«Ήταν όλα μαύρα μέσα στη στάχτη, με σόκαρε… Έκλαια τρεις ημέρες, επήρεν με πίσω»
07:33 - 28 Αυγούστου 2021
«Έχω ακόμα την φανέλα που φορούσα όταν φύγαμε, την έχω φυλακτό… Έχω και το δακτυλίδι που φορούσα, ένα μεγάλο, δεν ξέρω γιατί το εφόρησα πρωί ξημέρωμα. Έχω και τη φωτογραφία που μου έφερε ο Τουρκοκύπριος, που εν πολλά πολύτιμη για μένα… Θέλω και το παλιοπάπουτσο. Εν δικό μου…», λέει με πάθος και θυμάται ξανά αυτήν τη συγκινητική ιστορία με τον Χασάνη πριν από 18 χρόνια, που της έθρεψε την ελπίδα...
«Ήταν μόλις είχαν ανοίξει τα οδοφράγματα, το 2003. Επήαμεν στην παραλία της Αμμοχώστου. Είδα κάποιον που πηγαινοέρχετουν στη βεράντα ενός ξενοδοχείου μέσα στην περίκλειστη. Τον ρώτησα εάν είχε κάτι μέσα. Είπε ότι δεν είχε κάτι. Στην κουβέντα τον είχα ρωτήσει θυμωμένη και επιφυλακτική. “Τι κάμνεις εσύ δαμέ;”. “Γλέπω το Βαρώσι”, μου είπε. Ήταν σεκιούριτι-όχι στρατιωτικός- και είπε ότι κάποιες μέρες είναι στην παραλία και κάποιες άλλες σε άλλα πόστα. Ένα από τα σημεία που είπε, δεν ήταν μακριά από το σπίτι μου.
Μόλις μου το είπε “εκτύπησε” το κουδούνι μέσα μου. Λέω του “είναι το σπίτι μου εκεί. Μακάρι να μπορούσες να πάεις και να μου φέρεις κάτι”. Μου υποσχέθηκε ότι θα πάει και μου ζήτησε το τηλέφωνό μου. Είχε μου πει ακόμα ότι η μάνα του, ήταν Ελληνοκύπρια την οποία έδιωξαν από το σπίτι της, όταν ερωτεύτηκε τον Τουρκοκύπριο πατέρα του. Το έλεε με πικρία…
Μια μέρα, ήταν Κυριακή θυμούμαι, κτύπησε το τηλέφωνό μου. Ήταν αυτός και πήγαινε σπίτι μου. Άρχισε να μου περιγράφει τη γειτονιά. Αντιλήφθηκα πως δεν ήταν στο δρόμο μου και τον καθοδήγησα προς το σπίτι μου. Ήταν μεγάλο το σοκ. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη… Του ζητούσα με κομμένη την ανάσα να μου περιγράψει τι βλέπει. Έθελα πολλά να το νιώσω…
Ο παππούς μου ήταν μπακάλης και υπήρχαν οι διαφημιστικές πινακίδες έξω. Το μπακάλικο ήταν μπροστά στο σπίτι και είχε μια σούσα στην αυλή, η οποία παρεπιπτόντως ακόμα είναι εκεί. Ήμουν σίγουρη ότι αυτό που περιέγραφε ήταν στο σπίτι μου, επειδή το τζάμι ήταν σπασμένο. Με ρώτησε εάν ο παπάς μου επούλαν βαμβάκι, επειδή ήταν γεμάτο το σπίτι. Μονολογούσε και άκουα τον. Είπε “α έσιη μιαν φωτογραφία τζιαι έναν παλιοπάπουτσο”. Είπα του σε παρακαλώ φέρε μου και τα δύο. Έπιασεν μόνο τη φωτογραφία, επειδή το παπούτσι ήταν παλιό. Εν περνούσε από το μυαλό του ότι εγώ εκείνο το παλιοπάπουτσο, ήταν να το βάλω σε μια βιτρίνα, όπως και τη φωτογραφία. Κανονίσαμε και συναντηθήκαμε και έφερεν μου τη φωτογραφία. Ήμουν εγώ στα 18 μου. Φρόντισα όπως ήταν σκονισμένη να τη βάλω σε μια κορνίζα. Ήθελα και το παλιοπάπουτσο…».
Η φωτογραφία αυτή, καθώς και η φανέλα που φορούσε στις 14 Αυγούστου, όταν έφευγε κατατρεγμένη με την οικογένειά της, είναι τα πιο πολύτιμα αντικείμενα που έχει. Φέτος, παραμονές της δεύτερης εισβολής τα ανήρτησε ξανά στον «τοίχο» της, που είναι γεμάτος Αμμόχωστο και πόθο για επιστροφή.
Ήθελε και το παλιοπάπουτσο... Μπορεί να διερωτηθεί κάποιος "καλά τι αξία έχει ένα λιωμένο παπούτσι;". Κι όμως...
Αυτό το παλιοπάπουτσο, πάντως, αποτέλεσε την αφορμή γι' αυτή τη συνέντευξη με τη, γνωστή για τους αγώνες της για την Αμμόχωστο, δημοτική σύμβουλο Τούλα Ιακώβου. Θέλαμε να δούμε εάν, τώρα που έχει ανοίξει η περίκλειστη πόλη, κατάφερε να το βρει... Εάν πήγε στο σπίτι της...
Αναστατώνεται πολύ όταν η κουβέντα πάει στο σπίτι της.
«Πήγαμε με τον σύζυγό μου (σ.σ Παύλος Ιακώβου) δύο μέρες μετά που άνοιξε η περίκλειστη. Πήγαμε πάρα πολλές φορές από τότε. Το σπίτι μου δεν βρίσκεται σε περιοχή που είναι προσβάσιμη, είναι κλειστός ο δρόμος. Έβλεπα από μακριά ένα κομμάτι του κήπου. Μπροστά στο δρόμο είχε πολλά πυκνή βλάστηση. Ήθελα να πάω πάρα πολλά στο σπίτι μου και εν με ένοιαζε αν με έπιαναν… Την μέρα που είπα να πάω, ο Παύλος είπε μου, πραγματικά δεν ξέρω τι τον εφώτισε εκείνη την ώρα, "θα πάω εγώ". Ο Παύλος δεν είχε μπει ποτέ μέσα στο σπίτι μου, ερωτευτήκαμε στην Αμμόχωστο και παντρευτήκαμε μετά την εισβολή. Επήε και έβγαλε βίντεο. Είδα το βίντεο όταν ήρθαμε σπίτι. Ήταν πολλά μεγάλο το σοκ…».
Συγκινείται, κάνει παύση και συνεχίζει με τρεμάμενη φωνή...
«Ήμουν 17 χρονών όταν έγινε ο πόλεμος. Σημείωσε ότι όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα και επήα σε γνώριμους τόπους, δεν έκλαψα. Ήταν σαν να και δυνάμωνε κάτι μέσα μου και έλεα “ναι, κοντεύκουμεν, κοντεύκουμεν ”. Ένιωθα πάντα αυτό το συναίσθημα, ότι κάνουμε βήματα προς το μπρος, οπόταν δεν έκλαψα ποτέ.
Ούτε όταν άνοιξε η περιφραγμένη πόλη, που είδα το Λύκειο Ελληνίδων, τα μαχαζιά, τη βιβλιοθήκη, έκλαψα… Όταν είδα το βίντεο με το σπίτι μου, όμως, έκλαια τρεις ημέρες, διότι δεν υπάρχει τίποτε. Περίμενα ότι δεν θα υπήρχε τίποτε, ότι λεηλατήθηκαν. Την κατάσταση, όμως που βιντεογράφησε ο Παύλος, δεν την περίμενα. Ήταν καμένα δύο δωμάτια, ήταν καμένοι οι τοίχοι τα ταβάνια. Ήταν όλα μαύρα, μέσα στη στάχτη. Αυτό το πράμα με σόκαρε.
Όταν πήγε ο Τουρκοκύπριος, δεν ήταν η ίδια η κατάσταση του σπιτιού. Αφού μου μιλούσε και μου έλεγε τι έβλεπε. Ο Παύλος δεν μπορούσε να περπατήσει. Ήταν παντού πράγματα, εφοάτουν που να πατήσει, είχε παντού εμπόδια».
Αρχίζει να μονολογεί...
«Όχι, όχι εν ήταν όπως όταν πήγε ο Τουρκοκύπριος, όχι εν ήταν το χάλι το σημερινό. Εσόκαρε με πάρα πολλά, διότι πάντα σκεφτόμουν το δωμάτιό μου λεηλατημένο, αλλά με τοίχους που μπορούσε να αγγίξω. Τώρα εν έχει τοίχους να αγγίξω».
Ήταν η πρώτη φορά μετά από 47 χρόνια, που η ελπίδα της κλονίστηκε. Η πρώτη φορά... Είχε φανταστεί τόσες πολλές φορές τον εαυτό της να μπαίνει στο σπίτι της και να αγγίζει τους τοίχους, που η απουσία τους την έκανε να καταρρεύσει. Την ρώτησα εάν θα επιχειρήσει να πάει στο σπίτι της.
«Όχι... Ενώ θέλω να πιστεύω ότι είμαι γενναία, πέρασε και στον σύζυγο και στα παιδιά μου, ότι εν κρίμα να πάω. Νομίζω δεν θα το αντέξω, επειδή σας είπα, εν στάχτη. Και κυριολεκτικά και μεταφορικά… Αν το έβρισκα όπως πολλοί φίλοι μου, λεηλατημένο ή καταστραμμένο από το χρόνο, εν θα με πείραζε. Με πείραξε πολλά, όμως, επειδή πάντα στις περιγραφές μου ήθελα να αγγίξω του τοίχους».
Νιώθετε δηλαδή ότι επειδή έπεσαν οι τοίχοι, είναι σαν να έφυγαν από μέσα οι αναμνήσεις;
Εν ξέρω, αλλά τόση βαναυσότητα γιατί; Ας έπιαναν τους παραστατούς, γιατί να τους κάψουν;
Και το παπούτσι; Δεν θα το ψάξετε;
Ήταν ένα παπούτσι του ποδοσφαίρου. Ήταν του αδερφού μου. Ναι εκείνο θέλω να το έβρω, αλλά… Εν ξέρω νομίζω έπιασε με φοβία… (κάνει παύση)
Φοβία μήπως χάσετε την ελπίδα;
Ναι...Επήρεν με πίσω… Επήρεν με πάρα πολλά πίσω… Το σπίτι εν νεν ούτε τα ασημικά που αφήσαμεν, ούτε τα έπιπλα τα ακριβά. Ήταν οι τοίχοι, το πάτωμα, το σάπιο παρκέ… Εν με έκοφτεν έθελα τα κομμάθκια εκείνα, εν ήθελα στάχτη και ήβρα στάχτη… Τούτο με επήρεν πίσω.
Πηγαίνοντας και βλέποντας αυτό το πράμα... Εν θέλω να βάλω τελεία… Ούτε να αλλάξω σελίδα. Νομίζω αυτό με κρατά. Υποσχέθηκα, όμως, ότι δεν θα το αφήσουμε έτσι και ότι θα παλέψουμε και εν θέλω να πω όχι κανεί… Εν ξέρω αν θα το πω ποττέ.
Εν με παίρνει να χάσω την ελπίδα. Δηλαδή, ενώ είμαι ρεαλίστρια στο θέμα Αμμοχώστου εν μπορώ να δεχτώ ότι χάθηκε η ελπίδα.
Να σου πώ όμως κάτι; Εσηκώθηκα στα πόδκια μου και κάναμε μια πλατφορμα, που δεν ανήκει ιδεολογικά πουθενά, από ακτιβιστές τουρκοκύπριους μαζί με Ελληνοκύπριους. Ήδη βρεθήκαμε δύο φορές χέρι με χέρι στον Δημοτικό Κήπο της Αμμοχώστου. Επιμένουμε πως δεν μπορούμε να αφήσουμε τα πράγματα έτσι, δεν μπορεί να χαθεί η πόλη. Η Αμμόχωστος, όντως δεν είναι μόνο η περίκλειστη, είναι μεγάλη, αλλά η περίκλειστη είναι η καρδιά της πόλης. Είπαμε ότι θα βρισκόμαστε μία φορά το μήνα. Θέλουμε να δούμε κάτι πιο φωτεινό...».
«Εν νεν έτσι που θέλω την επιστροφή μου»
«Γονατιστή θα επιστρέψω και αυτό είναι το όνειρό μου... Είναι όμως απλή για μένα η απάντηση στο ερώτημα εάν θα επέστρεφα υπό τ/κ Διοίκηση. Να επιστρέψω που; Αφού δεν έχω σπίτι να επιστρέψω και αυτό του συζύγου μου είναι κατεστραμμένο. Και μετά τι; Έχω οικογένεια, έχω παιδιά. Θα ξυπνήσω το πρωί και που θα πάω; Και τι σημαίνει τ/κ Διοίκηση; Εν νεν έτσι που θέλω την επιστροφή μου.
Για μένα πάνω από όλα, είναι η οικογένεια. Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα στερηθώ τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Ήδη η γενιά μας στερήθηκε πάρα πολλά. Να περιμένω ότι για να με επισκεφθεί η κόρη μου και να δω το εγγόνι μου, θα θέλουν βίζα ή προγραμματισμό; Η περίκλειστη άρχισε να τεμαχίζεται, τοποθετούν κάγκελο. Δηλαδή για να ανοίξει το κάγκελο να πάω στην άλλη γειτονιά, θα θέλω άδεια; Υπάρχουν και πρακτικά θέματα πλέον.
Όλοι αυτοί που κατέχουν αξιώματα, να πάνε να δουν και όχι να πουλούν συνθήματα. Εγώ πιάνω το χέρι που μου απλώνεται από τους Τουρκοκύπριους, που σκέφτονται σαν εμένα. Δεν υπάρχει λύση χωρίς ανθρώπους από την άλλη πλευρά να τους τραβούμε κοντά μας και όχι να τους διώχνουμε στην Τουρκία».
«Πρέπει να ξέρουν… Άσχετο με το ποιο θα είναι το τέλος…»
«Ζούσαμε μια ονειρεμένη ζωή στην Αμμόχωστο με πολλά υποσχόμενο μέλλον. Ήταν ξέγνοιαστα χρόνια και μόλις τελειώσαμε το σχολείο, κόπηκε το νήμα. Έκοψαν τα φτερά μας, στην κυριολεξία Ζούσαμε όμορφα και απλά για την ηλικία μας. Αυτό το έξτρα που φαινόταν ήταν η θάλασσα που μπορούσαμε να περάσουμε πάρα πολλές ώρες, τα θαλάσσια σπορ, οι καφετέριες. Ο κόσμος ευημερούσε, είχαν όλοι δουλειά και τα γύρω χωριά. Δεν υπήρχε πρόβλημα ανεργίας. Στο Βαρώσι ερωτεύτηκα τον Παύλο, έχω ωραίες αναμνήσεις.
Είμαστε και οι δύο πλήρως ταυτισμένοι με το Βαρώσι. Δεν θυμάμαι αντικατοχική για το Βαρώσι που να μην επήαμεν. Καλώς ή κακώς, το μετέφερα και στα δύο μου παιδιά και τα τρία μου εγγόνια. Το λέω αυτό, επειδή εν νεν τόσο εύκολο να κουβαλάς όλο αυτό το βάρος. Καθόλου εύκολο. Ακόμα και έπιπλα να αγοράζαμε για το σπίτι στο Παραλίμνι, μέσα στο μυαλό μας ήταν να χωρούν και στο σπίτι στο Βαρώσι… Ασυναίσθητα το κάμναμεν, οπόταν τα μωρά μας μεγάλωσαν με το ότι “είμαστε δαμέ, αλλά το σπίτι μας εμάς εν στο Βαρώσι ”. Έτσι μεγάλωσαν οι κόρες μας και αυτό πήγε και στα εγγόνια μας που ρωτούν πότε θα πάνε Αμμόχωστο στην πιο λαμπερή θάλασσα στον κόσμο. Μεγάλωσαν με πάρα πολλά μεγάλη δόση Βαρωσιού. Πρέπει να ξέρουν… Άσχετο με το ποιο θα είναι το τέλος… Πρέπει να ξέρουν...
Υπήρξαμε άτυχη γενιά, επειδή πάντα στο μυαλό μας ήταν αυτό το βάρος. Δεν είναι το πιο εύκολο πράμα. Είναι λες και εκολλήσαμε και δεν μπορούμε να συνεχίσουμε…
Βλέπω μόνον έναν τρόπο για να αποφύγουμε πράματα. Να ενώσουμε τα χέρια μας με τους Τουρκοκύπριους, να γίνουμε πιο πολλοί. Δεν βρίσκω άλλο τρόπο…», λέει καταλήγοντας.
Για ένα χαμένο παλιοπάπουτσο... Για μια ελπίδα...