Η δασκάλα σύμβολο του αντικατοχικού αγώνα-Δίδασκε για 23 χρόνια παιδιά που έμειναν στην κατεχόμενη Κύπρο

Σύμβολο της γυναίκας που αντιστέκεται, η δασκάλα Ελένη Φωκά θυμάται και διηγείται στο ΚΥΠΕ όσα έζησε στην Αγία Τριάδα, διδάσκοντας για 23 χρόνια τα παιδιά των ανθρώπων που επέλεξαν να μείνουν στην κατεχόμενη Κύπρο να κρατήσουν Θερμοπύλες. «Δεν θεωρώ ότι πρόσφερα» αναφέρει με ταπεινότητα, αναφέροντας μόνο ότι υπάκουσε στην έκκληση γονιών και παιδιών του χωριού της.

Το πρώτο διάστημα μετά την εισβολή, το δημοτικό σχολείο στην Αγία Τριάδα κρατήθηκε με τις υπάρχουσες δασκάλες, όπως διηγείται η κ. Φωκά. «Προσπαθούσαν να κρατήσουν τον κόσμο εκεί. Αργότερα εξασκήθηκαν πιέσεις και στη διευθύντρια και σε όλους τους εκπαιδευτικούς. Κατέγραψε κανένας την ιστορία αυτών των ανθρώπων; Την ιστορία των εγκλωβισμένων; Τι έπαθαν οι άνθρωποι και πώς εκδιώχθηκαν;», διερωτήθηκε, σημειώνοντας ότι αυτοί θα μπορούσαν να κρατήσουν τον κόσμο στο χωριό.

Η ίδια λέει για τον εαυτό της «εγώ ήμουν ένα από τα απομεινάρια, που δεν τα υπολόγιζε κανείς. Δεν θεωρώ ότι προσέφερα. Χρησιμοποιήθηκα μόνο».

Αφού έδιωξαν τις δασκάλες, η κυρία Ελένη Φωκά είπε ότι άκουσε την παράκληση των γονιών για να διδάξει τα παιδιά τους. «Δεν μπορούσα να μείνω αδιάφορη σε αυτή την παράκληση», είπε. Στο μεταξύ, οι Τούρκοι άφησαν το σχολείο κλειστό για σχεδόν ένα χρόνο, σε μια προσπάθεια εκδίωξης όσων είχαν παιδιά.

«Αργότερα, όταν επέτρεψαν οι Τούρκοι, ήρθε ο διορισμός μου. Εκείνα τα πλάσματα (τα παιδιά) για εμένα ήταν ο Θεός. Δεν είχαν καμία ευθύνη τα παιδάκια για αυτή τη δεινοπάθεια που ζούσαν. Εγώ έπρεπε να τα προστατέψω και αυτό έκανα, με πολλή αγάπη, με πολύ σεβασμό σε εκείνα τα παιδιά για ό,τι συνέβαινε», είπε.

Πρόσθεσε, ακόμα, ότι υπάκουσε και στην έκκληση των παιδιών. «Μου έλεγαν ‘δεσποσύνη να τα λέεις’, όταν έρχονταν από τα Ηνωμένα Έθνη. Αισθανόμασταν ότι με το να αναφέρουμε αυτό το κάτι, κάτι θα γίνει, θα βοηθηθεί ο κόσμος», ανέφερε.

«Τα Ηνωμένα Έθνη αντιλήφθηκαν ότι δεν θα φοβηθώ και θα μιλήσω, έρχονταν και με έβρισκαν εμένα. Ήξεραν ότι στο χωριό φοβόντουσαν, ιδιαίτερα αν έκαναν κάποια αναφορά θα υπέφεραν. Εγώ, κρυφά, μπορεί να χρησιμοποιούσα ένα χαρτάκι που το έβαζα στα χέρια τους όταν μου έκαναν χειραψία. Κάποιοι που είχαν ευαισθησία κατόρθωναν να το μεταφέρουν. Έτυχε όμως που το παρέδωσαν και στους Τούρκους».

Απαντώντας τι αφορούσαν οι αναφορές προς τα Ηνωμένα Έθνη, είπε ότι υπήρχαν καθημερινά περιστατικά, είτε για παιδιά που υπέφεραν, που ήταν άρρωστα στο νοσοκομείο, για παιδιά που συνελήφθηκαν, που κακοποιήθηκαν. «Ζητούσαμε βοήθεια από τα Ηνωμένα Έθνη, από τον Ερυθρό Σταυρό. Ήταν εκφοβισμός για να φύγει ο κόσμος. Όμως αν τύγχανε κάποιος κάποιας βοήθειας, αισθανόμαστε ότι κάποιος ενδιαφέρεται, κάποιος μας βοηθά», επισήμανε.

Η επαναλειτουργία του σχολείου

Η κ. Φωκά περιέγραψε στο ΚΥΠΕ τις αντίξοες συνθήκες με τις οποίες ερχόταν καθημερινά αντιμέτωπη, στην προσπάθειά της να λειτουργήσει το σχολείο. «Όταν πήγα στο σχολείο ήταν ένα έρημο κτήριο». Αργότερα, είπε, έγιναν επιδιορθώσεις με λεφτά που έστειλε το Υπουργείο Παιδείας της Κυπριακής Δημοκρατίας. «Την επόμενη μέρα ήταν στην ίδια κατάσταση. Δεν είχαμε ηλεκτρικό ρεύμα, δεν είχαμε τζάμια, παράθυρα. Το κατάγγελλα στις τουρκικές αρχές και μου έλεγαν να βάλω λαμαρίνες στα παράθυρα», θυμάται.

Ακόμα, λέει ότι οι Τούρκοι έβγαζαν τα κεραμίδια από τη στέγη του σχολείου. «Έβγαινα με τη σκάλα του γείτονα μου να βάλω κανένα σπασμένο κεραμίδι να προφυλαχτούμε. Εσκεμμένα, με κακή πρόθεση, λέρωναν με ανθρώπινες ακαθαρσίες στην πόρτα, στη βεράντα. Αισθανόμουν τον πλήρη εξευτελισμό, την πλήρη ταπείνωση ως άνθρωπος. Μισούσα τον εαυτό μου», περιγράφει.

«Έβγαζα νερό από το πηγάδι για να ξεπλύνω τουλάχιστον τον διάδρομο που πατούσαν τα παιδιά. Δεν έφταιγαν σε τίποτε. Αν αύριο πάθαιναν κάτι δεν θα το δεχόταν η ψυχή μου», είπε. Σημείωσε ότι μετά από κάποια χρόνια που κατήγγελλε τα παραπάνω, η κυπριακή κυβέρνηση διόρισε μια κοπέλα, την κυρία Άννα και καθάριζε. «Αυτά που έκανα εγώ τα έκανε εκείνη. Ήταν συγχρόνως όλη μέρα μαζί μου. Ήταν μια παρέα», είπε.

«Είχα έναν ανελέητο πόλεμο, εξευτελισμούς, πιέσεις. Μέχρι και το γήπεδο επιχείρησαν να το καταστρέψουν για να μην το χρησιμοποιούν τα παιδιά. Το ντεπόζιτο το κατέστρεψαν, έριχναν ψόφια ζώα και ακαθαρσίες», συνέχισε.

Η ομοψυχία των παιδιών

Αναφερόμενη σε άλλο περιστατικό, είπε ότι υπήρχε περίπτωση που οι τουρκικές αρχές θέλησαν να τη συλλάβουν μέσα στη σχολική αίθουσα, μπροστά στα παιδιά. Στόχος, εξήγησε, ήταν να την απομακρύνουν, προκειμένου να μιλήσουν με τα παιδιά ξένοι δημοσιογράφοι, για να αποδείξουν οι τουρκικές αρχές ότι οι Ελληνοκύπριοι εγκλωβισμένοι «περνούσαν καλά».

«Όταν είπε ο Τούρκος στρατιωτικός να με πάρουν στον σταθμό στη Γιαλούσα, τα παιδιά σηκώθηκαν όρθια και είπαν ‘θα πάμε μαζί με τη δασκάλα’. Αισθάνθηκα ιερό δέος μπροστά στην ενέργεια των παιδιών. Αισθάνθηκα την παρουσία του Θεού. Δεν διαπραγματευόμουν εγώ με τον κατοχικό στρατό. Διαπραγματεύονταν τα παιδιά. Και στο τέλος αποφάσισαν να πάει ένας. Επέτρεψαν σε ένα παιδί να πάει μαζί μου». Όταν πήγαν στον σταθμό, τη ρωτούσαν περί ανέμων και υδάτων, «απλώς ήθελαν να με απομακρύνουν».

Ερωτηθείσα τι μαθήματα έκαναν στο σχολείο, είπε ότι το μάθημα των ελληνικών, αν και επιτρέπονταν, «δεν μας έδιναν εγκαίρως τα βιβλία. Μπορεί να δίναν το τέταρτο μέρος πρώτο. Είχαμε βιβλία από τις προηγούμενες τάξεις, τα παιδιά έσβηναν τις ασκήσεις για να αρχίσουμε από το πρώτο μέρος».

Για τα μαθήματα της ιστορίας, της γεωγραφίας, των θρησκευτικών δεν έδιναν καθόλου βιβλία. «Μόνο ελληνικά, λίγα μαθηματικά, αγγλικά. Αυτά τα 2-3 μαθήματα κάναμε και λίγη φυσική. Επέλεγα πιο πολύ να μάθουν να γράφουν και να διαβάζουν».

Είπε ακόμα ότι στην πράξη λειτουργούσε ένα ολοήμερο σχολείο. «Δεν εξασκούσα επάγγελμα, αλλά λειτούργημα. Έμενα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τα παιδιά έβγαιναν έξω και μοιράζονταν μεταξύ τους το φαγητό τους. Χαιρόμουν αυτή την αλληλεγγύη».

Σε ερώτηση για το πού πήγαιναν τα παιδιά που τέλειωναν το δημοτικό, είπε ότι δεν υπήρχε γυμνάσιο και έπρεπε να έρχονται στις ελεύθερες περιοχές. «Τα περισσότερα παιδιά δεν ήθελαν να παν, αλλά εξαναγκάζονταν και από τους γονείς τους, γιατί ήξεραν ότι η μόνη περιουσία τους ήταν τα γράμματα. Όμως ήταν δίκοπο μαχαίρι. Αν άφηνες το παιδί σου τότε, οι κανονισμοί των κατοχικών δυνάμεων ήταν να μην ξαναεπιστρέψει. Το πιο εξευτελιστικό ήταν ότι έβαζαν τα ανήλικα παιδιά και τους γονείς τους να υπογράψουν ότι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να επιστρέψουν ξανά πίσω και ότι έφευγαν ‘διά της ιδίας θελήσεως’. Ποιος θέλει να φύγει από το σπίτι τους διά της ιδίας θελήσεως;», διερωτήθηκε.

Δύναμη μέσα από την ταπείνωση

«Από πού αντλούσατε δύναμη;» τη ρωτήσαμε. «Μέσα από την αδυναμία, μέσα από τον εξευτελισμό, μέσα από την ταπείνωση», είπε. Πρόσθεσε ότι η ίδια είχε ζήσει τη βαρβαρότητα των Τούρκων «κι έτσι αδιαφορούσα. Όταν απέμεινε ο πατέρας μου αισθανόμουν ότι είχα μόνο βοηθό και προστασία τον πατέρα μου. Δεν θα με εγκατέλειπε, θα ερχόταν να με βοηθήσει, με όποιες δυνάμεις είχε. Όταν πέθανε αισθάνθηκα ότι είχαν κοπεί τα πόδια μου και κάθε βοήθεια. Παρέμεινα όμως εκεί, προσπαθώντας να αντλήσω δύναμη».

Σημείωσε ότι όλοι οι εγκλωβισμένοι δέχονταν ταπεινώσεις και εξευτελισμό. «Όταν τα φέρναμε σε γνώση των δικών μας, έπρεπε να γίνουν κλειδί για τη διεκδίκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Γι’ αυτό μείναμε», είπε με παράπονο.

Να εφαρμοζόταν «με νύχια και με δόντια» η συμφωνία Τρίτης Βιέννης

Η συμφωνία Τρίτης Βιέννης που υπογράφτηκε το 1975 προνοούσε, μεταξύ άλλων, ότι οι Ελληνοκύπριοι που συνέχιζαν να διαμένουν στο βόρειο τμήμα του νησιού «είναι ελεύθεροι να παραμείνουν και ότι θα παρασχεθή εις αυτούς πάσα βοήθεια διά να δύνανται να διάγουν μίαν ομαλήν ζωήν, περιλαμβανομένων διευκολύνσεων εις τον εκπαιδευτικόν τομέα και διά την άσκησιν της θρησκείας των, ως επίσης και ιατρικής περιθάλψεως υπό ιδικών των ιατρών και ελευθέρας διακινήσεως εις τον βορράν». Η κ. Φωκά τονίζει ότι αυτή τη συμφωνία «έπρεπε να την εφαρμόσουν με νύχια και με δόντια, να μείνει ένας αριθμός πληθυσμού, έστω εκείνη η έκταση της Καρπασίας». Αντίθετα, είπε, «ούτε εκείνος που την υπέγραψε, ούτε οι επόμενοι εργάστηκαν για την εφαρμογή της».

Η ίδια είπε ότι αυτός ήταν ο αγώνας της. «Ήταν η κραυγή του τόπου μας, οι τάφοι των γονιών μας, οι αρχαιότητες μας που βεβηλώθηκαν και που τα ζούσα κάθε μέρα. Ερχόμουν (στις ελεύθερες περιοχές) είτε με φωτογραφίες, ή τα έλεγα με προσωπική αναφορά. Ήταν πόνος ψυχής για εμάς και τον ζούσες κάθε στιγμή της ζωής σου, από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί ζούσες αυτή τη βαρβαρότητα. Δεν είχες καθόλου ελευθερία, δεν είχες καθόλου προσωπικότητα», είπε.

Σημείωσε ότι αν από τα πρώτα χρόνια γινόταν μεγαλύτερη και πιο οργανωμένη προσπάθεια, «ίσως να γινόταν κάτι. Σήμερα ακούμε ξεπουλήθηκε η κατεχόμενη Καρπασία, έκτισαν κτήρια. Τα γεγονότα τρέχουν. Πώς μπορούμε σήμερα εμείς να τους αντιμετωπίσουμε;», διερωτήθηκε.

Συνέχιση του αγώνα στις ελεύθερες περιοχές

Το 1997 ήρθε στις ελεύθερες περιοχές για λόγους υγείας, με υποσχέσεις ότι θα την αφήσουν να επιστρέψει ξανά, κάτι που τελικά δεν έγινε. Εξέφρασε το παράπονό της για την αντιμετώπιση που έτυχε τότε από την πολιτεία, σημειώνοντας ότι δεν τη δέχτηκαν στο Προεδρικό.

«Μου είπαν να τηλεφωνώ κάθε βδομάδα. Τηλεφωνούσα για τρία χρόνια και δεν μου απάντησαν ποτέ. Επέμενα στη γραπτή υπόσχεση του Προέδρου», είπε. Πρόσθεσε ότι η ίδια πήγε και προσωπικά σε όλες τις πρεσβείες και παρέδωσε γραπτώς το αίτημά της. «Κανένας δεν με βοήθησε. Αισθάνθηκα το μεγαλύτερο άδειασμα». Αργότερα, είπε, έμαθε ότι είχε συμφωνηθεί να μην επιστρέψει. «Δεν ξεγελάς τον άλλο. Του λες, του εξηγείς. Ήταν εξευτελιστικό».

Αυτό το διάστημα, η ίδια λέει «μαράζωνα για τον μισθό που έπαιρνα, ότι ήταν αδικία. Αλλά σκεφτόμουν ότι τόσα χρόνια υπηρέτησα από το πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να πάρω ποτέ ούτε άδεια ασθενείας. Ακόμα και το καλοκαίρι και τα Σαββατοκύριακα έρχονταν παιδιά να τα βοηθήσω. Σκεφτόμουν ‘ο Θεός ας με συγχωρέσει’».

Στη συνέχεια αποδέχτηκε να ασχοληθεί με το θέμα της διαφώτισης. «Στο εξωτερικό ακούει ο κόσμος, συγκινείται, αλλά υπάρχει συνέχεια και συνέπεια;», διερωτήθηκε. «Ήμουν ένας μάρτυρας, μια ομολογία για το τι ζούσαμε στην κατοχή. Αυτό που ζητώ από όλο τον κόσμο είναι να μην ξεχάσουμε. Δεν είναι δυνατόν να ξεχάσουμε την εισβολή και την κατοχή. Είναι οι τάφοι των γονιών μας, είναι ο πολιτισμός μας. Πρέπει να τα διεκδικήσουμε. Εφόσον προσπαθούμε, ίσως να μη μας ξεχάσει και ο Θεός», είπε.

Απαντώντας αν έχει πάει ξανά στην Αγία Τριάδα μετά που άνοιξαν τα οδοφράγματα, είπε «εγώ τον τόπο μου τον ξέρω, κρούζω γι’ αυτόν. Κάθε βράδυ τον βλέπω και ζω αυτές τις καταστάσεις. Τι να πάω να δω;», λέει, σημειώνοντας ότι δεν θέλει να ξαναζήσει τον εξευτελισμό.

Για αυτήν, η Αγία Τριάδα, η Καρπασία, η Κύπρος είναι «η ελευθερία μας, η ύπαρξη μας, η ζωή μας. Αυτά που μας δίνουν δυνατότητα ελευθερίας. Αν θέλουμε να λεγόμαστε άνθρωποι πρέπει να τα διεκδικήσουμε».

Πηγή: ΚΥΠΕ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Δειτε Επισης

Τελέστηκε το μνημόσυνο και τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου των ηρώων της Άλωνας
Συνεχίζονται οι συναντήσεις για ΑΤΑ, προσπάθειες αποκλιμάκωσης στα ξενοδοχεία
Αντισυνταγματικός ο Νόμος για υποχρεωτική η τοποθέτηση χρονομέτρου σε κάμερες-«Θα επιφέρει πρόσθετες δαπάνες και χρεώσεις»
Αναζητεί δύο πρόσωπα για κλοπές στη Λεμεσό η Αστυνομία (pics)
Οι διάλογοι των αστυνομικών της ΕΛΑΣ που διακινούσαν ναρκωτικά-«Θέλω 10k, μετά θα παίξουμε εμείς μπάλα»
Τα πήρε όλα πάνω του ο 35χρονος για τη δολοφονία του Πολωνού καθηγητή-«Ήθελα να λυτρώσω την οικογένεια μου»
Εκ παραδρομής στάλθηκαν διπλές χρεώσεις φορολογιών-Η ανακοίνωση του Δήμου Πολεμιδιών
Διαμαρτυρία από Πρεσβεία Παλαιστίνης για την κατάσταση στη Γάζα και Δυτική Όχθη
Συστάσεις Πολιτικής Άμυνας για ελαχιστοποίηση συνεπειών από καύσωνα
ΒΙΝΤΕΟ: Συνετρίβη αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας του Μπαγκλαντές σε σχολείο-Ένας νεκρός