Αθώα από το Δικαστήριο η Ζαννέτου για το δείγμα αλκοόλης-Διασυνδέθηκε η αδυναμία παροχής με το άσθμα
12:00 - 22 Ιουλίου 2025

«Στη βάση της προσκομισθείσας αποδεκτής μαρτυρίας αλλά και όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, καταλήγω ότι η κατηγορούμενη κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης, διασυνδέοντας επαρκώς τους προβαλλόμενους ιατρικούς λόγους με την αδυναμία της να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση».
Με αυτή την κατάληξη επί των ευρημάτων του, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας έκρινε το πρωί αθώα την Επίτροπο Νομοθεσίας, Λουΐζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου, για την μη παροχή επαρκούς δεύτερου δείγματος αλκοτέστ, τον Ιανουάριο του 2024, αφότου ανακόπηκε από αστυνομικούς για έλεγχο στο οδικό δίκτυο. Την κ. Ζαννέτου εκπροσώπησε ενώπιον του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος Ηλίας Στεφάνου.
Κατά την απόφασή που ανακοινώθηκε το πρωί, η Δικαστής Γεωργία Καραμανλή, αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και στις καταθέσεις των μελών της Αστυνομίας που είχαν εμπλοκή στην υπόθεση, ως επίσης και στην κατάθεση της ίδιας της κατηγορούμενης, αλλά και δύο μαρτύρων υπεράσπισης της κ. Ζαννέτου, δηλαδή του Βοηθού Αρχηγού Επιχειρήσεων και ενός γιατρού που επιβεβαίωσε ότι η Επίτροπος πάσχει από άσθμα.
Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, η Δικαστής αποδέχθηκε τη μαρτυρία του αστυνομικού που ανέκοψε το όχημα της Επιτρόπου και της έλαβε δείγμα, εκτός από έξι σημεία τα οποία απαριθμήθηκαν στην απόφαση. Αξιολόγησε επίσης ως ειλικρινή τη δεύτερη μάρτυρα, που ήταν η ανακρίτρια της υπόθεσης, ενώ ο τρίτος μάρτυρας, που ήταν πραγματογνώμονας, «άφησε πολύ θετική εντύπωση στο Δικαστήριο».
Επίσης χαρακτήρισε τη μαρτυρία της κατηγορούμενης ως θετική και αποδέχθηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία του Βοηθού Αρχηγού Επιχειρήσεων, που κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης, αλλά και του ιατρού της κατηγορούμενης.
Στα ευρήματά του, το Δικαστήριο εντοπίζει πως «στις 11.01.2024 και περί ώρα 01:45 και ενώ η κατηγορουμένη οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής ΧΧΧΧ επί της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, έχοντας ως συνοδηγό την κόρη της, ανακόπηκε για έλεγχο από τον ΜΚ1. Αφού κατά την διάρκεια της συνομιλίας τους η κατηγορούμενη μύριζε έντονα αλκοόλ, ο ΜΚ1 στις 02:00π.μ. και αφού επέστησε την προσοχή της στο Νόμο και της εξήγησε τον τρόπο χρήσης της μηχανής, της ζήτησε να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση. Η Κατηγορούμενη συμμορφώθηκε με τις οδηγίες του ΜΚ1 και έδωσε δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση με ένδειξη 40mg% αντί 22mg%, που είναι το επιτρεπόμενο όριο».
Όπως τονίζει το Δικαστήριο «τότε, ο ΜΚ1 πληροφόρησε την κατηγορουμένη για το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης και ότι θα έπρεπε να μεταφερθεί σε άλλο σημείο για την διενέργεια τελικού ελέγχου αλκοόλης, με την βοήθεια γυναίκας αστυφύλακα. Μετά την παρέλευση κάποιου χρόνου και αφού η κατηγορούμενη τους είχε ενημερώσει για την ιδιότητά της και ότι επιθυμεί να επισπευσθεί η διαδικασία λόγω του βαρυφορτωμένου προγράμματος της κατά την επόμενη μέρα, προσήλθε στο σημείο γυναίκα αστυνομικός, η οποία οδήγησε το όχημα της κατηγορουμένης και την μετέφερε στην ΧΧΧΧ, όπου υπήρχε συσκευή τελικού ελέγχου. Ενόψει του ότι το εν λόγω μηχάνημα δεν λειτουργούσε, η Κατηγορούμενη, αφού ενημερώθηκε σχετικά, μεταφέρθηκε στον Αστυνομικό Σταθμό Στροβόλου, όπου ανέμενε για την διενέργεια του τελικού ελέγχου, μέχρι που ενημερώθηκε από τον ΜΚ1 ότι ούτε αυτό το μηχάνημα λειτουργούσε και ανέμεναν την προσκόμιση άλλου μηχανήματος για να μπορέσουν να προχωρήσουν. Μετά την παρέλευση αρκετής ώρας και αφού η κατηγορούμενη ήπιε 2–-3 ποτήρια νερό και κάπνισε αρκετά τσιγάρα, περί τις 03:10π.μ. έφθασε άλλη συσκευή τελικού ελέγχου».
Σημειώνει ακόμα πως «ο ΜΚ1 έθεσε την συσκευή σε λειτουργία, χωρίς να προβεί σε οποιονδήποτε άλλο έλεγχο, ενημέρωσε την κατηγορούμενη ότι θα υποβαλλόταν πρώτη στον τελικό έλεγχο και αφού της εξήγησε την διαδικασία παροχής δείγματος και της επέστησε την προσοχή της στο Νόμο της ζήτησε να παράσχει δύο δείγματα για σκοπούς τελικού ελέγχου αλκοόλης. Κατά τη διάρκεια παροχής του πρώτου δείγματος και κατά τη διάρκεια των τριών λεπτών που η κατηγορουμένη είχε την δυνατότητα να παράσχει τούτο, ο ΜΚ1 κρατούσε τη συσκευή και την τράβηξε πίσω δύο με τρεις φορές, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος προς τούτο. Η κατηγορούμενη από την άλλη, στη συνολική διάρκεια των τριών λεπτών, προσπαθούσε να φυσήξει και συναισθανόμενη το τράβηγμα της συσκευής, ζήτησε από τον ΜΚ1 να μην απομακρύνει τη συσκευή για να μπορέσει να φυσήξει. Αφού, η κατηγορουμένη ολοκλήρωσε την προσπάθεια της, ο ΜΚ1 την ενημέρωσε ότι το έντυπο αποτέλεσμα της συσκευής ήταν <<Insufficient Sample», οπότε και η διαδικασία τερματίστηκε και n κατηγορούμενη ενημερώθηκε για την διάπραξη του αδικήματος και ότι επρόκειτο να κατηγορηθεί και επιστήθηκε η προσοχή της στο Νόμο. Παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της κατηγορουμένης προς τον ΜΚ1 να της επιτρέψει να προσπαθήσει εκ νέου να παράσχει δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση, ο ΜΚ1 αρνήθηκε, αν και είχε διακριτική ευχέρεια να πράξει τούτο».
Η Κ. Ζαννέτου, συνεχίζει το Δικαστήριο, «κατά τις πρωινές ώρες της ίδιας ημέρας επικοινώνησε με τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας, ο οποίος την παρέπεμψε στον ΜΥ1. Τότε η κατηγορουμένη επικοινώνησε με τον ΜΥ1 ενημερώνοντάς τον για τα παράπονα της αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε και τη συμπεριφορά των εμπλεκόμενων αστυνομικών και αφού τον πληροφόρησε για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, ο ΜΥ1 την ενημέρωσε για τη δυνατότητα της να προσκομίσει ιατρική βεβαίωση. Επίσης, η κατηγορουμένη την ίδια ημέρα επικοινώνησε τηλεφωνικά και με τον ιατρό της, ενημερώνοντάς τον για το περιστατικό, ο οποίος αφού την εξέτασε τις επόμενες ημέρες εξέδωσε στις 15.01.2024 σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό, το οποίο η κατηγορουμένη απέστειλε με τη σειρά της στον ΜΥ1. Το εν λόγω ιατρικό πιστοποιητικό δεν αποστάληκε στη Νομική Υπηρεσία για να δοθούν οδηγίες ως προς τον περαιτέρω χειρισμό της υπόθεσης, ενόψει οδηγιών που δόθηκαν από τον τέως Αρχηγό Αστυνομίας προς τον ΜΥ1 ένεκα της δημοσιότητας που είχε λάβει το επίδικο συμβάν. Αποτελεί περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι η κατηγορουμένη πάσχει από χρόνιο, επίμονο βρογχικό άσθμα με μόνιμη έκπτωση της εκπνευστικής ροής της με αποτέλεσμα να έχει μη ικανοποιητική εκπνευστική προσπάθεια και μειωμένες εκπνευστικές εφεδρείες, τα οποία επιβαρύνονται και από το γεγονός ότι η κατηγορούμενη τυγχάνει να είναι καπνίστρια και ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο η νόσος βρισκόταν σε παρόξυνση λόγω βρογχίτιδας. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να επηρεάζεται η μέγιστη προσπάθεια εκπνοής αλλά και η διάρκεια αυτής».
Αφού παρέπεμψε στη Νομολογία, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι «δεν έχει αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση η ύπαρξη εύλογης υποψίας του ΜΚ1 ότι η Κατηγορούμενη οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλης, αφού κατά την συνομιλία τους αυτή μύριζε έντονα αλκοόλ, οπότε και της ζητήθηκε να παράσχει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση, αφού επιστήθηκε η προσοχή της στο Νόμο. Σε κάθε περίπτωση η ίδια αποδέχθηκε ότι είχε καταναλώσει δύο ποτήρια αλκοόλ. Δεν αμφισβητήθηκε επίσης η ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε για σκοπούς προκαταρκτικής εξέτασης αλλά ούτε και η ορθότητα του αποτελέσματος αυτής, δηλαδή ότι η κατηγορουμένη βρέθηκε να υπερβαίνει το επιτρεπόμενο όριο με ένδειξη 40mg% αντί 22mg%».
Ανάμεσα στα ευρήματα του Δικαστηρίου, ήταν πως «με δεδομένη την ύπαρξη θετικής ένδειξης κατά την προκαταρκτική εξέταση, ο ΜΚ1 δικαιολογημένα, έστω και μετά την παρέλευση μακρού χρόνου πέραν του συνισταμένου, εδύνατο, με βάση την κείμενη νομοθεσία, να ζητήσει από την κατηγορούμενη να παράσχει δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης».
Κατέληξε επίσης ότι όσον αφορά την ορθή λειτουργία της συσκευής τελικής εξέτασης αλκοόλης, «ο ΜΚ1 ανέφερε ότι στην προκειμένη περίπτωση για σκοπούς τελικής εξέτασης χρησιμοποιήθηκε η συσκευή alco- sensor V XL, με αύξοντα αριθμό 020300, που κατέχει σχετική πιστοποίηση. Η συσκευή αυτή ελέγχθηκε από τον ΜΚ3 για τελευταία φορά στις 30.10.2023. Πέραν τούτου, ο ΜΚ3 ανέφερε ότι σε περίπτωση που η συσκευή παρουσιάσει οποιοδήποτε λειτουργικό σφάλμα κατά τη χρήση της, διακόπτει τη διαδικασία και εκδίδει σχετικό έντυπο αποτέλεσμα με την ανάλογη ένδειξη. Πρόσθεσε ακόμη ότι με βάση το έντυπο αποτέλεσμα που εκδόθηκε στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχει ενδεχόμενο παρουσίασης τέτοιου προβλήματος κατά τη διενέργεια της εξέτασης. Αφότου δε ο ΜΚ1, σύμφωνα με την μαρτυρία του, ακολούθησε τη διαδικασία που προβλέπεται και παρουσιάστηκε στη συσκευή ένδειξη περί ετοιμότητας της, τότε προχώρησε με τη διενέργεια της τελικής εξέτασης. Στη βάση δε των ανωτέρω, καταλήγω σε επιπρόσθετο εύρημα ότι η επίδικη συσκευή τελικής εξέτασης αλκοόλης κατά τον ουσιώδη χρόνο λειτουργούσε κανονικά».
Όπως τονίζει το Δικαστήριο, δεν αμφισβητήθηκε επίσης, η αποτυχία της κατηγορούμενης να παράσχει δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης, παρά το γεγονός ότι καθόλη τη διαδικασία ήταν συνεργάσιμη και ότι η συσκευή κατέδειξε ότι δεν είχε δοθεί ικανοποιητικό δείγμα. Εντούτοις, συνεχίζει «από το σύνολο της ενώπιον μου αποδεκτής μαρτυρίας δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η συνεργασία της κατηγορούμενης με τις αστυνομικές αρχές για σκοπούς τελικής εξέτασης δεν ήταν γνήσια και ότι παρά την εκφρασθείσα πρόθεσή της να συνεργαστεί και να παράσχει δείγμα κατόρθωσε με κάποιο τρόπο να μην πράξει τούτο. Τούτο διότι ως ο ΜΚ1 επιβεβαίωσε στη δια ζώσης μαρτυρία του, κατά τη διάρκεια που η κατηγορουμένη προσπαθούσε να παράσχει δείγμα για τελική εξέταση εντός του χρονικού πλαισίου των τριών λεπτών, ο ΜΚ1 τράβηξε τη συσκευή δύο με τρεις φορές πίσω, απομακρύνοντας την από την κατηγορούμενη για να αυτοκαθαριστεί, ως χαρακτηριστικά ανέφερε. Την ίδια αίσθηση είχε και η κατηγορούμενη, εξού και του είχε ζητήσει να μην της τραβά τη συσκευή και να την αφήσει να τελειώσει την προσπάθεια της. Ο λόγος, όμως, που προέβαλε ο ΜΚ1 εν σχέσει με την αναγκαιότητα απομάκρυνσης της συσκευής κατά τη διάρκεια παροχής του δείγματος δεν έγινε αποδεκτός αφού ο ΜΚ3, που η εμπειρογνωμοσύνη του έχει γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, ανέφερε ότι δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απομάκρυνσης της συσκευής από το άτομο που προσπαθεί να παράσχει δείγμα πριν από την παρέλευση των τριών λεπτών. Σε τέτοια δε περίπτωση, ως διευκρίνισε, η διαδικασία θα διακοπεί και το δείγμα που θα έχει ληφθεί δεν θα είναι ικανοποιητικό. Τα όσα λέχθηκαν από τον ΜΚ3 επιβεβαιώθηκαν και από τον Βοηθό Αρχηγό (MY1)».
Όπως υποδεικνύει η Δικαστής, σε κάθε περίπτωση, «η κατηγορουμένη με έπεισε ότι προσπάθησε ειλικρινά να δώσει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής, πλην όμως για λόγους που δεν οφείλονται σε δική της πρόθεση απέτυχε να το πράξει. Εξάλλου, αποδέχομαι ότι η κατηγορούμενη, δεν είχε λόγο να αποφύγει να δώσει ικανοποιητικό δείγμα, ένεκα της ένδειξης του προκαταρκτικού ελέγχου και της παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος μέχρι την διενέργεια τελικής εξέτασης σε συνάρτηση με την εξασθένιση του επιπέδου αλκοόλης και του γρήγορου ρυθμού που μικρόσωμες γυναίκες ως η Κατηγορούμενη μεταβολίζουν την αλκοόλη, οι πιθανότητες ένδειξης εντός του επιτρεπόμενου ορίου είχαν μειωθεί αισθητά.
Ως εκ τούτου, επισημαίνει στην απόφαση, «για τους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί στον απαιτούμενο βαθμό ότι η μη παροχή ικανοποιητικού δείγματος στην προκειμένη περίπτωση οφείλεται σε ενέργειες τις κατηγορούμενης και όχι στον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο ΜΚ1 κατά την διεξαγωγή της εξέτασης με το τράβηγμα προς τα πίσω της συσκευής και έχοντας κατά νου ότι ο έλεγχος διενεργείται στο δείγμα που λαμβάνεται από το βάθος των πνευμόνων κατά το τέλος της προσπάθειας του ατόμου αφού συλλεγεί ο απαιτούμενος όγκος αέρα».
Υποδεικνύει εξάλλου ότι η κατηγορούμενη απέστειλε στον ΜΥ1 σχετικό ιατρικό πιστοποιητικό αφού παρήλθε το χρονικό διάστημα των τριών ημερών. «Τούτο όμως, δεν αναιρεί το δικαίωμα της να εγείρει την υπεράσπιση της εύλογης αιτίας, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, το νομοθετικό τεκμήριο που δημιουργείται είναι μαχητό. Πέραν των ανωτέρω, στην παρούσα περίπτωση αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι η κατηγορούμενη πάσχει από χρόνιο, επίμονοβρογχικό άσθμα με μόνιμη έκπτωση της εκπνευστικής ροής και ως εκ τούτου έχει μη ικανοποιητική εκπνευστική προσπάθεια και μειωμένες αναπνευστικές εφεδρείες».
Αποτελεί περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου στη βάση της προσαχθείσας ιατρικής μαρτυρίας, καταλήγει, «ότι το γεγονός ότι η κατηγορούμενη είναι καπνίστρια επιβαρύνει επιπλέον το έργο της εκπνευστικής προσπάθειας. Έχοντας επίσης υπόψη τα όσα λέχθηκαν από τον ΜΥ2, αποτελεί επιπρόσθετο εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες ζητήθηκε και έγινε προσπάθεια να παρασχεθεί δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση, ήτοι ότι η νόσος της την συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρισκόταν σε παρόξυνση αφού ασθενούσε με βρογχίτιδα, το ότι εκτέθηκε σε συνθήκες κρύου αέρα, ότι ταλαιπωρήθηκε συναισθηματικά αλλά και η κούραση και το κάπνισμα επηρέασαν περαιτέρω τη μέγιστη προσπάθεια και τον χρόνο εκπνοής με αποτέλεσμα η κατηγορούμενη να μην είναι σε θέση να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για σκοπούς τελικής εξέτασης, όπου απαιτείται συνεχής και έντονη εκπνοή αέρα ώστε να συλλεγούν τα απαιτούμενα 1,2 λίτρα εκπνεόμενου αέρα για να υπάρχει ικανοποιητικό δείγμα. Ο MΥ2, με θετικό τρόπο διασύνδεσε ικανοποιητικά το πρόβλημα υγείας που η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει αλλά και τις συνθήκες που επικρατούσαν το επίδικο βράδυ με την αδυναμία της να παράσχει δείγμα, χωρίς τα λεχθέντα του να αμφισβητηθούν από την Κατηγορούσα Αρχή».
Το Δικαστήριο καταλήγει πως «στη βάση της προσκομισθείσας αποδεκτής μαρτυρίας αλλά και όσων προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, καταλήγω ότι η κατηγορούμενη κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης, διασυνδέοντας επαρκώς τους προβαλλόμενους ιατρικούς λόγους με την αδυναμία της να παράσχει ικανοποιητικό δείγμα εκπνοής για τελική εξέταση. Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω πιο πάνω, η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη κατηγορία που η κατηγορούμενη αντιμετωπίζει. Συνακόλουθα, η κατηγορουμένη αθωώνεται και απαλλάσσεται από την κατηγορία που αντιμετωπίζει».
