Το Πάσχα μίας άλλης εποχής και τα έθιμα που έσβησε η μπότα του Αττίλα
06:38 - 22 Απριλίου 2022
«Το Πάσχα του 1974, ήταν μία συγκλονιστική εμπειρία. Είπαν ότι θα κάνουμε περιφορά του Επιταφίου, βγήκαμε από την εκκλησία του Αρχαγγέλου και φτάσαμε όπως ήταν παλιά στο σπίτι του δημάρχου. Ένιωθα πολύ έντονα ότι ήταν ο Χριστός νεκρός, αλλά εκείνη τη μέρα κηδεύαμε και την Κερύνεια. Λες και το ήξερα ότι ήταν το τελευταίο Πάσχα στην Κερύνεια».
Λόγια που κρύβουν πόνο. Τον πόνο του ξεριζωμού, της προσφυγιάς, της εγκατάλειψης. Λόγια που φέρνουν δάκρυα στα μάτια όλων των προσφύγων, που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, μέσα σε λίγα λεπτά, για να γλιτώσουν από τον Τούρκο εισβολέα. Λόγια που μαρτυρούν την πραγματικότητα που ζουν, 47 χρόνια μετά και κάθε Πάσχα φέρνουν στην επιφάνεια τον πόνο, που προσπαθούν τόσα χρόνια να σιγάσουν.
Κάθε Πάσχα, οι άνθρωποι αυτοί θυμούνται αυτές τις αλλιώτικες εποχές. Εποχές γεμάτες ξεγνοιασιά, αγάπη, χαρά, μα πάνω από όλα ελευθερία. Τότε που ήταν παιδιά και γιόρταζαν το Πάσχα στο χωριό τους, τιμώντας τα έθιμα και τις παραδώσεις του τόπου τους. Παραδώσεις που σήμερα άρχισαν να ξεθωριάζουν, άλλες επειδή αλλάζουν οι εποχές, άλλες επειδή ήταν μοναδικές και υπήρχαν στα χωριά, που πλέον για να τα επισκεφτούμε, πρέπει να δείχνουμε ταυτότητα στην ίδια μας την πατρίδα.
Στη Λύση, οι χωριανοί άσπριζαν τα σπίτια, από πάνω μέχρι κάτω, για να προετοιμαστούν για το Πάσχα, στην Αμμόχωστο γινόταν ένας άτυπος διαγωνισμός, ποιος έχει τον καλύτερο Επιτάφιο, στην Κερύνεια, οι κάτοικοι έβαφαν τα αβγά τους με φύκια από τη θάλασσα, στη Μόρφου έκαναν ένα μεγάλο πανηγύρι για να υποδεχτούν το Νυμφίο, πριν την Μεγάλη Εβδομάδα. Κάποιες από αυτές τις παραδώσεις κρατήθηκαν, σε μικρότερη κλίμακα, κάποιες άλλες χάθηκαν…
Στον REPORTER μίλησαν κάτοικοι από αυτές τις περιοχές και θυμήθηκαν το Πάσχα στο χωριό τους, τις παραδώσεις τους και συγκινήθηκαν. Οι διαφορές από περιοχή σε περιοχή μεγάλες, όμως όλες οι ιστορίες είχαν ένα κοινό. Τον πόνο όταν ερωτήθηκαν για το Πάσχα μακριά από τα σπίτια τους.
«Ήμασταν γεμάτοι χαρά»
Η κα. Μαρία Κουσιάππα και η κα. Κατίνα Παναγίδη-Μιχαηλίδου και οι δύο από την κατεχόμενη Λύση, θυμήθηκαν όλα όσα έκαναν στο χωριό τους, για να προετοιμαστούν για το Πάσχα.
«Ήμασταν γεμάτοι χαρά, να ασπρογιάσουμε, να καθαρίσουμε, να ετοιμάσουμε τα σπίθκια μας. Να ασπρογιάσουμε τους τοίχους στην αυλή μας, με ασβέστη, επειδή ήταν μεγάλοι. Έπρεπε να σταυρώσουμε τα δίχωρα των μαρμάρων. Πιάνναμε ένα πινέλο, δύο δάκτυλα και κάμναμε τις γραμμές στο τετράγωνο του μαρμάρου με τον ασβέστη τζιαι εφαίνετουν τζείνος ο χώρος με ασβέστη. Στολίζαμε τα τραπέζια, είχαμε κουρτισμένα πάνω πιάτα, εβάλλαμε την σουβάτζα. Τα έθιμά μας ήταν να κάμουμε τα κουλλούρια μας, να κάμουμε τις φλαούνες μας, να σφάξουν οι γονείς μας τα αρνιά για να κάμουμε το ψητό μας το Πάσχα», θυμάται η κα. Μαρία.
Από πλευράς της, η κα. Κατίνα μας διηγήθηκε ότι «εγίνετουν μία προετοιμασία με το καθάρισμα του σπιτιού, μετά εψήναν φλαούνες τζιαι κουλούρια. Παραπάνω, όμως, ήταν η εκκλησία το βράδυ. Στο σπίτι έπρεπε να ασπρίσουν όλα. Στα σπίτια κάτω ήταν μάρμαρα τζιαι έπρεπε να σταυρωθεί το δίχωρο, οι τοίχοι της αυλής να ασπρίσουν, αν το εξωτερικό μέρος του σπιτιού είχε καμάρα, θα έπρεπε να ασπρίσει, το πεζοδρόμιο έπρεπε να ασπριστεί, οι δρόμοι έπρεπε να σκουπιστούν όλοι να είναι καθαροί τζιαι η κάθε νοικοκυρά έκανε τις δικές της δουλειές».
Στη Λύση, κρατούσαν ζωντανό και το έθιμο του Λαζάρου, μας περιέγραψε η κα. Μαρία. «Το Σάββατο του Λαζάρου, τα αγόρια εγυρίζαν μέσα στο χωρκό τζιαι ελαλούσαν τον Λάζαρο. Εμαζεύκαν τους Λαζάρους, τα κίτρινα λουλούδια τζιαι εκάμναν στεφάνι, επαιρνούσαμε με την κλωστή και εφτιάχναν ζώνες που τα εβάλλαν πάνω τους, στα χέρια, στα πόδια. Τα αγόρια επηέννα στα σπίθκια, επλώναν κάτω μία κουρελλού τζιαι το αγόρι που έκαμνε το Λάζαρο έππεφτε χαμέ τζιαι τα υπόλοιπα αγόρια ελαλούσαν το τραγούδι του Λαζάρου. Την ώρα που ελαλούσαν «Λάζαρε δεύρο έξω», εσηκώνετουν ο Λάζαρος τζιαι ετέλειωνε το τραούδι του. Εδίαν τους ο κόσμος κανένα αφκό, καμιά αναρή, κανένα χαλλούμι. Εν τζιαι υπήρχαν λεφτά τότε, για να δώσουν».
Το στόλισμα του Επιταφίου, θυμούνται οι δύο κυρίες, ήταν σημαντική υπόθεση, αφού γινόταν με τα λουλούδια που μάζευαν οι χωριανοί στα σπίτια τους.
«Πηγαίναμε εκκλησία την Μεγάλη Εβδομάδα τζιαι πρωί τζιαι νύχτα, να ακούσουμε τις ωραίες ψαλμωδίες, τη χορωδία του Σουρουλλά, που έψαλλαν ωραία. Μέσα στην εκκλησία, εστήναν μία εξέδρα μέσα στη μέση τζιαι εβάλλαν τον Εσταυρωμένο πάνω τζιαι μετά τον Επιτάφιο και ήταν ψηλά τζιαι έβλεπε τον ο κόσμος. Οι μικρές οι κοπέλες εγυρίζαν μέσα στο χωρκό τζιαι εμαζεύκαν που τα σπίτια λουλούδια, για να στολιστεί ο Επιτάφιος, από τις πιο μεγάλες κοπέλες. Τη νύχτα, ο ιερέας έκαμνε λιτανεία γυρώ που την εκκλησία, εν έφκαινε μέσα στους δρόμους. Ο καθένας, ό,τι λουλούδι είχε στο σπίτι του, εμάζευε το για να το δώσει στις κοπέλες που εγύριζαν το χωρκό και να το πάρουν για να στολιστεί ο Επιτάφιος. Κρινάκια, κιούλι, ό,τι είχαν στην αυλή τους. Έπρεπε εκείνη την ημέρα να πάει στον Επιτάφιο. Τη νύχτα, στην λειτουργία, έψαλλε η χορωδία του Σουρουλλά, εμάθαμε με εκείνη τη μουσική.
Το Μεγάλο Σάββατο, οι νοικοκυρές εζυμώναν και εψήναν τις φλαούνες τους. Τότε εν είχαν και ψυγεία για να τις βάλουν μέσα. Εψήναν τις την ίδια ημέρα. Την Κυριακή του Πάσχα εγίνετουν η λιτή. Εφορούσαμε τα καλά μας τα ρούχα τζιαι επηένναμε στη λιτή. Εν είχαμε τζαινούρκα ρούχα κάθε μέρα, όπως κάμνουν σήμερα. Η νεολαία είχε και ένα σύστημα. Την ώρα που εφκαίναν οι κοπέλες που την εκκλησία, είτε μετά τη λειτουργία, είτε μετά τη λιτή, τα κοπέλια εστέκαν στις δύο πλευρές του δρόμου, έξω που την πόρτα της εκκλησίας, για να δουν τις κοπέλες τζιαι να διαλέξουν την πιο όμορφη. Είχαμε τούτο το συνήθειο. Εν ήταν παιχνίδι, εστέκουνταν τζιαμέ για να δουν τις κοπέλες τζιαι να διαλέξουν».
Όταν η κουβέντα έφτασε στο θέμα των εκδηλώσεων, που πραγματοποιούνταν μετά την Ανάσταση, οι δύο γυναίκες αναφέρθηκαν στην διοργάνωση του ποδοσφαιρικού αγώνα, ανάμεσα στη Λύση και τα περίχωρα.
«Δεν μαζευόμασταν όλο το χωρκό το Πάσχα, όπως γίνεται τωρά. Είχαμε μόνο τον ποδοσφαιρικό αγώνα τη Δευτέρα του Πάσχα, που έρχουνταν που άλλα χωρκά και επαίζαμε. Μία χρονιά, πριν το 1955 κάλεσαν το τούρκικο χωριό τη Σίντα, που ήταν κοντά στη Λύση τζιαι ήρτε η ομάδα τους και πολλοί οπαδοί, τζιαι επαίξαν ποδόσφαιρο», ανέφερε η κα. Μαρία.
Από πλευράς της, η κα. Κατίνα σημείωσε πως «εμείς είχαμε μόνο τον ποδοσφαιρικό αγώνα τη Δευτέρα του Πάσχα. Μετά τη λιτή, επηένναμε όλοι, επειδή το γήπεδο ήταν δίπλα που την εκκλησία, νέοι, γυναίκες, παιδιά, για να δούμε τον αγώνα ποδοσφαίρου. Ήταν μεταξύ των διπλανών χωριών, ή μεταξύ των Τούρκων της Σίντας, επειδή πολλοί έρχονταν στη Λύση για να μάθουν τέχνη ή να δουλέψουν στα χωράφια και επιάνναν φλαούνες. Μετά τον αγώνα, όλες οι γυναίκες έπαιρναν φλαούνες τζιαι εβάλλαν μέσα στο γήπεδο για να κεραστούν».
Στην ερώτηση πώς ήταν το πρώτο Πάσχα μακριά από τη Λύση, η κα. Μαρία δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκριά της. Με φωνή τρεμάμενη, θυμήθηκε πως «το πρώτο Πάσχα μετά την εισβολή ήταν πολλά συγκινητικό. Ήμασταν στην Αραδίππου. Επηένναμε στην εκκλησία, εβλέπαμε τους κατοίκους της Αραδίππου που ήταν αλλαμένες, χαρούμενες τζιαι εμείς ενιώθαμε ως οι τελευταίες του κόσμου. Συγκινούμαι που το σκέφτομαι. Εν θα τα ξεχάσουμε ποτέ. Χωρίς να ξέρεις τον κόσμο, φυσικά ήταν φιλόξενοι, εσυμπεριφέρουνταν μας καλά. Αλλά έβλεπες γυρώ σου τζιαι εν ήξερες κανένα, εν ήταν οι συγγενείς σου. Εν ήταν το χωρκό μας, ήταν τζιαι σύντομα που την εισβολή, αλλά σιγά-σιγά εσυνηθήσαμε τα.
Ήταν πολλά δύσκολο να χαρούμε. Είχα τέσσερα μωρά τζιαι εν εβρίσκαμε σπίτι στην Αραδίππου, για να ενοικιάσουμε. Εδείξαν μας ένα σπίτι χωρίς παράθυρα τζιαι πόρτες, εχτιζετουν ακόμα. Βάλαμε νάιλον στις πόρτες τζιαι τα παράθυρα, εστρώναμε χαμέ κάτι σφουγγαρένα κρεβάτια που μας εδώσαν τζιαι εππέφταμε. Μετά μας έδωσαν ένα σπίτι να νοικιάσουμε, αλλά εκάμαμε τρεις-τέσσερις μήνες τζιμέσα. Εν είχαμε όρεξη να κάνουμε Πάσχα. Τη Λαμπρή, ήθελα να ακούσω τον Καλό Λόο, άφηκα τα μωρά να τζοιμούνται τζιαι επήα. Άκουσα το Χριστός Ανέστη τζιαι έφυα βουρητή να πάω πίσω. Ήταν τέσσερα μωρά, μέσα σε ένα σπίτι χωρίς πόρτες, ήντα χαρά να έχω. Όταν ανοίξαν οικόπεδα στη Δρομολαξιά, επιάσαμε ένα τζιαι εχτίσαμε. Σιγά-σιγά προσαρμόζεσαι».
Η κα. Κατίνα, στην ίδια ερώτηση, θυμήθηκε ότι όταν έγινε η εισβολή, είχε πλέον μετακομίσει στη Λευκωσία. «Όταν έγινε η εισβολή δεν ήμουν στη Λύση, ήμουν στη Λευκωσία, επειδή ο άνδρας μου δούλευε στο Δημαρχείο και ήμασταν εδώ. Όλοι οι συγγενείς ήρθαν στο σπίτι μας. Ήμασταν είκοσι άτομα μέσα στο σπίτι. Δεν ήταν η ίδια η κατάσταση, όπως ούτε και τώρα. Θα κάνουμε τις φλαούνες μας, τα κουλούρια μας, αλλά δεν είναι το ίδιο. Ούτε στην εκκλησία».
«Επρόκειτο για μία ιεροτελεστία»
Στην Αμμόχωστο, οι διαφορές δεν ήταν τόσο μεγάλες, αλλά την ίδια ώρα, τα πράγματα ήταν τόσο διαφορετικά. Ο κ. Πανίκος Κακούσιης, έστρεψε τον χρόνο πίσω και θυμήθηκε πώς γιόρταζαν το Πάσχα, τότε, που ο πόλεμος, η προσφυγιά και η κατοχή, δεν ήταν ορατό σενάριο.
«Επρόκειτο για μία ιεροτελεστία, ένα υπαίθριο θέατρο, ειδικά την Μεγάλη Εβδομάδα. Είναι μία κατάσταση εγρήγορσης, ανάτασης, όλοι ζούσαν μέσα στο πετσί τους πολύ έντονα εκείνες τις ημέρες. Η κατάσταση ξεκινούσε από τους χαιρετισμούς και εμείς τα παιδιά ψάχναμε εκείνες τις ημέρες, να μαζέψουμε τα ξύλα για την λαμπρατζιά. Βάζαμε σε ένα κοντάρι, που προεξείχε τη στοίβας των ξύλων, που ήταν συνήθως κλαδιά δέντρων, ένα σκιάχτρο, που ήταν ο Ιούδας και τον καίγαμε το Μεγάλο Σάββατο, για την προδοσία που έκανε.
Οι άνθρωποι, εκείνα τα χρόνια, ανελλιπώς νήστευαν. Τη Μεγάλη Πέμπτη έβαφαν τα αβγά και το πρώτο αβγό που έβγαινε από την κατσαρόλα ήταν της Παναγίας. Εκείνο το αβγό δεν επιτρεπόταν να τσουγκριστεί. Υπήρχαν, μάλιστα, νοικοκυρές που το έβαζαν στο εικονοστάσι, μέχρι το επόμενο Πάσχα που θα βάφονταν τα νέα αβγά.
Στην εκκλησία που πήγαινα, κάναμε μία χορωδία και προετοιμαζόμασταν για τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Συμμετείχαν και μικροί και μεγάλοι και άνδρες και γυναίκες. Η Μεγάλη Παρασκευή ήταν μία ξεχωριστή ημέρα για όλους τους ανθρώπους, στην Αμμόχωστο, επειδή υπήρχε μία μορφή υγιούς ανταγωνισμού ανάμεσα στις εκκλησίες, για το ποια θα κάνει τον πιο ωραίο Επιτάφιο. Υπήρχε και ένας νόμος απαράβατος. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν άλλα χρώματα εκτός από το άσπρο και το μωβ. Ακολούθως, όταν τελείωνε ο στολισμός, οι πολίτες επισκέπτονταν τους διάφορους ναούς για να δουν τους Επιταφίους και άκουγες μετά σχόλια ποιος έκανε την καλύτερη δουλειά. Πάντα τον στολισμό έκαναν οι νεαρές κοπέλες και οι γυναίκες. Τα αγόρια γυρίζαμε τους κήπους της ενορίας μας και μαζεύαμε λουλούδια.
Εκεί που επικρατούσε ένα δέος πραγματικά ήταν στην θεατρική απόδοση του Άρατε Πύλας, που γινόταν ένα ιδιαίτερο τελετουργικό αμέσως μετά την Ανάσταση. Ο ιερέας στεκόταν έξω από την πόρτα της εκκλησίας και από μέσα υπήρχε άλλος και ο ιερέας φωνάζει το Άρατε Πύλας και ακούγονταν χτυπήματα από μέσα και μετά άνοιγε η πόρτα και έμπαινε μέσα ο ιερέας. Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας, συνήθως οι άνθρωποι έφευγαν μετά τον Καλό Λόγο. Οι μικροί τσούγκριζαν και τα αβγά τους έξω από την εκκλησία. Μετά επέστρεφαν πεζοί στο σπίτι τους και έβλεπες μία σειρά από φώτα να λάμπουν, που ήταν τα κεριά από το Άγιο Φως που έπαιρναν οι άνθρωποι στο σπίτι τους».
Η φωνή του άρχισε να τρέμει και τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα. Χρειάστηκε λίγα δευτερόλεπτα για να μπορεί να συνεχίσει την κουβέντα μας, αφού φτάσαμε στο σημείο που περιέγραφε το πρώτο Πάσχα μακριά από το σπίτι του.
«Το Πάσχα του 1975 με βρήκε στη Λεμεσό, όπου ζω ακόμα. Υπήρχε ένα μεγάλο κενό (κλαίει) ποτέ στη ζωή μου δεν έζησα ξανά εκείνες τις ημέρες. Ο χωρισμός είναι ένας θάνατος και ο χωρισμός από την πόλη μας ήταν ένα αξεπέραστο γεγονός και φαντάζομαι ότι όλοι οι άνθρωποι που το έχουν ζήσει δεν θα το ξεπεράσουν».
«Το Πάσχα του 1974 ένιωθα ότι κηδεύαμε και την Κερύνεια»
Η κα. Άννα Ιακωβίδου-Νεοφύτου, θυμάται εκείνο το τελευταίο Πάσχα που γιόρτασαν στην Κερύνεια. Αν και τότε δεν το ήξερε ότι ήταν το τελευταίο, μέσα της όμως το ένιωθε. Θυμήθηκε ότι για πρώτη φορά, μετά την απαγόρευση της περιφοράς του Επιταφίου, από το 1931, το έθιμο επέστρεψε το 1974. «Ήταν μία συγκλονιστική εμπειρία. Είπαν ότι θα κάνουμε περιφορά του Επιταφίου, βγήκαμε από την εκκλησία του Αρχαγγέλου και φτάσαμε όπως ήταν παλιά στο σπίτι του δημάρχου. Ένιωθα πολύ έντονα ότι ήταν ο Χριστός νεκρός, αλλά εκείνη τη μέρα κηδεύαμε και την Κερύνεια. Λες και το ήξερα ότι ήταν το τελευταίο Πάσχα στην Κερύνεια».
Η περιφορά του Επιταφίου στην Κερύνεια είχε απαγορευτεί το 1931 από τους Άγγλους αποικιοκράτες, ενώ όταν ανέλαβε Μητροπολίτης Κερυνείας ο Κυπριανός, είχε σταματήσει. Πριν από αυτό, Επιτάφιοι υπήρχαν σε δύο εκκλησίες, οι περιφορές των οποίων κατέληγαν έξω από το σπίτι του τότε δημάρχου. «Μέχρι το 1924 είχαμε μόνο μία εκκλησία, του Αρχαγγέλου και όταν έγινε η δεύτερη εκκλησία, ο Επιτάφιος του Αρχαγγέλου πήγαινε από το λιμάνι και έφτανε μέχρι το σπίτι του δημάρχου. Ο Επιτάφιος του Αγίου Γεωργίου, της δεύτερης εκκλησίας, ξεκινούσε από την εκκλησία και έφτανε κι εκείνος έξω από το σπίτι του δημάρχου. Εκεί, η δημάρχαινα έβγαινε με το καπνιστήρι και τη μερρέχα και τους κάπνισε».
Όσον αφορά στα έθιμα που επικρατούσαν στην Κερύνεια, η κα. Νεοφύτου θυμήθηκε ότι «εκείνο που γινόταν το Πάσχα ήταν ότι ένας γέρος της Κερύνειας, ο Φωτής σε όλα τα σπίτια της Κερύνειας και καταλαβαίναμε ότι κόντεψε το Πάσχα. Ήταν και το θέμα του εκκλησιασμού, η εκκλησία ήταν μέρος της ζωής μας. Πηγαίναμε κάθε Κυριακή και τη Μεγάλη Εβδομάδα πηγαίναμε καθημερινά. Οι γυναίκες άρχισαν να προετοιμάζονται και να καθαρίζουν τα σπίτια από γωνιάς, να ασπρίσουν τις δομές. Έπρεπε να είναι ολόασπρα, θα ερχόταν ο Χριστός στο σπίτι τους.
Έπρεπε να κάνουν τα ψώνια τους και τα τυριά τους ήταν πάντα από την Πάφο. Έβαζαν τα τυριά τους σε ένα καλαθάκι και τα έβαζαν σε ψηλό σημείο για να μην τα φτάνουν οι γάτοι και τα σκέπαζαν με κουρούκλα για να στεγνώσει. Την Μεγάλη Παρασκευή, όταν έβγαιναν από τον Επιτάφιο, πήγαιναν σπίτι για να ετοιμάσουν το ζυμάρι τους για την επόμενη μέρα, για να φτιάξουν φλαούνες. Σηκώνονταν πρωί-πρωί και το έκαναν. Μία φορά θυμούμαι ότι η μάνα μου, μέχρι να σηκωθούμε εμείς το πρωί είχε ξεφουρνίσει και τις φλαούνες από τον ξυλόφουρνο μας.
Αυτά που ήταν πανέμορφα ήταν τα αβκά τα κόκκινα, από τα φίτζια της θάλασσας. Είχαμε ένα ψαρά, που ήξερε όλες τις φωλιές των χταποδιών τζιαι ό,τι του παράγγελλες έφερνε σου. Εμένα άρεσκε μου να ξυπνώ τζιαι να βοηθώ στις φλαούνες, στα κουλούρια, στις πίτες. Μοσχομύριζαν οι γειτονιές. Είχαν άλλη γεύση τα πράγματα ποτζί. Επειδή δεν είχαν όλες οι γειτόνισσες φούρνο, όποτε τον άναβε η μάνα μου, φώναζε στις άλλες γειτόνισσες για να ψήσουν».
Το πρώτο Πάσχα μετά την εισβολή, την βρήκε, μαζί με τον σύζυγό της στη Λευκωσία. Εκείνο τον Ιούλιο, οι δύο τους έλειπαν στην Γερμανία, αφού ο σύζυγός της είχε κερδίσει υποτροφία από τη Γερμανική Κυβέρνηση και όταν επέστρεψαν στην Κύπρο το Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, εγκαταστάθηκαν στη Λευκωσία. «Η πρώτη μας Λαμπρή μετά την εισβολή ήταν στο σπίτι της αδελφής μου, που ήταν στη Λευκωσία και μέναμε στο σπίτι τους. Σηκώστηκα χαράματα για να κάνω φλαούνες, όπως έκαμνε και η μάνα μας στην Κερύνεια. Δεν ήταν όμως το ίδιο».
«Υπήρχε ευγενής άμυλα»
Η κα. Μάρων Κεή, μιλώντας για το Πάσχα στη Μόρφου, η φωνή της ήταν γεμάτη νοσταλγία, την οποία υπογράμμιζε μία δόση μελαγχολίας.
«Για μας πολύ σημαντικό ήταν το πανηγύρι της Ελιάς, που γινόταν την Κυριακή των Βαΐων. Γινόταν μία πολύ μεγάλη πανήγυρις στον περίβολο του Αγίου Μάμαντος, που ήταν τεράστιος, σε όλη την Ερμού και το παντοπωλείο. Συνήθως, τότε ο κόσμος προμηθευόταν τα τυριά για τις φλαούνες, πωλούνταν και ζώα και παπούτσια και ρούχα και άλλα πράγματα, όπως πορικά και φρούτα, που έφερναν οι παραγωγοί της περιοχής Μαραθάσας.
Στη Μόρφου είχαμε τρεις εκκλησίες, του Αγίου Μάμαντος, της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Γεωργίου. Τότε δεν υπήρχαν ανθοπωλεία για να προμηθευτούμε τα λουλούδια για το στολισμό του Επιταφίου. Τα παιδιά του Δημοτικού, γύριζαν τις αυλές και μάζευαν λουλούδια, που έδιναν με όλη τους την ευχαρίστηση οι χωριανοί, για να στολίσουν τον Επιτάφιο οι κοπέλες. Γύρω από τον Επιτάφιο κρεμμάζαν γιρλάντες με ανθούς από λεμονιά, κιτρομηλιά, πορτοκαλιά και μοσχοβολούσε ο τόπος μέσα στην εκκλησία.
Υπήρχε και μία ευγενής άμυλα και συνηθίζαμε να πηγαίνουμε και σε άλλους Επιταφίους για να βλέπουμε ποια εκκλησία είχε στολίσει τον καλύτερο Επιτάφιο. Οι γυναίκες, μετά τον Επιτάφιο έπιαναν και κάποια λουλούδια και τα έπαιρναν στο σπίτι, τα αποξήραιναν και τα έβαζαν στο καπνιστήρι. Πίστευαν ότι ήταν ευλογημένα, επειδή ήταν πάνω στο νεκρό σώμα του Χριστού. Στον Επιτάφιο, χορωδίες από τα σχολεία έψαλαν τα εγκώμια και κορίτσια και από το Δημοτικό και από το Γυμνάσιο φορούσαν μαύρα ρούχα και τσεμπέρι στα μαλλιά και κρατούσαν καλαθάκι με ροδοπέταλλα μέσα, τα οποία σκόρπιζαν στον Επιτάφιο. Γινόταν και η περιφορά γύρω από την εκκλησία, δεν γινόταν στους δρόμους. Όλα τα κορίτσια μαζευόμασταν έξω από την εκκλησία και ψάλλαμε τους θρήνους της Παναγίας.
Μετά την Μεγάλη Εβδομάδα και συγκεκριμένα το Μεγάλο Σάββατο, οι γυναίκες ζύμωναν και έφτιαχναν σησαμένια ψωμιά για το Πάσχα. Οι πιο πολλές, είχαν στις αυλές τους φούρνους και τα έψηναν εκεί. Αν δεν είχαν εκείνες, θα είχε κάποια γειτόνισσα και τον παραχωρούσαν. Έφτιαχναν και τις φλαούνες τους, που ήταν αναγκαίο για το κάθε σπίτι. Κοκκίνιζαν και τα αβγά τους και στην Μόρφου χρησιμοποιούσαμε το λεγόμενο ριζάρι, που ήταν κάτι ρίζες που τις βρίσκαμε στα περβόλια. Γινόταν ένα πολύ ωραίο βαθύ κόκκινο χρώμα.
Το Μεγάλο Σάββατο, γινόταν άλλος ένας ανταγωνισμός μεταξύ των εκκλησιών, για το ποια θα έκανε τη μεγαλύτερη και πιο εντυπωσιακή λαμπρατζιά. Βάζαμε πάνω ένα σκιάχτρο για να κάψουμε τον προδότη Ιούδα. Εκεί μαζευόταν ο κόσμος και πάλι γυρίζαμε τις εκκλησίες για να δούμε την καλύτερη και γινόταν μία μεγάλη σύναξη από όλες τις ηλικίες και ήταν μία ικανοποίηση ότι κάψαμε τον προδότη του Χριστού. Το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, όταν πηγαίναμε στην εκκλησία για τον Καλό Λόγο, παίρναμε μαζί μας μία φλαούνα και ένα αβγό και τα τσουγκρίζαμε επί τόπου, μετά την Ανάσταση.
Ο κόσμος συνήθιζε να μένει μέχρι το τέλος της λειτουργίας, επειδή γινόταν και η λειτουργία της Κυριακής. Ξημέρωνε μέχρι να τελειώσει η λειτουργία. Τότε ανάβαμε φούρνους και τρώγαμε το οφτό μας».
Η ερώτηση πώς ήταν το πρώτο Πάσχα μετά την εισβολή, έφερε στην επιφάνεια τον πόνο που ένιωθε. Ήταν τόσο φανερός στον τόνο της φωνής της, ο οποίος έτρεμε. «Ήταν τραγικό. Να μην το ζήσουν κι άλλοι άνθρωποι και αυτό σκεφτόμουν με τους Ουκρανούς και λέω “ζουν τα ίδια με μας”. Το πρώτο Πάσχα το έκανα στην Ελλάδα, επειδή είχα εκεί αδελφές και πέρασα το Πάσχα εκεί. Τίποτα δεν θύμιζε όσα ζούσαμε στον τόπο μας. Ούτε τις συνήθειές μας, ούτε το πανηγύρι, ούτε τις φλαούνες, μακριά από τον τόπο μας, μακριά από συγγενείς, ήταν καταθλιπτικά τα πράγματα».