Χαστούκι ΕΔΑΔ σε ΚΔ για αναστολή δίωξης πολιτικού για βιασμό-«Ο Βοηθός Εισαγγελέας την εξέθεσε σε δευτερογενή θυματοποίηση μέσω σεξιστικών στερεοτύπων»

Καταπέλτης χαρακτηρίζεται η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο καταδίκασε την Κυπριακή Δημοκρατία σε σχέση με την απόφαση της Νομικής Υπηρεσίας να αναστείλει την ποινική δίωξη πολιτικού προσώπου που καταγγέλθηκε από 28χρονη για υπόθεση βιασμού, ενώ υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές κατά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος έλαβε την απόφαση. Το Δικαστήριο έκρινε επιτυχή την αίτηση του θύματος, καθώς η Κύπρος απέτυχε να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις της σύμφωνα με τα Άρθρα 3 και 8 της Σύμβασης και παραβίασε το άρθρο 14. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να αποζημιώσει την αιτήτρια 20,000 και ακόμη 15,470 για δικαστικά έξοδα. Την αιτήτρια εκπροσώπησε η δικηγόρος Λητώ Καριόλου και την Κυπριακή Δημοκρατία ο Γενικός Εισαγγελέας.

Σύμφωνα με την προσφυγή, η αιτίτρια κατήγγειλε στην Αστυνομία στις 10 Απριλίου 2021 ότι βιάστηκε από συγκεκριμένο πρόσωπο την 1η Ιανουαρίου του 2011, όταν ήταν 18 ετών. Δήλωσε ότι ο λόγος που αποφάσισε να προβεί στην καταγγελία κατά τον δεδομένο χρόνο ήταν επειδή κάποιος φίλος της την ενημέρωσε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο βίασε και άλλη γυναίκα.

Η Αστυνομία ξεκίνησε έρευνα αμέσως μετά την υποβολή της καταγγελίας, διερευνώντας τους ισχυρισμούς της αναφορικά με άτομα που γνώριζαν για τον βιασμό. Στις 20 Απριλίου κάλεσε το πολιτικό πρόσωπο, το οποίο αρνήθηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις των αστυνομικών. Στις 28 Απριλίου ετοιμάστηκε έκθεση με το παράπονο και τις ανακριτικές πράξεις της Αστυνομίας, η οποία την επόμενη μέρα υποβλήθηκε από την Αστυνομία, μαζί με τον φάκελο της υπόθεσης, στη Νομική Υπηρεσία.

Στις 7 Μαΐου 2021 η Αστυνομία προέβη σε καταχώρηση υπόθεσης βιασμού ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Στις 18 του μήνα το Επαρχιακό Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο. Στις 10 Ιουνίου, το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα υπέβαλε νέο κατηγορητήριο για το αδίκημα του βιασμού, στο οποίο ο κατηγορούμενος απάντησε μη ενοχή και αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.

Στις 16 Ιουνίου, ο δημόσιος κατήγορος έστειλε επιστολή στο ΤΑΕ Αρχηγείου, ζητώντας του να εξασφαλίσει δεύτερη, συμπληρωματική κατάθεση από την αιτήτρια, καθώς τον ενημέρωσε ότι ένα περιστατικό που σχετιζόταν με την καταγγελία βιασμού δεν καταγράφεται στην αρχική της κατάθεση. Η δεύτερη κατάθεση λήφθηκε στις 25 Ιουνίου, στην οποία ανέφερε ότι ένα χρόνο πριν από τον βιασμό, είχε έλθει σε συναινετική σεξουαλική επαφή με τον κατηγορούμενο, στην ίδια αποθήκη που έλαβε χώρα ο βιασμός της αλλά αυτή ήταν μία εντελώς διαφορετική εμπειρία, λόγω της συναίνεσης. Ανέφερε ακόμη ότι ενημέρωσε την αστυνομικό που πήρε την αρχική κατάθεση για το γεγονός αυτό, αλλά θεωρήθηκε άσχετο με την καταγγελία, από την στιγμή που ήταν συναινετική πράξη. Ωστόσο είχε αμφιβολίες κατά πόσον δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί και για αυτό ενημέρωσε τον κατήγορο.

Από την καταχώρηση στην αναστολή δίωξης

Στις 2 Σεπτεμβρίου 2021 ο δημόσιος κατήγορος έστειλε επιστολή στον Γενικό Εισαγγελέα, στην οποία ανέφερε ότι προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα από τη διαθέσιμη μαρτυρία, τα οποία, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στην υπόθεση, δημιουργούσαν λόγους επαναξιολόγησης. Οι λόγοι ήταν γιατί η αιτήτρια ανέφερε ότι έριχνε φταίξιμο στον εαυτό της, ότι μπορεί να του δημιούργησε λανθασμένες εντυπώσεις και να θεωρούσε ο κατηγορούμενος την συναίνεσή της δεδομένη. Επίσης, κάποιες λεπτομέρειες που ανέφερε, κατά τον κατήγορο δημιουργούσαν αμφιβολίες αν θα μπορούσαν να εκληφθούν ως συναίνεση, παρόλο που του είπε «σε παρακαλώ σταμάτα, γιατί με βασανίζεις; Μπορείς να κάνεις σεξ με όποια θέλεις». Ο κατήγορος ανέφερε επίσης στον Γενικό Εισαγγελέα ότι όντως η αιτήτρια είχε αναφέρει προφορικά στην αστυνομία την προηγούμενη συναινετική σεξουαλική πράξη και ότι η ίδια είχε ζητήσει να μην καταγραφεί γραπτώς. Θεωρούσε ότι ορισμένα από τα στοιχεία της συμπληρωματικής κατάθεσης έρχονταν σε σύγκρουση με την αρχική, όπως για παράδειγμα ότι δεν ήξερε το μέρος που είχε βιαστεί.

Ακολούθως, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, στις 14 Σεπτεμβρίου, ο υπεύθυνος του τμήματος ποινικού δικαίου στη Νομική Υπηρεσία απάντησε ότι η υπόθεση παρουσίαζε δυσκολίες και ζήτησε να συναντηθούν με την αίτητρια για να εξετάσουν την αξιοπιστία της και να αποφασίσουν αν πρέπει να προχωρήσει η υπόθεση. Ετοιμάστηκε, επίσης, σημείωμα με κάποιες αντιφατικές αναφορές. Η συνάντηση έγινε, σύμφωνα με την αιτήτρια, στις 15 Οκτωβρίου, ημέρα που νοσηλεύτηκε στο ΤΑΕΠ του Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας για αγχώδη διαταραχή. Την 1η Δεκεμβρίου ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε την αναστολή της δίωξης. Δικαιολόγησε την απόφασή του λέγοντας ότι υπήρχαν αμφιβολίες για την αξιοπιστία της και δεν ήταν ουσιώδεις οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις που τέθηκαν στη συνάντηση. Επίσης επεσήμανε πως υπήρχε ασυνέπεια μεταξύ της δικής της κατάθεσης και άλλων στοιχείων. Θεωρούσε ότι ήταν σημαντικό να εξεταστεί κατά πόσον ο κατηγορούμενος θα μπορούσε, έστω εσφαλμένα, να πιστεύει ότι δόθηκε συναίνεση και σε μια τέτοια περίπτωση δεν πληρούνταν τα κριτήρια για βιασμό.

Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, Σάββας Αγγελίδης, ανέφερε ότι αυτά τα ζητήματα δεν ήταν γνωστά στη Νομική Υπηρεσία όταν αξιολογήθηκε η υπόθεση και κρίθηκε ότι πρέπει να καταχωρηθεί. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να διακόψει τη δίωξη, θεωρώντας ότι η απόφαση αυτή ήταν προς το δημόσιο συμφέρον, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Επίσης διατύπωσε την εκτίμησή του ότι υπήρχε χαμηλή πιθανότητα επιτυχίας της υπόθεσης στο Δικαστήριο και ότι η αποτυχία σε τέτοιες υποθέσεις θα μπορούσε να αποθαρρύνει άλλα θύματα να καταγγέλλουν. Διευκρίνισε, ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΑΔ, πως ο μεγάλος χρόνος που παρήλθε δεν διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην απόφασή του. Την ίδια ημέρα, υπέγραψε την αναστολή δίωξης. Στις 2 Δεκεμβρίου το πολιτικό πρόσωπο προέβη σε ανάρτηση υπό τον τίτλο «Ώρα για Δικαιοσύνη», εξηγώντας ότι ο δημόσιος κατήγορος ανέστειλε την ποινική υπόθεση εναντίον του.

Ζήτησε απαντήσεις το θύμα, δεν έλαβε απαντήσεις

Στις 27 Δεκεμβρίου η αιτήτρια ζήτησε αντίγραφο της απόφασης της Νομικής Υπηρεσίας και ενημέρωση γιατί λήφθηκε και ζήτησε αναθεώρηση. Στις 4 Ιανουαρίου 2022 ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας απάντησε ότι της εξηγήθηκε η απόφαση από τον κατήγορο και λήφθηκε λόγω της αναθεώρησης των στοιχείων μετά την καταχώρησης το Δικαστήριο. Η αιτήτρια απάντησε ότι παρόλο που υπήρξε μία συζήτηση από το τηλέφωνο, ήθελε να ενημερωθεί για την απόφαση, καθώς και αντίγραφα των καταθέσεών της, τα πρακτικά των συναντήσεων κ.α. Στις 21 Φεβρουαρίου, ο Σάββας Αγγελίδης απάντησε ότι ήδη της εξηγήθηκαν οι λόγοι της αναστολής, που προέκυπταν από την επαναξιολόγηση των δεδομένων. Δεν απάντησε θετικά στο αίτημα για παραχώρηση αντιγράφων.

Το ΕΔΑΔ εξέτασε τα παράπονα της αιτήτριας ότι ο τρόπος χειρισμού της υπόθεσης ήταν αναποτελεσματικός, οι Αρχές απέτυχαν να επιδείξουν την απαραίτητη ευαισθησία στο θύμα και ότι δεν έγιναν σεβαστά τα δικαιώματά της ως θύμα βιασμού, με αποτέλεσμα να επαναθυματοποιηθεί. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα σε παραβιάσεις του Άρθρου 3 που αφορά την τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη συμπεριφορά, του Άρθρου 8 που αφορά το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και του Άρθρου 14 για τα ίσα δικαιώματα.

Θέση της αιτήτριας ήταν πως οι Αρχές απέτυχαν να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες για να στοιχειοθετήσουν τις συνθήκες με μαρτυρίες και απέτυχαν να αξιολογήσουν σωστά τις επιπτώσεις του βιασμού στη μνήμη του θύματος και στα συναισθήματά της κατά του θύτη. Επίσης, όχι απλώς οι ανακριτές και οι κατήγοροι δεν έδειξαν αντίληψη των ιδιαίτερων συνθηκών μίας υπόθεσης σεξουαλικής φύσεως αλλά της έριξαν και το φταίξιμο για την αποτυχία τους. Επιδείχθηκε, συνεπώς, έλλειψη εκπαίδευσης και στερεοτυπικές αντιλήψεις. Κατήγγειλε, επίσης, ότι η στάση των Αρχών συνιστούσε μεροληπτική μεταχείριση εναντίον της.

Η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ότι έγινε αποτελεσματική έρευνα και απαρίθμησε τις ενέργειες που είχαν γίνει, στη βάση ειδικού πρωτοκόλλου. Αρνήθηκαν, επίσης, ότι λήφθηκε βεβιασμένα απόφαση αναστολής, αναφέροντας ότι ήταν προσεκτική και αντικειμενική η αξιολόγηση των δεδομένων. Πρόσθεσε ότι δεν καθυστέρησε να ενημερώσει την αιτήτρια για την απόφαση, καθώς έγινε στις 3 ή στις 4 του Δεκέμβρη, δύο μέρες μετά τη λήψη της, αν και παραδέχθηκε πως δυστυχώς ενημερώθηκε από τα ΜΜΕ την ίδια μέρα που ενημερώθηκε το δικαστήριο. Για αυτό, είπε, την ευθύνη φέρει το πολιτικό πρόσωπο που προχώρησε αμέσως σε δημόσια δήλωση. Επίσης, η πλευρά της Κυβέρνησης ανέφερε ότι δεν υπάρχει συστημική αποτυχία των κυπριακών Αρχών σε υποθέσεις έμφυλης βίας.

Κόλαφος η απόφαση για Εισαγγελία

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση της αναστολής της δίωξης δεν ήταν βασισμένη στην έλλειψη στοιχείων, αλλά στις υποτιθέμενες ασυνέπειες στις καταθέσεις της αιτήτριας. Πρόσθεσε πως «ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, στην απόφασή του, που αποτέλεσε και την τελική κρίση της υπόθεσης, εξαρτήθηκε πολύ στην συμπάθεια που εξέφρασε η αιτήτρια για τον ΧΧΧ, στο γεγονός πως σταμάτησαν να της μιλούν οι φίλοι της, στην αβεβαιότητά της κατά πόσον θα συναινούσε αν δεν υπήρχε βία και στην πιθανότητα να έστελνε «εσφαλμένα μηνύματα» στον ΧΧΧ».

«Ωστόσο, οι Αρχές δεν έλαβαν αναλύσεις από ειδικούς για τις αντιδράσεις της, ιδιαίτερα σε σχέση με την ηλικία της την περίοδο του φερόμενου βιασμού, της προηγούμενης σχέσης και των συναισθηματικών δεσμών που είχε με τον ΧΧΧ και τις πιθανές επιπτώσεις του τραύματος» πρόσθεσε. Αυτά, επεσήμανε, θα μπορούσαν να εξηγήσουν τους δισταγμούς της για να καταγγείλει νωρίτερα την και στην περιγραφή των γεγονότων.

Το Δικαστήριο απέδωσε μεγάλη σημασία στην αποτυχία των Αρχών στη βασική τους αποστολή να εξετάσουν το ζήτημα της μη συναίνεσης. Ανέφερε πως ανησυχεί ιδιαίτερα ότι οι Αρχές δεν προσπάθησαν να σταθμίσουν τα αντικρουόμενα αποδεικτικά στοιχεία και δεν κατέβαλαν συνεπείς προσπάθειες να διαπιστώσουν τα γεγονότα, μέσω μίας αξιολόγησης που να λαμβάνει υπόψιν την ευαισθησία.

«Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας δεν εξέτασε τις εκφράσεις ενοχής ή συμπάθειας της αιτήτριας προς τον ΧΧΧ παράλληλα με τα αποδεικτικά στοιχεία που υποδήλωναν έλλειψη συναίνεσης. Αυτό περιλαμβάνει την έκκλησή της «παρακαλώ σταμάτησε», το οποίο δεν αντικρούστηκε ουσιαστικά, τους μώλωπες που είδε η [φίλη της], η αξιοπιστία των οποίων δεν αμφισβητήθηκε, και την ψυχολογική της πίεση εκείνη τη νύχτα, η οποία την οδήγησε να λάβει βοήθεια από ψυχολόγους και να μιλήσει σε άλλους. Αυτά τα γεγονότα σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκαν στην τελική απόφαση».

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αυτοί οι παράγοντες αγνοήθηκαν σε μεγάλο βαθμό κατά την τελική απόφαση. Μόνο ο ένας κατήγορος αναγνώρισε την ύπαρξη μαρτυρίας που υποστήριζε τις καταγγελίες της αιτήτριας, αναφέρει στην απόφαση του το ΕΔΑΔ.

«Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας φαίνεται να έφτασε σε επιλεκτικά συμπεράσματα, με στάση ενοχοποίησης του θύματος (victim-blaming). Εξέθεσε την αιτήτρια σε δευτερογενή θυματοποίηση μέσω ηθικολογικών και σεξιστικών στερεοτύπων που προκαλούν ενοχή, δίνοντας δυσανάλογη έμφαση στην έκφραση αισθημάτων της για τον ΧΧΧ, ενώ απέτυχε να λάβει υπόψιν σημαντικών στοιχείων που θα μπορούσαν να υποδεικνύουν την απουσία συναίνεσης».

Παρομοίως, ανέφερε το Δικαστήριο, δεν υπήρξε άμεση σύγκριση μεταξύ της εκδοχής της αιτήτριας, που υποστηρίχθηκε από τη φίλη της και του εναλλακτικού ισχυρισμού του μοναδικού μάρτυρα που έδωσε διαφορετική εκδοχή.

«Οι κατήγοροι δεν έδωσαν σημασία στο ερώτημα κατά πόσο αυτή η μαρτυρία ήταν αξιόπιστη. Η βασική ασυνέπεια που καταγράφεται –σε σχέση με το κατά πόσον η αίτητρια είδε τον ΧΧΧ μετά το 2009- ήταν στην πραγματικότητα η αποτυχία της Αστυνομίας, που είχε πολύ μεγαλύτερη εξειδίκευση από την αιτήτρια, να καταγράψει πλήρως την κατάθεσή της, και δεν αποτέλεσε ασυνέπεια από δικής της πλευράς».

Σύμφωνα πάντα με τα όσα καταγράφονται στην απόφαση, το Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε πως όντως η αιτήτρια ανέφερε αυτό το γεγονός στην αστυνομικό που έλαβε την κατάθεση. Κυρίως, όμως, οι κατήγοροι ήξεραν για την προηγούμενη συμπάθειά της προς τον ΧΧΧ και γνώριζαν για τα μηνύματα που του έστελνε την στιγμή που αποφάσισαν να καταχωρίσουν νέες κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 10 Ιουνίου 2021.

Συνεπώς, η απόφαση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα να αναστείλει την ποινική διαδικασία δεν φαίνεται πειστική.

Περαιτέρω, το ΕΔΑΔ καταγράφει στην απόφαση του πως ορισμένες λέξεις και επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατήγορους και εν τέλει από τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κατά την αξιολόγηση της υπόθεσης «μεταφέρουν προκαταλήψεις και σεξιστικά στερεότυπα, τα οποία πιθανόν να αποθαρρύνουν την εμπιστοσύνη γυναικών, ως θύματα έμφυλης βίας, στο σύστημα Δικαιοσύνης».

Το προηγούμενο εύρημα για δευτερογενή θυματοποίηση που υπέστη η αιτήτρια είναι επαρκές για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, ως τελική κρίση στην υπόθεση, ήταν εμποτισμένη με διακρίσεις στη βάση του φύλου.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η GREVIO είχε καταγράψει «’αχαλίνωτες προκαταλήψεις και πατριαρχικές προσεγγίσεις ανάμεσα σε αστυνομικούς’, καθώς και την επίδειξη σεξιστικών και πατριαρχικών προσεγγίσεων προς τις γυναίκες θύματα σεξουαλικής βίας από, μεταξύ άλλων, ορισμένους κατηγόρους που φαίνεται να ‘είχαν ελλιπή κατανόηση της μετατόπισης παραδείγματος στην απόδειξη του βιασμού’».

Συνεπώς, το Δικαστήριο κατέληξε ότι «οι ελλείψεις των εθνικών Αρχών, και συγκεκριμένα οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να αξιολογήσουν την αυθεντικότητα της συναίνεσης της αιτήτριας, όχι απλώς της στέρησαν την απαραίτητη προστασία αλλά την εξέθεσαν και σε δευτερογενή θυματοποίηση, η οποία επίσης συνιστά διάκριση».

Δειτε Επισης

Αναβλήθηκε για τις 10 Ιουλίου η ψηφοφορία στην Ολομέλεια για νομοσχέδιο για διαδηλώσεις
Χωρίς ρεύμα η Έγκωμη λόγω βλάβης στο δίκτυο της ΑΗΚ
Μάχη με τις φλόγες στη Ραφήνα-Κάηκαν σπίτια, απεγκλωβίστηκαν πάνω από 300 κάτοικοι (vids&pics)
Στις 25 Ιουλίου θα πραγματοποιηθεί η ορκωμοσία των νεοσυλλέκτων-Πληροφορίες κατάταξης από ΥΠΑΜ
Πώς σχολιάζει την απόφαση Ανωτάτου για Ντόρια ο Κληρίδης-«Πάσχει ριζικά, έπρεπε να ακολουθηθεί ο Κανονισμός του 23»
Οι αντιδράσεις έφεραν τελικά αναβολή της ψήφισης του νομοσχεδίου για τα Κέντρα Αποκατάστασης-Τι εξηγεί η ΟΣΑΚ
Δεύτερη καταδίκη εναντίον της Κυπριακής Δημοκρατίας-Δικαιώθηκε ο Αρβανίτης για την υπόθεση δυσφήμησης
Έγγραφο εξουσιοδότησης από Αναστασιάδη παρουσίασε η υπεράσπιση Συλλούρη στη δίκη για Al Jazeera
Συμβιβαστική πρόταση κατέθεσε στις εκπαιδευτικές οργανώσεις ο Πρόεδρος
Αδιανόητο έγκλημα στη Νέα Υόρκη-28χρονος σκότωσε με τόξο τη μόλις τριών εβδομάδων κορούλα του