίση του Θεού».
-Σας ακούω καταβεβλημένη…
«Οι μέρες… Τούτες οι ημέρες… Βλέπεις όλους με τα παιθκιά τους, τα εγγονούθκια τους… Εμείς, είχαμε ένα γιο, είχαμε ένα μέλλον… Έφυεν… Είχαμε μιαν εγγόνισα, μιαν είχαμε, εχάσαμεν την… Μεγάλη ιστορία… Άμαν την σκέφτεσαι εν πολλά μεγάλος ο πόνος, αλλά…»
-Η παρηγοριά σας ο Βασίλης…
«Ναι… Ναι… Μακάρι να εν καλά το μωρό… Δόξα σοι ο Θεός. Τούτα ούλλα τα χρόνια, μεγαλώνει όπως θα τον εμεγάλωνε η μάμμα και ο παπάς. Κάποιες φορές σκέφτεσαι αν ήταν η μάμμα και ο παπάς του μωρού, πώς θα ήταν… Σκεφτούμαστεν τα… Έγινε κάτι, που εν μπορείς να κάνεις τίποτε… Κλάσματα δευτερολέπτου εγίναν πολλά πράματα… Που δεν αλλάζουν… Μακάρι αλλά δυστυχώς εν γίνεται τίποτε… Ο Θεός εν μεγάλος… Μακάρι ο κόσμος να είναι καλά… Να μεν συμβαίνουν αυτά, που συνέβησαν σε μας… Να εν καλά ούλλος ο κόσμος…»