«Τότε πουλούσα το μέτρο 10 σελίνια… είχα πελάτες πλούσιους και φτωχούς»
14:59 - 05 Ιουνίου 2022
Υφάσματα σε όλα τα χρώματα, κλωστές και ψαλίδια γεμίζουν τον χώρο… Σ΄ένα στενό στην παλιά πόλη της Λευκωσίας ο κος Φοίβος Μαστρίδης διατηρεί το υφαντουργείο του, για περισσότερο από τριάντα χρόνια. Οι μυρωδιές φέρνουν αναμνήσεις από τα παλιά. Τότε που ο κόσμος διάλεγε τα υφάσματα για τα ρούχα του και στη συνέχεια έπαιρναν μορφή στον κοντινότερο ράφτη της γειτονιάς.
Οι ιστορίες του 70χρονου, κ. Μαστρίδη πέραν από χρώματα, κουβάρια υφασμάτων και καλούς παλιούς πελάτες όπως ένας αγοραστής από τον Νέλσον Μαντέλα, κρύβουν και πόνο από την προσφυγιά και την εισβολή, αφού αρκετά από τα μέλη της οικογένειάς του παραμένουν μέχρι σήμερα αγνοούμενα.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο χωριό Σύσκληπο της Κερύνειας, στις πρόποδες του Πενταδακτύλου. Κατά τη διάρκεια της εισβολής και συγκεκριμένα, όταν αποφασίστηκε η πρώτη εκεχειρίας, οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό μου από τα γύρω τουρκικά χωριά. Κατά τη διάρκεια των μαχών, χάσαμε τα ίχνη του πατέρα μου, του παππού μου, της γιαγιάς μου και μιας θείας μου που παραμένουν μέχρι σήμερα αγνοούμενοι. Ο αδελφός μου, κρατήθηκε για τρεις μήνες φυλακισμένος στα Άδανα της Τουρκίας και μετά ήρθε πίσω. Η μητέρα μου ήταν η μόνη που την γλίτωσε αλλά μας μεγάλωσε μ΄ αυτό το μαράζι αφού 48 χρόνια μετά δεν βρέθηκε καμία σημαντική πληροφορία ώστε να οδηγηθούμε τουλάχιστον, στα λείψανά τους», εξιστορεί ο κος Μαστρίδης μιλώντας στον REPORTER.
Από την πρώτη στιγμή, ένιωσε την ανάγκη να μας πει την ιστορία του. Ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της εισβολής των Τούρκων στο νησί μας, ως νέος αξιωματικός του στρατού, βρισκόταν στην πρώτη γραμμή…. Αν και μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, ήθελε να σπουδάσει οι συγκυρίες δεν το επέτρεπαν και αποφάσισε να εργαστεί σε ένα μαγαζί που εμπορευόταν υφάσματα στη Λευκωσία. Εκεί μαθαίνει καλά τη δουλειά μέχρι που αποφασίζει να ανοίξει τη δική του επιχείρηση μαζί με τον αδελφό του, που απεβίωσε πριν από δέκα χρόνια.
«Μετά την εισβολή θα πήγαινα να σπουδάσω οικονομικά αλλά έγινε η εισβολή και δεν πήγα. Μετά από λίγα χρόνια πήγα για να εργαστώ σ΄ ένα μεγάλο εμπορικό στη Λευκωσία με υφάσματα, τον Καμπέρι. Η πρώτος μου μισθός ήταν 30 λίρες. Παρέμεινα εκεί για περίπου έξι χρόνια. Εκεί έμαθα και αγάπησα αυτή τη δουλειά. Κατάλαβα, πως είχε πολύ δουλειά και είπα να την ακολουθήσω και εγώ. Όποτε είχα διάλειμμα έψαχνα κατάστημα, μέχρι που βρήκα αυτό εδώ και το 1981 το ανοίξαμε μαζί με τον αδελφό μου», περιγράφει ο κος Φοίβος.
Ο κόσμος έδειξε από την αρχή τον ενδιαφέρον του για τα υφάσματα του κ. Φοίβου. Πλούσιοι, φτωχοί, όλοι χωρούσαν στο μικρό μαγαζί που έφτιαξε με αγάπη και μέχρι σήμερα παρόλο που οι εποχές άλλαξαν δηλώνει ικανοποιημένος για όσα κατάφερε.
«Έφτιαξα το μαγαζί, πήρα από διάφορους εμπόρους υφάσματα και θυμάμαι πως ο κόσμος με τίμησε αμέσως. Από τις πρώτες μέρες πουλήσαμε αρκετά αφού καθημερινά παίρναμε από 100 λίρες. Τότε πωλούσαν το μέτρο 10 σελίνια, μετά έγινε μια λίρα, αργότερα ήρθε το ευρώ. Σιγά-σιγά με τα χρόνια επέκεινα την επιχείρηση και έφερνα περισσότερα υφάσματα. Στην αρχή έφερνα κασμίρια για κουστούμια, πλέον νομίζω είμαι ο μόνος έμπορος που παρέμεινε στην περιοχή που έχει κασμίρια. Όταν ο κόσμος μετά την εισβολή άρχισε να ταξιδεύει και να αγοράζει περισσότερο έτοιμα ρούχα άρχισαν να ζητούν και άλλα υφάσματα, κυρίως οι γυναίκες. Έρχονταν εδώ για να προχωρήσουν σε αγορές για τους άντρες τους και μου ζητούσαν υφάσματα για τις ίδιες. Μια, δύο φορές αποφάσισα να φέρω και υφάσματα για γυναίκες… τελικά πωλούσα περισσότερα. Μετά άρχισα να βάζω και υφάσματα για ράσα, για σεντόνι και κουρτίνες».
Θυμάται και τότε που για δεκαπέντε χρόνια περίπου ένας Κύπριος από την Αφρική αγόραζε από το μαγαζί υφάσματα για τα κουστούμια του Νέλσον Μαντέλα. «Ήταν φίλοι και όποτε ερχόταν Κύπρο, σχεδόν κάθε χρόνο για δεκαπέντε χρόνια περνούσε από το μαγαζί για να πάρει υφάσματα. Οι πελάτες μου είναι φτωχοί αλλά και πλούσιοι».
Κατά τη διάρκεια των χρόνων η μόδα άλλαζε, όπως και η ζήτηση. Τα παλιά σκουρόχρωμα υφάσματα έπαιρναν την θέση των χρωματιστών. Ο κος Φοίβος λέει πως μέχρι και σήμερα δεν θα άλλαζε τίποτα, θα εργάζεται εκεί μέχρι να κουραστεί μαζί με τον συνεχιστή της μικρής του επιχείρησης, τον γιό του Χρήστο, να συνεχίζει την παράδοση.
«Η μόδα άλλαζε συνεχώς. Όταν άρχισα τα παντελόνια ήταν καμπάνα, μετά έγιναν πιο στενά και μετά πολύ πιο στενά, φαίνονταν οι κάλτσες τους. Είχα πολλούς πελάτες ράφτες. Πολλοί από αυτούς απεβίωσαν, άλλοι γέρασαν και σταμάτησαν να εργάζονται. Οι χρυσές εποχές, όχι μόνο για εμένα, αλλά για όλους τους καταστηματάρχες στην περιοχή τελείωσαν. Στις αρχές εδώ οι οδοί ήταν γεμάτοι κόσμο, μετά άνοιξαν καταστήματα παντού και σταμάτησε ο κόσμος να έρχεται. Νιώθω όμως ικανοποιημένος που συνεχίζω μέχρι σήμερα».
Δίπλα στον κ. Φοίβο τα τελευταία έξι χρόνια βρίσκεται ο γιος του Χρίστο, ο οποίος αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εργάζεται καθημερινά στο υφασματοπωλείο ως ο επόμενος ιδιοκτήτης της επιχείρησης και συνεχιστής της παραδοσιακού, μικρού μαγαζιού που έφτιαξε ο πατέρας του.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Γεγονότα αποτυπωμένα σε κολότζια-Η σύγχρονη παραδοσιακή τέχνη του κ. Γιαννάκη
- Το αποτύπωμα της δισκοθήκης Triangle-«Δεν ξεχώριζες την ημέρα, ήταν άλλη εποχή»
- Η μακροβιότερη μπυραρία της Λευκωσίας-Η αυθόρμητη ιδέα που έγινε ιστορία (pics)
- Οι θρυλικοί «Isadoras» και η νυχτερινή ζωή του ΄70, από το Βαρωσί στη Λευκωσί