«Πέρασα την κορδέλα, μπήκα σπίτι μου… Δεν είδα καταστροφή, είδα τη ζωή μας τότε»
07:00 - 12 Δεκεμβρίου 2021
«Ευτυχώς για μένα εκείνη την ώρα δεν έβλεπε κανένας από τους Τούρκους φύλακες. Πέρασα από την κορδέλα και κατάφερα να μπω στο σπίτι μου. Ήταν ένα παράξενο πράμα…».
Ξαφνικά έγινε δεκαπέντε χρονών, ήταν έφηβη και ήταν στο σπίτι της στο Βαρώσι…
«Δεν έκλαια και ούτε έβλεπα την καταστροφή που άφησαν πίσω τους οι Τούρκοι και ο χρόνος μαζί. Έβλεπα το σπίτι μου και τη ζωή μου, όπως ήταν τότε που τα αφήσαμε. Μπήκα στην κουζίνα και ήρθε μου η εικόνα όπως ήταν τότε, όπως ήταν η ταράτσα μας, όπως ήταν η κουζίνα της γιαγιάς μου απέναντι. Το σπίτι μας είναι ένα κτίσμα. Στο ισόγειο είναι μια μεγάλη αίθουσα την οποία ενοικιάζαμε και στον πάνω όροφο ήταν δύο σπίτια, της γιαγιάς μου και το δικό μας, που τα χώριζε μια ταράτσα. Έβλεπα, λοιπόν, τη ζωή μας την τότε».
Ο χρόνος την πίεζε, ήθελε να προλάβει δει όσα περισσότερα μπορεί... Η 15χρονη Βίβιαν, ένιωθε ένα περίεργο συναίσθημα, που δεν ήταν λύπη, ούτε θυμός.
«Εβιάζουμουν διότι ένιωθα την έγνοια του άντρα και των φίλων μου που με περίμεναν έξω. Δεν ένιωσα φόβο, ίσως κακώς, αλλά πάντως δεν ένιωσα. Όταν έφυγα, δεν ένιωθα ούτε λύπη. Νομίζω ότι ένιωθα πως πήρα κάτι που μου επιάσαν πίσω και το έθαψα και πως τώρα μπορώ να ησυχάσω. Εξακολουθώ να νιώθω έτσι. Από τη στιγμή που μπήκα στο σπίτι μου, νιώθω πολύ διαφορετικά από ότι ένιωθα πριν».
Βγήκε από το σπίτι, έγινε και πάλι 62 χρονών. Τώρα απλά σκέφτεται πότε θα μπορέσει να ξαναπάει…
«Το μόνο που σκέφτομαι είναι ότι δεν πρόλαβα να τα δω όλα. Δεν είδα το μέρος που έκτιζα τα σπιτούθκια μου όταν έπαιζα μιτσιά, εν είδα πολλά. Λείπουν μου εικόνες του παζλ του τότε. Το σπίτι είναι άδειο, δεν έχει ούτε μια καρφίτσα. Άμα περάσω την πόρτα του, όμως, εξακολουθώ να ζω στο όνειρο.
Πάντα όποτε πήγαινα στο Βαρώσι τα τελευταία χρόνια, δεν μου ερχόταν θυμός, μου έρχονταν οι παλιές αναμνήσεις. Αντίθετα τις δύο φορές που πήγα στην Κερύνεια, θύμωσα πολύ όχι μόνο με τους Τούρκους που μας τα πήραν, αλλά και με τον εαυτό μου. Σκεφτόμουν, “τι δουλειά έχω εγώ εδώ; Γιατί να δω αυτήν την εικόνα και να λερώσω εκείνο που θυμάμαι;”. Στο Βαρώσι, όμως, είναι διαφορετικό. Δεν λερώνω τίποτα, επειδή έτσι κι αλλιώς, βλέπω αυτά που θέλω να βλέπω. Δεν βλέπω αυτά που είναι σήμερα εκεί…
Το σπίτι μου, είναι ένας δρόμος μέσα από την Οδό Δημοκρατίας, που είναι ο δρόμος που ασφαλτόστρωσαν. Όταν φτάσαμε λοιπόν σε εκείνο το σημείο, μου ήταν αδύνατο να μην χωθώ κάτω από τις κορδέλες και να πάω. Θέλω να ξαναπάω, δεν σταματώ να έχω την επιθυμία να δω κι άλλα, ν’ ανακαλύψω και άλλα. Όταν άκουσα ότι άνοιξαν την περίκλειστη ένιωθα μια αγωνία, μια ταραχή. Με το που πήγα δεν την νιώθω».
Η αφήγησή της καθηλωτική. Πώς να μην είναι άλλωστε, η συγγραφέας Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, ζει και αναπνέει για την Αμμόχωστο. Κι ας έζησε τα τρία τέταρτα της ζωής της, μακριά όχι μόνο από το Βαρώσι, αλλά και την Κύπρο. Τα τελευταία χρόνια, ζει με τον σύζυγό της στην Τσεχία, αλλά δεν έκοψε ποτέ δεσμούς… Μέσω των γκρουπ που έχουν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης οι Βαρωσιώτες, καταφέρνει μέσω αναρτήσεων και κειμένων της που δημοσιεύονται στον ημερήσιο τύπο, να αποτυπώσει με λόγια, αυτά που νιώθουν όλοι οι Αμμοχωστιανοί.
«Γεννήθηκα στο κέντρο του Βαρωσιού, στην ενορία του Αγίου Νικόλα. Παρόλα αυτά, πήγα στο Δημοτικό Σχολείο της Χρυσής Ακτής. Μετά το δημοτικό, πήγα στο Γυμνάσιο θηλέων και στην τετάρτη τάξη πήγα στο πρακτικό, στο πρώτο Γυμνάσιο. Ο παπάς μου είναι από την Ευρύχου, αλλά η οικογένεια της μάμας μου, ήταν Βαρωσιώτες. Ο παπάς μου μετά το γυμνάσιο, μαζί με τον αδελφό του πήγαν στο Βαρώσι. Ο αδελφός του μπήκε πρώτος ως εργαζόμενος στον Αγγλικό στρατό στις Βάσεις Δεκέλειας και ακολούθησε ο παπάς μου για πολλά χρόνια. Μετά από συζητήσεις με τον καλό του φίλο Φάνο Επιφανίου, αποφάσισαν να ανοίξουν ξυλεμπορικό.
Το 1974 η αδελφή μου είχε μόλις τελειώσει την έκτη του Γυμνασίου. Φεύγοντας από το Βαρώσι, δεν μείναμε Κύπρο αλλά πήγαμε Αθήνα, επειδή εκεί η αδελφή μου είχε την ευκαιρία να σπουδάσει. Η οικογένειά μου είναι ακόμη στην Αθήνα, αλλά η μάμα μου έχει πεθάνει. Εγώ ήρθα στην Πράγα με τον σύζυγό μου το 1997. Ήρθαμε για ένα δύο χρόνια, επειδή μου πρόσφεραν μία θέση ως area manager, για την πολυεθνική εταιρεία που δούλευα, αλλά επειδή ξεκίνησε ο άντρας μου δική του δουλειά ως πολιτικός μηχανικός, το λίγο έγινε λίγο ακόμα και είμαστε ακόμα εδώ. Τώρα πια δουλεύω και εγώ μαζί του στην εταιρεία μας και μας βλέπω να παίρνουμε σύνταξη εδώ».
«Δεν πιστεύαμε ποτέ ότι δεν θα επιστρέψουμε»
«Θα ήθελα πάρα πολύ να επιστρέψω στην Αμμόχωστο, όμως με δεδομένο ότι ο σύζυγός μου είναι ελλαδίτης, είναι μία απόφαση που θα την παίρναμε μαζί. Όμως με κάποιο τρόπο την επιστροφή την έχω μέσα στην ψυχή μου, δεν ξέρω τι μορφή μπορεί να έχει, αλλά την έχω.
Δεν ξέρω αν θα ακουστεί παράξενα, αλλά όταν σκέφτομαι όλη την πορεία μας από τη στιγμή που φύγαμε μέχρι σήμερα, νιώθω λίγο σαν προδότης απέναντι στην πόλη μου. Ίσως αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που μας κάμνει να πονούμε. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν μέναμε, είναι πολύ πιθανόν να έμπαινε ο στρατός και να είχαμε πολύ δυσάρεστες καταστάσεις, αλλά νιώθω ότι την προδώσαμε.
Όταν φεύγαμε, το κάναμε για να γλιτώσουμε τους βομβαρδισμούς. Θυμούμαι ότι την προηγούμενη ημέρα γίνονταν βομβαρδισμοί, αλλά εμείς παρόλο που τους ακούγαμε, δεν είμαστε σε φάση πανικού, επειδή μέναμε πιο μέσα. Το απόγευμα όμως, επειδή βλέπαμε τους Άγγλους να φορτώνουν τα αυτοκίνητα και να φεύγουν, καταλάβαμε ότι κάτι δεν πάει καλά. Έτσι τη νύκτα πριν να φύγουμε, μείναμε σε υπόγεια.
Τα χαράματα ακούσαμε τα διερευνητικά αεροπλάνα και καταλάβαμε ότι θα βομβαρδίσουν σε μισή ώρα. Έτσι τρέξαμε στα αυτοκίνητά μας, για να φύγουμε. Εμάς το αυτοκίνητό μας επειδή είχε πρόβλημα στο ραδιόφωνο και δεν θα ακούαμε το ΡΙΚ, πήραμε αυτό του θείου μου που έλειπε στην Αγγλία.
Με τίποτα δεν πέρασε από το μυαλό μας ότι φεύγουμε για τα καλά και ούτε τις πρώτες μέρες εκτός Βαρωσιού, αντιλαμβανόμασταν κάτι τέτοιο. Μάλιστα θυμάμαι ότι ήθελα να πάρω μαζί μου μερικά πράματα και κατέβασα μέσα σε τσάντα τα κύπελλα και τα μετάλλια μου, επειδή ήμουν αθλήτρια, τη ρακέτα του τένις και το κασετόφωνο μου, που το είχα μόλις αγοράσει. Μόλις με είδε έτσι η μάμα μου, έκατσε μου τες φωνές και είπε μου “ανέβα πάνω αμέσως και άσε τα πίσω”.
Θυμούμαι ότι αφότου φύγαμε και ήμασταν μαζί όλη η οικογένεια, της είπα ότι εν με άφησε να πάρω το κασετόφωνο μου. Είπεν μου , “μακάρι να γυρίσουμε πίσω και θα σου αγοράσω καλύτερο”. Εγώ τότε έγραψα σε ένα χαρτί “η μάμα μου δηλώνει ότι θα μου αγοράσει πιο καλό κασετόφωνο” και την έβαλα να υπογράψει… Τόσο δεν πιστεύαμε ότι δεν θα επιστρέψουμε».
«Η αγάπη μας για το Βαρώσι…»
Την ρωτώ από πού πηγάζει αυτή η αγάπη που έχει για την Αμμόχωστο, με δεδομένο ότι έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στο εξωτερικό.
«Μόλις έκλεισα 15 χρόνια στην Αθήνα και συνειδητοποίησα ότι από κει και πέρα, τα χρόνια της Αθήνας να ήταν περισσότερα από αυτά της Αμμοχώστου. Θυμούμαι ότι έβαλα τα κλάματα. Ήμουν 30 χρονών. Συνειδητοποιούσα ότι κάπου, άρχισε πλέον το πράγμα να μετρά ανάποδα.
Η αγάπη μας για το Βαρώσι… Τι να σου πω. Αν κοιτάξω ψυχρά τα πράγματα νομίζω ότι μεγάλο ρόλο της διαφοράς μεταξύ του τι νιώθουμε εμείς για την πόλη μας, σε σχέση πιθανώς με άλλους πρόσφυγες από άλλες περιοχές της Κύπρου, έπαιξε το γεγονός ότι το Βαρώσι παράμενε σαν διαπραγματευτικό χαρτί και άρα οι ελπίδες ήταν μεγαλύτερες για να γυρίσουμε.
Είμαι άνθρωπος αρκετά προσγειωμένος και μπορώ να δω ψυχρά τα πράγματα, όσο κι αν όσα είπα προηγουμένως είναι συναισθηματικά. Όσον αφορά στο τι περιμένω, μετά και το Κραν Μοντανά δεν έχω τις ελπίδες που είχα πριν. Νομίζω ότι πρέπει να πάει κάτι πολύ άσχημα για τον Ερντογάν και την Τουρκία, για να αρχίσουν να σκέφτονται ξανά την όποια περίπτωση να βρεθεί λύση. Κάθε πέρσι είναι και καλύτερα. Δεν μπορούμε πλέον να κλείνουμε τα μάτια μας και να μην αντιλαμβανόμαστε, ότι κάποιοι προφανώς προτίμησαν, αυτή την πορεία. Ευκαιρίες υπήρξαν και τα λάθη έχουν ονοματεπώνυμο και νομίζω ότι πλέον μόνο τυχαία θα μπορεί να βρεθεί μια λύση».
Η αγάπη της για την πόλη της πάντως, ήταν αυτή που την έκανε να ανακαλύψει και το ταλέντο της στη συγγραφή.
«Είμαι συγγραφέας, λίγο από σπόντα. Έχω γράψει δέκα βιβλία. Ποτέ δεν είχα σκεφτεί ότι θα έγραφα λογοτεχνία. Το πρώτο που βιβλίο, “Όταν θα πέσουν τα μαύρα” γράφτηκε to 2004, μόνο και μόνο για να καταθέσω, όσα θυμούμαι από το Βαρώσι. Είναι μυθιστόρημα μεν, αλλά η ιστορία έχει τη βάση της σε πραγματικά γεγονότα της εποχής, από το 1970 μέχρι την ημέρα της εισβολής και οι ήρωες μου κινούνται μέσα στο Βαρώσι, έτσι όπως το θυμόμουν. Το βιβλίο αυτό πήρε το κρατικό βραβείο στην Κύπρο. Έτσι συνέχισα να γράφω μυθιστορήματα».
*Η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, σπούδασε οικονομικά στην Αθήνα και στατιστική στις ΗΠΑ. Εργάστηκε στο ελληνικό δημόσιο ως στατιστικός και στη συνέχεια στον ιδιωτικό τομέα ως Γενική Διευθύντρια σε μεγάλη πολυεθνική εταιρεία, στον τομέα της έρευνας αγοράς. Το 1997 ανέλαβε την διεύθυνση των δραστηριοτήτων της ίδιας εταιρείας στις πρώην ανατολικές χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, με έδρα την Πράγα. Το 2000 ίδρυσε μαζί με τον σύζυγό της αναπτυξιακή εταιρεία στην Πράγα, που δραστηριοποιείται στον οικοδομικό τομέα. Πολλά από τα μυθιστορήματα της έλαβαν διακρίσεις και επαίνους από την Πανελλήνια Ένωση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- «Πήγα να κολυμπήσω, εν η παραλία μου… Εν τη χαρίζω, ούτε την πατρίδα μου»
- «Εστράφηκα ξανά σπίτι μου και ετράβησα ένα κομμάτι σουβά, κρυφά του Τούρκου…»
- «Μείνε δαμέ, εγώ θα μπω σπίτι μου… Αν με πιάσουν τουλάχιστον να γλιτώσεις εσύ»
- «Ήταν όλα μαύρα μέσα στη στάχτη, με σόκαρε… Έκλαια τρεις ημέρες, επήρεν με πίσω»