Κραυγή απόγνωσης… «Μας είπαν σταματάτε να πιππιλάτε το θέμα των αγνοουμένων»
12:39 - 06 Σεπτεμβρίου 2022
Οργή, ντροπή και προβληματισμό προκάλεσαν τα όσα ακούστηκαν ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων, από στενά πρόσωπα αγνοουμένων, όπου φάνηκε για ακόμη μια φορά το μαρτύριο και ο πόνος που βιώνουν τα τελευταία 48 χρόνια, ενώ την ίδια ώρα φανερώθηκε η απαξίωση των αρμόδιων υπηρεσιών, που γύρισαν την πλάτη στους συγγενείς. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τις διακρίσεις που υπάρχουν σε σχέση με τη στήριξη των οικογενειών αγνοουμένων, οι ίδιες οικογένειες δηλώνουν πως το πρόβλημα στήριξης παραμένει τεράστιο, ενώ όλες οι πόρτες γύρω τους είναι κλειστές.
Η απογοήτευση στα πρόσωπα των οικογενειών των αγνοουμένων ήταν οφθαλμοφανής, με την κα. Ευανθία Αντωνίου, να δηλώνει πως, «από τον καιρό που ήμουν έξι χρονών, θυμάμαι τη μητέρα μου να με παίρνει σε εκδηλώσεις αγνοουμένων. Όλοι να κάνουν γιορτές και εγώ με την οικογένειά μου να είμαστε μόνοι μας. Πάντα ένιωθα αυτό τον πόνο και τη διαφορετικότητα. Δεν είμαστε εδώ για να μας λυπούνται όμως, αλλά θέλουμε να νιώσουμε την κυβέρνηση δίπλα μας και να μας βοηθήσει. Δεν γίνεται να πηγαίναμε να κτυπούμε πόρτες και να μας λένε οι ιδιαίτερες σταματάτε να πιππιλάτε το θέμα των αγνοουμένων. Ζητάμε κατανόηση και να δουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε. Πλέον πρέπει να αλλάξουν κάποια πράγματα».
Ιδιαίτερο προβληματισμό, προκάλεσαν άλλωστε και τα όσα ανέφερε από την πλευρά της και η Ιφιγένεια Παπακωνσταντίνου, η οποία έχασε τον πατέρα της στον πόλεμο από την ηλικία των δέκα. Μάλιστα, όπως η ίδια τόνισε, «αν ζούσε ο πατέρας μου δεν θα ζητούσα από κανένα ελεημοσύνη σήμερα». Η ζωή της κα. Παπακωνσταντίνου μόνο ρόδινη δεν ήταν τα τελευταία χρόνια, καθώς όπως ανέφερε, «φάγαμε πολλές φορές πόρτα και δεν θέλω να αναφερθώ σε ονόματα. Κινδυνεύσαμε να χάσουμε τα σπίτια μας λόγω της οικονομικής κρίσης. Ίσως η ζωή μας δίδαξε κάποια πράγματα. Είναι ντροπή να μην γνωρίζουν που είναι το σπίτι μου, που είναι η μάνα μου, και τι προβλήματα έχουμε. Δεν ήρθαμε εδώ για να προσβάλουμε άτομα. Εμείς ζητήσαμε από την πολιτεία, να μην μας χρησιμοποιεί μόνο σε επετείους, μόνο σε εκδηλώσεις, μόνο σε προεκλογικότητες. Κανείς όμως δεν με ρώτησε αν είναι καλά τα τρία μου παιδιά. Έπαθα μέχρι και έμφραγμα μυοκαρδίου. Καμία κυβέρνηση δεν κτύπησε την πόρτα μας, να μας πει πεινάτε, είστε καλά;».
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η κα. Κούλλα Θεοδώρου, η οποία δεν πρόλαβε να γνωρίσει τον πατέρα της και εκ τότε παραμένει αγνοούμενος. «Ήμουν ενάμιση χρονών στην εισβολή και αυτή η εμπειρία της εισβολής και τα βιώματα που ζήσαμε, μας έκαναν τους ανθρώπους που ήμαστε σήμερα και νιώθω περήφανη. Το θέμα είναι ότι για να είμαι έτσι, είναι ο πόνος που πέρασα και οι αυπνίες που βίωσα. Σκεφτείτε να ξαπλώνεις και να βλέπεις μπροστά σου τους Τούρκους να κατεβαίνουν τον Πενταδάκτυλο. Έπαιρνα τη μητέρα μου σε ψυχίατρους γιατί δεν μπορούσε να παραδεχτεί ότι χάθηκε ο πατέρας μου, όταν ήταν 24 ετών. Επειδή πήγε να πολεμήσει. Ξέρουμε πως φθάσαμε στην εισβολή και πιστεύω ότι το κράτος οφείλει στα παιδιά των αγνοουμένων. Η ζωή μας θα ήταν διαφορετική αν ήταν οι δικοί μας άνθρωποι κοντά μας».
Ενώ, από τη δική της πλευρά η κα. Χρύσω Πεττεμερίδου, έστειλε ξεκάθαρο μήνυμα προς τους αρμόδιους, ότι «η πολιτεία πρέπει να ευαισθητοποιηθεί, καθώς ο πόνος ήταν πάρα πολύ μεγάλος. Ήμουν μικρό παιδί έξι χρονών όταν έγινε η εισβολή. Έζησα πολλά προβλήματα με τη μάμα μου και μάλιστα, προβλήματα οικονομικά. Ζητούμε απλά μια ευαισθητοποίηση από την Κυβέρνηση».
Ψάχνουν λύση με σταθερό βοηθητικό επίδομα στις οικογένειες
Τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να επιτευχθεί μια λύση με κάποιο επίδομα, που να καλύπτει τους συγγενείς πρώτου βαθμού των αγνοουμένων, συζήτησε μεταξύ άλλων η Επιτροπή Προσφύγων και αυτό που διαφάνηκε είναι ότι όλες οι υπηρεσίες και η Κυβέρνηση, θέλουν να επιλύσουν το ζήτημα άμεσα. Παράλληλα, θα αναληφθεί μια πρωτοβουλία τις επόμενες μέρες, ώστε να γίνει ένας συντονισμός με όλα τα υπουργεία και τις αρμόδιες υπηρεσίες σε συνεργασία με την επιτροπή συγγενών αγνοουμένων, ώστε να εξευρεθεί μια λύση στη βάση πιθανόν ενός σταθερού επιδόματος και βοήθειας γι’ αυτές τις οικογένειες.
Εξάλλου, όπως ανέφερε από την πλευρά του ο Επίτροπος Προεδρίας, Φώτης Φωτίου, «τα προβλήματα με τους συγγενείς των αγνοουμένων δεν είναι μόνο αυτά δυστυχώς. Εμείς από την πλευρά μας εργαζόμαστε για να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα. Πάντοτε οι συγγενείς των παθόντων, έχουν θέματα με την υγεία και τη στέγασή τους. Είναι δεκάδες οι περιπτώσεις κάθε βδομάδα, αλλά για το συγκεκριμένο θέμα για τη στήριξη των οικογενειών αγνοουμένων, κάναμε κάποια βήματα και λύσαμε τα θέματα με τις μητέρες και προσπαθήσαμε να λύσουμε τα θέματα και με τις συζύγους. Θα πρέπει να βρούμε τη λύση και ασφαλώς το πρόβλημα είναι το ΕΕΕ, αφού απέκλειαν αυτή την ομάδα για να έχει το επίδομα φροντίδας».
Το θέμα της κατ' οίκον φροντίδας, αν και σε κάποιο βαθμό έχει βελτιωθεί, εντούτοις φαίνεται να ταλανίζει αρκετές οικογένειες, βρίσκοντας ως εμπόδιο τη Νομοθεσία, υπέδειξε ο πρόεδρος της Παγκύπριας Οργάνωσης Συγγενών Αδηλώτων Αιχμαλώτων και Αγνοουμένων Νίκος Σεργίδης, ο οποίος σημείωσε ότι, «ζητούσαμε τροποποίηση για να φύγουν αυτά τα προβλήματα. Οι περισσότερες περιπτώσεις απορρίπτονται, γιατί έχουν κάποιες χιλιάδες ευρώ ως αποταμίευση. Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι η πολιτεία πρέπει να εξετάσει το ζήτημα και την ανάγκη για φροντίδα. Πρέπει να δίνεται ένα λογικό επίδομα σε αυτά τα άτομα. Λανθασμένα ειπώθηκε ότι αυτό θα στοιχίσει εκατομμύρια αφού δεν είναι έτσι, είναι μερικές εκατοντάδες. Έχουμε μερικές εκατοντάδες συγγενείς αγνοουμένων, που σιγά σιγά θα εκλείψει αυτός ο αριθμός».
Από την πλευρά του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, ο κ. Διομίδους, ανέφερε ότι, «από το 2015 που ισχύει το διάταγμα της φροντίδας τα κριτήρια είναι τα ίδια με του ΕΕΕ και από το 2016 έχει εξαιρεθεί το επίδομα παθόντων και συγγενών αγνοουμένων, για σκοπούς υπολογισμού της φροντίδας. Για να δικαιούται κάποιος φροντίδα πρέπει να πληροί όλα τα κριτήρια του ΕΕΕ, δηλαδή ότι αφορά τις καταθέσεις και την ακίνητη περιουσία. Επειδή έχουμε ακούσει ότι δεν εφαρμόζονται αυτά, από το 2016 ισχύουν πλήρως. Όντως, υπήρξε μια καθυστέρηση στην εξέταση των αιτήσεων, αλλά εάν υπάρχει ανάγκη φροντίδας, δίνουμε προτεραιότητα. Υπάρχουν έξι σημεία Παγκύπρια, με ανθρώπους που λύνουν απορίες για τα επιδόματα σε σημεία εξυπηρέτησης και δίνεται προτεραιότητα σε αυτούς που έχουν ανάγκη φροντίδας».
Οι θέσεις των Βουλευτών
Ξεκάθαροι ήταν από την πλευρά τους οι Βουλευτές, με τον πρόεδρο της Επιτροπής Προσφύγων, Νίκο Κέττηρο, να θεωρεί εξευτελιστική αυτή την κατάσταση. «Πέρασαν ένα τεράστιο πόνο αυτές οι οικογένειες και σίγουρα δεν ήθελε κανένας να περάσουν αυτά τα αισθήματα αυτές οι οικογένειες. Αφού τα βάλουμε κάτω μπορούμε να βρούμε μια λύση για να μην περνούν από αυτές τις διαδικασίες».
Από την πλευρά του ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Νίκος Γεωργίου, ανέφερε ότι, «και εγώ έχει Θείο αγνοούμενο και τη μακαρισμένη τη γιαγιά μου τη γνώρισα με μαύρη ενδυμασία. Νιώθουμε τον πόνο σας με πλήρη ευαισθησία και πρέπει να κάνουμε ότι γίνεται εφικτό. Η πολιτεία οφείλει να στηρίξει αυτές τις οικογένειες και ιδιαίτερα για την κατ' οίκον φροντίδα, είναι υποχρέωση της πολιτείας για να παρέχεται».
Ταυτόχρονα, η Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Ρίτα Θεοδώρου Σούπερμαν, εξήγησε ότι, «είναι καλό κάθε λίγο καιρό να ακούγονται αυτές οι μαρτυρίες για να μην ξεχνούντε. Είναι το πιο μεγάλο πρόβλημα τα όσα έφερε η τουρκική εισβολή με τα όσα έζησαν οι συγγενείς των αγνοουμένων και κανείς δεν μπορεί να πει το αντίθετο. Χρειάζεται λίγη καλή θέληση μόνο για να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα. Πρέπει να δοθεί σημασία στο τι χρειάζεται η κάθε οικογένεια».
Όπως υπέδειξε επίσης ο Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Γιώργος Κάρουλλα, «αναγνωρίζουμε τα όσα λέτε και θέλουμε να βοηθήσουμε τους συγγενείς. Πρέπει να βρούμε τους μηχανισμούς στήριξης για να δούμε τι μπορεί να γίνει».
Από την πλευρά του ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Χρίστος Σενέκκης, είπε, «είμαστε συγκλονισμένοι και δεν μπορούμε να πούμε και πολλά από την πλευρά της πολιτείας. Στους αγνοουμένους είναι σε αυτούς που χρωστάμε πάρα πολλά. Εμείς είμαστε περαστικοί υπό την ιδιότητα των Βουλευτών. Όσον αφορά τα σημεία εξυπηρέτησης πάντως, και επειδή μιλάμε για μεγάλες ηλικίες, μπορούν αρκετές να μην μπορούν να πάνε, άρα πρέπει να υπάρχει εξυπηρέτηση και μέσω τηλεφώνου σε αυτές τις περιπτώσεις»