Η απουσία (αντί)δρασης και γιατί η σιωπή δεν είναι πάντα χρυσός
09:13 - 16 Σεπτεμβρίου 2022
Σκάνδαλα, διαφθορά, συγκάλυψη, παραλείψεις, εγκληματικές ενέργειες, επεισόδια, απανωτές αποδράσεις… Αυτά συνθέτουν μια σειρά υποθέσεις που βρέθηκαν, βρίσκονται ή αναμένεται να βρεθούν ενώπιον των Αρχών το επόμενο διάστημα και στις πλείστες από αυτές υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής. Αυτός δεν είναι άλλος από την αστοχία των Αρχών να λειτουργήσουν με τρόπο που είτε θα απέτρεπαν, είτε θα προλάμβαναν, είτε θα εξιχνίαζαν αυτές τις υποθέσεις.
Το ερώτημα του ενός εκατομμυρίου, δεν είναι άλλο από το αν αυτή η αστοχία είναι προϊόν ανικανότητας ή προσπάθεια συγκάλυψης. Σε κάποιες υποθέσεις στο παρελθόν, υπήρξε παραδοχή για ανικανότητα και υπήρξαν παραιτήσεις. Τρανό παράδειγμα η υπόθεση των δολοφονιών του Μεταξά. Σε άλλες ήταν θέμα συγκάλυψης. Η διαφορά ωστόσο του παρελθόντος από το σήμερα, είναι πως οι αρμόδιοι, κάνουν το παν για να πείσουν πως όλα βαίνουν καλώς.
Ο Ιωνάς Νικολάου υπήρξε υπουργός της Κυβέρνησης Αναστασιάδη για μια πενταετία. Αμέτρητες φορές συγκρούστηκε με τα μέσα, αμέτρητες φορές ακούστηκαν ή γράφτηκαν ύβρεις για το πρόσωπο του, αμέτρητες φορές όμως και ο ίδιος βγήκε μπροστά, αντίκρυσε και παραδέχθηκε τη σκληρή πραγματικότητα, κατέθεσε τις απόψεις του, μίλησε με τα δικά του επιχειρήματα και δεν κρύφτηκε ποτέ.
Ακόμα και εκεί που εντόπισε ευθύνες στην ηγεσία της Αστυνομίας, δεν περιορίστηκε στις δημόσιες σχέσεις, τις έδειξε και ζήτησε παραιτήσεις. Είτε διαφωνούσες είτε συμφωνούσες με αυτά που έλεγε, σήμερα εκ των υστέρων και με τη χρονική απόσταση από τα γεγονότα που κλήθηκε να διαχειριστεί και έχοντας ικανοποιητικό δείγμα από τους διαδόχους του, εκτιμάς την παρουσία του, γιατί τουλάχιστον παραδέχεσαι πως δεν κρυβόταν, έβγαινε μπροστά και αν μη τι άλλο, σου έδινε το δικαίωμα να τον κρίνεις για αυτά που έκανε και όχι για αυτά που δεν έκανε.
Σήμερα τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα που είχε να αντιμετωπίσει ο Ιωνάς Νικολάου, ο οποίος καθημερινά δεχόταν τόνους κριτικής, για πράξεις και δηλώσεις του.
Μόλις χθες η Νομική Υπηρεσία παρέλαβε δύο πορίσματα. Το ένα αφορά τις εγκληματικές ευθύνες τεσσάρων μελών της δύναμης οι οποίοι δεν έκαναν την δουλειά τους και εν γνώση ή εν αγνοία τους συγκάλυψαν ένα άγριο έγκλημα, του οποίου οι δράστες παραμένουν ελεύθεροι και ατιμώρητοι, και το δεύτερο αφορούσε ένα ανώτατο στέλεχος της Δύναμης, ο οποίος λειτούργησε παράνομα, επικοινωνούσε με βαρυποινίτη μέσω παράνομου κινητού και ζητούσε πληροφορίες για να καταστρέψει τη Διευθύντρια των Φυλακών.
Το λιγότερο που θα ανέμενε κάποιος είναι η ηγεσία της Αστυνομίας αλλά και η πολιτική ηγεσία του αρμόδιου Υπουργείου, αν μη τι άλλο, θα εξέφραζαν τον προβληματισμό τους. Θα εξέφραζαν τη θλίψη τους για το γεγονός ότι η Αστυνομία απέτυχε. Απέτυχε για ακόμα μια φορά να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και των μίνιμουμ προσδοκιών της κοινωνίας, δίνοντας την ίδια ώρα το στίγμα πως έγιναν και θα γίνουν αλλαγές σε σχέση με τους χειρισμούς της Δύναμης και από την άλλη – έστω τυπικά - θα έστελνε το μήνυμα πως τάσσετε υπέρ της πάταξης της διαφθοράς.
Στην περίπτωση του Θανάση, όχι μόνο δεν έκανε τα πιο απλά, αλλά έκλεισε και τα αυτιά στις σπαραχτικές κραυγές της τραγικής μάνας που ακούραστη για 17 χρόνια πολεμούσε για να λάμψει αλήθεια. Στην δεύτερη περίπτωση, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο αποδείχθηκε πως εντός του Σώματος υπάρχουν σοβαρά κρούσματα διαφθοράς, τα οποία προσβάλλουν και εκθέτουν ολόκληρο το Σώμα. Και αυτά κρούσματα, δεν είναι στα ψηλά κλαδιά, αλλά στις ρίζες, στη βάση, στην ηγεσία της Δύναμης, ο Αρχηγός της οποίας θα ανέμενε κανείς να ήταν ακόμη πιο αυστηρός.
Ο λόγος που χρησιμοποιείται ο Ιωνάς Νικολάου ως παράδειγμα, είναι γιατί αναντίρρητα ήταν εκείνος ο υπουργός Δικαιοσύνης που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα όσο κανένας άλλος. Δέχθηκε σκληρή κριτική την οποία όμως ποτέ δεν άφησε αναπάντητη. Είχε τις απόψεις του, είχε τις θέσεις του, είχε τις πολιτικές του, που μπορεί να διαφωνούσες με αυτές, αλλά ποτέ δεν έπαψε να βγαίνει μπροστά και να υπερασπίζεται αυτό που πίστευε.
Σήμερα αν ήταν ο Ιωνάς Νικολάου, το σίγουρο είναι πως δεν θα έμενε κλειδωμένος στο γραφείο του. Θα έβγαινε μπροστά και θα αντιμετώπιζε την αλήθεια και τα γεγονότα. Θα ακούγαμε για μηδενική ανοχή και για μια σειρά από ενέργειες που θα επανάφεραν το απολεσθέν κύρος της Αστυνομίας. Μπορεί να ακούγονταν χιλιοειπωμένες, τουλάχιστον θα τις ακούγαμε…
Αντί τούτου, τι αντιμετωπίζουμε σήμερα; Μια υπουργό η οποία επιλέγει να δρα απομονωμένη μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, της οποίας οι πράξεις μόνο ερωτήματα προκαλούν. Πώς μπορείς να προσεγγίσεις μια περίπτωση υπουργού η οποία ενώ έχει ενώπιον της μια σειρά από δεδομένα που προέκυψαν μετά από καταγγελία της Διευθύντριας των Φυλακών, εναντίον ενός αξιωματικού, αυτή δεν δρα, περιμένει, βρίσκει δικαιολογίες και δεν τον βγάζει αμέσως σε διαθεσιμότητα; Πώς να σχολιάσεις το γεγονός ότι ακόμα και όταν η διαθεσιμότητα επιβαλλόταν να παραταθεί, αφού παρατάθηκε η διορία για παράδοση του πορίσματος και πάλι καθυστέρησε και με πολύ αργά αντανακλαστικά αποφάσισε για τα αυτονόητα; Πώς να ερμηνεύσεις το γεγονός ότι στην τελευταία της ανακοίνωση ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε πως ο συγκεκριμένος αξιωματικός θα επιστρέψει στα καθήκοντα του με την ολοκλήρωση του πορίσματος, προκαταλαμβάνοντας το τι αυτό θα περιελάβανε εναντίον του;
Και πώς να ψυχολογήσεις για το τι πραγματικά θέλει και πιστεύει από τη στιγμή που αποφεύγει να κάνει δηλώσεις, ενώ και όταν τις κάνει αυτές ως επί το πλείστων δεν αγγίζουν την ουσία του ζητήματος;
Στο ίδιο μοτίβο και ο Αρχηγός Αστυνομίας, ο οποίος μάλιστα επιλεκτικά παρεμβαίνει σε δηλώσεις, όταν πρόκειται για θέματα που διαφημίζουν την υπηρεσία του. Όταν όμως καίει το σίδερο επιλέγει κι αυτός τη σιωπή, ενώ και τις φορές που κλήθηκε να σχολιάσει την περίπτωση του Διοικητή της ΥΚΑΝ, μάλλον δημιούργησε περισσότερες σκιές, αντί να ξεκαθαρίσει το σκηνικό. Ενδεικτική η αρχική του δήλωση, όταν το σκάνδαλο είδε το φως της δημοσιότητας και ρωτήθηκε για το ζήτημα της διαθεσιμότητας του, είπε πως «διαφέρει και το πρόσωπο στο οποίο στρέφονται οι καταγγελίες», στέλνοντας σαφώς λανθασμένα μηνύματα και δίνοντας το στίγμα της προσέγγισης του ζητήματος.
Αυτό που ζητούσε η κοινωνία, στα μάτια της οποίας πλέον οι εν λόγω θεσμοί έχουν περιπέσει σε ανυποληψία, είναι μια ξεκάθαρη παραδοχή, ένα mea culpa, μια δήλωση που θα διαβεβαίωνε τους πολίτες πως οι ηγεσίες του Υπουργείου και της Αστυνομίας, είναι έτοιμες να κόψουν τα σάπια μήλα και να διορθώσουν τα λάθη.
Αντ' αυτου ο κόσμος παρακολουθεί μια υπουργό και έναν Αρχηγό να είναι παρατηρητές, τουλάχιστον μπροστά από τα φώτα της δημοσιότητας, με τις ενέργειες τους να είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που σε μια ευνομούμενη χώρα θα περίμενε κανείς να είναι.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Οι σκιές που επισκίασαν την αμεροληψία και η γυναίκα του Καίσαρα