Η μαρτυρία Κύπριου που αγωνίστηκε στο Πολυτεχνείο-«Αναμμένο κάρβουνο η μνήμη»

«Όλα τα πράγματα σβήνουν, ξεθωριάζουν, απαλύνονται. Η μνήμη του Πολυτεχνείου μένει σαν αναμμένο κάρβουνο μέσα σε όλους που έλαβαν μέρος. Είναι μια μνήμη καυτή. Κάθε φορά που ακούω τον ραδιοσταθμό και τα συνθήματα που ζήσαμε, νομίζω ότι το Πολυτεχνείο είχε γίνει χθες. Είναι κάτι που δεν σβήνει και δεν ξεχνιέται…»
 
Σαράντα επτά χρόνια συμπληρώνονται σήμερα, από τη μέρα που Έλληνες σκότωσαν Έλληνες. Σαράντα επτά χρόνια, από τη μέρα που το τανκς της Χούντας των Συνταγματαρχών, έσπασε την πύλη του Πολυτεχνείου, δείχνοντας την δύναμη του, απέναντι στο λαό. Ένα λαό, που λίγους μήνες αργότερα κέρδισε τον πόλεμο, με την πτώση της δικτατορίας…
 
Ο κ. Ανδρέας Μακρίδης από τη Λεμεσό, ήταν ένας από τους χιλιάδες νέους που βρέθηκαν πίσω από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου, εκείνη την μαύρη, νύχτα. Έζησε από κοντά όλα όσα συνέβησαν από τις 14 μέχρι τις 17 Νοεμβρίου, με αποκορύφωμα την διάλυση της κατάληψης του Πολυτεχνείου. Οι μνήμες από εκείνη τη μέρα είναι για τον ίδιο, ακόμη νωπές.
 
Στην Ελλάδα είχε ταξιδέψει το 1968, για να σπουδάσει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ενώ το πτυχίο του το πήρε το 1972. Παρόλα αυτά, έμεινε στη χώρα μέχρι το 1974, έως ότου ολοκλήρωσε τις σπουδές της η αρραβωνιαστικιά του. Εργαζόταν ενώ παράλληλα, παρακολουθούσε μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης και έτσι έκανε γνωριμίες με αρκετά παιδιά από το Πολυτεχνείο.
 
Εκείνη την εποχή, την πιο μαύρη για την Ελλάδα, όταν στην εξουσία ήταν η Χούντα, πολλοί βασανίστηκαν, χτυπήθηκαν και υπήρχαν συχνά επεισόδια στους δρόμους.
 
«Ο κόσμος δεν αντιδρούσε έντονα, γιατί υπήρχε η φασιστική επιβολή της δικτατορίας. Σιγά σιγά άρχισαν να δημιουργούνται ομάδες αντίδρασης και αντίστασης. Αυτό φάνηκε τις μέρες του Πολυτεχνείου, όταν την ώρα των διαδηλώσεων, σε μια εκ των οποίων έλαβα μέρος και εγώ, ο κόσμος βγήκε στα μπαλκόνια και πετούσε λουλούδια στη διαδήλωση. Υπήρχε μια σιωπηρή καταπιεστική αδράνεια, όμως ο κόσμος γνώριζε τι γινόταν και ήθελε την αλλαγή».
 
Ήταν μπροστά στην απόφαση για κατάληψη
Στις 14 Νοεμβρίου, ήταν μαζί με τον κουμπάρο του, ο οποίος μετείχε στην επιτροπή φοιτητών που συστάθηκε στο Πολυτεχνείο και βρέθηκε στο χώρο που πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη από τους φοιτητές. Ήταν μαζί με την αρραβωνιαστικιά του, στην πρώτη γραμμή.
 
«Η αρραβωνιαστικιά μου ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη και ως εκ τούτου τα βράδια φεύγαμε και επιστρέφαμε το πρωί της επόμενης. Η πρώτη νύχτα που έμεινα στο Πολυτεχνείο, ήταν το βράδυ 17 προς 18 που έγινε η επίθεση.
 
Την πρώτη μέρα, δηλαδή στις 14 Νοεμβρίου, που λειτούργησε και ο πομπός του Πολυτεχνείου και μεταδίδαμε στα ραδιόφωνα, μαζεύτηκε κόσμος έξω από το κτίριο, ενώ η Αστυνομία παρατάχθηκε στις γύρω οδούς και δεν ενοχλούσε. Άφηνε να μπαίνουν και να βγαίνουν άτομα από το Πολυτεχνείο. Σε κάποια στιγμή πήραν οδηγίες και δεν άφηναν κόσμο ούτε να μπαίνει, ούτε να βγαίνει από το Πολυτεχνείο. Εγώ σε δύο περιπτώσεις χρειάστηκε να σπάσω τον κλοιό για να μπω στο Πολυτεχνείο και σε κάποιες περιπτώσεις μας κυνήγησαν. Τη δεύτερη μέρα ο κόσμος υπερδιπλασιάστηκε. Είχαν έρθει εργάτες και εργαζόμενοι, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, ηθοποιοί, συγγραφείς και λοιπά. Μάλιστα μια φορά, οι εργάτες επέμεναν να χρησιμοποιήσουμε βία, αλλά η επιτροπή του Πολυτεχνείου δεν το δέχθηκε. Η Χούντα ήταν αποφασισμένη να σκοτώσει αν χρειαζόταν».
 
«Το σούρουπο έπεσε το πρώτο καπνογόνο»
Την τρίτη ημέρα, δηλαδή στις 17 Νοεμβρίου, έξω από το Πολυτεχνείο μαζεύτηκε περίπου 100 χιλιάδες κόσμος, ενώ και μέσα από τα κάγκελα, υπήρχαν αρκετές χιλιάδες. Κανείς δεν περίμενε, το τι θα επακολουθούσε… Κανείς δεν περίμενε την τραγική τροπή που θα έπαιρναν τα πράγματα.
 
Οι διαδηλωτές, από το πρωί εκείνης της μέρας, κατασκεύαζαν πρόχειρα μηνύματα, σταματούσαν τα λεωφορεία που περνούσαν και τους τα έδιναν.
 
«Στη συνέχεια η Αστυνομία περιέφραξε χώρο γύρω από το Πολυτεχνείο. Όλη η μέρα κύλησε σχετικά ήσυχα. Δεν έγιναν συγκρούσεις.
 
Από τη μέσα πλευρά, από τις εκκλήσεις που γίνονταν μέσω ραδιοφώνου, έφθασαν χιλιάδες τρόφιμα. Δημιουργήσαμε χώρο και έγινε καταμερισμός δουλειάς. Κάποιοι κατασκεύαζαν σάντουιτς, γιατί περιμέναμε ότι θα μας απέκοπτα μέσα στο Πολυτεχνείο. Επίσης, δημιουργήθηκε ένα ιατρείο και πολύς κόσμος έφερε φάρμακα, για περίθαλψη.
 
Με το πρώτο σούρουπο, όταν έκλεισαν τα καταστήματα, μεταξύ 20:30-21:00, έπεσε το πρώτο δακρυγόνο. Από εκείνη τη στιγμή άρχισαν να πέφτουν βροχή τα καπνογόνα. Έπεσε σήμα, βάλαμε μαντήλι στο πρόσωπο και τρίβαμε το πρόσωπο μας με λεμόνια, για να ανταπεξέλθουμε».
 
Οι οδομαχίες και η ριπή από σφαίρες
Πέραν από τη ρίψη των καπνογόνων, η Αστυνομία, όπως διαπιστώθηκε αργότερα, έλαβε οδηγίες να καθαρίσει το δρόμο από το πλήθος, σπάζοντας την αντίσταση των φοιτητών. Τότε, άρχισαν οδομαχίες, οι οποίες κράτησαν περίπου δύο με τρεις ώρες, με την Αστυνομία να διαλύει τον όχλο.
 
«Έξω επικρατούσε άκρα του τάφου σιωπή. Τότε η Αστυνομία κατέλαβε καίριες θέσεις γύρω από το Πολυτεχνείο. Από τις 22:30-23:00, άρχισαν να πέφτουν σφαίρες μέσα στο Πολυτεχνείο. Είδα δύο τρεις φορές ανθρώπους να πληγώνονται δίπλα μου. Θυμάμαι μάλιστα είχαμε ένα πηγαδάκι και κάποιος έλεγε, “φανταστήκατε να πέσει η Χούντα από το Πολυτεχνείο;” Την ώρα που τα έλεγε αυτά, έφαγε ένας μια σφαίρα, έπεσε κάτω και τον κουβαλήσαμε στο ιατρείο.
 
Μια ωραία στιγμή, ήταν όταν πλήθαιναν οι τραυματίες και ο σταθμός μετέδιδε ότι χρειαζόμαστε φάρμακα. Έβλεπες τον κόσμο να κάνει βαρελάκια για να έρθει να μας φέρει φάρμακα».
 
«Ακούστηκε ένας τρομακτικός θόρυβος»
Μέχρι τα μεσάνυχτα, οι σφαίρες και τα καπνογόνα έδιναν κι έπαιρναν. Αυτή όμως δεν θα ήταν η τελευταία κίνηση της Χούντας. Γύρω στα μεσάνυχτα, ένα τρομακτικός θόρυβος, περικύκλωσε το Πολυτεχνείο κι αντήχησε δυνατά στα αυτιά των φοιτητών…
 
«Ήταν που ήταν οι ερπύστριες των τανκς που έρχονταν από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Παρατάχθηκαν ακριβώς μπροστά από τα κάγκελα. Μπήκε ένα τανκς μπροστά και δίπλα του υπήρχαν τρεις σειρές λοκατζήδες, με προτεταμένα τα όπλα. Υπήρχε ένας ταγματάρχης των ΛΟΚ, ο οποίος ζητούσε να βγούμε έξω, αλλιώς θα διέταζε πυρ. Τα κάγκελα του Πολυτεχνείου ήταν γεμάτα φοιτητές, που φώναζαν τα δύο κυρίαρχα συνθήματα, “Παπαδόπουλε φονιά” και “Είσαστε αδέλφια μας”, που απευθυνόταν στους στρατιώτες, για να μην πυροβολήσουν. Τελικά, ο ταγματάρχης δεν είπε ποτέ πυρ.
 
Στα κάγκελα στήσαμε σκουπιδιάρες και άλλα πρόχειρα μπλόκα. Σε κάποια στιγμή, ενώ πολλοί φοιτητές βρίσκονταν στην πύλη, είδαμε ξαφνικά να γυρίζει η κάννη του τανκς προς τα πίσω. Προφανώς για να μην χτυπήσει στην πύλη. Τότε καταλάβαμε ότι θα έμπαινε μέσα το τανκς. Όλα αυτά έγιναν εν ριπή οφθαλμού. Ακούσαμε ένα δυνατό μουγκρητό και αμέσως σάλταρε μέσα. Με το που άκουσα το μούγκρισμα πήγα ένα με δύο μέτρα πίσω. Μόλις εκκίνησε το τανκς, έκανα ένα βούτηγμα και έπεσα στο χορτάρι. Το τανκς πέρασε σε μια απόσταση ενός μέτρου από μένα. Ο σωρός από είχαμε στήσει, πολτοποιήθηκε. Μετά το πρώτο τανκς, μπήκαν άλλα δύο. Το ένα πήγε στη νότια είσοδο και το άλλο στη βόρεια είσοδο».
 
«Αδέλφια φύγετε, φύγετε μην μας αναγκάσετε να σας πυροβολήσουμε»
Ακολούθησε πανικός. Χιλιάδες Έλληνες, έτρεξαν να γλυτώσουν από τα χέρια Ελλήνων. Ανάμεσα τους και ο κ. Μακρίδης. Η Χούντα έδειχνε και πάλι τη δύναμή της. Μ’ αυτή, θα ήταν η τελευταία «νίκη» του… κακού.
 
«Πίσω από τανκς, εισέβαλαν οι λοκατζήδες με τα όπλα. Μας πλησίασαν και ψιθύριζαν, πολλοί δακρυσμένοι, “αδέλφια φύγετε, φύγετε μην μας αναγκάσετε να σας πυροβολήσουμε και να χύσουμε αδελφικό αίμα” .Ήταν τραγικές στιγμές. Ακολούθως έγινε η έξοδος.
 
Την ώρα της εξόδου μου, φορούσα ένα πουκάμισο μόνο. Κινήθηκα προς την Ομόνοια. Στην πρώτη πάροδο δεξιά, είπα να μπω μέσα που ήταν θεοσκότεινα και ήσυχα. Δυστυχώς στο τέλος της παρόδου υπήρχε ομάδα φαντάρων που δεν μας άφηνε να περάσουμε. Γύρισα πίσω να μπω στην Πατησίων, αλλά εκεί οι αστυνομικοί εξοπλίστηκαν με καρεκλοπόδαρα, από τις μάχες που γίνονταν με διαδηλωτές και μας καλούσαν να πάμε προς το μέρος τους. Πίσω ήταν οι στρατιώτες και μπροστά οι αστυνομικοί. Το έπαιξα αδιάφορος και την ώρα που πλησίαζα έβαλε δύναμη και όρμησα, βάζοντας τα χέρια μου στο κεφάλι. Έφαγα το ξύλο της χρονιάς μου. Σκίστηκε το πουκάμισό μου, χτύπησα την πλάτη μου, σκίστηκε το μέτωπό μου και έπεσα κάτω. Τελικά κατάφερα να διαφύγω».
 
«Έγραφαν συνθήματα για να δείξουν ότι ήταν τρομοκράτες οι φοιτητές»
Στη συνέχεια μπήκε σε ένα στενό και εκεί αντίκρισε τουρίστες να παρακολουθούν τα όσα τεκταίνονται με αγωνία. Πέρασε από δίπλα τους και συνάντησε ένα γκαρσόνι από το ξενοδοχείο «International», το οποίο τους φυγάδευσε στο κτίριο.
 
«Εκεί υπήρχαν γύρω στα διακόσια παιδιά. Μείναμε εκεί μέχρι το πρωί. Από εκεί είδα με τα μάτια μου να γράφουν συνθήματα (σ.σ. οι αστυνομικοί) για να δείξουν ότι ήταν τρομοκράτες οι φοιτητές. Τους είδα με τα μάτια μου. Τότε συνέβη κάτι που ποτέ δεν θα το ξεχάσω. Ήταν σκισμένο το πουκάμισό μου και ζήτησα ένα μπουφάν. Μου έδωσε ένα παιδί το δικό του. Ήταν ολοκαίνουργιο και μετά από καμιά ώρα είπα ότι πρέπει να του το δώσω πίσω. Όταν τον πλησίασα να του το δώσω, μου είπε δεν είμαι εγώ που σου το έδωσα λάθος κάνεις, ενώ είμαι σίγουρος ότι εκείνος μου το έδωσε. Αυτό το μπουφάν με γλύτωσε τελικά, γιατί όταν βγήκα έξω υπήρχαν ακόμα αστυνομικοί που μάζευαν πράγματα. Πήρα ένα ταξί, για να με πάρει στο σπίτι. Με άφησε ένα δρόμο πιο κάτω από το σπίτι, τον ρώτησα πόσα χρωστώ και μου είπε δεν μου χρωστάς τίποτα παιδί μου πήγαινε. Κατάλαβε που ήμουν και τι έκανα».
 
Όταν έφθασε στην πολυκατοικία όπου διέμενε, τον περίμενε άλλη μια έκπληξη. Έξω από την πολυκατοικία, στεκόταν ένας στρατιωτικός, ο οποίος περίμενε το ταξί να τον πάρει στη δουλειά του.
 
«Μου είπε ειρωνικά, “τα καταφέρατε ε; Κάνατε αγώνες”. Εγώ έκανα τον ανήξερο. Του είπα ότι εργαζόμουν. Ενώ συνομιλούσαμε, ήρθε ένα παιδί, ο γιος του θυρωρού, 14 χρονών. Ο στρατιωτικός του είπε τα ίδια και ο μικρός του απάντησε “ναι ρε μπάτσο ήμουν στο Πολυτεχνείο, θα σας κανονίσουμε όλους.” Μετά από μισή ώρα ήρθε η Αστυνομία και τον συνέλαβε και για μήνες δεν ήξερε κανείς που βρισκόταν».
 
Τα συναισθήματα και οι νεκροί του Πολυτεχνείου
Κάθε φορά που ξημερώνει η 17η Νοεμβρίου, ξυπνούν οι μνήμες από εκείνες τις μέρες. Η φλόγα, μέσα του, παραμένει η ίδια…
 
«Όλα τα πράγματα σβήνουν, ξεθωριάζουν, απαλύνονται. Η μνήμη του Πολυτεχνείου μένει σαν αναμμένο κάρβουνο μέσα σε όλους που έλαβαν μέρος. Είναι μια μνήμη καυτή. Κάθε φορά που ακούω τον ραδιοσταθμό και ακούω τα συνθήματα που ζήσαμε, νομίζω ότι το Πολυτεχνείο είχε γίνει χθες. Είναι κάτι που δεν σβήνει και δεν ξεχνιέται».
 
Ο κ. Μακρίδης, ένιωσε την ανάγκη να τοποθετηθεί επί μιας διάδοσης που κυκλοφορεί για αρκετά χρόνια και η οποία αναφέρει ότι δεν πέθανε κανένας στο Πολυτεχνείο.
 
«Μέσα, μπορεί να μην υπήρξαν νεκροί. Πληγωμένοι υπήρχαν πάρα πολλοί. Εκεί στην είσοδο δεν άκουσα ούτε είδα κάποιο νεκρό. Υπήρχαν κάποιοι φοβεροί νεκροί. Ήταν οι κατακουρελιασμένες ελληνικές σημαίες που είχαμε πάνω στο μπλόκο που βάλαμε. Ήταν ένα τραγικό, ένα φρικτό θέαμα. Κουρελιασμένες σημαίες που άφησαν πίσω τους αυτοί που έπρεπε να προσέχουν την Ελλάδα και τον Ελληνισμό.

Μετά από μια εβδομάδα κυκλοφόρησε ένα φύλλο της Πανσπουδαστικής που κατέγραφε τους νεκρούς του Πολυτεχνείου και τους έχω στο βιβλίο μου. Οι περισσότεροι νεκροί του Πολυτεχνείου σκοτώθηκαν έξω στις μάχες. Μέσα εγώ προσωπικά δεν είδα νεκρό».
 
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

Δειτε Επισης

Εισφορά €4.520 στον Ραδιομαραθώνιο από το Χριστουγεννιάτικο Χωριό στο Προεδρικό
Υπερπλήρη τα νοσοκομεία Λευκωσίας και Λεμεσού-Αναμονή ασθενών πέραν των 24 ωρών για κλίνες
Από την επόμενη κατάταξη η εθελοντική στράτευση γυναικών στην Ε.Φ-Προάγονται σε αρχιλοχίες 104 ΣΥΟΠ
Μονόλεπτη σιγή στην Ολομέλεια για τον θάνατο του Ευστάθιου Ευσταθίου
Αποδέχτηκε η Ολομέλεια την αναπομπή για περιορισμό συναλλαγών σε μετρητά
Έρχεται αναθεωρημένο Στεγαστικό Σχέδιο για νέους και ζευγάρια εντός Ιανουαρίου
Χωρίς νερό η Μέσα Γειτονιά λόγω βλάβης-Το μεσημέρι θα γίνει η αποκατάσταση
Ξεκινά η διαδικασία ταχείας αδειοδότησης έργων στρατηγικής ανάπτυξης
Ομόφωνα αποδεκτή από την Επιτροπή Θεσμών η αναπομπή του νόμου για περιορισμό συναλλαγών σε μετρητά
ΒΙΝΤΕΟ: Στον Κοτσιάτη η φωταγώγηση της κοινότητας Αγίας Μαρίνας Σκυλλούρας-«Ευχή μας η επιστροφή»