«Εστράφηκα ξανά σπίτι μου και ετράβησα ένα κομμάτι σουβά, κρυφά του Τούρκου…»
07:00 - 08 Οκτωβρίου 2021
«Επήαμεν στο σπίτι μας το είδαμε έξω αλλά δεν μας αφήναν να πλησιάσουμε. Εβάλαν σχοινιά γύρω και γλάστρες. Είπεν μου ο ο "αστυνομικός" o Τούρκος “θα πέσει το μπαλκόνι”, έλεα του εάν πέσει εν δικό μου. Εν με άφηνε να πλησιάσω το σπίτι. Εφύαμεν… Εφύαν τζιαι τζιείνοι. Ύστερα εστράφηκα ξανά. Η πόρτα ήταν κλειστή… Ο αδερφός μου έβαλε το κλειδί, ξεκλείδωσε την πόρτα αλλά πρέπει να ήταν καρφωμένη από μέσα και δεν μπορέσαμε να τους γελάσουμε να μπει έστω ένας από μας μέσα.
Απελπισία… Δεν υπάρχουν λόγια για να εκφράσεις τα συναισθήματά σου. Σκέφτεσαι τους γονιούς σου, τους κόπους σου… Σε δευτερόλεπτα έρχονται εκατομμύρια σκέψεις εις το νου σου...».
Οι φωτογραφίες της φιγούρας της στην πράσινη ξύλινη πόρτα του σπιτιού της, στην Οδό Δημοκρατίας, προκαλούν ρίγος… Στέκεται παγωμένη στην είσοδο και αγγίζει, χαμένη στις σκέψεις της, το ξεφλουδισμένο ξύλο.
«Ετράβησα ένα κομμάτι σουβά που εκρέμμετουν που τον τοίχο, κρυφά του Τούρκου και έχω το μες τη βιτρίνα. Έτσι μου ήρτεν εκείνη την ώρα. Που καταντήσαμε, που μας εκατάντησαν…», λέει και αρχίζει να περιγράφει πώς νιώθει γι’ αυτό το κομμάτι παλιού σοβά, που το φυλάει σαν τα μάτια της. Είναι κομμάτι από το Βαρώσι της…
«Ένιωθα ότι έπιανα ένα θησαυρό… Θα μου πεις εν πελλάρες τούτα, αλλά τα συναισθήματα εν μπορείς να τα περιγράψεις. Ήρθα σπίτι, το τύλιξα και το έβαλα σε μια βιτρίνα και στην αρχή που έρχονταν οι φίλες μου έλεα τους “δέτε;”.
Για κάποιους μπορεί να μην είναι τίποτε, για μένα εν οι κόποι των γονιών μου, εν κάτι που το σπίτι μου. Βρίσκει κάποιος ένα κουταλάκι, νομίζεις εν που θέλει το κουτάλι; Είναι όμως η συναισθηματική του αξία. Μακάρι να έβρισκα μια φωτογραφία… Εν άνοιγε η πόρτα όμως. Τα διπλανά εν έχουν πόρτα και η δική μας εν άνοιγε… Δεν ήξερα εάν έβκαινα πάνω τι ήταν να έβρω, αλλά κάτω τα καταστήματα ήταν κατεστραμμένα τελείως».
Ένα χρόνο μετά, η προσπάθειά της 84χρονης Τασούλας Νικολαΐδου να μπει στο σπίτι της, να θρέψει τις αναμνήσεις της νιότης της και να πάρει έστω και κάτι από το εσωτερικό του, παραμένει ανεπιτυχής. Δεν ξαναπήγε από τότε… Η πρώτη και τελευταία φορά ήταν πέρσι τον Οκτώβριο, τον μήνα που άνοιξε την πληγή των Αμμοχωστιανών και έφερε νέο πόνο και απογοήτευση, σε όσους μπήκαν ή επιχείρησαν να μπουν στα σπίτια τους στην περίκλειστη πόλη.
«Όταν μπήκα στο Βαρώσι, βρήκα τις αποστάσεις πιο κοντινές. Ήμουν σαν το ρομποτ όταν περπατούσα. Δεν ξέρω πώς θα μου φανεί εάν πάω δεύτερη φορά. Το σπίτι των γονιών μου και το δικό μου είναι στον οδό Δημοκρατίας 24 και 26, κοντά στο σινεμά του Χατζηχαμπή. Κάτω ήταν καταστήματα και πάνω, δύο σπίτια. Όταν μπήκα, προσπαθούσα να βρω τα σπίτια του καθενός, άλλα τα θυμούμουν και άλλα όχι. Έρχονταν αναμνήσεις, σκηνές από παλιά…
Δεν έκλαψα, ήμουν σαν ένας παγωμένος άνθρωπος. Όταν ήρθα πίσω ήμουν πλακωμένη, ένιωθα μεγάλη λύπη. Είναι μια απελπισία... Το σκέφτομαι συνέχεια. Κάθε μέρα ανοίγεις την εφημερίδα και γυρεύκεις να έβρεις κάτι που να γράφει Αμμόχωστος και να αρκέψεις να διαβάσεις, μήπως είναι τίποτε για καλό».
«Εφύαμεν άρον άρον»
Ήταν 36 χρονών όταν έγινε η δεύτερη εισβολή. Πέρασαν τόσα χρόνια, μα το θυμάται σαν να έγινε χτες...
«Εφύαμεν άρον άρον. Πήγαινε να κτενιστεί ο παπάς μου τζιαι ελεά του, "άτε άτε φεύκουμεν". Πήγαμε στην Ξυλοφάγου και μας άνοιξε ένας κύριος το καφενείο του, τζιαι έβαλεν μας μέσα. Νομίζαμε ότι θα ήταν προσωρινά αλλά, μείναμε είκοσι μέρες. Μετά ήρθαμε Λάρνακα, μείναμε λίγες μέρες σε συγγενείς και μετά ενοικιάσαμε σπίτι και αρχίσαμε από την αρχή. Στην Αμμόχωστο είχαμε εργοστάσιο που έκανε κουρτίνες, σεντόνια και μονογράμματα για ξενοδοχεία. Κάναμε εργοστάσιο στη βιομηχανική της Λάρνακας και τότε κάναμε εξαγωγή μπλούζες στην Αγγλία.
Ήταν τα καλύτερα μας χρόνια στην Αμμόχωστο. Γεννήθηκαν τα παιδιά μας, ήταν οι φίλοι μας που σκορπιστήκαν και πλέον μιλούμε στο τηλέφωνο. Οι Βαρωσιώτες, ήταν φίλοι μεταξύ τους, δεν είχε αντιζηλίες. Είχε τόσους τόπους να πάεις με τους φίλους σου και ήταν όλοι αγαπημένοι. Όσοι ζουν, όλη μέρα μιλούμε στα τηλέφωνα. Ήταν διαφορετικός ο κόσμος…
Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003 πήγα στην Αμμόχωστο. Πήγαινα και σε κάθε συγκέντρωση που γινόταν στο Βαρώσι, στη γιορτή του Κατακλυσμού, σε κάθε λειτουργία του Αγίου Εξορινού. Τωρά εκόψαν τα όλα...».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Μείνε δαμέ, εγώ θα μπω σπίτι μου… Αν με πιάσουν τουλάχιστον να γλιτώσεις εσύ»
«Με το "άτε πήαιννε" εν πάεις...»
Μοιραία η συζήτηση πάει στην ελπίδα, αυτήν που έχασαν αρκετοί Βαρωσιώτες, όταν άνοιξε η περίκλειστη πόλη. «Για μένα υπάρχει, εν θέλω να πεθάνει η ελπίδα επειδή αν χαθεί, θα πεθάνουμε και μεις. Κραθκιούμαστε που μιαν κλωστή. Μακάρι να γινεί ένα έλεος, εγώ εν θα πάω, τουλάχιστον να πάνε τα παιδκιά και τα εγγόνια μου (σ.σ έχει δύο παιδιά και δύο εγγόνια).
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Ήταν όλα μαύρα μέσα στη στάχτη, με σόκαρε… Έκλαια τρεις ημέρες, επήρεν με πίσω»
Την ρωτώ εάν θα επέστρεφε στην Αμμόχωστο υπό τ/κ Διοίκηση. «Όταν το σκεφτείς αυτό είναι ακατόρθωτο. Πού να πάω, όταν σε εκείνη τη γειτονιά εν θα πάει κανένας. Με το "άτε πήαιννε" εν πάεις. Αυτή η κουβέντα δεν μπορεί να λειτουργήσει. Εάν μπορούσε, ήταν να πάω. Τόσος είναι ο καμός μου να πάω σπίτι μου...».
«Πρώτη και καλύτερη κυρία Τασούλα»
Όταν τον Οκτώβριο του 2020 η κ. Τασούλα Νικολαΐδου, πήγε μαζί με την οικογένειά της στο σπίτι της στην οδό Δημοκρατίας στο Βαρώσι, η φίλη της, συγγραφέας Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη της έγραψε:
«Τώρα τα είδατε όλα κυρία Τασούλα. Πρώτη και καλύτερη. Έτσι δε λέγατε; «Πρώτη και καλύτερη θα πάω όταν ανοίξουν το Βαρώσι». Ποιος να το φανταζόταν πως θα γινόταν έτσι… Ποιος να το 'λεγε πως θα μας έστρωναν κατάμαυρο χαλί και θλιβερή πρασινάδα χωρίς φκιόρα στις γλάστρες.
Πρώτη και καλύτερη. Προικώο ήταν το σπίτι, εκεί όπου χτυπούσε η καρδιά της πόλης. Ξέρετε κυρία Τασούλα; Δε θυμόμουν πόσο όμορφα στοιχεία είχε η εξώπορτά σας. Ίσως γιατί ήταν πάντα ανοιχτή· μια στάση για τις φίλες μετά τα ψώνια, για έναν καφέ στο μπαλκόνι σας, για ένα γλυκό κιτρομηλάκι από τα χέρια της κυρίας Κλειώς. Το ίδιο μπαλκόνι απ’ όπου βλέπατε όλη την πόλη να περνά τα πολύβουα πρωινά. Κι αργότερα, νωρίς το απόγευμα μετά το σχολείο, χαζεύατε τη νεολαία να κατηφορίζει, για τα ραντεβουδάκια της στις καφετέριες. Ήταν η ίδια νεολαία που κορδωνότανε μπροστά σας στις εθνικές γιορτές, κάτω από σημαίες και λάβαρα σ’ αυτόν που νομίζαμε για ελεύθερο ουρανό. Μα, αλίμονο, από το ίδιο πόστο, τους βλέπατε και να φανατίζονται στις διαδηλώσεις, στην κατάληξή τους, κάτω από το σινεμά λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα. Κι ύστερα ερχόταν το σούρουπο, για να αλλάξουν πάλι οι εικόνες για σας, και σαν άναβαν αχνά τα φώτα της πόλης, βλέπατε δυο-δυο τα ερωτευμένα ζευγάρια, μαγνητισμένα από τις μεγάλες αφίσες, να γλιστράνε κάτω από τις αψίδες του σινεμά Χατζηχαμπή για ένα δίωρο ταξίδι στη φαντασία.
Κέντρο για όλη την πόλη, ήταν το σπίτι σας κυρία Τασούλα. Κέντρο και για μας, τους φίλους των παιδιών σας. Γι’ αυτό ήταν πάντα γεμάτο ζωή. Φωνούλες, χαρές και τραγούδια και που και που το κλάμα της μικρής Κλειώς, που ξύπναγε αλαφιασμένη από τον ίδιο εφιάλτη· γιατί όλο το βράδυ την κυνηγούσαν, μας έλεγε, τα ρήματα.
Τώρα πια, τα είδατε όλα, κυρία Τασούλα. Είδα κι εγώ πια, μαζί κι ο κόσμος όλος, τις δυο πανέμορφες πράσινες πόρτες του σπιτιού σας. Μανταλωμένες, όμως, πια. Κι αν ακουμπήσει κανείς το αφτί του, δε θα ακούσει ούτε γέλια, ούτε χαρές. Ούτε καν το κλάμα της μικρής Κλειώς. Γιατί… ξέρετε κυρία Τασούλα; Ξέρεις Κλειούλα; Όλα άλλαξαν. Ναι, ακόμα και τα ρήματα. Πήραν όλα μαζί τη μορφή ενός μεγάλου ουσιαστικού. Το λένε ΠΡΟΔΟΣΙΑ».
Υ.Γ Σήμερα κλείνει ένας χρόνος από την εισβολή των Τούρκων στην περίκλειστη πόλη. Ειναι μια ακόμη μαύρη επέτειος στην πολύπαθη ιστορία της Βασιλεύουσας και ολόκληρου του τόπου...
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Το χρονικό της τουρκικής βαρβαρότητας στο Βαρώσι-Το οδοιπορικό του δράματος
- Τους έκλεψαν τα σπίτια που γεννήθηκαν μα δεν μπορούν να τους κλέψουν τις μνήμες…
- Από τις εποχές δόξας στα πέτρινα χρόνια της εγκατάλειψης το θρυλικό ξενοδοχείο King George (pics)
- ΒΙΝΤΕΟ: Η στιγμή που οι Τούρκοι εισβάλουν στο Βαρώσι-Οι πρώτες εικόνες
- ΒΙΝΤΕΟ: To πρώτο οδοιπορικό στην πόλη φάντασμα-Αυτή η γη δεν είναι δικιά τους...
- Από το Edelweiss στην τουρκική βαρβαρότητα-Βαδίζοντας απέναντι στα φαντάσματα… (pics)