«Άκουγα τους Βρετανούς που τον βασάνιζαν κι εκείνος έλεγε: Σκοτώστε με!»
06:58 - 07 Σεπτεμβρίου 2018
Αν ζούσε σήμερα θα ήταν ένας παππούς κοντά στα 80 με παιδιά, εγγόνια, ίσως και δισέγγονα. Θα πέρναγε τις ώρες του στο καφενείο παρέα με καλούς φίλους αναπολώντας ιστορίες από τα παλιά και θα περιμένε πώς και πώς τις Κυριακές να σμίξει με την οικογένειά του στο μεσημεριανό τραπέζι και να δει το σπίτι του να πλημμυρίζει από γέλια και παιδικές φωνές.
Αλλά όχι, κάποιοι αποφάσισαν στο όνομα μιας αδίστακτης αυτοκρατορίας να κόψουν το νήμα της ζωής του μόλις στα 18, γιατί τόσο ήταν ο Γεώργιος Χριστοφόρου, όταν τον Νοέμβρη του 1958, βαριά χτυπημένος από τα βασανιστήρια Βρετανών ανακριτών, άφησε την τελευταία του πνοή σε ένα κελί του αστυνομικού σταθμού Κτήματος στην Πάφο.
Μάρτυρες στο ειδεχθές έγκλημα αρκετοί συναγωνιστές του Χριστοφόρου που βρίσκονταν εκείνη την μέρα στο ίδιο σημείο κρατούμενοι, αλλά και η ίδια η έκθεση του ιατροδικαστή, στην οποία διαπιστώθηκε αναρρόφηση αίματος, αιμορραγία δωδεκαδακτύλου και διάτρηση παχέος εντέρου.
Σήμερα 60 χρόνια μετά, το φρικτό αυτό έγκλημα των Βρετανών εξακολουθεί -όπως και τόσα άλλα- να παραμένει ατιμώρητο. Οι λεπτομέρειές του όμως, όπως αυτές αποτυπώνονται στα επίσημα έγγραφα της υπόθεσης που διασώθηκαν και φυλάσσονται στο εθνικό αρχείο Κύπρου, θα εξακολουθούν να στοιχειώνουν για αρκετά ακόμη χρόνια την πολύτιμη εικόνα της πρώην αποικιοκρατικής υπερδύναμης, που με πολύ κόπο τότε προσπάθησε να διασώσει, κουκουλώνοντας την αλήθεια.
Η μέρα του μαρτυρίου
Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 1958, κρατητήρια Πάφου. Η ώρα είναι 11.45 και στο προαύλιο καταφθάνει ένα αστυνομικό όχημα μεταφέροντας συλληφθέντες αγωνιστές από την Έμπα. Ανάμεσά τους και ένας νεαρός. Το όνομά του, Γεώργιος Χριστοφόρου, καταγράφεται από τον υπεύθυνο στην είσοδο του αστυνομικού σταθμού και ακολουθεί σωματικός έλεγχος. Ο νεαρός οδηγείται σε ένα από τα 4 γκαράζ του ανακριτηρίου στο οποίο υπήρχαν άλλοι 20 περίπου συλληφθέντες που περίμεναν τη σειρά τους για ανάκριση.
Γύρω στις 16.30 το απόγευμα ένας Τούρκος αστυφύλακας τον φωνάζει. Ο Χριστοφόρου βγαίνει μπροστά. Συνοδεία επικουρικών που τον χτυπούν όπου βρουν, οδηγείται στο δωμάτιο του τρόμου.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες άλλων κρατουμένων που βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή κλεισμένοι στα γκαράζ, λίγα μόνο μέτρα μακριά από το χώρο των ανακρίσεων, μετά τα πρώτα πέντε λεπτά άρχισαν να ακούγονται χτυπήματα και φωνές.
«Σκοτώστε με! Δεν ξέρω τίποτα»
Άκουσα μια φωνή ενός εγγλέζου να του λέει“Speak!”, και λίγο μετά ενός άλλου στα ελληνικά να του λέει: «Πε μας γιατί θα σε σκοτώσουμε!». Αρχικά η φωνή του Χριστοφόρου ήταν δυνατή, τους απαντούσε: «Δεν ξέρω τίποτα», και συνέχιζαν οι γδούποι των χτυπημάτων και οι απειλές: «Πε μας θα σε σκοτώσουμε!». Άκουσα τον Χριστοφόρου να τους απαντά «Σκοτώστε με... δεν ξέρω τίποτα!».
Τα χτυπήματα και οι κραυγές του 18χρονου ακούγονταν καθαρά. Όπως περιγράφει στην κατάθεσή του, ένας από τους τότε κρατούμενους στο Κτήμα, μετά από λίγη ώρα η φωνή του Χριστοφόρου άρχισε να εξασθενεί, και το μόνο που ακουγόταν ήταν βογγητά πόνου.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κρατουμένων, τα βασανιστήρια κράτησαν περίπου ως τις 17.30 οπόταν και είδαν Τούρκους επικουρικούς να τον βγάζουν από το δωμάτιο ανάκρισης υποβασταζόμενο, με βρεγμένο πουκάμισο και το πρόσωπό γεμάτο αίματα. Δεν είχε τη δύναμη ούτε να περπατήσει, ούτε καν να σταθεί. Τον πήγαν πίσω στο γκαράζ Νο 3 και τον άφησαν εκεί ξαπλωμένο.
Μετά από μερικά λεπτά ένας από τους κρατούμενους στο ίδιο γκαράζ, ο Νικόλας Μαυρονικόλας είδε τον Χριστοφόρου να σηκώνει το κεφάλι και να λέει: «Εσκοτώσαν με, ε να πεθάνω!», και άρχισε να κάνει εμμετό αίμα. Τότε ο Μαυρονικόλας φώναξε τους δεσμοφύλακες και τους το είπε. Δύο από αυτούς ήρθαν, τον πήραν και τον έβαλαν σε ένα κελί μόνο του, και μετά καθάρισαν τα αίματα.
Τη συνέχεια στο δράμα του ήρωα αποκαλύπτει η μαρτυρία που καταγράφηκε από τον 19χρονο τότε Σάββα Θεοδώρου που ήταν και ο τελευταίος άνθρωπος που του μίλησε λίγο πριν πεθάνει.
Ο Θεοδώρου στην κατάθεσή του στην έρευνα που ακολούθησε τον θάνατο του Χριστοφόρου είχε πει: «Με είχαν συλλάβει και βρισκόμουν στο κελί, όταν γύρω στις 18.00 το απόγευμα της Παρασκευής στις 21 Νοεμβρίου άκουσα που έφεραν στο διπλανό κελί έναν κρατούμενο. Από την πρώτη στιγμή ο κρατούμενος αυτός βογγούσε και ζητούσε γιατρό, αλλά δεν μπορούσα να τον δω. Τον ρώτησα ποιος είναι και μου είπε πως είναι ο Γιώργος Χριστοφόρου, ο γιός του Χριστόφορου Ελισσαίου, που έχει το κυλικείο στο σινεμά «Αττικόν». Αμέσως κατάλαβα ποιος ήταν, γιατί τον ήξερα. Τον ρώτησα τι έχει και μου είπε ότι κάνει εμμετό αίμα και χρειάζεται γιατρό. Όλη νύχτα βογγούσε από τον πόνο μέχρι και τις 07.00 το πρωί της επόμενης μέρας, οπόταν και σταμάτησε. Του φώναξα αλλά δεν πήρα κάποια απάντηση, υπέθεσα ότι τον πήρε ο ύπνος. Γύρω στις 12.00 το μεσημέρι του Σαββάτου με πήραν από το κελί και με έβαλαν σε ένα από τα γκαράζ, όπου και έμαθα από άλλους κρατούμενους την μεθεπόμενη μέρα, ότι ο Γιώργος Χριστοφόρου πέθανε από βασανιστήρια».
Όταν ο Γεώργιος Χριστοφόρου βρέθηκε στο κελί του νεκρός, οι Βετανοί έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν, όλα όσα θα ακολουθούσαν. Κάπως θα έπρεπε να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι πήραν υπό κράτηση ένα νέο άνθρωπο, ακμαίο και δυνατό, και την επόμενη μέρα τον παρέδωσαν στην οικογένειά του νεκρό.
«Τον ξεσκέπασα κρυφά και είδα το πρόσωπό του... ήταν κατάμαυρο από το ξύλο»
Ο REPORTER εντόπισε και μίλησε με τον μοναδικό άνθρωπο που βρίσκεται εν ζωή από την οικογένεια, την αδελφή του ήρωα, Γιαννούλα Ελισσαίου Αριμανίδη, η οποία εδώ και πολλά χρόνια διαμένει στην Ελλάδα.
Η κ. Ελισσαίου μάς μίλησε αρχικά για τη δράση του αδελφού της στην ΕΟΚΑ: «Κανένας από την οικογένεια δεν γνώριζε ότι είχε ενταχθεί στον αγώνα. Κάποια στιγμή όμως το υποψιάστηκα γιατί αρκετές φορές μου ζητούσε να πάω και να αφήσω ένα διπλωμένο χαρτί κάτω από μία συγκεκριμένη πέτρα σ’ ένα χωράφι. Δεν έλεγα τίποτα, απλά έκανα αυτό που μου ζητούσε».
«Ο πρώτος που έμαθε ότι ήταν νεκρός ήταν ο πατέρας μας, τον ενημέρωσε ένας Τούρκος αστυνομικός. Μέσα σε τρεις μέρες άσπρισαν τα μαλλιά του και έχασε την μιλιά του από το σοκ», θυμάται η κ. Ελισσαίου.
Ο Χριστόφορος Ελισσαίου, έφυγε αμέσως για Λευκωσία, εκεί που είχαν μεταφέρει το πτώμα του γιού του. Έπρεπε να αντέξει ό,τι πιο φρικτό θα μπορούσε να επιφυλάξει η μοίρα για έναν πατέρα... να αναγνωρίσει το παιδί του πάνω στο παγωμένο τραπέζι ενός νεκροτομείου.
«Χρειάστηκαν τρεις άντρες των βρετανικών δυνάμεων για να τον συγκρατήσουν. Ήθελε να ξεσκεπάσει το σώμα του, αλλά δεν τον άφησαν, μονάχα σήκωσαν το σεντόνι ίσα που να φανεί το κεφάλι», μας λέει η Γιαννούλα Ελισσαίου.
Προτομή του ήρωα στο χωριό της Έμπας στην Πάφο
Συνοδεία Βρετανών στρατιωτών μετά τη νεκροτομή, η σορός μεταφέρθηκε στην Έμπα. Το τζιπ πήγε απευθείας στην εκκλησία, η οποία είχε γεμίσει με ένοπλους στρατιώτες στον φόβο επεισοδίων. Από την οικογένεια επετράπη να παραστούν στην κηδεία μόνο οι γονείς και δύο θείοι. Το σώμα του ήρωα ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια τυλιγμένο με μια κουβέρτα, και δεν επέτρεπαν σε κανένα να το ξεσκεπάσει, ούτε καν στην ίδια του την μάνα που μάταια προσπαθούσε να τους πείσει πως έπρεπε να το πλύνει και να το καλύψει με ένα σάβανο, όπως πρόσταζαν τα ελληνο-χριστιανικά έθιμα.
Την Γιαννούλα Ελισσαίου -13 ετών τότε- την είχαν αφήσει σε μια θεία να την προσέχει.
«Ακουσα τις κραυγές της μάνας μου και δεν άντεξα, δεν υπολόγισα ούτε στρατιώτες, ούτε κέρφιου, κατέβηκα από το βουνό και πήγα να τη βρω στην εκκλησία. Το τζιπ με τον αδελφό μου ήταν ακόμη στο προαύλιο, χώθηκα χωρίς να με αντιληφθούν και τον ξεσκέπασα. Είδα το πρόσωπό του... ήταν κατάμαυρο από το ξύλο».
Η αναγγελία του θανάτου του στην οικογένεια, η μεταφορά της σορού και η ταφή έγιναν με συνοπτικές διαδικασίες. Οι Άγγλοι γνώριζαν πως όσο πιο γρήγορα έκλεινε η υπόθεση τόσο το καλύτερο. Ακόμη και οι δύο μεγαλύτεροι αδελφοί του Χριστοφόρου που έμεναν στην Λευκωσία, έμαθαν τα νέα για το θάνατό του την επόμενη μέρα από το ραδιόφωνο, όταν πια είχε θαφτεί, μας αποκαλύπτει η αδελφή του.
«Δύο θείες μου που έμεναν στα Πετρίθκια άκουσαν από εκεί πάνω τις φωνές και το θρήνο της μάνας μου και έτρεξαν, αλλά είχε ήδη γίνει η κηδεία και είχαν θάψει τον Γιώργο. Ήταν τόσο σαστισμένες που τις θυμάμαι να έχουν πέσει κλαίγοντας πάνω από τον τάφο του και να σκαλίζουν το χώμα με τα χέρια για να τον δουν για τελευταία φορά. Αυτή η εικόνα έμεινε χαραγμένη για πάντα στο μυαλό μου και δεν πρόκειται να φύγει ποτέ», μας λέει.
«Νιώθω υποχρέωση, η ιστορία του Γιώργου να ακουστεί, εμείς ήμασταν μια πολύ φτωχή οικογένεια και δεν υπήρχε περίπτωση να μπορέσω να σπουδάσω, αλλά χάρη στον Γιώργο σπούδασα με χρήματα του κράτους στο Αριστοτέλειο στην Ελλάδα και έγινα γεωπόνος. Πέθανε ο Γιώργος και σπούδασα εγώ...», μας εξομολογείται με δάκρυα στα μάτια.
Ασφυξία συνεπεία αναρρόφησης αίματος...
Στην έρευνα που ακολούθησε το θάνατο του 18χρονου ήρωα, η νεκροτομή κατέδειξε ως αιτίες θανάτου: αναρρόφηση αίματος, αιμορραγία δωδεκαδακτύλου και διάτρηση παχέος εντέρου.
Ήταν εμφανές πως ο Χριστοφόρου έχασε τη ζωή του αφύσικα και βίαια. Οι Εγγλέζοι από την πρώτη στιγμή υποστήριξαν πως κανένας από τους άνδρες του αστυνομικού σταθμού Κτήματος δεν τον άγγιξε. Κάπως όμως έπρεπε να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα... και γι αυτό στις καταθέσεις τους διατύπωσαν την ευφάνταστη υπόθεση, τα τραύματα του Χριστοφόρου να είχαν γίνει πριν την σύλληψή του, από την κλωτσιά ενός γαιδουριού που είχε η οικογένεια.
Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται στην ετυμηγορία του ο ανακριτής της υπόθεσης επέλεξε να αγνοήσει όλα τα ατράνταχτα στοιχεία και τις μαρτυρίες ότι ο άνθρωπος αυτός πέθανε από βασανιστήρια, με τη δικαιολογία ότι οι μάρτυρες ήταν κρατούμενοι και ήθελαν να εκδικηθούν τους ανακριτές.
Αποτέλεσμα, η υπόθεση να κλείσει με άγνωστη την αιτία θανάτου και οι υπαίτιοι για το έγκλημα να μείνουν ατιμώρητοι.
Παγιδευμένοι στα ίδια τους τα ψέμματα
Το 1959 όταν ολοκληρώθηκε και η δεύτερη εξέταση της υπόθεσης η οποία είχε διαταχθεί μετά και την συμπερίληψη των επτά καταθέσεων πρώην κρατουμένων που μίλησαν για βασανιστήρια, ο ανακριτής επέλεξε για ακόμη μία φορά να γυρίσει την πλάτη στα κραυγαλέα στοιχεία, που χωρίς αμφιβολία αποκάλυπταν το φρικτό έγκλημα.
Οι αντιφάσεις στις οποίες υπέπεσαν οι Βρετανοί, πολλές. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως στο πλαίσιο της νεκροτομής, ο ιατροδικαστής εντόπισε μεταξύ άλλων αίμα στο στόμα, τη μύτη και την τραχεία του Χριστοφόρου. Στις καταθέσεις τους ωστόσο οι Βρετανοί ισχυρίστηκαν πως στο κελί του δεν υπήρξε ίχνος αίματος. Πώς είναι δυνατό ένας άνθρωπος με αίμα σε όλες τις κοιλότητες του κεφαλιού του να βρεθεί ξαπλωμένος σε ένα κελί, χωρίς να στάξει έστω και μια σταγόνα αίμα;
Χαρακτηριστικό επίσης το γεγονός ότι στο στομάχι του Χριστοφόρου, ο ιατροδικαστής δεν εντόπισε ίχνος τροφής. Στις καταθέσεις τους, ωστόσο, οι Βρετανοί είχαν ισχυριστεί πως ο Χριστοφόρου κρατήθηκε μόνος σε ένα κελί, χωρίς να παραπονεθεί για οτιδήποτε, αλλά αντιθέτως φαινόταν μια χαρά και έφαγε τα γεύματά του, ένα το απόγευμα της Παρασκευής που συνελήφθη και ένα το πρωί του Σαββάτου 3 ώρες πριν βρεθεί νεκρός. Αν κάτι τέτοιο ήταν αληθές, στο στομάχι του 18χρονου θα έπρεπε να εντοπιστούν υπολείμματα τροφής. Ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη ότι η ώρα θανάτου του, εκτιμήθηκε από τον ιατρό που έκανε την αυτοψία, 4-5 ώρες νωρίτερα (γυρω στις 8-9 το πρωΐ) αμέσως δηλαδή μετά που ο Βρετανός αστυφύλακας -όπως ο ίδιος υποστήριξε στην κατάθεσή του- του έφερε πρωινό και έφαγε.
Από την πλευρά των συγκρατουμένων του Χριστοφόρου, υπήρξε εξάλλου μαρτυρία ότι το στρώμα στο οποίο βρέθηκε νεκρός στο κελί του, ήταν λερωμένο σε ένα μεγάλο του μέρος με αίμα, κάτι φυσικά που διέψευσαν οι Άγγλοι, υποστηρίζοντας στις καταθέσεις τους ότι στο κελί του Χριστοφόρου δεν υπήρχε κρεβάτι. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τα όσα αργότερα σημείωνε ο ανακριτής στην έκθεσή του, ότι απ’ όσα στοιχεία συνέλεξε οι συνθήκες κράτησης στον αστυνομικό σταθμό Κτήματος την υπό εξέταση περίοδο, ήταν ικανοποιητικές, αφού δεν υπήρχε υπερπληθυσμός, στα κελιά υπήρχαν κρεβάτια και στους κρατούμενους ήταν διαθέσιμα όλα τα απαιραίτητα για την προσωπική τους υγιεινή, ντους, τουαλέτες κτλ.
Επίσης οι Βρετανοί δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό ότι ο Χριστοφόρου πιθανό να είχε τραυματιστεί πριν τη σύλληψή του, από κάποιο ζώο, αφού θα ήταν αδύνατο μετά από έναν τόσο σοβαρό τραυματισμό, να παραμείνει κρατούμενος για 24 ώρες χωρίς καμία ένδειξη ενόχλησης, χωρίς να παραπονεθεί για τίποτα και έχοντας όρεξη να φάει δύο γέυματα.
Το θέμα των βασανιστηρίων αγωνιστών της ΕΟΚΑ την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ, αναβιώνει στις δικαστικές αίθουσες της Αγγλίας, που σε μία πρώτη φάση άναψαν το πράσινο φως για τη δικαίωση 34 Ε/κ θυμάτων της αποικιοκρατικής βαναυσότητας. Στον αντίποδα βέβαια δεν έλειψαν και οι άλλες φωνές, όπως εκείνη ενός Βρετανού στρατιωτικού που υπηρέτησε στην Κύπρο, και που ούτε λίγο ούτε πολύ μίλησε για γελοίες κατηγορίες, διατυπώνοντας την άποψη πως είναι εξωφρενικό να επανέρχεται δικαστικά ένα θέμα που πάει πίσω 60 χρόνια.
Αλήθεια όμως, πόσος χρόνος χρειάζεται για να παραγραφεί η ηθική απαξία ενός εγκλήματος; Πόσο θέλει για να ξεφτίσει η φρίκη του να στερείς από έναν άνθρωπο το υπέρτατο αγαθό της ζωής; Εξήντα χρόνια είναι αρκετά;