«Το Βαρώσι το χαρίσαμε, δεν πολεμήσαμε, δεν μας άφησαν να πολεμήσουμε»
06:54 - 14 Αυγούστου 2021
Πόνος, οργή, αγανάκτηση, δάκρυα και χιλιάδες αναπάντητα γιατί... Αυτά είναι τα συναισθήματα των Βαρωσιώτων, τέτοια μέρα κάθε Αύγουστο, τα τελευταία σαράντα επτά χρόνια.
Κάθε 14η Αυγούστου, οι σειρήνες της εισβολής που τους ανάγκασαν να φύγουν από τα σπίτια τους, ηχούν ξανά στ' αυτιά τους. Συντηρούν τον πόνο στις ψυχές τους, τους κάνουν να δακρύζουν και να σκέφτονται πότε θα γυρίσουν πίσω. Σκέφτονται, όλες εκείνες τις υποσχέσεις, ότι θα επιστρέψουν μετά από λίγες μέρες, μα οι ημέρες έγιναν εβδομάδες, οι εβδομάδες μήνες και οι μήνες χρόνια.
Σήμερα, 47 χρόνια μετά, ο πόνος όχι μόνο δεν ανακουφίστηκε, αλλά οι Τούρκοι γύρισαν ξανά την λαβή του μαχαιριού που έχουν καρφωμένο στην καρδιά των Βαρωσιωτών, με το άνοιγμα της περίκλειστης πόλης.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Επεκτείνουν και άλλο το παραλιακό μέτωπο στο Βαρώσι οι Τούρκοι-Άνοιξαν άλλα 500 μέτρα
Δύο άνθρωποι που ήταν από τους τελευταίους που έφυγαν εκείνο τον μαύρο Αύγουστο από το Βαρώσι και μέχρι σήμερα όταν θυμούνται όσα έζησαν, βουρκώνουν... Είναι ο 67χρονος Ανδρέας Στυλιανού και ο 65χρονος Θεόδωρος Κατζιανή. Ήταν κληρωτοί λοχίες τότε και έμειναν να κρατάνε Θερμοπύλες στην Αμμόχωστο, μέχρι τις 15 Αυγούστου. Τους διέταξαν να οπισθοχωρήσουν... Δεν ξεχνούν ούτε λεπτό από τις ημέρες του πολέμου. Περιγράφουν τα πάντα με πάσα λεπτομέρεια.
«Υπηρετούσαμε τη θητεία μας στο ΚΕΝ Αμμοχώστου και περιμέναμε την απόλυσή μας, στις 20 Ιουλίου. Εκείνες τις μέρες, το ΚΕΝ ανέμενε τους νεοσύλλεκτους να καταταγούν και εμάς η δουλειά μας ήταν να οργανώσουμε το κέντρο, για να υποδεχθεί τους στρατιώτες.
Στις 15 Ιουλίου εκδηλώθηκε το πραξικόπημα. Σηκωθήκαμε το πρωί και ακούσαμε εμβατήρια. Το σκέφτομαι τώρα και σηκώνεται η τρίχα μου. Εκείνη την ώρα ακούστηκε από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου, ότι θα έπρεπε να πάμε στην αναφορά. Μας ενημέρωσαν ότι έγινε το πραξικόπημα και την διακυβέρνηση της Κύπρου την έχει ο στρατός. Μας ζήτησαν να επανδρώσουμε όλες τις σκοπιές του στρατοπέδου, έτσι και κάναμε», θυμάται ο κ. Στυλιανού.
Από την άλλη, ο κ. Κατζιανή έλαβε εντολή από αξιωματικό να μαζέψει τους στρατιώτες του και να τους μεταφέρει σε συγκεκριμένο σημείο στην Αμμόχωστο. «Εμένα μου έδωσε εντολή ο αξιωματικός να πάρω μια διμοιρία και να κατέβουμε στο Βαρώσι για να καταστείλουμε μια εξέγερση. Τότε του είπα, εγώ δεν παίρνω κανένα κάτω ούτε να σκοτώσει, ούτε να σκοτωθεί. Αμέσως, με έβαλε στο πειθαρχείο για 3 με 4 μέρες».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Οδοιπορικό στο Βαρώσι-47 χρόνια ελπίδας, 48 ώρες πριν το τέλος των ψευδαισθήσεων
Οι πρώτες μέρες του πολέμου και ο τραυματισμός
Στις 19 Ιουλίου άρχισε η επιστράτευση και τα ξημερώματα του Σαββάτου, 20 Ιουλίου, άκουσαν από ένα μικρό τρανζίστορ που είχαν μαζί τους, ότι άρχισαν οι βομβαρδισμοί σε Κερύνεια και Λευκωσία.
Τότε, όπως περιγράφει ο κ. Στυλιανού, έδωσαν ότι οπλισμό είχαν σε στρατιώτες και εφέδρους και πήραν εντολές για τους χώρους που θα παραταχθούν. «Η δική μου διμοιρία πήρε εντολή να φύγει από το στρατόπεδο με 20-25 εφέδρους και να πάει στο νοσοκομείο Αμμοχώστου, που ήταν δίπλα από τα ενετικά τείχη, στα οποία βρίσκονταν οι Τούρκοι.
Φτάσαμε γύρω στο απόγευμα στο νοσοκομείο. Τότε αντιλήφθηκα ότι οι μισοί στρατιώτες έλειπαν και ο αξιωματικός μας έφυγε και μας άφησε. Ξάπλωσα να κοιμηθώ σε ένα παγκάκι και οι άλλοι στρατιώτες γύρω γύρω».
Στην ίδια περιοχή μετέβη και ο κ. Κατζιανή, ο οποίος επάνδρωσε με άλλους τρεις στρατιώτες, ένα πολυβολείο. Λίγο αργότερα τραυματίστηκε…
«Έπεσε ο όλμος μέσα στο πολυβολείο και δεν εξερράγη. Είχαμε Άγιο. Ο δεύτερος έπεσε είκοσι μέτρα που το πολυβολείο και σηκωθήκαμε ίσια πάνω. Ετραυματίστηκα από το βλήμα και με πήραν στο νοσοκομείο. Είχα τραύματα από το βλήμα στο πρόσωπο, στη μύτη και χρειάστηκα περίθαλψη».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: «Αυτό είναι το σπίτι μου… το θέλω όπως είναι»
Τέσσερις νεκροί και μετά εκεχειρία
Από εκείνη τη στιγμή, οι δύο τους χωρίστηκαν. Την επόμενη μέρα ένας δόκιμος αξιωματικός έδωσε εντολή στον κ. Στυλιανού, να μεταβεί με την ομάδα του στα δημόσια έργα της Αμμοχώστου, για να μείνουν εκεί. Τότε, άρχισαν οι βομβαρδισμοί.
«Mόλις άκουσα τα αεροπλάνα μπήκα κάτω από ένα πάγκο για να προστατευτώ, σε περίπτωση που πέσει κάποια ρουκέτα. Έβλεπα από ένα γυαλί που ήταν ψηλά στο κτίριο και είδα μια ρουκέτα να πέφτει σ’ ένα ευκάλυπτο, που ήταν δίπλα από το κτίριο. Πήρε φωτιά ο ευκάλυπτος και έπεσε πάνω στο κτίριο. Τελικά, έφυγα από εκεί και έφτασα πίσω στο χώρο που είχα κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα. Εκεί είδα το παγκάκι κάρβουνο και είχε γύρω τέσσερις νεκρούς. Έκατσε η ρουκέτα και τους σκότωσε. Ήταν συγκλονιστικές οι στιγμές.
Τελικά, παρέμεινα εκεί, βρήκα και τον Θεόδωρο που τον άφησαν από το νοσοκομείο. Ανταλλάζαμε πυρά με τους Τούρκους, που ήταν μέσα στα τείχη της Αμμοχώστου. Νωρίς το απόγευμα της 22ας Ιουλίου, μας είπαν ότι έγινε εκεχειρία. Μείναμε εκεί στο νοσοκομείο μέχρι τη δεύτερη εισβολή.
Τη δεύτερη μέρα της εκεχειρίας μάζεψαν αρκετούς από όσους ήμασταν εκεί και τους πήραν στον Κουτσοβέντι στη Λευκωσία. Αποδυνάμωσαν τη δύναμη εκεί στην Αμμόχωστο και τους έστειλαν στη Λευκωσία».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Από το Edelweiss στην τουρκική βαρβαρότητα-Βαδίζοντας απέναντι στα φαντάσματα… (pics)
«Στις 14 Αυγούστου έπεφταν βόμβες, αλλά γλυτώσαμε»
Οι μέρες της εκεχειρίας κυλούσαν χωρίς μάχες. Ωστόσο, στις 14 Αυγούστου, άρχισαν να πέφτουν πάνω από τα κεφάλια τους βόμβες. Τότε κατάλαβαν ότι οι Τούρκοι άρχισαν να επιχειρούν ξανά.
Βουρκώνουν... Το μυαλό τους, γυρίζει πίσω σε εκείνες τις μαύρες μέρες που αναγκάστηκαν να αφήσουν τα πάντα πίσω τους... Ο πόνος δίνει τη θέση του στον θυμό.
Ο κ. Στυλιανού, περιέγραψε τις δραματικές στιγμές που έζησαν. «Οι Τούρκοι άρχισαν να βομβαρδίζουν κτίρια του Βαρωσιού. Έριξαν βόμβες στο Διοικητήριο και στο Κτηματολόγιο, αλλά και στο νοσοκομείο που είμασταν μέσα. Τα άλλα δύο κτίρια έγιναν κάρβουνο. Εμείς γλυτώσαμε, γιατί το νοσοκομείο ήταν χτισμένο από πέτρα και δεν περνούσαν οι ρουκέτες. Μπήκαμε στο υπόγειο. Είχαμε μόνο τον ατομικό μας οπλισμό και δύο αντιαεροπορικά "050", τα οποία χρησιμοποιούσαμε μόλις ακούαμε αεροπλάνα να έρχονται.
Στις 15 Αυγούστου, αρρώστησε ο λοχαγός μας και έφυγε από εκεί. Μείναμε εκεί εκατό άτομα. Στην πόλη δεν ήταν κανένας. Το τρανζίστορ που είχαμε μαζί μας έλεγε ότι η γραμμή της Μιας Μηλιάς έσπασε και τα άρματα κατευθύνονταν στο Βαρώσι. Πώς θα αποκρούαμε τα άρματα; Με τα όπλα που είχαμε μαζί μας; Την ίδια ώρα ακούσαμε ότι έγινε οπισθοχώρηση του τάγματος 291 στο Καρπάσι και αντί να τους φέρουν εκεί που ήμασταν εμείς στο Βαρώσι, τους έστειλαν στις Αγγλισίδες. Εάν εκείνο το τάγμα το έστελναν σε μας και άφηναν και τα υπόλοιπα τάγματα που έστειλαν στη Λευκωσία, το Βαρώσι σήμερα θα ήταν δικό μας. Αυτή είναι η άποψή μου και την υποστηρίζω έντονα. Άλλο να βρεις εκατό άτομα, άλλο να βρίσκεις 500 άτομα».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΔΩ: Τους έκλεψαν τα σπίτια που γεννήθηκαν μα δεν μπορούν να τους κλέψουν τις μνήμες…
Η πορεία μέχρι τις ελεύθερες περιοχές
Σε κάποια στιγμή, την ίδια μέρα, ένας άλλος λοχαγός μετέβη στο σημείο που βρίσκονταν για να τους δώσει εντολές ως προς το πώς πρέπει να κινηθούν. Ουσιαστικά, πήγε να τους ανακοινώσει ότι πρέπει να οπισθοχωρήσουν, σύμφωνα με τον κ. Στυλιανού.
«Με ρώτησε πόσοι είμαστε και τι κάνουμε. Εκείνος ήρθε εκεί να μας πει να κάνουμε οπισθοχώρηση, αλλά δεν το έκανε η καρδιά του. Το θυμάμαι και σηκώνεται η τρίχα μου. Τελικά, αναγκάστηκε ο άνθρωπος να μας πει οπισθοχώρηση, αφού δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα εκεί.
Διασχίσαμε το Βαρώσι όλο πεζοί. Δεν είδαμε ένα άτομο. Ο κόσμος όλος έφυγε από τις 14 Αυγούστου, αφού δόθηκε εντολή για εκκένωση του Βαρωσιού. Βρεθήκαμε σε κάποια στιγμή στον Άγιο Μέμνωνα, στα παγωτά του Ηράκλη. Σκεφτόμασταν τι θα κάνουμε. Τότε, πέρασαν δύο αυτοκίνητα, μας πήραν και μας πήγαν στα Κοκκινοχώρια».
Πιο περιπετειώδης ήταν η αποχώρηση του κ. Κατζιανή, ο οποίος έλαβε εντολή ως πολυβολιτής που ήταν, να μεταβεί στο Σαβόι, για να ανακόψει τους Τούρκους. Όμως, η ανοργανωσιά που επικρατούσε εκείνες τις μέρες, τον οδήγησε σε ένα πήγαινε έλα στην Αμμόχωστο και τελικά κατέληξε στο Αλεθρικό.
«Στο Σαβόι πήραμε διαταγή να επιστρέψουμε πίσω στο νοσοκομείο πεζοί, με τον ατομικό μας οπλισμό. Μόλις πήγαμε, μας είπαν ξανά οπισθοχώρηση. Τους είπα καλά ρε παιδιά, γιατί πηγαίναμε και ερχόμαστε. Ανοργανωσιά. Τελικά μας πήραν στο Αλεθρικό. Ήταν συμφωνημένα όλα. Όλα γίνονταν κατόπιν διαταγών».
Η συνάντηση με τις οικογένειες
Από εκεί άρχισε ένας άλλος αγώνας. Ο αγώνας να βρουν τις οικογένειες τους, οι οποίες δεν ήξεραν αν ζούσαν ή αν είχαν χαθεί στο πεδίο της μάχης. Ο κ. Στυλιανού, μετέβη αρχικά στην Ορμήδεια, σε σπίτι φίλου του και το επόμενο πρωί ξεκίνησαν για να πάνε στη Λάρνακα, όπου του είπαν ότι διέμεναν συγγενικά του πρόσωπα.
«Είχα κάποιες πληροφορίες εγώ, ότι οι δικοί μου πήγαν Λάρνακα. Λέω του φίλου μου πάμε στο Παντοπωλείο. Εσκέφτηκα ότι εκεί όλο και κάποιος θα ερχόταν να αγοράσει κάτι. Μπήκαμε μέσα, βλέπω στο βάθος έναν ψηλό φαλακρό, κατάλαβα ότι ήταν ο πατέρας μου. Έτρεξα πήγα κοντά του και καταλαβαίνετε μετά τα συναισθήματα».
Ο κ. Κατζιανή από την άλλη, βρήκε τον πατέρα του στο δρόμο για τις Αγγλισίδες. «Ήμασταν σε ένα κομβόι με φορτηγά. Εκεί λοιπόν, είδα τον πατέρα μου. Ήξερε ότι ήμουν σε εκείνο το κομβόι και τον έβλεπα που έτρεχε φορτηγό του φορτηγού τζιαι ερώταν που είμαι. Τελικά εβρεθήκαμε, για πρώτη φορά. Μετά εγώ πήγα μεταξύ Αβδελλερού-Αθηένου και δώσαμε μάχη για εννέα μέρες. Όταν τέλειωσε εκείνη η μάχη επιστρέψαμε και τελικά βρήκα την οικογένειά μου».
«Το Βαρώσι το χαρίσαμε, δεν πολεμήσαμε»
Τις οικογένειες τους τις βρήκαν, οι ίδιοι γλύτωσαν, αλλά η πόλη τους χάθηκε και αυτό το σαράκι τους τρώει τα σωθικά εδώ και 47 ολόκληρα χρόνια. Αγανακτούν, όταν σκέφτονται ότι δεν τους άφησαν να πολεμήσουν, για την πόλη τους.
«Το Βαρώσι το χαρίσαμε. Δεν πολεμήσαμε. Δεν μας άφησαν να πολεμήσουμε. Εκεί που έπρεπε να είχαμε υποστήριξη, δεν την είχαμε. Υπάρχουν κάποια μαύρα σημεία από το πως λειτουργούσαν οι εντολές τότε, τις οποίες εξηγήσαμε μετά.
Θυμούμαι χαρακτηριστικά που μας είπαν ότι εν να μας στείλουν ΛΟΚατζίηδες να μπούμε μέσα στα τείχη να χτυπήσουμε τους Τούρκους. Τους ελέαμε εμείς 20 χρονών, ρε παιδιά πως θα μπούμε μέσα στα τείχη. Απαντούσαν μας ότι θα έκαμναν καταδρομική οι ΛΟΚάτζιηδες και θα μπαίναμε που την πόρτα. Τελικά αυτό δεν έγινε ποτέ. Αυτές ήταν αποφάσεις ανοργανωσιάς», είπε ο κ. Ανδρέας.
Και συμπληρώνει ο κ. Θόδωρος, ότι εκείνο που τον πονά περισσότερο, είναι ότι δεν τους άφησαν να αποκρούσουν την επίθεση των Τούρκων, αλλά ούτε τους στήριξαν.
«Τα συναισθήματα μου είναι αγανάκτηση γιατί δεν μας βοήθησαν, δεν μας στήριξαν να υπερασπιστούμε τον τόπο μας και συνάμα πόνος, γιατί το δώσαμε αμαχητί. Όταν τα θυμούμαι σήμερα, ακόμα και όταν είμαι μόνος μου σπίτι κλαίω. Μπορεί να σκοτωνούμαστεν, δεν ξέρω. Αλλά η δουλειά μας τζιαμέ ήταν να προστατεύσουμε το Βαρώσι τζιαι δεν μας αφήσαν να το κάμουμε».
Θέλησαν παράλληλα να εκφράσουν κι ένα παράπονο για την Πολιτεία, η οποία ποτέ δεν αναγνώρισε όσα έπραξαν στη διάρκεια του πολέμου γι’ αυτό τον τόπο. Δεν ήθελαν ζήτησαν χρήματα, παρά μόνο αναγνώριση.
«Όσοι κάναμε 37,5 μήνες θητεία και πήραμε σύνταξη στα 63, είπαν θα μας δώσουν ένα επίδομα, σε κλίμακα. Αν έπαιρνες μεγάλη σύνταξη, θα ήταν μικρό το ποσό που θα σου έδιναν. Δεν είναι τα λεφτά το θέμα όμως. Εμείς το μόνο που ζητήσαμε ήταν να μας δώσουν ένα παράσημο ή κάτι που να δείχνει ότι υπηρετήσαμε. Δεν θέλαμε ούτε λεφτά ούτε τίποτα, αλλά κανένας δεν το αναγνώρισε από την Πολιτεία».