Η ιστορία της Παναγιώτας που από μικρή εξηγεί τη διαφορετικότητα των γονιών της
07:12 - 08 Μαρτίου 2021
«Αν ο καθένας μας καταφέρει να μετατρέψει τα εμπόδια, σε εφόδια και σε δύναμη και να τα αξιοποιήσει με θετικό τρόπο, καταλαβαίνει ότι είναι πολύ τυχερός. Ήταν ένα δώρο και μία ευλογία, που έχεις την ευκαιρία να περάσεις κάτι, που οι άλλοι δεν το έχουν, περνάς εμπειρίες που οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν την τύχη να βιώσουν».
Αυτά είναι τα λόγια της Παναγιώτας Θεμιστοκλέους, από τη Λευκωσία, η οποία είναι παιδί ατόμων με απώλεια ακοής. Οι γονείς της είναι κωφοί με Κ κεφαλαίο. Από τη μέρα που γεννήθηκε, είχε δύο γλώσσες. Την προφορική και τη νοηματική. Και για κάποιους αυτό μπορεί να ακουστεί περίεργο, έξω από το «κανονικό». Όμως, το «κανονικό» είναι διαφορετικό για τον κάθε άνθρωπο.
«Είμαι παιδί κωφών με Κ κεφαλαίο. Τι σημαίνει αυτό. Στην βιβλιογραφία, τα παιδιά των κωφών, δηλαδή τα CODAS (Children of Deaf Adults), αναφέρονται ως δίγλωσσα με μητρική γλώσσα τη Νοηματική και ως δεύτερη γλώσσα την προφορική και είναι μέλη της κοινότητας των Κωφών. Οι κωφοί με Κ κεφαλαίο είναι άτομα με απώλεια ακοής, που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τους την επικοινωνία μέσω της νοηματικής γλώσσας και κατ’ επέκταση διάφορα άλλα χαρακτηριστικά της κοινότητας και των ανθρώπων σε αυτή, όπως το να συνδικαλίζονται, να παντρεύονται μεταξύ τους, να συχνάζουν σε χώρους όπου συχνάζουν και άλλα Κωφά άτομα και η επικοινωνία γίνεται μέσω της Νοηματικής και ο περίγυρός τους είναι άτομα με απώλεια ακοής», εξηγεί στον REPORTER.
Γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 και στη δεκαετία του 1990 έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Κατάλαβε από πρώτο χέρι τι σημαίνει να ζει στην Κύπρο ένας κωφός. Έχτισε τους δικούς της τοίχους γύρω από τον εαυτό της, αφού ως παιδί δεν ήθελε να εξηγεί στον καθένα που συναντούσε, την διαφορετικότητα των γονιών της. Μεγαλώνοντας, κατάλαβε πως αν όντως εξηγούσε κάποια πράγματα, ίσως να βοηθούσε στην σωστή ενημέρωση της κοινωνίας, όσον αφορά στα Κωφά άτομα και τα άτομα με απώλεια ακοής.
Οι εμπειρίες και τα βιώματά της, την οδήγησαν στη ζωή της. Σπούδασε κάτι που είναι συνυφασμένο με την κώφωση των γονιών της και σήμερα δουλεύει ως Διερμηνέας της Κυπριακής Νοηματικής Γλώσσας, ενώ ταυτόχρονα στέκεται δίπλα στην κοινότητα των Κωφών και στους αγώνες τους, για να διεκδικήσουν και να κερδίσουν αυτά που δικαιούνται.
«Εγώ ως παιδί Κωφών, θεωρούμαι δίγλωσσο με μητρική γλώσσα την Νοηματική και δεύτερη την προφορική. Αυτό σημαίνει ότι γεννήθηκα σε ένα περιβάλλον που ήταν καθορισμένο για μένα. Δεν έζησα σε άλλο περιβάλλον, για να έχω πρότερες εμπειρίες. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν μεταξύ δύο κόσμων. Τον κόσμο των ακουόντων και τον κόσμο των Κωφών. Για τον κάθε κόσμο χρειαζόταν να επαναφέρω ή να αυτοματοποιήσω την γλώσσα, που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσω, για να μιλήσω με το κάθε μέλος της εκάστοτε κοινότητας.
Γεννήθηκα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Την δεκαετία του 1990, όταν άρχισα να συνειδητοποιώ και να αντιλαμβάνομαι πράγματα, συγκρίνοντας καταστάσεις, συνειδητοποίησα πως η κυπριακή κοινωνία δεν ήταν έτοιμη, σε μεγάλο βαθμό να ξεφύγει από το τυπικό, ότι η πλειοψηφία, η νόρμα είναι και το “φυσιολογικό”. Αυτό το αντιλήφθηκα όταν επανέφερα στη μνήμη εμπειρίες και αναμνήσεις, που είχα όταν ήμουν με τους γονείς μου σε κοινή θέα και χρησιμοποιούσα την Νοηματική. Και το φυσιολογικό σε εισαγωγικά, επειδή ποιος ορίζει το φυσιολογικό και ποιος το αφύσικο, από τη στιγμή που ζούμε όλοι σε μία κοινωνία και ο καθένας καλείται να ανταπεξέλθει, να επιβιώσει και να πάρει».
Τόσο η ίδια, όσο και ο αδελφός της, από την πρώτη στιγμή που γεννήθηκαν είχαν στη ζωή τους τη Νοηματική.
«Ο τρόπος κατάκτησης της Νοηματικής γλώσσας δεν διαφέρει καθόλου από τον τρόπο κατάκτησης της προφορικής γλώσσας. Δηλαδή, γεννιέται ένα παιδί σε μία οικογένεια, με νοηματιστές γονείς. Το παιδί είναι tabula rasa, άδειο χαρτί. Οπότε, ό,τι του γράψεις, αυτό θα γνωρίζει. Εμάς, αυτό που μας έγραφαν, με αυτό που επικοινωνούσαμε, ήταν η νοηματική. Άρα, δεν μπορούσαμε να αμφισβητήσουμε κάτι και να πούμε ότι το περιβάλλον αυτό δεν είναι το φυσιολογικό. Εκείνο παίρναμε, εκείνο είχαμε ως φυσιολογικό και ως δεδομένο. Από εκεί και πέρα, στο 99.9% εντός της οικογένειας των Κωφών γονέων, υπάρχει πάντα ένα ακούον πρόσωπο, με το οποίο είναι αυτό που συνήθως έρχεται σε πρώτη προφορική επαφή το παιδί. Ουσιαστικά, κάπως ταυτόχρονα, ένα παιδί Κωφών γονέων αναπτύσσει την ομιλία του σε δύο επίπεδα, στην προφορική και στη Νοηματική».
Η συνύπαρξη με άλλες οικογένειες Κωφών
Η οικογένεια της Παναγιώτας αποφάσισε να εντάξει στην καθημερινότητά της και άλλες οικογένειες με τα ίδια βιώματα. Κωφούς γονείς με ακούοντα παιδιά. Η πορεία παρόμοια, οι εμπειρίες κοινές.
«Θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές, υπάρχουν αρκετά παιδιά Κωφών, στην ίδια ηλικία μαζί μου, που μεγαλώσαμε με τα ίδια βιώματα, επειδή τότε ήταν πολύ δυνατοί και οι σύνδεσμοι μεταξύ των οικογενειών των Κωφών. Συνυπήρχαμε ως οικογένειες Κωφών, για πάρα πολλές ώρες της εβδομάδας, σε σωματεία. Σε ένα περιβάλλον που όλοι έχουμε όλοι Κωφούς γονείς και δεν έχουμε τον κίνδυνο να εκτεθούμε ή να δεχτούμε οποιαδήποτε «επίθεση» ή αρνητικό σχολιασμό ή αδιακρισία, που να αφορά την κώφωση των γονιών μας. Αυτό είναι το πολύ ωραίο κομμάτι, να νιώθεις μία ασφάλεια ότι μπορείς να νοηματίσεις άνετα με τους γονείς σου, χωρίς να τραβήξεις πάνω σου βλέμματα περίεργα, χωρίς να σε υποδείξουν, χωρίς να σου βάλλουν ταμπέλες, χωρίς να σε προσβάλλουν, χωρίς να σου μιλήσουν στα αγγλικά».
Μεγαλώνοντας σε αυτή τη κοινότητα, με αυτά τα χαρακτηριστικά, ήταν δύσκολο για ένα παιδί, υποδεικνύει η Παναγιώτα, να βγει ξαφνικά σε μία κοινωνία διαφορετική, στην οποία έπρεπε να περάσει περισσότερο χρόνο. Σχολείο, φροντιστήρια, έπρεπε να τηλεφωνεί σε διάφορες υπηρεσίες, ώστε να βοηθήσει τους γονείς της, ενώ έπρεπε να μιλήσει και με τους συγγενείς και φίλους, για να μεταφέρει στους γονείς της τα μηνύματά τους.
«Θυμάμαι χαρακτηριστικά, φίλοι των γονιών μου έρχονταν στο σπίτι μας, για να τους ενημερώσουν ότι το Σάββατο θα έρχονταν επίσκεψη στο σπίτι μας».
Τα ευτράπελα και τα περίεργα βλέμματα
Η κουβέντα μας κύλησε ομαλά και έφτασε στις προσωπικές εμπειρίες και τα ευτράπελα που έζησαν ως οικογένεια, όταν έβγαιναν έξω. Θυμάται τους υπαλλήλους στα καταστήματα που τους μιλούσαν αγγλικά.
«Βιώναμε πολλά ευτράπελα. Μπορεί να πηγαίναμε σε ένα κατάστημα και επειδή τότε η νοηματική δεν ήταν διαδεδομένη, δεν υπήρχαν τα δελτία στη νοηματική, δεν υπήρχε το διαδίκτυο, στο οποίο μπορεί να έβρισκες τυχαία κάτι που μπορεί να περιείχε νοηματική, υπήρχε μία άγνοια στην κοινωνία. Όταν επισκεπτόμασταν χώρους που έπρεπε να εξυπηρετηθούμε όπως για παράδειγμα καταστήματα, υπηρεσίες κλπ, η πρώτη αντίδρασή τους ήταν να μας μιλήσουν στα αγγλικά. Στις πολλές φορές που συμβαίνει αυτό, απαντούσα κι εγώ στα αγγλικά, ώστε να τελειώσει η κουβέντα και μετά νοημάτιζα / διερμήνευα στους γονείς μου. Θεωρούσα ότι δεν υπήρχε λόγος να δώσω εξηγήσεις, ήθελα να εξυπηρετηθούμε και να φύγουμε».
Άγνοια. Μία μικρή λέξη, με πολλά νοήματα. Οι άνθρωποι τότε δεν γνώριζαν πολλά για τους Κωφούς και τους ανθρώπους με απώλεια ακοής. Και αυτή η άγνοια, τους έκανε πολλές φορές να συμπεριφέρονται με άκομψο τρόπο.
«Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα ότι ίσως αν αντιδρούσα σε κάθε τέτοια συμπεριφορά, που πολλές φορές δεν ήταν προσβλητική, ήταν η μόνη προσπάθεια που έκαναν για να βοηθήσουν και υπέθεταν ότι ήταν η σωστή, και προσπαθούσα να επεξηγήσω, τότε θα βοηθούσα να πάει το μήνυμα πιο πέρα. Δεν είχα, όμως, πάντα την ωριμότητα για να το σκεφτώ. Φαντάσου να είσαι 11-12 ετών και να συνοδεύσεις τους γονείς σου σε μία δημόσια υπηρεσία, όπως για παράδειγμα έκδοσης ταυτότητας, κάτι που δεν ήξερες καλά-καλά τι σημαίνει και να προσπαθείς να το νοηματίσεις. Δεν υπήρχαν διερμηνείς τότε, οπότε οι διερμηνείς των κωφών ήταν ή τα παιδιά, τα αδέλφια, φίλοι ή συγγενείς τους.
Κάνοντας το επάγγελμα που κάνω, συνειδητοποίησα ότι ίσως αν είχα τη δύναμη, την όρεξη ή τη διάθεση, κάθε φορά μπορεί να επεξηγούσα. Πολύ συχνά, όταν βρίσκομαι και σε φιλικό περιβάλλον ή σε μία συζήτηση σε άτομα που τα γνωρίζω πρώτη φορά και τους εξηγώ ότι οι γονείς μου είναι Κωφοί κλπ, η πρώτη τους αντίδραση είναι “πώς είναι να μεγαλώνεις με γονείς κωφούς;”. Η άμεση μου απάντηση είναι “πώς είναι να μεγαλώνεις με ακούοντες γονείς;". Είναι αυτό που καλείσαι να επεξηγήσεις, χωρίς να έχεις μέτρο σύγκρισης».
Οι δυσκολίες για ένα παιδί με Κωφούς γονείς
«Τις δυσκολίες και τα εμπόδια, που αντιμετωπίσαμε τα παιδιά των Κωφών μεγαλώνοντας και αντιμετωπίζουμε και σήμερα, είναι αυτά που δημιουργεί η ίδια η κοινωνία. Αν η κοινωνία δεν είναι έτοιμη να δεχτεί στην οικονομία της ως εργαζόμενους άτομα με απώλεια ακοής, επειδή έμεινε στο στερεοτυπικό ότι προορίζονται για χειρονακτικές εργασίες, παρά το γεγονός ότι έχουν πτυχίο πανεπιστημίου, δεν είναι ευθύνη των Κωφών ατόμων, είναι ευθύνη της κοινωνίας. Εν μέρει μπορεί να φέρουν ευθύνη και τα συλλογικά όργανα προς την ενημέρωση. Αλλά είναι ευθύνη της ίδιας της κοινωνίας, το να δεχτεί, να προετοιμάσει και να περιλάβει στα επίπεδά της τα άτομα με απώλεια ακοής. Γι’ αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα μιλά για κοινωνικό μοντέλο και όχι για φιλανθρωπικό μοντέλο. Δεν είναι από οίκτο ή από λύπηση ή ανάγκη να εξυπηρετήσουν τα κωφά άτομα. Η κοινωνία έχει ανάγκη να εξυπηρετήσει τα κωφά άτομα και πρέπει να εξωτερικεύεται με την εικόνα της παροχής υπηρεσιών, ευκαιριών, προσβασιμότητας ή εξυπηρέτησης και όχι με της μορφής του οίκτου και της φιλανθρωπίας. Να τα βάλει κάτω και να δει τι μπορεί να προσφέρει. Ό,τι και να είναι αυτό. Είτε πρόσβαση στην ενημέρωση και την ψυχαγωγία, είτε θέσεις εργασίας, είτε δράσεις κλπ».
Είναι η κυπριακή κοινωνία προσβάσιμη για τα άτομα με απώλεια ακοής;
Ήρθε και η στιγμή για ένα κρίσιμο ερώτημα, αφού η απάντηση θα έλυνε πολλές απορίες. Έχουν γίνει βήματα, ώστε η κυπριακή κοινωνία να είναι προσβάσιμη για τα άτομα με απώλεια ακοής;
«Θεωρώ ελάχιστα, επειδή τα ζητήματα που θέτουν πάντα οι κωφοί συνδικαλιστές στην Κύπρο και η Ομοσπονδία Κωφών Κύπρου είναι πολύ συγκεκριμένα. Μείωση της ανεργίας στην κοινότητα των κωφών και η παροχή προσβασιμότητας στην ενημέρωση και πληροφορία. Το πρώτο δεν επιτεύχθηκε, ενώ για το δεύτερο, αυτό που έγινε ήταν σε πολύ μικρό επίπεδο. Ακόμη και τώρα, στην περίοδο του κορωνοϊού, που ενδιαφέρει τους πάντες και πόσο μάλλον τα κωφά άτομα, που η πρόσβασή τους στην ενημέρωση είναι περιορισμένη, και αφορά ένα θέμα υγείας, πρέπει να ενημερώνονται για τις εξελίξεις και για τα μέτρα, ακόμη και σήμερα, που είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο, η πρόσβαση στην ενημέρωση που παρέχεται είναι περιορισμένη. Σε άλλες χώρες, όταν γίνονταν διαγγέλματα ή ανακοινώσεις, δίπλα από τον κάθε κυβερνώντα υπήρχε ένας διερμηνέας στη νοηματική, στην Κύπρο ήταν πολύ συγκεκριμένες οι φορές. Στα διαγγέλματα, στην ανακοίνωση των μέτρων και ίσως στα δελτία. Τόσο περιορισμένη είναι η πρόσβαση που προσφέρεται. Ναι μεν έχει αρχίσει να διαδίδεται η Νοηματική στην κοινωνία, ναι μεν οι κωφοί ζουν ανάμεσα μας, ναι μεν άρχισαν να προσλαμβάνονται σε περισσότερους τομείς εργασίας, όμως τα συμπεράσματα εξακολουθούν να είναι απογοητευτικά. Ναι μεν αλλά… Οι κωφοί μπορούν να κάνουν τα πάντα εκτός από το να ακούν. Τα κωφά άτομα είναι άτομα που είναι ικανότατα που μπορούν να προσφέρουν στην κοινωνία».
Αρωγός, ώστε να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο, για την καθημερινότητα των Κωφών ατόμων, είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας. Τα άτομα με απώλεια ακοής μαθαίνουν εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας, ενημέρωσης, ψυχαγωγίας.
«Προσέφερε τεράστιες ευκαιρίες στα κωφά άτομα, κυρίως στην επικοινωνία, μετά στην ενημέρωση, επειδή υπάρχει περισσότερη οπτική επαφή. Βλέπω τους γονείς μου, που είναι στο κινητό και διαβάζουν διάφορες ειδήσεις, ή βλέπουν βίντεο στη νοηματική από άλλες χώρες ή κάνουν βιντεοκλήσεις. Παλαιότερα η μόνη επαφή που είχαν μαζί μας, όσο εμείς λείπαμε λόγω σπουδών, ήταν μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας με κάποιο φίλο, που θα τους μετέφερε τα νέα και έτσι μαθαίναμε κι εμείς τα νέα τους. Πλέον η επικοινωνία είναι άμεση. Μέσω μηνυμάτων ή βιντεοκλήσεις. Οι κωφοί όλων των ηλικιών άρχισαν να εξοικειώνονται με την τεχνολογία, αλλά η τεχνολογία δεν είναι μία μέριμνα της κυπριακής κοινωνίας προς τους κωφούς. Δεν ήρθε η εκάστοτε Κυβέρνηση και τους είπε πάρτε την τεχνολογία, από τη στιγμή που είναι μέλη μιας κοινωνίας, ακολουθούν την πορεία της τεχνολογίας».
Ωστόσο έγινε και κάτι πολύ θετικό, ως προς την εξυπηρέτηση των ατόμων με απώλεια ακοής. Κάτι που το 1990 δεν ήταν εφικτό. Πλέον, διερμηνείς παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε άτομα που τις χρειάζονται, όταν τρέχουν για διάφορες υποχρεώσεις τους.
«Η ύπαρξη διερμηνέων νοηματικής έχει φέρει την πολυτέλεια στους Κωφούς να καλούν στις υποχρεώσεις και συναντήσεις τους διερμηνέα να τους συνοδεύσει, για να μην “υποχρεώνονται” από κάποιο οικείο τους πρόσωπο ή από τα παιδιά τους να τους συνοδεύσει. Όντας παιδί Κωφών και η ίδια, είχα πειραματιστεί αρκετά με τους γονείς μου, ως διερμηνέας, αφού μπορούσα να κινηθώ μαζί τους πιο ελεύθερα και να δοκιμάσω αρκετά πράγματα, όσον αφορά την αντιμετώπιση που βιώνουν οι κωφοί στις διάφορες υπηρεσίες. Συνειδητοποίησα ότι επιβεβαιώνεται η παγκόσμια βιβλιογραφία και εκείνο που συνίσταται, στα ακούοντα παιδία, είναι να μην συνοδεύουν τους Κωφούς γονείς τους σε διάφορες υπηρεσίες και κυρίως στους γιατρούς. Για ευνόητους λόγους. Δεν μπορεί ένα παιδί να μεταφράσει μία διάγνωση γιατρού και να το κάνει καθαρά επαγγελματικά».
Ο κορωνοϊός και η υποχρεωτική χρήση της μάσκας
Η πανδημία του κορωνοϊού, όπως ήταν λογικό, έφερε τα πάνω κάτω στη ζωή των ατόμων με απώλεια ακοής. Αυτό συνέβη επειδή αρκετά άτομα, που μπορούν να επικοινωνήσουν με την Νοηματική γλώσσα, έχουν ως υποβοηθητική μέθοδο, για κατανόηση της επικοινωνίας με άλλους ανθρώπους, την χειλανάγνωση. Ωστόσο, λόγω της υποχρεωτικής χρήσης της μάσκας, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό.
«Εγώ κάνω συχνά τεστ για να επιβεβαιώσω ότι είμαι αρνητική, οπόταν όταν θα πάω σε κάποια υπηρεσία ζητώ άδεια από τον λειτουργό που θα συναντήσουμε, να κατεβάσω τη μάσκα. Επεξηγώ γιατί πρέπει να κατεβάσω τη μάσκα, κρατούμε τις απαιτούμενες αποστάσεις και από εκεί και πέρα ξεκινά η διαδικασία της διερμηνείας. Όμως, αρκετά Κωφά άτομα μου έχουν ζητήσει να επικοινωνήσω με υπεραγορές, τράπεζες ή άλλες υπηρεσίες, επειδή ενώ είχαν ζητήσει από υπαλλήλους να κατεβάσουν τη μάσκα για να καταλάβουν τι τους λέει, αυτοί αρνούνταν. Κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό και αποδεκτό και κατανοητό. Κάπου εκεί υπάρχει ένα εμπόδιο στην επικοινωνία, επειδή η χειλανάγνωση, τις πλείστες φορές είναι μέρος της όλης διαδικασίας της Νοηματικής γλώσσας. Υποβοηθά στην πλήρη αντίληψη του λόγου, όταν επικοινωνείς με ένα άτομο που δεν γνωρίζει τη Νοηματική γλώσσα. Όταν αυτομάτως αφαιρείς από ένα κωφό άτομο την πρόσβαση στην χειλανάγνωση είναι λες και τους αφαιρείς την πλήρη πρόσβαση στην αντίληψη του λόγου. Από την άλλη βέβαια πρέπει να καταλάβουμε και την θέση του άλλου που βρίσκεται στην απέναντι θέση».
«Η αναπηρία των γονιών μου μάλλον ήταν υπέρ μου»
Η αναπηρία των γονιών της, δεν στάθηκε ποτέ εμπόδιο στο να πετύχει τους στόχους και τα όνειρά της. Αντιθέτως, την οδήγησε στο να λάβει καθοριστικές αποφάσεις για το μέλλον της.
«Κάτι για το οποίο δηλώνω πολύ τυχερή είναι το γεγονός ότι οι γονείς μου μας είχαν πάντα ελεύθερους και μας παρείχαν την αυτονομία να επιλέγουμε από μόνοι μας το πώς θα ορίζουμε τη ζωή μας. Όταν έφτασε η στιγμή να απογαλακτυστούμε και να απελευθερωθούμε ως παιδιά και να πάρουμε ο καθένας τον δρόμο του, ήμαστε πολύ τυχεροί επειδή, μπορεί να μην μπορούσαν να μας συμβουλεύσουν όπως θα θέλαμε για το πώς θα προχωρήσουμε στη ζωή μας, όμως είχαμε ένα τεράστιο δώρο από εκείνους. Την ελευθερία να επιλέξουμε τις κινήσεις μας και ό,τι και να επιλέγαμε, θα ήταν πάντα δίπλα μας. Οπόταν, ό,τι είμαι σήμερα, οφείλεται στους γονείς μου αλλά δεν υπήρξαν ποτέ εμπόδιο ως Κωφοί γονείς, στο να χάσω ευκαιρίες. Αν έχασα κάποια ευκαιρία στη ζωή μου, δεν οφείλεται στην κώφωσή τους, αλλά αποκλειστικά σε εμένα. Δεν είναι τόσο τεράστιο το ζήτημα της αναπηρίας τους, ώστε να καταστεί τροχοπέδι στη ζωή μας. Ξέρω περιπτώσεις που σύντροφοι παιδιών κωφών τους εγκατέλειψαν όταν έμαθαν ότι οι γονείς τους είναι κωφοί. Αυτό οφείλεται στην άγνοια, στον φόβο κλπ. Αντιθέτως, ό,τι κάνω επαγγελματικά σχετίζεται με την κώφωσή τους. Μάλλον ήταν υπέρ μου».
Το μήνυμα που στέλνει στην κοινωνία
Όταν η κουβέντα μας έφτανε προς το τέλος, ζητήσαμε από την Παναγιώτα να στείλει ένα μήνυμα προς την κοινωνία, με την ίδια να απαντά ότι «δεν είναι θέμα μηνύματος, είναι θέμα αντίληψης και κατανόησης. Έχω αντιληφθεί στα 36 μου ότι μπορεί να βίωσα γεγονότα που να σχετίζονται με την κώφωση των γονιών μου και να επηρεάζουν την ψυχολογία ή την αυτοεικόνα μου. Μεγαλώνοντας, διαπίστωσα ότι είναι μία ευλογία, που μπορούσα να αξιοποιήσω για το καλύτερο. Εγώ το έκανα επάγγελμα. Αν ο καθένας μας καταφέρει να μετατρέψει τα εμπόδια, σε εφόδια και σε δύναμη και να τα αξιοποιήσει με θετικό τρόπο, καταλαβαίνει ότι είναι πολύ τυχερός. Ήταν ένα δώρο και μία ευλογία, που έχεις την ευκαιρία να περάσεις κάτι, που οι άλλοι δεν το έχουν, περνάς εμπειρίες που οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν την τύχη να βιώσουν».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:
- Η κραυγή απόγνωσης των ατόμων με απώλεια ακοής-Ακούει κανείς;
- «Ήταν Δευτέρα του Πάσχα, το μωρό δεν ξυπνούσε, είχαμε πάθει σοκ»
- «Οι τρίχες δεν κάνουν τον άνθρωπο, ήμουν η ίδια... Αποδέχτηκα τον εαυτό μου»
- «Νόμιζα ότι ο παιδικός καρκίνος ήταν μακριά... Ένα απόγευμα άλλαξε η ζωή μας»
- «Όταν ήμουν 15 ετών έπεσα σε κώμα, όταν επανήλθα καθηλώθηκα σε τροχοκάθισμα»