Από θύμα κακοποίησης, θύτης του πατέρα του… Ζητά επιείκεια στην ποινή του ο Τζάκ

Μια δεύτερη ευκαιρία, ώστε το Δικαστήριο να δει με περισσότερη επιείκεια τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε το έγκλημα, ανατρέποντας την ποινή σε βάρος του, ζητά ο 27χρονος σήμερα που καταδικάστηκε το καλοκαίρι του 2021 σε ποινή φυλάκισης 16 ετών, για την ανθρωποκτονία του πατέρα του στα Λεύκαρα. Ένα έγκλημα, που θα μπορούσε να πει κανείς πως ήταν προδιαγεγραμμένο, με ηθικό αυτουργό, για άλλη μια φορά, το σύστημα το οποίο απέτυχε να το αποτρέψει. Ένα έγκλημα με δολοφόνο ένα παιδί, τον Τζακ, μόλις 25 ετών (σ.σ τότε) και θύμα τον πατέρα του, 64 ετών, που πριν από αυτό, οι ρόλοι ήταν αντίθετοι. Ο θύτης ήταν θύμα ενδοοικογενιακής βίας και το θύμα ήταν ο θύτης της κακοποίησης τόσο των παιδιών του, όσο και της συζύγου του.  

Το έγκλημα που διαπράχθηκε τον Αύγουστο του 2020 στα Λεύκαρα, στο υποστατικό όπου διέμενε ο 64χρονος, επήλθε μετά από πολλαπλές προκλήσεις εκ μέρους του θύματος αλλά και από συνεχόμενη λεκτική, ψυχολογική και σωματική κακοποίηση τόσο στον ίδιο τον 27χρονο, όσο και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του από το θύμα. Το αποκορύφωμα που οδήγησε τον νεαρό στην εγκληματική ενέργεια, όπως είναι η θέση του που εκφράζεται μέσα από τον συνήγορο υπεράσπισης του, Γιάννη Πολυχρόνη, ήταν η δόλια προσπάθεια του θύματος να αποκτήσει την φύλαξη της αδερφής του νεαρού, για αλλότριους σκοπούς, κάτι που συντάραξε και ολόκληρη την οικογένεια, και κυρίως την μητέρα του 27χρονου, με την οποία ήταν πολύ συνδεδεμένος. Γεγονός που δεν άφησαν περιθώρια ψύχραιμου αναλογισμού στον κατηγορούμενο, μετά και τα όσα βίωσε τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένεια του, από τα χέρια του πατέρα τους. 

Διευκρινίζεται πως το ζητούμενο δεν είναι η καταδίκη του νεαρού και πως θα έπρεπε να παραμείνει ατιμώρητη η εγκληματική του πράξη, αλλά το ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε, χωρίς να ληφθούν υπόψη, σύμφωνα με την υπεράσπιση του, όλοι μετριαστικοί παράγοντες, την ώρα που σε άλλα εγκλήματα, που διαπράχθηκαν κάτω από ιδιάζουσες περιπτώσεις, η ποινή ήταν πολύ χαμηλότερη. Όπως στην συγκεκριμένη περίπτωση, όπου ο θύτης ήταν για χρόνια θύμα της κακοποιητικής συμπεριφοράς του πατέρα του, κάτι που του προκάλεσε σωρεία προβλημάτων κατά τα παιδικά του χρόνια, και δεδομένου πως ο νεαρός αντιμετωπίζει και σοβαρά προβλήματα ψυχικής υγείας. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές δια το αδίκημα «Manslaughter by reason of loss of control» η αφετηρία επιμέτρησης της ποινής είναι τα πέντε χρόνια ποινής φυλάκισης, ενώ καθορίζεται ότι το εύρος της επιβληθείσας ποινής είναι από τα 3 μέχρι τα 6 χρόνια ποινής φυλάκισης.

Η ιστορία της κακοποιητικής συμπεριφοράς που βίωνε ο νεαρός και η οικογένεια του, που δυστυχώς είχε αιματηρό τέλος, καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ως ακολούθως: 

«Ο εξεταζόμενος (σ.σ. κατηγορούμενος) ήταν 25 ετών. Γεννήθηκε στο …, όπου διέμενε μέχρι την ηλικία των έξι και στη συνέχεια μετακόμισε με την οικογένεια του στην … για έναν χρόνο, λόγω εργασιακών υποχρεώσεων του πατέρα του. Για τον ίδιο σκοπό μετακόμισαν έναν χρόνο αργότερα στην Κύπρο. Έλαβε απαλλαγή από τη στρατιωτική του θητεία ως Ι-5 για λόγους ψυχικής υγείας. Τα τελευταία χρόνια πριν τη φυλάκιση του, αναλάμβανε παντός είδους εργασίες που έβρισκε ευκαιριακά και παράλληλα έφτιαχνε ξύλινες χειροποίητες κατασκευές τις οποίες εμπορευόταν.  

 Τα συναισθήματα του ήταν σχετικά επίπεδο, ενώ παρουσίαζε μια συναισθηματική ψυχρότητα με σπάνιες διακυμάνσεις, οι οποίες σχετίζονται με ιδιαίτερα έντονα περιστατικά που βίωσε.

Δήλωσε ότι προερχόταν από διασπασμένη οικογένεια μέτριου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου. Μίλησε για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την ανάπτυξη του, οι οποίες ξεκίνησαν από τα παιδικά του χρόνια. Εξέφρασε ότι είχε ορισμένες καλές αναμνήσεις από την πρώτη οκταετία της ζωής του, κατά την οποία φροντιζόταν τόσο ο ίδιος, όσο και τα αδέλφια του από τη μητέρα τους, με την πατρική φιγούρα να ήταν απούσα λόγω εργασίας, ενώ παράλληλα ήταν και αρκετά αδιάφορη και αποστασιοποιημένη σε σχέση με τον γονικό της ρόλο. Έχει άλλα τέσσερα αδέλφια, εκ των οποίων το ένα είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια και διέμενε σε ίδρυμα και τα δύο μικρότερα φοιτούσαν σε ειδικό σχολείο.

Η κατάσταση χειροτέρεψε όταν η οικογένεια μετακόμισε στην Κύπρο, με τον πατέρα του να εκδηλώνει βίαιες συμπεριφορές, σε επίπεδο λεκτικής, σωματικής και ψυχολογικής βίας, προς τη σύζυγο και τα παιδιά του. Αναφέρθηκε σε περιστατικά βίας, όπως όταν τον τραυμάτισε ο πατέρας του στην πλάτη με κλαδευτήρι στη διάρκεια διαπληκτισμού και χρειάστηκε ιατρική περίθαλψη.

Ο εξεταζόμενος (σ.σ κατηγορούμενος) φορτιζόταν συναισθηματικά αναφερόμενος στις συμπεριφορές αυτές του πατέρα του, βιώνοντας αισθήματα θυμού, μίσους και αγανάκτησης.

Το 2013 ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικία τους, ενώ παρά τις καταγγελίες που έκαναν στον αστυνομικό σταθμό της περιοχής τους, εξακολουθούσε να τους παρενοχλεί με λεκτικές απειλές, σωματικές επιθέσεις ή μπαίνοντας στο σπίτι όταν απουσίαζαν και κλέβοντας αντικείμενα που είχαν συναισθηματική αξία για τα μέλη της οικογένειας.

Ο εξεταζόμενος περιέγραψε ότι οι δυσκολίες και οι άσχημες καταστάσεις στις οποίες εκτίθονταν στο σπίτι, επηρέαζαν την απόδοση του κατά τη φοίτηση του στο δημοτικό, παρουσιάζοντας μειωμένο ενδιαφέρον και προσοχή στο σχολείο. Επίσης από τα οκτώ έως τα 18 του, παρακολουθείτο από παιδονευρολόγο, έχοντας διαγνωστεί με διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με υπερκινητικότητα, τα συμπτώματα της οποίας όπως υποστήριξε, υποχώρησαν σε κάποιο βαθμό κατά την ενήλικη ζωή.

Στη διάρκεια της εφηβείας, όπως δήλωσε, ξεκίνησε να είναι αντιδραστικός, παρορμητικός, να έχει νευρικά ξεσπάσματα και εκρήξεις θυμού και να χτυπά τη μητέρα του ή να σπάζει αντικείμενα στο σπίτι. Ανέφερε ότι ένιωθε συνεχώς χαμένος και αναστατωμένος λόγω της αστάθειας και των βίαιων συμπεριφορών του πατέρα του και η μόνη του διέξοδος ήταν να απουσιάζει από το σπίτι αρκετές ώρες μέχρι αργά.

Αισθανόμενος ιδιαίτερα άβολα και νιώθοντας ντροπή μίλησε για ένα περιστατικό, γύρω στα 15 του. Μετά το περιστατικό η μητέρα του απευθύνθηκε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας. Ο ίδιος παραπέμφθηκε σε ψυχίατρο και ψυχολόγο, με τους οποίους είχε συνεργασία και όπως εξέφρασε βοηθήθηκε στο να μπορέσει να διαχειριστεί την παρορμητικότητα του. Επίσης, οριοθέτησε τον εαυτό του, ενώ με τη βοήθεια καθηγητών του που αποτέλεσαν θετικές επιρροές για τον ίδιο, μπόρεσε να αντιληφθεί ότι έπρεπε να βοηθήσει τον εαυτό του να αλλάξει και να βάλει στόχους στη ζωή του. Ξεκίνησε να διαβάζει και να δείχνει ενδιαφέρον για τα μαθήματα, ενώ έθεσε ως στόχο του να βοηθούσε και να προστάτευε τη μητέρα και τα αδέλφια του στο μέτρο των δυνατοτήτων του.  Στη φάση αξιολόγησης, θεωρούσε τον εαυτό του ως επιτυχημένο όσον αφορά στις επιδόσεις του στο σχολείο από το Γυμνάσιο και μετέπειτα, αποφοιτώντας με άριστη επίδοση, σε αθλήματα όπως η κολύμβηση, το μπριτζ και το σκάκι όπου διακρίθηκε αλλά και στον κοινωνικό τομέα, όπου ένιωθε ότι οι γύρω του τον αναγνώριζαν, τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν για την εργατικότητα του αλλά και τον χαρακτήρα του.

Περιέγραψε τον εαυτό του ως εσωστρεφές και μοναχικό άτομο που δεν ήταν στις προτεραιότητες του η σύναψη σχέσεων. Επίσης, η συναισθηματική εγγύτητα με την οικογένεια του δεν τον απασχολούσε τόσο, όσο η προστασία τους από τον πατέρα του.

Ως προς το αδίκημα για το οποίο κατηγορείτο εξέφρασε ότι έκανε παραδοχή στο Δικαστήριο. Περιέγραψε ότι τον τελευταίο καιρό βρισκόταν σε μια φάση απόγνωσης, αναφέροντας ότι δεν έβρισκε ανταπόκριση στις καταγγελίες στις οποίες προέβαιναν ο ίδιος και η μητέρα του σχετικά με τις παραβατικές συμπεριφορές του πατέρα του που παρενοχλούσε, εκμεταλλευόταν, απειλούσε ή ασκούσε βία στα πρόσωπα της οικογένειας του.

Το γεγονός ότι ο πατέρας του επεδίωκε να πάρει την κηδεμονία της μικρότερης του αδελφής αλλά και μια σειρά από γεγονότα που τον αναστάτωσαν, συνέβαλαν στην ενίσχυση των αρνητικών του συναισθημάτων προς τον πατέρα του, βιώνοντας έντονο θυμό, οργή και μίσος απέναντι του. Σε μια προσπάθεια να απαλλαγεί από τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα του, στράφηκε στην κατανάλωση αλκοόλ τρεις μέρες πριν να προβεί στο αδίκημα, ενώ σπάνια προηγουμένως έπινε. Νιώθοντας ματαίωση που είχε φτάσει στα όρια του και ότι δεν είχε άλλη αντοχή, οδηγήθηκε στο αδίκημα του, παρόλο που είχε την ελπίδα ότι η έκβαση των πραγμάτων θα μπορούσε να ήταν διαφορετική αν συζητούσαν, κάτι που επεδίωξε, όπως δήλωσε, χωρίς αποτέλεσμα.

Στην πρώτη συνάντηση εξέφρασε ότι με τη διάπραξη του αδικήματος του, εκπλήρωσε μια ηθική του ανάγκη και ένιωθε ικανοποίηση που απάλλαξε την οικογένεια του από την επιβάρυνση που προκαλούσε το θύμα σε αυτή, καταλογίζοντας ευθύνες στο θύμα για την κατάληξη του ιδίου αλλά και των αδελφών του.

Σε διάρκεια της δεύτερης και της τρίτης συνάντησης υπήρξε ευσυγκίνητος, αναγνωρίζοντας ότι δεν ήταν σωστό αυτό που έκανε και θεωρούσε ως προσωπική αποτυχία το ότι δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει δια της νομικής οδού τα πράγματα. Αφότου διέπραξε το αδίκημα του, πανικοβλήθηκε και ένιωθε χαμένος. Όπως δήλωσε ‘’έβαλα μια μάσκα ότι όλα ήταν οκ’’ και προσπαθούσε να απωθεί κάθε σκέψη ή ανάμνηση που του ερχόταν ως προς το γεγονός. Στη φάση εξέτασης, αναγνώριζε ότι ενήργησε με το θυμό που συσσώρευσε για χρόνια και ανέφερε ότι υπήρχαν στιγμές που αντιλαμβανόμενος τι έκανε, μετάνιωνε για την πράξη του».

Τους απειλούσε με την γονική μέριμνα 

Προσφεύγοντας στο Ανώτατο ο δικηγόρος του νεαρού, Γιάννης Πολυχρόνης, ως προς ύψος της ποινής που του επιβλήθηκε, αναφέρθηκε εκ νέου στην ιστορία του κατηγορούμενου, υποδεικνύοντας πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξέτασε αποσπασματικά και δεν εξέτασε στην ολότητά τους τις προκλήσεις που κατά καιρό προέβαινε το θύμα.

Ο νεαρός, κατά την εφηβεία του ξεκίνησε να είναι ιδιαίτερα αντιδραστικός με συχνά νευρικά ξεσπάσματα και εκρήξεις θυμού, ενώ συχνά ένιωθε χαμένος και αναστατωμένος λόγω της αστάθειας και των βίαιων συμπεριφορών του πατέρα του.

Όπως αναφέρθηκε, ο κατηγορούμενος, έχασε τα παιδικά του χρόνια, χαμένος στα προβλήματα, τόσο προσωπικά όσο και οικογενειακά, επιρρίπτοντας αποκλειστική ευθύνη στον πατέρα του, που όχι απλά δεν βοήθησε στην στήριξη του, αλλά αντίθετα με τη βίαιη και απειλητική συμπεριφορά του, βοηθούσε στο να επιδεινώνεται η κατάσταση του.

Ο αποβιώσαντας πατέρας του, σύμφωνα τόσο με τους ισχυρισμούς της μητέρας του, του ιδίου και των αδελφών του, συμπεριφερόταν σ’ όλη την οικογένεια βίαια, τους έβριζε και τους χτυπούσε. Επίσης δεν ενδιαφερόταν για τα προβλήματα και την ευημερία τους, αλλά μόνο για τον εαυτό του και επιπλέον προσπαθούσε να τους αποσπά και λεφτά στερώντας τους βασικές ανάγκες.

Μάλιστα, το 2018, η μητέρα του κατηγορούμενου, καταχώρησε μονομερή αίτηση στο Δικαστήριο, με την οποία ζητούσε διάταγμα που να απαγορεύει στον αποβιώσαντα να αποσύρει οιονδήποτε ποσόν από κοινό τους λογαριασμό στην τράπεζα, στον οποίο κατατίθεντο αποκλειστικά η χρηματική βοήθεια (€848,38 μηνιαίως) που λάμβαναν από την Κυπριακή Δημοκρατία για τις ανάγκες των παιδιών τους, που είναι παιδιά με ειδικές ανάγκες. Μια πράξη, όπως υπέδειξε η υπεράσπιση, «που πέραν που αδιαφορία για τα παιδιά του, πέραν από παράνομη γιατί επρόκειτο για κρατικό επίδομα, ήταν άκρως ανήθικη και απεχθής».

Σύμφωνα με τα όσα κατατέθηκαν ενώπιον Ανωτάτου, μετά την καταχώρηση αίτησης εκ μέρους της μητέρας του 27χρονου για να πάρει την φύλαξη της αδελφής του, - μικρότερης θυγατέρας με ειδικές ανάγκες και η οποία ήταν υπό την ευθύνη του Γραφείου Ευημερίας - τότε ο αποβιώσαντας ενώ ήταν απών γενικά από τα προβλήματα της οικογένειας και ιδιαίτερα των παιδιών προσπαθούσε καταπιεστικά ανορθόδοξα και παρά την θέληση της ανήλικης να έχει επικοινωνία μαζί της, με αποτέλεσμα η ανήλικη μόνο στο άκουσμα για επικοινωνία με τον πατέρα της, να παθαίνει πανικό υστερίες, να κλαίει και να αγχώνεται.

Παράλληλα, το θύμα διέδιδε σε κοινούς φίλους και γνωστούς ότι θα πάρει την φύλαξη της ανήλικη κόρης του, ενώ διέδιδε επίσης στο χωριό και δήλωσε στον κατηγορούμενο και τη μητέρα του, ότι θα πωλούσε την οικογενειακή κατοικία επειδή ήταν συνιδιοκτήτη και ότι θα τους πετούσε όλους έξω για να πάρει το μερίδιο του. Ο κατηγορούμενος, ήταν άμεσος και έμμεσος δέκτης αυτών των απειλών και διαδόσεων, που τον αναστάτωναν και τον τρόμαζαν ένεκα και της τραυματικής εμπειρίας και ενδοοικογενειακής βίας που έζησε από το θύμα.

Τους απειλούσε πως θα τους σκοτώσει

Επιπρόσθετα, στην αγόρευση του ο κ. Πολυχρόνης, ανέφερε πως «ο αποβιώσαντας δεν βοηθούσε οικονομικά καθόλου τα παιδιά του. Αντίθετα προσπαθούσε να τους παίρνει τα λεφτά από την κρατική βοήθεια που είχαν τα παιδιά με τις ειδικές ανάγκες. Ακόμα και από την θυγατέρα του, η οποία είναι τρόφιμος σε ίδρυμα, αδίστακτα και ανελέητα της έπιασε τα €10 που της έδωσε η μητέρα του κατηγορούμενου για pocket money, ο οποίος γνώστης όλων αυτών των γεγονότων και το κυριότερο στήριγμα της μητέρας του, από τη μια τον έπνιγε η αδικία ενώ από την άλλη ήταν ανήμπορος να αντιδράσει».

Ο αποβιώσαντας μετά που εγκατέλειψε την συζυγική οικία, έλεγε σ’ όλη την οικογένεια ότι η όποια περιουσία υπάρχει, είναι όλα δικά του και ότι υπάρχει στο σπίτι και τους δήλωνε ότι θα κατεδάφιζε το σπίτι. Άλλοτε τους έλεγε ότι θα πωλούσε το σπίτι για να πάρει το μερίδιο του και «θα τους πετάξει έξω και όπου θέλουν να πάν», ενώ πολλές φορές ζητούσε από την μητέρα του κατηγορούμενου «να πεταχτεί έξω από το αυτοκίνητο και να σκοτωθεί. Τους δήλωνε πολλές φορές όταν θύμωνε μαζί τους “I ‘ ll kill you” και όλα αυτά μπροστά στα παιδιά και τον κατηγορούμενο».

Απόρριψη, απειλές και βία 

«Η πιο πάνω συμπεριφορά του αποβιώσαντα συνεχιζόταν και μετά την διάσταση του με την σύζυγο του. Ο δε κατηγορούμενος ο οποίος εργαζόταν ανελλιπώς σε οποιαδήποτε εργασία εύρισκε (ακόμα και σε χωράφια) για να βοηθά την μητέρα και τα αδέλφια του βίωνε συνεχώς την απόρριψη, αδιαφορία, απειλές και βία από τον πατέρα του, με αποτέλεσμα λόγω της πιο πάνω συμπεριφοράς του πατέρα προς όλη την οικογένεια, να καταγγείλει μαζί με την μητέρα του τον πατέρα στην αστυνομία για βία στην οικογένεια και συγκεκριμένα για τα τελευταία περιστατικά μετά την διάσταση, τόσο εναντίον του όσον και της μητέρας του. Μάλιστα, καταχωρήθηκε από την αστυνομία σε βάρος του υπόθεση. 

Μετά την πιο πάνω καταγγελία ο πατέρας κατήγγειλε ψευδώς και εκδικητικά τον κατηγορούμενο, ότι δήθεν του επετέθη, με αποτέλεσμα να κατατεθεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για κοινή επίθεση.

Στα πλαίσια προσπάθειας αποφυγής ως μέσου επίλυσης των προσωπικών τους διαφορών τα ποινικά δικαστήρια, οι πιο πάνω ποινικές κατόπιν αιτήματος των εμπλεκομένων ανεστάλησαν, από τον Γενικό Εισαγγελέα.

Παρά τα πιο πάνω ο αποβιώσαντας συνέχιζε τις παράλογες και προκλητικές απαιτήσεις του απέναντι σε όλα τα μέλη της οικογένειας και στον κατηγορούμενο, δείχνοντας πλήρη αδιαφορία για τα παιδιά του, προσποιούμενος και για δικούς του λόγους ότι ήθελε να έχει επικοινωνία με την θυγατέρα του, αψηφώντας την ψυχολογία της και με απώτερο σκοπό να κάνει καθημερινό ψυχολογικό πόλεμο στον κατηγορούμενο και να εκμεταλλευτεί την κηδεμονία της αδελφής του για οικονομικούς σκοπούς.

Η μητέρα του κατηγορούμενου, απέστειλε επιστολή προς τον δικηγόρο του αποβιώσαντος για να σταματήσει τις ανορθόδοξες προσπάθειες να έχει επικοινωνία με την αδελφή του. Επίσης η μητέρα του κατηγορούμενου απέστειλε επιστολή ημερ. 24.6.20 προς τον αποβιώσαντα ώστε να σταματήσει να διαδίδει ψευδώς διάφορα εναντίον της και να την σχολιάζει στην παρουσία της μπροστά σε άλλα άτομα με ανυπόστατες κατηγορίες.

Ο δρόμος προς το έγκλημα 

«Η μητέρα του Εφεσίοντα είναι μια βασανισμένη γυναίκα και δεν θα ήσαν πολλοί άνθρωποι στην θέση της αν όχι και κανείς άλλος να ενδιαφέρεται και να τρέχει τόσο τα παιδιά τους παρά τα διάφορα προβλήματα τους αλλά και τα δικά της, όπως τις δυσκολίες διακίνησης, τα οικονομικά προβλήματα της και την ρατσιστική αντιμετώπιση της από πολλά άτομα. Εάν ερωτηθεί το ειδικό σχολείο που φοιτούν τα δύο της παιδιά της, το σίγουρο για την μητέρα θα πουν ότι νοιάζεται πολύ για τα παιδιά της και παρά τις δυσκολίες διακίνησης που αντιμετωπίζει, δεν οδηγεί αυτοκίνητο ούτε έχει αυτοκίνητο, εντούτοις είναι πάντοτε πρόθυμη να τους παραλάβει από το σχολείο, να τους τρέχει στους γιατρούς, στα ιδιαίτερα, στην ψυχαγωγία τους ακόμη και να διανύσει περπατητή πολλά χιλιόμετρα, αφού δεν δύναται να οδηγεί λόγω προβλήματος στα μάτια και χρησιμοποιεί πάντοτε είτε λεωφορείο από τα Λεύκαρα προς Λάρνακα είτε ταξί που δεν μπορεί οικονομικά να κάνει πολλές φορές περπατητή από την μια άκρη της Λάρνακας στην άλλη αν χρειαστεί για χάριν των παιδιών της. Αγαπά και φροντίζει τα παιδιά της και φροντίζει να μην χάσουν καμία ιατρική εξέταση.

Κατά τις επισκέψεις του γραφείου ευημερίας στο σπίτι της μητέρας του κατηγορούμενου στα Π. Λεύκαρα, κατά ή περί το τέλος Ιουλίου 2020, με σκοπό την επιθεώρηση της κατοικίας και προς διαπίστωση ότι ο κατηγορούμενος και ο αδελφός του δεν διέμεναν πλέον εκεί, οι λειτουργοί του γραφείου ευημερίας έκαναν συζητήσεις με τη μητέρα του, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο η αδελφή του κατηγορούμενου να μείνει μαζί με τον αποβιώσαντα που είναι καλύτερα οικονομικά, γεγονός που συγκλόνισε όλη την οικογένεια. Επίσης λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας κατά τις θερινές διακοπές του σχολείου προσέγγισαν την αδελφή του κατηγορούμενου στην στέγη όπου διαμένει και της είπαν ότι θα έπρεπε να βλέπει και τον πατέρα της. Προς τούτο, όλη η οικογένεια και ειδικά ο κατηγορούμενος το τελευταίο διάστημα ήταν ιδιαίτερα αναστατωμένοι και σε μεγάλη αγωνία και ένταση, για τούτο ακριβώς το λόγο.

Ενώ η μητέρα του κατηγορούμενου έχει καταβάλει κάθε προσπάθεια που της συνεστήθη από το Γραφείο Ευημερίας ως προϋπόθεση για να επιστρέψει η αδελφή του στο σπίτι της που συνεχώς την ζητούσε και έκλαιγε, εντούτοις αυτό καθυστερούσε, ενώ ταυτόχρονα, οι λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας είχαν προς συζήτηση το θέμα επικοινωνίας της ανήλικης με τον πατέρα, κάτι που δεν επιθυμούσε η ανήλικη και της δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωση και ψυχική δυσφορία.

Επίσης ενόψει των πιο πάνω, ο αποβιώσαντας ενθαρρύνθηκε και ξεκίνησε να απαιτεί να βλέπει την ανήλικη, ενώ η ανήλικη ήτο αρνητική και ανένδοτη και ο αποβιώσαντας ουδέποτε στο παρελθόν δεν ενδιαφέρθηκε, αντίθετα η συμπεριφορά του ήτο απαράδεκτη προς τα παιδιά του.

Εκκρεμούσα της διαμάχης μεταξύ των γονέων του κατηγορούμενου για τον έλεγχο της κηδεμονίας της αδελφής του και έχοντας υπόψη όλο το πιο πάνω ιστορικό και ιδιαίτερα την συζήτηση μεταξύ της μητέρας του κατηγορούμενου και των λειτουργών του Γραφείου Ευημερίας, αλλά και τις πρόσφατες απειλές που δέχτηκε η οικογένεια και συνάμα ο κατηγορούμενος από τον αποβιώσαντα πατέρα του, ο κατηγορούμενος πήρε την απόφαση και θυσιάστηκε για την οικογένεια του».

Ζητά περισσότερη επιείκεια από το Δικαστήριο 

Μεταξύ άλλων, ο δικηγόρος του 27χρονου, υπέδειξε κατά την αγόρευση του ενώπιον του Ανωτάτου, πως από τα γεγονότα είναι ξεκάθαρο ότι η κακοποίηση και οι απειλές του θύματος έπρεπε να αξιολογηθούν από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως «πολλαπλές προκλήσεις» από μέρους του, ενώ θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη η κακοποίηση του κατηγορούμενου και της οικογένειας του, η οποία συνιστά μετριαστικό παράγοντα, καθώς και την κινητήριο δύναμη που τον οδήγησε στην απώλεια της ικανότητας για αυτοέλεγχο και στην συνεπακόλουθη τέλεση του αδικήματος.

Η αντίδραση του κατηγορούμενου θα έπρεπε να αξιολογηθεί ως μια πράξη που ερχόταν ως φυσική συνέπεια ύστερα από παρατεταμένη κακοποίηση η οποία συνεπιφέρει παρατεταμένη κατάσταση οργής, ανέφερε ο κ. Πολυχρόνης, λέγοντας παράλληλα πως το τελευταίο συμβάν με τη διαμάχη για την κηδεμονία της αδελφής του, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, γι’ αυτό και όταν το έμαθε ο κατηγορούμενος, λειτούργησε «εν βρασμώ ψυχής» και τέλεσε το αδίκημα για το οποίο παραδέχθηκε ενοχή.

Δειτε Επισης

Συνελήφθη 20χρονος για την κλοπή του μοιραίου οχήματος του θανατηφόρου στη Λάρνακα
Την προεδρία του ΔΣ της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Ακαδημίας (CEPOL) ανέλαβε η Κύπρος
Αίσιο τέλος-Εντοπίστηκε και είναι καλά στην υγεία της η 13χρονη
Σχεδόν 1,000 περιστατικά βίας κατά γυναικών το 2022-2023-Στις 41 οι γυναικοκτονίες μέσα σε δέκα χρόνια
Υπό ανάκριση ο 18χρονος που συνελήφθη για την κλοπή τριών οχημάτων-Θα αφεθεί ελεύθερος
Σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση οι σφαίρες στο Βατί-Στάλθηκαν για επιστημονικές εξετάσεις
Έριξαν κροτίδα στην είσοδο δικηγορικού γραφείου στη Λεμεσό-Το αντιλήφθηκε υπάλληλος
Καταζητείται ο 43χρονος Γιώργος Φράγκου για κλοπή φορτηγού (pic)
Έβαλε τα ναρκωτικά σε βαλίτσα και τα μετέφερε στη Λεμεσό-Πώς χάλασε το κοντραμπάντο η ΥΚΑΝ (pics)
Άφαντη για τρίτη μέρα η 13χρονη Κωνσταντίνα στη Λευκωσία-Νέα έκκληση της Αστυνομίας (pic)